Του Κώστα Βαξεβάνη
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συµπληρώνει σε λίγο µια επταετία στην εξουσία. Ο συµβολισµός των επτά χρόνων δεν πρέπει να αφήνει κανέναν αδιάφορο. Η επταετία Μητσοτάκη έχει στοιχεία που θα ζήλευαν κι εκείνοι που έβαλαν την Ελλάδα στον γύψο. Ο «φιλελεύθερος» ηγέτης της Ν∆ έχει ανοιχτούς λογαριασµούς µε τη δηµοκρατία. Επί των ηµερών του η Ελλάδα κατρακυλά σε όλους τους δείκτες που αποτυπώνουν διεθνώς τη λειτουργία της δηµοκρατίας. Αν ο Μητσοτάκης καταφέρει να εκλεγεί και τρίτη τετραετία, τότε θα έχει εγκαταστήσει ένα προσωπικό καθεστώς το οποίο θα είναι δύσκολο να απειληθεί. Το τραγικότερο είναι ότι τα κόµµατα της αντιπολίτευσης δεν τοποθετούν τον εαυτό τους στη θέση του απειλητικού αντιπάλου του Μητσοτάκη, κάνοντας έτσι δηµόσια την παραδοχή ότι ο πιο αποτυχηµένος πρωθυπουργός στην Ελλάδα είναι αυτός που έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και µοιράζει την τράπουλα σε ένα µάλλον στηµένο πολιτικό καρέ.

Στις πιο πρόσφατες δηµοσκοπήσεις, όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να χάνει σοβαρό ποσοστό, υπάρχει ένα ακόµη πιο ανησυχητικό στοιχείο για τον ίδιο: στο ερώτηµα προς τους πολίτες για το αν θα επέλεγαν Μητσοτάκη ή χάος η συντριπτική πλειοψηφία απαντά ότι καλύτερη επιλογή είναι το χάος.
Παρά τη δυσφορία όµως παραµένει κυρίαρχος, µε µοναδικό αντίπαλο όχι κάποιο κόµµα που του απειλεί την πρωτιά, αλλά τον στόχο της αυτοδυναµίας. Είναι ο πρωθυπουργός των υποκλοπών, του εγκλήµατος στα Τέµπη, της ακρίβειας και του στεγαστικού προβλήµατος, των καρτέλ και της ακριβότερης ενέργειας στην Ευρώπη, αυτός που ντιλάρει και ξεπουλάει ελληνικές επιχειρήσεις σε µεγάλα funds και ο πρώτος πρωθυπουργός που οδηγεί τη χώρα σε περιπέτειες µέσα από υπόγειες διαδροµές στην εξωτερική πολιτική του.
Πώς εξηγείται η αντίφαση της επικράτησής του, ενώ πλέον ακόµη και µέσα στη Ν∆ ψιθυρίζουν ότι ήρθε η ώρα να αποχωρήσει προτού προκαλέσει ανεπίστρεπτη ζηµιά στην παράταξη; Από την πρώτη ηµέρα που ο Μητσοτάκης ανέλαβε την προεδρία της Ν∆ πρόταξε το πολιτικό αίτηµα να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές ώστε να απαλλαγεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Επέµενε επί χρόνια σε αυτήν τη θέση, διαµορφώνοντας ταυτόχρονα στην πλειονότητα της κοινής γνώµης την πεποίθηση ότι οι εκλογές και η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι που επιβάλλεται.
Οσο ο Μητσοτάκης είναι στην εξουσία, κανένα κόµµα δεν έθεσε και δεν θέτει το αίτηµα των εκλογών (έστω για να ωριµάζει το αίτηµα στην κοινή γνώµη), αλλά αντιθέτως αναγνωρίζουν όλα τα κόµµατα προκαταβολικά την ήττα τους. ∆εν αµφισβητούν επί της ουσίας τον Μητσοτάκη, αλλά διαγκωνίζονται µεταξύ τους για τη δεύτερη θέση. Η πολιτική σκηνή έχει πάψει να είναι πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, όπου τα κόµµατα επιχειρούν να προτάξουν θέσεις και λύσεις, και έχει µετατραπεί σε µια µεταπρατική διαδικασία συνδικαλιστικού τύπου. Ο πολίτης δεν καλείται να επιλέξει ποιος εκπροσωπεί τα συµφέροντά του, αλλά γίνεται πελάτης ενός προϊόντος που διαµορφώνεται σε µια εξωπολιτική αλυσίδα παραγωγής. Σε ένα τέτοιο πολιτικό-µη πολιτικό περιβάλλον είναι φυσικό ο Μητσοτάκης να έχει το προβάδισµα, αφού µπορεί εύκολα να δραπετεύει από την πραγµατικότητα, παράγοντας ψευδή, επικοινωνιακά διλήµµατα.
Στην παρουσίαση του βιβλίου του «Ιθάκη» στο Παλλάς ο Αλέξης Τσίπρας αποκάλεσε την κυβέρνηση ετοιµόρροπη και επιχείρησε να εξηγήσει γιατί δεν πέφτει: «Η κυβέρνηση είναι ετοιµόρροπη, αλλά παραµένει γιατί δεν υπάρχει αντίπαλος». Η διαπίστωση του πρώην πρωθυπουργού µοιάζει λογική και προφανώς στόχο έχει να οδηγήσει στο συµπέρασµα ότι αυτός είναι ο αντίπαλος που αναζητείται.
