Ενώ το κυβερνητικό αφήγημα μιλά για ανάπτυξη, επενδύσεις και οικονομική άνοδο, η καθημερινή πραγματικότητα των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι εντελώς διαφορετική
Οι λογαριασμοί του ρεύματος εκτοξεύονται, τα ενοίκια έχουν ανέβει στα ύψη, το καλάθι στο σούπερ μάρκετ γίνεται όλο και πιο ακριβό, και οι μισθοί απλά δεν ακολουθούν.
Η οικονομική ασφυξία των νοικοκυριών είναι γεγονός. Ο μισθός μείον το ενοίκιο, μείον τα έξοδα επιβίωσης, μείον οι λογαριασμοί. Το αποτέλεσμα; Αρνητικό. Η πραγματικότητα είναι ότι όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι δεν μπορούν απλά να βγάλουν τον μήνα, ενώ η αποταμίευση έχει γίνει πολυτέλεια που ανήκει στο παρελθόν.
Και τώρα, τα στοιχεία που έρχονται από την Eurostat δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας: η Ελλάδα βυθίζεται στον πάτο της Ευρώπης. Την ώρα που οι εργαζόμενοι κατεβαίνουν στους δρόμους, διεκδικώντας μεταξύ άλλων καλύτερους μισθούς, η επίσημη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους δικαιώνει με τον πιο σκληρό τρόπο.
Η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση στη λίστα με τους μέσους ετήσιους μισθούς στην ΕΕ. Οι Έλληνες μαζί με τους Βούλγαρους, έχουν τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρώπη, οι οποίοι ανέρχονται στα 17.954 και 15.387 ευρώ αντίστοιχα, βάσει των στοιχείων της Eurostat για το 2024.
Ο μέσος ετήσιος μισθός ανά εργαζόμενο στην ΕΕ είναι 39.808 ευρώ – πάνω από το διπλάσιο του ελληνικού μισθού
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, κυμαίνεται από 15.387 ευρώ στη Βουλγαρία έως 82.969 ευρώ στο Λουξεμβούργο, που είναι 5,4 φορές υψηλότερος.

Εκτός από το Λουξεμβούργο, ο μέσος μισθός υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ σε πέντε ακόμη χώρες: Δανία, Ιρλανδία, Βέλγιο, Αυστρία και Γερμανία – σχεδόν τριπλάσιοι από την Ελλάδα.
Στο κάτω μέρος της κατάταξης, εκτός από τη Βουλγαρία, ο μέσος ετήσιος μισθός ανά εργαζόμενο είναι λιγότερο από 20.000 ευρώ στην Ελλάδα και την Ουγγαρία – μια κατηγορία που κανείς δεν θέλει να ανήκει. Σε πολλές χώρες, ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων εργάζεται με μερική απασχόληση, αν και η Eurostat προσαρμόζει τα δεδομένα για να δείξει ποιος θα ήταν ο μέσος όρος εάν όλοι οι εργαζόμενοι εργάζονταν πλήρους απασχόλησης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι μισθοί είναι γενικά υψηλότεροι στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη και χαμηλότεροι στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη – και δυστυχώς, η Ελλάδα ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.
Η Giulia De Lazzari, οικονομολόγος στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), τόνισε ότι η οικονομική δομή και η παραγωγικότητα των εθνών αποτελούν βασική αιτία των διαφορών μεταξύ των χωρών
«Η υψηλότερη παραγωγικότητα επιτρέπει στις χώρες να διατηρούν υψηλότερους μισθούς», δήλωσε στο Euronews Business.
Η Lazzari σημείωσε ότι οι χώρες με μεγαλύτερο μερίδιο τομέων υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως τα χρηματοοικονομικά, η πληροφορική και η προηγμένη μεταποίηση, τείνουν να έχουν υψηλότερους μισθούς σε σύγκριση με χώρες όπου η απασχόληση συγκεντρώνεται σε τομείς χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας. Οι τελευταίοι περιλαμβάνουν κλάδους όπως η γεωργία, η κλωστοϋφαντουργία ή οι βασικές υπηρεσίες.
