Μια ξύλινη βιβλιοθήκη φορτωμένη με μνήμες∙ ανάμεσα στα βιβλία, φωτογραφίες από μια ολόκληρη διαδρομή
Κάθεται στο γραφείο του. Πίσω του, μια ξύλινη βιβλιοθήκη φορτωμένη με μνήμες∙ ανάμεσα στα βιβλία, φωτογραφίες από μια ολόκληρη διαδρομή. Ο Γρηγόρης Βαλτινός ως Οιδίποδας στην Επίδαυρο, ως Τεβιέ στον «Βιολιστή στη στέγη», σε ένα καρέ από τη σειρά του Mega «Ο μεγάλος θυμός» πλάι στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Και λίγο πιο κάτω, η αφίσα της παράστασης «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι», από το έργο των Μιτς Αλμπομ και Τζέφρι Χάτσερ, στο οποίο επιστρέφει φέτος – έξι χρόνια μετά το ανέβασμα του 2019, τότε που είχε σημειώσει πάνω από 200 συνεχόμενα sold out.
«Μα πρόκειται για έργο ζωής» παρατηρεί ο Γρηγόρης Βαλτινός. «Και δεν το λέω αυτό με βάση εμένα. Νομίζω πως μπορεί να γίνει έργο ζωής για τον κάθε άνθρωπο, καθώς αγγίζει όλα τα θέματα που απασχολούν την ανθρώπινη ψυχή: την αγάπη, τον έρωτα, την οικογένεια, τη ζωή, τον θάνατο, το δίκιο και το άδικο, την ισορροπία μέσα στην κοινωνία. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα εγχειρίδιο για να ζεις ήρεμα και ευτυχισμένα».
Μιλάει για τις μεγάλες αλήθειες της ζωής χωρίς να χάνει το χιούμορ του
Πράγματι, πρόκειται για έργο βαθιά τρυφερό αλλά και φιλοσοφικό, που μιλάει για τις μεγάλες αλήθειες της ζωής χωρίς να χάνει το χιούμορ του. Βασίζεται στην αληθινή ιστορία του καθηγητή Κοινωνιολογίας Μόρι Σουόρτς και του πρώην φοιτητή του, του δημοσιογράφου και συγγραφέα Μιτς Αλμπομ. Οι δύο άνδρες που είχαν χαθεί για χρόνια συναντήθηκαν ξανά όταν ο Μιτς, έχοντας χάσει τον δρόμο του κυνηγώντας μόνο την καριέρα και την επιτυχία, έμαθε πως ο αγαπημένος του δάσκαλος έπασχε από ανίατη ασθένεια και αποφάσισε να τον επισκεφθεί. Από τότε, κάθε Τρίτη, έδιναν ραντεβού, τα οποία μετατράπηκαν σε μαθήματα ζωής για το τι έχει πραγματικά αξία.
Αυτές οι συναντήσεις έγιναν και το υλικό για το βιβλίο του Μιτς, «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι», που κυκλοφόρησε το 1997 και έγινε παγκόσμιο best seller, πριν διασκευαστεί και για το θέατρο. Ο Γρηγόρης Βαλτινός λοιπόν επιστρέφει φέτος στον ρόλο του Μόρι υπογράφοντας τη σκηνοθεσία της παράστασης και συναντά στη σκηνή του θεάτρου Ιλίσια Βολανάκης τον Γιάννη Σαρακατσάνη ως αποπροσανατολισμένο Μιτς.
Αυτό το έργο έχει κάτι το καταπληκτικό
«Αυτό το έργο έχει κάτι το καταπληκτικό» αναφέρει. «Είναι γεμάτο διαλόγους που κλείνουν μέσα τους αποστάγματα σοφίας. “Δεν υπάρχει σκοπός όταν αγαπάς, το να αγαπάς είναι σκοπός”. Υπάρχει ακόμη μία φράση που λατρεύω: “Οταν καταλάβεις ότι πεθαίνεις, καταλαβαίνεις πώς θα έπρεπε να ζεις”. Ο Μιτς, όταν έρχεται να συναντήσει τον παλιό καθηγητή του, είναι ένας άνθρωπος απογυμνωμένος από το συναίσθημα. Ο Μόρι λειτουργεί σαν coach ζωής. Τον μαθαίνει να ζει ξανά πραγματικά».
«Δεν βγάζω τη ζωή μου φόρα παρτίδα στο Facebook. “Τώρα τρώω. Τώρα κοιμάμαι. Τώρα κάνω μπάνιο. Τώρα γδύνομαι”. Θα ήμουν γελοίος αν το έκανα, μια καρικατούρα»
Οταν μπήκα σε αυτό το επάγγελμα, κυρίως άκουγα: 90% άκουγα και 10% μιλούσα
Στη ζωή όμως του Γρηγόρη Βαλτινού υπήρξαν άνθρωποι που του έδειξαν τον δρόμο; «Πολλοί» απαντά. «Από μικρό παιδί έκανα παρέα με μεγαλύτερους. Επαιρνα από αυτούς μια έτοιμη σοφία, μια γνώση. Ημουν ένα σιωπηλό παιδί. Οταν μπήκα σε αυτό το επάγγελμα, κυρίως άκουγα: 90% άκουγα και 10% μιλούσα. Οταν συνειδητοποίησα μάλιστα πόσες ελλείψεις είχα, έπεσα με τα μούτρα στα βιβλία, γιατί κατάλαβα ότι ο χρόνος είναι ελάχιστος».