Ο Μητσοτάκης όµως δεν παραµένει γιατί δεν υπάρχει αντίπαλος. Αλλωστε ο ίδιος ο Τσίπρας που το υποστηρίζει υπήρξε ο αντίπαλός του και αφού ηττήθηκε αποχώρησε και παρέµεινε σιωπηλός σαν να µην αισθανόταν την ανάγκη να δηλώσει αντίπαλος. Ο Μητσοτάκης επικρατεί επί χρόνια γιατί δεν υπάρχει αντιπαλότητα και όχι αντίπαλος. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγµατα.
Στα χρόνια του καθεστώτος Μητσοτάκη η αντιπολίτευση υποχώρησε από τον ρόλο που πρέπει να έχει η κάθε αντιπολίτευση. ∆ηλαδή να αντιπαρατίθεται µε την κυβέρνηση καταδεικνύοντας ποιο είναι το κοινωνικό συµφέρον και να καλεί τους πολίτες να το αντιληφθούν και να δράσουν. Το µεγαλύτερο κόµµα της αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος το 2019 έχασε από τον Μητσοτάκη αλλά διατήρησε το µεγάλο ποσοστό του 32%, απαρνήθηκε οικειοθελώς την αναγκαία διαρκή σχέση µε την κοινωνία και τη σύγκρουση µε τον αντίπαλο. Η δράση του ΣΥΡΙΖΑ µετά την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας περιοριζόταν σε καταγγελτικά δελτία Τύπου και φιλολογικές, πολιτικολογικές παρεµβάσεις. Στον εσωκοµµατικό και αγείωτο µικρόκοσµο τα κριτήρια δεν ήταν ούτε ο πολίτης ούτε η πολιτική, αλλά η αλληλοενοχοποίηση µε βάση κάποια θρησκευτικού τύπου ορθότητα. Το κόµµα δεν κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση και λόγο στον συνδικαλισµό και στις τοπικές κοινωνίες, ακόµη κι αν επικρατούσε σε αυτές εκλογικά. ∆εν κατάφερε καν να λειτουργήσει ως κόµµα µε δοµή, οργανώσεις και πολιτικές αποφάσεις. Οσο µεγαλύτερη ήταν η αδράνεια τόσο περισσότερο παρήγε θεωρία και γκρίνια. Η αντιπαλότητα µε την «άλλη πολιτική πλευρά» καταργήθηκε προς όφελος φυσικά της απολίτικης επικράτησης του Μητσοτάκη, ο οποίος δεν κρινόταν από το αν ήταν επιζήµιος αλλά από το αν ήταν αποφασιστικός, ικανός, άριστος σε µια κλίµακα που ο ίδιος δηµιουργούσε.
Ετσι, ενώ πολύ γρήγορα ο Μητσοτάκης ταυτίστηκε µε τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε ούτε να τα καταδείξει στον κόσµο ούτε να παραγάγει µια άλλη πειστική πολιτική. Οι ελιτίστικες απόψεις του τύπου «δεν ασχολούµαστε µε σκάνδαλα αλλά µε πολιτική» ήταν καταστροφικές, δεν αποτελούσαν τίποτε άλλο από παραδοχή ανικανότητας και (σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή του πρωθυπουργικού πόθεν έσχες) δηµιουργούσαν υπόνοιες για συναλλαγή.
Στην πιο κρίσιµη περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, αυτή της Covid, ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να καταδείξει την προβληµατική αντιµετώπιση από την κυβέρνηση, συναίνεσε σε κάθε πολιτική και επιστηµονική παραδοξότητα που εφηύρε το σύστηµα. Η Ελλάδα ήταν η πρώτη σε θανάτους από την Covid στην Ευρώπη και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τολµούσε να αρθρώσει λέξη για την επιβολή µέτρων περιορισµού κυκλοφορίας των ανθρώπων που ήταν µια ανακάλυψη Μητσοτάκη. Συναίνεσε και στον πρωτοφανή περιορισµό του επιστηµονικού λόγου που εφαρµόστηκε µε την κατηγορία του ψεκασµένου για κάθε επιστήµονα που τολµούσε να θέσει ερωτήµατα.
Είναι πολλά τα παραδείγµατα που αποδεικνύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατήργησε την αναγκαία για την εφαρµογή της πολιτικής αντιπαλότητα και προσχώρησε στη λογική των συµψηφισµών και της µετριοπάθειας. Καταργώντας την αντιπαλότητα, αυτοκαταργήθηκε από αντίπαλος. Η επικράτηση του Μητσοτάκη µε καθεστωτικούς όρους ήταν πλέον µονόδροµος.
Σήµερα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πρακτικά αυτοκαταργηθεί προς όφελος ενός άλλου σχηµατισµού που θα επιχειρήσει να εµφανιστεί ως µοναδικός ουσιαστικός αντίπαλος του Μητσοτάκη. Μπορεί να υπάρξει τέτοιος; Τον αντίπαλο τον ορίζει και τον αναδεικνύει η αντιπαλότητα. Κάθε άλλη ανάδειξη αντιπάλου διά της απονοµής, της αναγόρευσης ή της ακαδηµαϊκής ανησυχίας δεν ανησυχεί ιδιαίτερα τον Μητσοτάκη και κυρίως το καθεστώς του.