«Η παρουσία και η ισχύς των συνδικάτων, η κάλυψη και το βάθος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς και το επίπεδο των νόμιμων κατώτατων μισθών επηρεάζουν επίσης σημαντικά τους μισθούς», πρόσθεσε.
Η Δρ. Agnieszka Piasna, ανώτερη ερευνήτρια στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Συνδικάτων (ETUI), εξήγησε ότι τα χαμηλά επίπεδα συνδικαλισμού και τα υψηλότερα επίπεδα ανεργίας είναι πιθανό να υπονομεύσουν την ισχύ των εργαζομένων στην αγορά. «Αυτό έχει συχνά θεωρηθεί ως εξήγηση για τα χαμηλά μερίδια μισθών που παρατηρούνται σε πολλές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ), οι οποίες έχουν μερικά από τα χαμηλότερα ποσοστά συνδικαλισμού στην ΕΕ», δήλωσε στο Euronews Business.
Αν νομίζατε ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα, σκεφτείτε ξανά. Όταν υπολογίζεται η αγοραστική δύναμη – δηλαδή πόσα πραγματικά μπορεί να αγοράσει κάποιος με τα λεφτά του – η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση.
Αγοραστική δύναμη: Είναι ένας όρος που δηλώνει πόσο μεγάλο είναι το μέσο χρηματικό ποσό που πληρώνει ο κόσμος κατά τις αγορές του
Ουσιαστικά είναι ένας δείκτης από τον οποίο φαίνεται αν ο κόσμος έχει λεφτά και ξοδεύει πολλά ή «ζορίζεται» οικονομικά και ξοδεύει λιγότερα όπως συμβαίνει στην οικονομική κρίση.
Το χάσμα μειώνεται όταν μετριέται σε επίπεδο αγοραστικής δύναμης, πράγμα που σημαίνει ότι λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στο κόστος ζωής μεταξύ των εθνών. Μία μονάδα PPS μπορεί θεωρητικά να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα. Οι προσαρμοσμένοι μισθοί πλήρους απασχόλησης κυμαίνονται από 21.644 στην Ελλάδα έως 55.051 στο Λουξεμβούργο. Η αναλογία μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου μειώνεται στο 2,5 – αλλά η Ελλάδα παραμένει στον πάτο. Εκτός από το Λουξεμβούργο, οι χώρες με την υψηλότερη κατάταξη είναι το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία και η Αυστρία, με συνολικά έσοδα άνω των 48.500 ΜΑΔ. Οι πέντε χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό είναι η Ελλάδα, η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία και η Εσθονία, όλες κάτω από 28.000 ΜΑΔ – με την Ελλάδα να κρατά τη θλιβερή πρώτη θέση από το τέλος.

Η Lazzari της ILO επεσήμανε ότι το κόστος ζωής και τα επίπεδα τιμών έχουν καθοριστικό αντίκτυπο στους μισθούς και κατά συνέπεια στην καθημερινότητα των εργαζομένων. «Οι χώρες με υψηλότερα επίπεδα τιμών καταναλωτή εμφανίζουν γενικά υψηλότερους ονομαστικούς μισθούς», είπε.
Η κατάταξη ορισμένων χωρών αλλάζει αισθητά κατά τη σύγκριση των τιμών του ευρώ με τους ΜΑΔ. Για παράδειγμα, η Ρουμανία ανεβαίνει από την 22η στην 13η, με πολύ καλύτερες επιδόσεις σε ΜΑΔ, ενώ η Εσθονία πέφτει από την 16η στην 22η, χάνοντας έδαφος όταν ληφθούν υπόψη οι διαφορές τιμών. Η Ελλάδα; Παραμένει ακλόνητα στο τέλος της λίστας.
Εάν η μέση αύξηση των τελευταίων πέντε ετών συνεχιστεί, ο μέσος μισθός στην ΕΕ αναμένεται να φτάσει τα 41.600 ευρώ σε ονομαστικούς όρους το 2025 και τα 43.400 ευρώ το 2026, αν και οι ρυθμοί ανάπτυξης διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών.
Για την Ελλάδα, το ερώτημα παραμένει: Πότε θα φτάσουμε έστω και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο; Με την τρέχουσα πορεία, η απάντηση φαίνεται απογοητευτικά μακρινή.
