Διονύσης Παντής*
Είναι αναχρονιστική η Ευρωπαϊκή αντιρωσική εμμονή;
Η Ευρώπη (Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένο Βασίλειο – ΕΕ + ΗΒ) συσπειρώνεται –ή τουλάχιστον προσπαθεί–, αναθεωρεί και δηλώνει ότι προετοιμάζεται για μια θερμή ή ψυχροπολεμική αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Και γιατί όχι, ακόμη και με την Κίνα.
Πρόσφατα, οι ευρωπαϊκές ελίτ, που εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό να είναι θιασώτες της παγκοσμιοποιημένης φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, υπέστησαν ένα διπλό σοκ:
Πρώτον, η στρατιωτική εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία διέλυσε το όνειρο της μεταψυχροπολεμικής κυριαρχίας των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ + ΗΒ στην Ευρώπη – πάντα υπό την αμερικανική ομπρέλα προστασίας. Η Ρωσία και η Ουκρανία δεν έγιναν ποτέ το ευρωπαϊκό (δυτικό) Ελντοράντο που προσδοκούσαν. Ο «χρήσιμος» αλλά θεωρούμενος διαχειρίσιμος αμερικανικός παράγοντας υποτίθεται ότι θα άφηνε ζωτικό χώρο στους «έμπειρους» Ευρωπαίους με τη μακρά ιμπεριαλιστική παράδοση – κυρίως Γερμανούς, Γάλλους και Άγγλους, αλλά και Σκανδιναβούς, Ισπανούς, Βέλγους, Ολλανδούς, Πορτογάλους και τους υπόλοιπους μιμητές τους.
Δεύτερον, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ αποκάλυψε με τον πιο κυνικό και σκληρό τρόπο –ίσως όχι τον πιο εξευτελιστικό, αλλά το μέλλον μπορεί να επιφυλάσσει και χειρότερα– την πραγματική κατανομή ισχύος στο Δυτικό μπλοκ. Οι ΗΠΑ είναι ο απόλυτος άρχοντας. Η ευημερία του «ανίσχυρου δεύτερου», δηλαδή της Ευρώπης, εξαρτάται απολύτως από τη βούληση της μοναδικής υπερδύναμης του μπλοκ, η οποία είναι η πρώτη μεταξύ των τριών παγκόσμιων υπερδυνάμεων. Η Ευρώπη είναι αναγκασμένη να πληρώνει ακριβά κάθε «παραχώρηση» που κάνει ο Τραμπ.
Η εύνοια των ΗΠΑ είναι μονόδρομος για την Ευρώπη. Οι ΗΠΑ μπορούν να σταθούν χωρίς την Ευρώπη· η Ευρώπη όχι χωρίς τις ΗΠΑ. Η άμυνα και η οικονομία της Ευρώπης εξαρτώνται απολύτως από την αμερικανική στήριξη.
Την ίδια στιγμή, το χαρτί της ρωσικής υποταγής ή ακόμη και διάλυσης έχει αποτύχει. Η προνομιακή λεηλασία των τεράστιων ρωσικών πόρων θα έλυνε πολλά από τα προβλήματα της γερασμένης Ευρώπης, μετά από δύο παγκόσμιους και έναν ψυχρό πόλεμο. Τι ευλογία θα ήταν για τη Δύση μια νίκη επί της Ρωσίας! Η Κίνα, αποκομμένη από τους ρωσικούς πόρους και τους ελεγχόμενους από τη Δύση πόρους του πλανήτη (Μέση Ανατολή, Αφρική, Λατινική Αμερική, υπόλοιπη Ασία), θα εξαναγκαζόταν σε συνθηκολόγηση με τους όρους της Δύσης.
Η εικόνα των ηγετών της «παλαιάς Ευρώπης» (Ράμσφελντ) με την προσθήκη της Ιταλίας, αγαπητής στην Ουάσιγκτον, να φωτογραφίζονται σαν επαρχιακοί αξιωματούχοι στη «Νέα Ρώμη» (Ουάσιγκτον του Τραμπ), οπτικοποιεί στους τηλεθεατές όλου του πλανήτη τη σκληρή γεωπολιτική και γεωστρατιωτική πραγματικότητα της Ευρώπης.
