Η σιωπηρή μεταφορά αρμοδιοτήτων που απειλεί την εθνική κυριαρχία
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διανύει μια κρίσιμη περίοδο κατά την οποία βασικές εξουσίες των κρατών-μελών μεταβιβάζονται σταδιακά σε υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων. Μέσω της αναθεώρησης της Οδηγίας για τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης Καπνού και της νέας πρότασης TEDOR, η Κομισιόν αναλαμβάνει αρμοδιότητες που παραδοσιακά ανήκαν στα εθνικά κοινοβούλια: τον καθορισμό φορολογικής πολιτικής.
Αποφάσεις με άμεσο αντίκτυπο στην Αθήνα διαμορφώνονται πλέον αποκλειστικά στις Βρυξέλλες
Ταυτόχρονα, μέσω της Διάσκεψης COP11 στη Γενεύη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει να δεσμεύσει την ΕΕ σε κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Έτσι, ρυθμίσεις που αφορούν εκατομμύρια πολίτες θα καθορίζονται από διεθνείς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση.
Παρότι παρουσιάζονται ως μέτρα προάσπισης της δημόσιας υγείας, στην ουσία συνιστούν ένα σύστημα συγκέντρωσης εξουσίας που περιθωριοποιεί τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Για την Ελλάδα — με την αγοραστική δύναμη των πολιτών της να κατατάσσεται μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ — οι προωθούμενες φορολογικές επιβαρύνσεις θα έχουν ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις.
Μάλιστα, εξετάζεται το ενδεχόμενο μέρος των εσόδων από τα καπνικά να διοχετεύεται απευθείας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, στερώντας κρίσιμους πόρους από την ελληνική οικονομία.
Η ελληνική αγορά υπό πίεση
Το ζήτημα δεν περιορίζεται πλέον στη φορολογία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της γερμανικής εφημερίδας BILD, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει πολιτικές που οδηγούν σε απαγορεύσεις συγκεκριμένων καπνικών προϊόντων, χρησιμοποιώντας τη Διάσκεψη COP11 ως εργαλείο επιβολής.
Με αυτόν τον τρόπο, μέτρα που δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν μέσω των εθνικών κοινοβουλίων επιχειρείται να επιβληθούν διά της οδού διεθνών συνθηκών, για να επιστρέψουν εν συνεχεία ως δεσμευτικό ευρωπαϊκό δίκαιο.
Σε περίπτωση που τέτοιες απαγορεύσεις τεθούν σε ισχύ, η ελληνική οικονομία θα δεχθεί σοβαρό πλήγμα. Στη Μακεδονία και τη Θράκη, η καπνοκαλλιέργεια αποτελεί ζωτικό πόρο εισοδήματος για χιλιάδες αγροτικές οικογένειες. Η λιανική πώληση τροφοδοτεί περίπτερα, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τμήμα του τουριστικού κλάδου — η υπονόμευσή της θα βλάψει ανεπανόρθωτα την περιφερειακή οικονομία.
Η γεωστρατηγική θέση της χώρας επιτείνει τους κινδύνους. Η Ελλάδα λειτουργεί εδώ και χρόνια ως βασικός διάδρομος λαθρεμπορίου καπνικών προϊόντων από την Τουρκία προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Υπερβολικές αυξήσεις τιμών ή η εξαφάνιση νόμιμων προϊόντων θα τροφοδοτήσουν τα παράνομα δίκτυα, στερώντας έσοδα από το κράτος και πλήττοντας τους νόμιμους επαγγελματίες. Χωρίς έγκαιρη αντίδραση, αυτό αποτελεί το πιθανό σενάριο για την ελληνική αγορά. Η χώρα κινδυνεύει να λειτουργεί ως απλός εκτελεστής αποφάσεων που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες, χωρίς περιθώριο διαπραγμάτευσης.
Η ανάγκη για ξεκάθαρη κυβερνητική τοποθέτηση
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πολιτικές ηγεσίες τοποθετούνται επίσημα. Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι έχει δηλώσει ανοιχτά ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί περικοπή της εθνικής κυριαρχίας και εγκατάλειψη των εγχώριων παραγωγών προς χάρη ιδεολογικών επιλογών των Βρυξελλών.
Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει διατυπώσει δημόσια θέση επί των συγκεκριμένων ζητημάτων. Η σιωπή αυτή παρέχει ελεύθερο πεδίο στην ΕΕ και τον ΠΟΥ να προωθήσουν μέτρα που πλήττουν βασικούς τομείς της εθνικής οικονομίας και μεταφέρουν ουσιαστικές αρμοδιότητες εκτός ελληνικής δικαιοδοσίας.
Το ζητούμενο δεν περιορίζεται στον κλάδο των καπνικών προϊόντων. Αφορά στο κατά πόσον αποφάσεις που επηρεάζουν καθημερινά τη ζωή των πολιτών θα συνεχίσουν να λαμβάνονται εντός των εθνικών θεσμών ή θα μεταφερθούν μόνιμα σε μη εκλεγμένα υπερεθνικά όργανα.
Η κυβέρνηση οφείλει να ορίσει σαφή όρια τώρα — προτού οι αποφάσεις των Βρυξελλών και της Γενεύης καταστούν μη αναστρέψιμες. Η διατήρηση της φορολογικής αυτονομίας και η προστασία των παραγωγικών κλάδων της χώρας συνιστούν βασική κυβερνητική ευθύνη.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει παθητική παρατηρήτρια σε μια διαδικασία που διαμορφώνει το μέλλον της χωρίς τη συμμετοχή της.

Είναι της μόδας πλέον να μην υπογράφονται τα άρθρα, ή να υπογράφονται με ψευδώνυμο, γιατί οι αρθρογράφοι της σημερινής εποχής, είναι εντελώς άσχετοι.
Ποιος θέλει να γελοιοποιηθεί επώνυμα εξάλλου;
Εκτός αν ο COVID όντως είχε παρενέργειες σε σας που γράφετε τα κείμενα.