Το 2019 λόγω και των λαθών και απογοητεύσεων από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που αντικειμενικά όμως διαχειρίστηκε την μνημονιακή λαίλαπα στην πιο έντονη μορφή της,
βοηθούντων και των ΜΜΜ, η απελαύνουσα ΝΔ με επικεφαλή τον πολλά τότε «υποσχόμενο» για την νεοφιλελεύθερη παράταξη Κ. Μητσοτάκη διαλαλούσε, ότι θα προβεί σε μία ορθολογική και συνετή διαχείριση με πολλές μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε η Ελλάδα μετά την έξοδο της από τον μνημονιακό «ζουρλομανδύα» το 2018, να έβρισκε τα σταθερά αναπτυξιακά βήματά της προς ένα διαφορετικό μέλλον.
Του Γεωργίου Παπασίμου
Δικηγόρου
Παράλληλα, η μεγάλη παγκόσμια κρίση του κορωνοϊού στις αρχές του 2020, μεταξύ των άλλων, έδωσε στην κυβέρνηση της Ν.Δ. δύο τεράστια πολιτικά εργαλεία, που ήταν ασύλληπτα για τις προηγούμενες κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου 2010-2019, που τελούσαν υπό την δαμόκλεια σπάθη της Τρόικα, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των αδυσώπητων δημοσιονομικών κανόνων και κοφτών. Κατά πρώτον, το δικαίωμα των μελών της Ε.Ε. να ξοδεύουν τεράστια ποσά, πέραν των δημοσιονομικών κανόνων, προκειμένου να ξεπεραστεί το σοκ της κρίσης του κορωνοϊού. Η κυβέρνηση της ΝΔ για αυτή την αιτία δανείστηκε πάνω από 60 δις ευρώ, διογκώνοντας το δημόσιο ελληνικό χρέος σε δυσθεώρητο ύψους, αφού ξεπέρασε τα 400 δις ευρώ και με τα οποία έκανε εκτεταμένη πελατειακή πολιτική, δίνοντας ψίχουλα στους πολλούς ως ενίσχυση για τον κορωνοϊό, και μεγάλο πλούτο στους πάσης φύσεως «αστέρες» της παρασιτικής ολιγαρχίας.
Κατά δεύτερον, λόγω του κορωνοϊού υπήρξε η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε. για την ενίσχυση των οικονομιών κάθε κράτους-μέλους για την ανθεκτικότητα και ανταγωνιστικότητα τη οικονομίας τους. Για την χώρα μας που έβγαινε από τον μνημονιακό οδοστρωτήρα και μετά την τραυματική εμπειρία της οιονεί χρεωκοπίας, που ως συνέπεια είχε την μείωση του εθνικού ακαθάριστου προϊόντος κατά 30%, τα 40 περίπου δις ευρώ, που προβλέπονταν να λάβει και που εάν υπήρχε ένα εθνικό σχέδιο μόχλευσης αυτών με άλλα κεφάλαια θα μπορούσαν να φτάσουν στο ποσό των 90 δις ευρώ, αποτελούσε αντικειμενικά τη μεγάλη και τελευταία της ευκαιρία, να αλλάξει πρόσωπο, μέσω της δημιουργίας ενός νέου παραγωγικού ανταγωνιστικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Βασικότατος πυλώνας σε μία τέτοια προοπτική αποτελούσε η σοβαρή προγραμματική ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα και η σύζευξή του με τον δευτερογενή, μέσω της δημιουργίας μικρομεσαίων ανταγωνιστικών βιομηχανικών διατροφικών προϊόντων με πρώτο στόχο την κάλυψη διατροφικών αναγκών του ελληνικού πληθυσμού και τη μείωση του αγροτικού ελλείματος.
Δυστυχώς όμως για αυτήν την άμοιρη χώρα, ο κύκλος των μεγάλων αυτών προκλήσεων έπεσε πάλι στα χέρια της Ν.Δ. Έξι χρόνια μετά την διακυβέρνησή της τα πάντα έχουν γίνει συντρίμμια
Όχι μόνο δεν υπήρξε κάποια προσπάθεια αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της αδιέξοδης πορείας της ελληνικής οικονομίας, αλλά αντίθετα γιγαντώθηκαν οι ανισότητες και η ενίσχυση του παρασιτισμού και της οικονομικής ολιγαρχίας σε πολύ μεγάλο βαθμό. Επίσης, μεγεθύνθηκε σε μεγάλο βαθμό ο εκμαυλισμός σε αυτούς, που ανήκουν στο ιδιοτελές τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, που αγγίζει το ¼ περίπου το πληθυσμού με μεγάλη μεγέθυνση της ψαλίδας του πλούτου αυτού του τμήματος εν σχέσει με τα υπόλοιπα ¾, που βρίσκονται κοντά ή και κάτω από το όριο της φτώχειας. Όσον αφορά επιμέρους τον αγροτικό τομέα, έχουμε φτάσει σήμερα στο σημείο να εισάγονται σχεδόν όλα τα αγροτικά προϊόντα με μεγάλη αύξηση του αγροτικού ελλείματος και με πλήρη αδυναμία των αγροτικών νοικοκυριών να επιβιώσουν.