Οι Μεγάλοι της ΕΕ –στην πραγματικότητα μεσαίοι με τα σημερινά παγκόσμια δεδομένα– δεν θέλησαν να μετατρέψουν την Ένωση, με τη μεγάλη αγορά και οικονομία, σε γεωπολιτική υπερδύναμη. Το ΗΒ αποχώρησε. Η Γερμανία προώθησε τη δική της, γερμανοκεντρική Ευρώπη. Η Γαλλία προτίμησε μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, με ανάπτυξη προνομιακών διμερών σχέσεων με τις ΗΠΑ, την Ινδία, την Αφρική κ.λπ.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έμεινε πίσω, καθώς επικράτησαν εθνικοί και, συχνά, συγκαλυμμένα ρατσιστικοί υπολογισμοί: οι «οργανωτικοί» Βόρειοι έναντι των «διαφθαρμένων» και «τεμπέληδων» Νοτίων, οι «παλαιοί» έναντι των «νέων» Ανατολικών.
Έχουμε αναφερθεί και παλαιότερα στις ιστορικές ρίζες του ευρωπαϊκού αντιρωσισμού:
«Πολύ πριν αναδειχθούν οι ΗΠΑ ως παγκόσμια δύναμη, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις –Αγγλία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία– συμφωνούσαν ότι βασική στρατηγική τους ήταν η απομόνωση της Ρωσίας. Έτσι, πεισματικά της αρνούνταν τον έλεγχο των Στενών της Κωνσταντινούπολης (Δαρδανέλια), αλλά και, ει δυνατόν, της Μαύρης Θάλασσας. Και όλα αυτά, πριν ακόμη αποκαλυφθούν οι τεράστιοι φυσικοί πόροι της Ρωσίας, πέραν των σιτηρών.
Ο ίδιος ο Ναπολέων, στην απομόνωση της Αγίας Ελένης μετά το Βατερλώ (1816), είχε εκμυστηρευθεί στον κόμη Las Cases ότι ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Γαλλίας –μεγαλύτερος ακόμη και από την ναυτική Αγγλία– ήταν η Ρωσία. Με τις αχανείς εκτάσεις της, όπου μπορούσε να υποχωρήσει και να επανέλθει όποτε ήθελε, και με τις τεράστιες ευρωασιατικές εφεδρείες της, η Ρωσία αποτελούσε το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της Ευρώπης. (Γι’ αυτό και η σημασία της Πολωνίας ως ενδιάμεσου χώρου).
Αργότερα, όταν έγινε γνωστός ο ενεργειακός πλούτος της Ρωσίας, ο Χίτλερ και η ναζιστική Γερμανία τον εποφθαλμιούσαν. Ο Χίτλερ προτίμησε τον δύσκολο δρόμο της επίθεσης στην «υποδεέστερη» σλαβική Ρωσία –για να εξασφαλίσει ενέργεια και ζωτικό χώρο– και όχι την πορεία προς τα πετρέλαια της Μοσούλης, μέσω της φιλικής Τουρκίας, όπως είχαν εισηγηθεί Γερμανοί στρατηγιστές.»
πηγή: https://www.ibnaeu.com/2024/06/13/einai-i-evropi-to-thyma-tis-politikis-ton-ipa-stin-oukrania/
Με το τέλος του Μεγάλου Γεωπολιτικού Παιχνιδιού του 19ου αιώνα (Great Game) μεταξύ Ρωσίας και Μεγάλης Βρετανίας, και τον εγκλωβισμό της Ρωσίας στις αχανείς χώρες της Κεντρικής Ασίας, η χώρα απέκτησε μέγεθος και πόρους που τρόμαζαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Τον φόβο αυτόν εκμεταλλεύθηκε η ικανή Μεγάλη Βρετανία, κρατώντας υπό έλεγχο τις ηπειρωτικές δυνάμεις που την είχαν ανάγκη. Αυτό επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα, με την άμεση de facto επανένταξη της ενθουσιασμένης Βρετανίας στην ad hoc αντιρωσική συμμαχία.