Δύσκολη αυτή η συνειδητοποίηση σκέφτομαι για έναν νεαρό ηθοποιό, πόσο μάλλον όταν γίνεται γνωστός άμα τη εμφανίσει, όπως ο Γρηγόρης Βαλτινός, εντυπωσιάζοντας το 1979 στο «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Φέρτη. «Αλήθεια, δεν πήραν τότε τα μυαλά σας αέρα;» τον ρωτώ. Χαμογελά. «Ημουν πάντα γειωμένος. Συνειδητοποίησα νωρίς το μέγεθος αυτής της τέχνης, που ό,τι και να κάνεις είσαι πάντα μικρός μπροστά της. Είχα μεγαλύτερες φιλοδοξίες από τον “αέρα”: ήθελα να διαρκέσω» απαντά.
Οπως επισημαίνει, διέγνωσε εξαρχής τις βλαβερές συνέπειες της αλαζονείας και του ναρκισσισμού. «Και στάθηκα τυχερός, γιατί είχα δίπλα μου ανθρώπους γειωμένους – φίλους, συγγενείς, την οικογένειά μου. Η γυναίκα μου, η Εύα, είναι εξαιρετικά προσγειωμένος άνθρωπος. Με έχει συγκρατήσει από πολλές βλακείες. Δεν θέλησα άλλωστε ποτέ να έχω εξωστρεφή κοινωνική συμπεριφορά· να μη λείπω από γκαλά και δεξιώσεις, να βγάζω τη ζωή μου φόρα παρτίδα στο Facebook. “Τώρα τρώω. Τώρα κοιμάμαι. Τώρα κάνω μπάνιο. Τώρα γδύνομαι”. Θα ήμουν γελοίος αν το έκανα, μια καρικατούρα». Πράγματι, οι δημοσιεύσεις του στο Facebook αφορούν μόνο τη δουλειά του. «Καμία προσωπική στιγμή» παρατηρώ.
«Μα αλλιώς δεν θα ήταν προσωπική» λέει. «Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που, για μια αναδημοσίευση στα sites, βγάζουν και το βρακί τους, σίγουροι ότι έτσι θα πέσουν τα φώτα επάνω τους».
Είμαι υπέρ της λογοκρισίας στη βλακεία, στην ηλιθιότητα, στην αμορφωσιά, στην ανεξέλεγκτη μπουρδολογία
Ο ίδιος στέκεται εν γένει κριτικά απέναντι στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα, που, όπως λέει, θολώνει τη διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. «Θα ακουστεί απόλυτο αυτό που θα πω, αλλά είμαι υπέρ της λογοκρισίας. Είμαι υπέρ της λογοκρισίας στη βλακεία, στην ηλιθιότητα, στην αμορφωσιά, στην ανεξέλεγκτη μπουρδολογία. Κυκλοφορούν επικίνδυνα βίντεο που δυστυχώς διαμορφώνουν συνειδήσεις σε ανθρώπους χωρίς επαφή με τη γνώση. Αυτοί θα επιλέξουν το πιο εύκολο, το πιο λαϊκίστικο, το πιο εντυπωσιακό – το ψέμα. Και τώρα, με την τεχνητή νοημοσύνη, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα. Αισθανόμαστε θεοί. Παροπλιζόμαστε γιατί ένα μηχάνημα θα μορφωθεί, θα επιλέξει, θα δουλέψει αντί για εμάς. Ενας εθισμός στην ευκολία. Και όλα αυτά ενώ την ίδια στιγμή βλέπεις παντού τοξικά σχόλια. Μπορεί να γράψεις κάτι και από κάτω τριακόσιοι άνθρωποι να σου εύχονται ψόφο και καρκίνο στα παιδιά σου».
Η ώρα όμως περνά. Σε λίγο θα πρέπει φύγει για την παράσταση. Αλήθεια, το θέατρο έγινε ποτέ ρουτίνα για εκείνον; «Αν γίνει ρουτίνα, δεν θα μπορώ να παίξω» απαντά. «Για αυτό τα έργα που παίζω τα ερωτεύομαι. Τον ρόλο του Μόρι τον λατρεύω. Περικλείει όσα έχω καταφέρει να μάθω για τη ζωή. Σε μια στιγμή στο έργο ο Μόρι λέει: “Κάθε πρωί πρέπει να έχει κανείς ένα σπουργιτάκι στον ώμο του και να το ρωτά: Μήπως είναι σήμερα η ημέρα μου;”. Ξέρετε από πόσα πράγματα θα μας είχε σώσει μία τέτοια θεώρηση του κόσμου; Γιατί θα χυμούσαμε επάνω στη ζωή λες και θα ζούσαμε την τελευταία ήμερα της ζωής μας. Με αυτή τη ματιά θέλω και εγώ να ζω τη ζωή μου και να πορεύομαι».
«Αλήθεια, έχετε συμβιβαστεί με το επέκεινα;» τον ρωτώ. «Δυστυχώς το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή είναι ο θάνατος» απαντά. «Το θέμα είναι τι κάνεις όσο ζεις. Πλέον αυτό που με τρομάζει είναι αυτό που σκοτώνει και τη ζωή και τον θάνατο: η αρρώστια, η ταλαιπωρία. Σκοτώνει τη ζωή γιατί δεν μπορείς να ζήσεις. Σκοτώνει τον θάνατο γιατί δεν μπορείς να πεθάνεις, να αλαφρώσεις…».
Υστερα χαμογελά πλατιά. «Μα τη βαρύναμε τη συζήτηση νομίζω» λέει. «Και αυτή η παράσταση μιλάει για τα πιο σοβαρά πράγματα με πολύ χιούμορ. Γιατί η ίδια η ζωή έχει χιούμορ…».
INFO
«Κάθε Τρίτη με τον Μόρι»
Τετάρτη έως Κυριακή στο Θέατρο Ιλίσια Βολανάκης (Παπαδιαμαντοπούλου 4)