Αυτό το πλήρες αδιέξοδο από την καταστρεπτική οικονομική πολιτική της Ν.Δ. καταρχήν στον πρωτογενή τομέα, καταδεικνύουν οι αγροτικές κινητοποιήσεις, που χαρακτηρίζονται από έντονη μαζικότητα, απελπισία και θυμό. Και αυτό γιατί ο αγροτικός κόσμος στις προηγούμενες εκλογές του 2023 κατά συντριπτική πλειοψηφία στήριξε, εξαπατώμενος ως συνήθως, από παραπλανητικές υποσχέσεις, το κόμμα της Ν.Δ. Τα επίχειρα βέβαια αυτής της στήριξης είναι πλέον συντριπτικά και ξεχύθηκαν ήδη στους δρόμους, από το ξέσπασμα του τεράστιου σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Πρόκειται για ένα οργανωμένο σύστημα – μηχανισμό, που λειτουργούσε για πολλά χρόνια, σύμφωνα με την έρευνα της ευρωπαϊκής εισαγγελίας με τρομακτική όμως διόγκωση και διάλυση του ΟΠΕΚΕΠΕ από το 2021 και μετά. Η κυβέρνηση της ΝΔ παρά την προσπάθειά της να αποδώσει το σκάνδαλο αυτό στις διαχρονικές στρεβλώσεις, δεν μπορεί να αποκρύψει, ότι είναι η μοναδική κυβέρνηση, που αντί να προσπαθήσει να απαλείψει ή να βελτιώσει αυτές τις διαχρονικές στρεβλώσεις, τις χρησιμοποίησε ως κυρίαρχο μέσο για υφαρπαγή των ψήφων από τον αγροτικό κόσμο, μέσω της ανενόχλητης δράσης των πάσης φύσεως γαλάζιων ακριδών, που υπέπεσαν επί των ευρωπαϊκών κονδυλίων και διέλυσαν έναν εκ των κρίσιμων θεσμών για την επιβίωση του αγροτικού κόσμου. Για αυτό υπάρχουν απαράγραπτες πολιτικές και ποινικές ευθύνες των ηγεσιών του ΟΠΕΚΕΠΕ των τελευταίων χρόνων, που άλλαζαν σχεδόν ανά χρόνο, αλλά και των αντίστοιχων υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης της Ν.Δ. που ανέχθηκαν, αν όχι συμμετείχαν σε αυτό το εκτεταμένο δίκτυο προκλητικής κατασπατάλησης των ευρωπαϊκών πόρων, κάτι που τελικά ήταν γνωστό σε όλους, τόσο στις τοπικές κοινωνίες, όσο και στις εκάστοτε διοικήσεις του ανωτέρω οργανισμού, του αντίστοιχου υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και του στενού επιτελείου του Μαξίμου.
Αναμφισβήτητα όλοι αυτοί θα καταγραφούν στην ιστορία ως οι τυμβωρύχοι της αγροτικής τάξης στην Ελλάδα
Είναι πλέον κοινή συνείδηση, ότι η κυβέρνηση της ΝΔ «έχει θάψει» τον πρωτογενή τομέα, ενώ θα έπρεπε να είναι η πρώτη της επιλογή η ενίσχυση αυτού μέσω του σχεδίου αλλαγής του παρασιτικού οικονομικού μοντέλου της χώρας, αν βέβαια υπήρχε εθνική συνείδηση καθήκοντος για την προστασία του παρόντος και του μέλλοντος του Ελληνισμού. Αυτό που απομένει, παρά τις οργανικές αδυναμίες είναι τα κόμματα και οι φορείς του προοδευτικού τόξου να υπερβούν την ακινησία και την μετριοκρατία που έχουν επιδείξει, προτείνοντας άμεσα στον δημόσιο διάλογο μία συνοπτική, ρεαλιστική, ολιστική πρόταση ανάταξης του αγροτικού τομέα, που αποτελεί αναμφισβήτητα και τον πρώτο παράγοντα για την ουσιαστική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, σύγχρονες υποδομές, με προτεραιότητα στα ποιοτικά και βιολογικά προϊόντα, σύνδεση της παραγωγής και του χωραφιού με την μεταποίηση, μέσω ισχυρών συνεταιρισμών και άλλων μορφών συλλογικής δράσης σε σύμπραξη και με σύγχρονες διατροφικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μετατροπή της Ελλάδος σε κέντρο γενετικού παραγωγικού υλικού και αποτροπή της «νεοκολληγοποίησης», μέσω της συλλογικής αξιοποίησης και της δημόσιας γης (εκκλησιαστική – μοναστηριακή περιουσία, διακατεχόμενες εκτάσεις, δάση και ερημοποιημένα τμήματα).