Η βίαιη εκβιομηχάνιση της Ρωσίας με τη σιδηρά πολιτική του Στάλιν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και η πυρηνική εξισορρόπηση έναντι των ΗΠΑ, αναβάθμισαν τη Σοβιετική Ένωση (και σήμερα τη Ρωσία) από μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη σε παγκόσμια υπερδύναμη.
Οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι –στην ουσία ευρωπαϊκοί πόλεμοι που έγιναν παγκόσμιοι λόγω της αποικιακής εξάπλωσης– κατέστρεψαν τη συγκριτική ισχύ της Ευρώπης και ανέδειξαν δύο ανταγωνιστικές υπερδυνάμεις: τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ.
Η Ευρώπη ανασυγκροτήθηκε χάρη στο ενδιαφέρον των αμερικανικών πολυεθνικών και της αμερικανικής πολιτικής ελίτ: ως οικονομική ενδοχώρα των ΗΠΑ και ως ανάχωμα στην εξάπλωση της Σοβιετικής Ένωσης. Η αμερικανική σφραγίδα στην Ευρώπη τέθηκε πανηγυρικά και οι ευρωπαϊκές ελίτ την αποδέχθηκαν με ανακούφιση. Τώρα, με τον Τραμπ, την επιβεβαιώνουν ξανά – αν και όχι τόσο χαρούμενα.
Η Pax Americana μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αντιαποικιακοί αγώνες που έδωσαν τουλάχιστον τυπική ανεξαρτησία στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, και η μεταμόρφωση της Ρωσίας/ΕΣΣΔ σε βιομηχανική δύναμη, άλλαξαν μόνιμα την ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη και στον κόσμο, εις βάρος των παραδοσιακών ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών δυνάμεων.
Η τελευταία ευκαιρία της Ενιαίας Ευρώπης –η αμυντική και πολιτική ολοκλήρωση– απέτυχε λόγω εθνικών ατζεντών. Η ελληνική κρίση και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε αποτέλεσαν χαρακτηριστικό παράδειγμα της γερμανοκεντρικής λογικής που απέκλειε μια πραγματικά ενιαία Ευρώπη.
Η ευρωπαϊκή ζάλη από τα δύο σοκ δεν αφήνει χώρο για καθαρή γεωπολιτική ανάλυση. Κάθε διαφοροποίηση από την «επίσημη» ευρωπαϊκή γραμμή –κοινό σημείο Γαλλίας, Γερμανίας και Αγγλίας– θεωρείται προδοσία.
Έτσι, η Ευρώπη δεν μπορεί να αξιολογήσει νηφάλια τις μεγάλες γεωπολιτικές μετατοπίσεις: την τεράστια ανισορροπία ισχύος ΗΠΑ–ΕΕ, τη μετατόπιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος προς την Ασία και ειδικά την Κίνα, και τη διατήρηση της Ρωσίας ως τρίτης υπερδύναμης, έστω και μακριά από τις δύο πρώτες.
Τα ευρωπαϊκά κράτη δεν ελέγχουν κανέναν σημαντικό εμπορικό δρόμο, ούτε έχουν τη στρατιωτική ισχύ να το πράξουν στο ορατό μέλλον.
Ως αποτέλεσμα, αδυνατούν να «θυμηθούν» την τραυματική εμπειρία της περιόδου πριν από την ευρωπαϊκή κυριαρχία (1686–1945). Μια ιστορία γεμάτη απειλές, επιδρομές, θάνατο και ταπείνωση – με τελευταία την πολιορκία της Βιέννης (1686) από τους Οθωμανούς.
Η Ευρώπη, χάνοντας την παγκόσμια κυριαρχία της –την ηγεμονία, την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή, την τεχνολογική πρωτοπορία και την οικονομική ισχύ που αντλούσε από την αποικιοκρατία και τη βιομηχανική επανάσταση– κινδυνεύει να βιώσει μια «ολική επαναφορά» της υστερορωμαϊκής και μεσαιωνικής ιστορίας της.
Η πιθανότητα, για παράδειγμα, να πολεμήσουν στην Ουκρανία 150.000 Βορειοκορεάτες στρατιώτες υπέρ της Ρωσίας, δείχνει πόσο ευάλωτη θα ήταν η Ευρώπη μπροστά σε τέτοια σενάρια. Ιράν, Ινδία, Βόρεια Κορέα και, φυσικά, Κίνα –χώρες που υπέστησαν πολλά από τα 300 χρόνια ευρωπαϊκής κυριαρχίας– δύσκολα θα αφήσουν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία για αναθεώρηση της δυτικής ηγεμονίας, μια ευκαιρία που προσφέρει η πιεσμένη Ρωσία.
Μετά από περίπου 1.300 μέρες πολέμου στην Ουκρανία, ακόμη και μια πιθανή κατάρρευση της Ρωσίας μπορεί να μην αποφέρει πια στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ το ποθητό αποτέλεσμα: τη λεηλασία των φυσικών της πόρων και το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της Κίνας. Αντίθετα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε επέκταση αναθεωρητικών ασιατικών δυνάμεων σε ρωσικό ή πρώην σοβιετικό έδαφος, πιο κοντά στην Ευρώπη.
Μήπως τελικά η ευρωπαϊκή εμμονή στην εξισορρόπηση της Ρωσίας στην Ουκρανία φέρνει μακροπρόθεσμα μεγαλύτερες απειλές στην Ευρώπη; Μήπως, χωρίς τη ρωσική ανάσχεση των ασιατικών πιέσεων, η ίδια η Ευρώπη θα βρεθεί περισσότερο εκτεθειμένη;
Σε αυτήν την περίπτωση, η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης θα ήταν μόνιμη και αναγκαστική, ενώ ο Ευρωπαϊκός Τρόπος Ζωής –ευημερία, δικαιώματα, προστασία περιβάλλοντος, εργασιακές εγγυήσεις– θα αποτελούσε οριστικά παρελθόν.
Υπό αυτό το σκεπτικό, η Ρωσία –αν και πιεσμένη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας– αποτελεί το «αναγκαίο κακό» για την Ευρώπη. Είναι μεγάλη για τις μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά μικρή, κυρίως πληθυσμιακά, μπροστά στα τεράστια μεγέθη της Ασίας.
Η Ρωσία χρειάζεται απελπισμένα ευρωπαϊκή συνεργασία σε επενδύσεις και τεχνολογία για να διατηρήσει την ανεξαρτησία της μεταξύ ΗΠΑ και Ασίας. Αυτό αφήνει τεράστιο χώρο επωφελούς συνεργασίας –ιδίως για τη Γερμανία– σε ένα ελάχιστα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Μια προοπτική καθόλου ευχάριστη για το «σύμμαχο» Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο Τραμπ, από την απόσταση του Ατλαντικού, βλέπει την προοπτική που η Δύση δεν μπορεί να χάσει: την επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ, αποδεχόμενες την αποτυχία της στρατηγικής των παγκοσμιοποιητικών ελίτ, ετοιμάζονται για μια συνεργασία που θα κρατά τον ανταγωνισμό αλλά θα επιτρέπει συνεννόηση με τη Ρωσία – και για λόγους τεχνολογικούς, αλλά και για εξισορρόπηση της Κίνας.
Η Ευρώπη, αντίθετα, αυτοκαταστροφικά εμμένει σε μια αντιρωσική πολιτική που την τραυματίζει.
Η «συναισθηματική» της αντίδραση στη δυσάρεστη πραγματικότητα την καθιστά ανίκανη να δει καθαρά τη γεωπολιτική αλήθεια. Κι όμως, για την ίδια και το μέλλον της, είναι ζωτικής σημασίας να την αναγνωρίσει: η ασφάλειά της απειλείται πολύ περισσότερο ως ο πιο αδύναμος κρίκος του Δυτικού μπλοκ.
*Ο Διονύσης Παντής είναι Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, γεωπολιτικός αναλυτής
*Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο IBNA εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς.
© IBNA 2025
