Που θραύεται μέ αφρούς λύσσης τό κυμα, καί οργώνει τό πέλαγος άγριος ο βορρας;
Εκει, όπισθεν της χαμηλης ράχης, οπού κορυφουται εις υψηλήν ακτήν πρός τά βασίλεια του πόντου, απλώνεται μέγας, αχανής ο κηπος του Σαγρη του Γιώργη. Οι φράκται του ειναι από κυδωνιές, εις τήν μίαν πλευράν, από καλαμωνα καί πυκνούς θάμνους εις τήν άλλην. Όλη η εργασία του Γιώργη έχει τήν σφραγιδα της φιλοκαλίας. Οι γείτονές του όλοι τόν εζηλοφθονουσαν.
Απο το papadiamantis.org
Αυτων τά χωράφια καί τά ιδιόκτητα, καί όσα ως κολληγαι έπαιρναν ως μισακά, ποτέ δέν εκαρπουσαν. Του Γιώργη απέδιδαν εκατονταπλάσιον καρπόν. Τήν άλλην χρονιάν ο Γιώργης, διά νά τούς ευχαριστήση, παρητειτο από τήν κολληγιάν, καί παρέδιδεν εις αυτούς τά χωράφια. Πλήν του κάκου, δέν εκαρπουσαν. Ειχε κάποιαν ευλογίαν ο Γιώργης. Ητο αληθινός, αρχαϊκός, λείψανον του παρελθόντος. Σπάνιον δειγμα ανθρώπου εις τάς ημέρας μας.
Ανατολικως του κήπου, εσχίζετο η χθαμαλή ακτή πρός τόν αιγιαλόν, καί ητο χείμαρρος, καί ητο χαράδρα, τήν οποίαν ειχαν σχηματίσει οι όμβροι άνωθεν, καί τά κύματα του Γραίου κάτωθεν. Εις τό μέσον της χαράδρας, ολίγας οργυιάς από τό κυμα, ητο η βάρκα του μπαρμπα-Γιώργη, συρμένη έξω διαρκως. Εις τά νιατά του, καίτοι χωρικός, ηγάπα ο Σαγρης νά γιαλεύη* ενίοτε, καί νά βγαίνη στό πυροφάνι τάς ασελήνους νύκτας.
Δίπλα εις τήν βάρκαν τήν συρμένην ητο έν γιαλόξυλο, τεράστιον ξύλον, όμοιον μέ κορμόν γίγαντος, μέ κολοβά άκρα χελώνης, χωρίς βραχίονας καί σκέλη.
Πρό αμνημονεύτων χρόνων ευρίσκετο εδω, μισοχωμένο στήν άμμον, τό γιαλόξυλο αυτό. Διά νά τό σηκώσουν εχρειάζετο η δύναμις διπλου ζεύγους βοων. Καί κανείς δέν εφρόντισε νά τό μετακινήση, διότι θά ητο ακριβόν μετάλλευμα, άν επρόκειτο νά μετακομισθη πρός χρησιν εις τήν πολίχνην. Από πολλων λησμονημένων χρόνων, τό βωβόν ξύλον, διηγειτο τήν άφωνον ιστορίαν του, ιστορίαν ναυαγίου καί φρίκης, από της ημέρας καθ᾿ ήν ο υλοτόμος τό ειχε ρίψει μέ στιβαρούς κτύπους πελέκεως εις τό βουνόν, μέχρι της ημέρας καθ᾿ ήν, αφου ο ναυπηγός τό επελέκησε, καί τό ετοποθέτησεν εν αρμονία μετ᾿ άλλων ξύλων εις τό σκάφος, τό πλοιον συνετρίβη εις τούς υπό τό κυμα υπούλους βράχους, καί αυτό αποσπασθέν έπλευσεν, εβούλιαξε, καί η σύρτις τό έφερε καί τό έρριψεν εις τόν αιγιαλόν, όμοιον μέ φύλλον φθινοπώρου, βαρύ φύλλον της αιωνιότητος ― λευκήν σελίδα μέ μυστηριώδη γράμματα, της ιστορίας του πόνου…
*
* *
Ο Νάσος ο Κοψίδας ητο τριακοντούτης, μεγαλόσωμος, μέ ηλιοκαές, πλατύ πρόσωπον. Ητο γείτων του Γιώργη του Σαγρη. Έσπερνε χωράφια, έβοσκε πρόβατα, καί προκοπήν δέν έβλεπεν. Έκλεφτε γίδια. Ολίγα τινά έρμαια του ετύχαιναν κάποτε εις τόν έρημον εκεινον αιγιαλόν. Συντρίμματα ναυαγίων, όχι πελώρια, όπως τό γιαλόξυλον εκεινο τό μοναδικόν, έφερνεν έξω τό κυμα. Όχι σπανίως, κατά τάς φοβεράς εκείνας τρικυμίας των αρχων του χειμωνος, συνέβαινε να εκβράση η θάλασσα ζαλισμένους αστακούς, κ᾿ ένα πελώριον ορφόν, ζωντανόν καί ασπαίροντα, δώδεκα οκάδων τό βάρος. Τοιαυτα ησαν τά τυχηρά του Νάσου του Κοψίδα.
Που η μακαρία εκείνη εποχή, ―δέν ησαν πολλά χρόνια έκτοτε, αλλά πόσον γρήγορα τά παρόντα γίνονται παρελθόντα!― οπόταν, εις τόν καιρόν του τρύγου, από χρονιάν εις χρονιάν, ο Νάσος έκλεφτεν ―ή μαλλον εδανείζετο αναρώτα*― τήν βάρκαν τήν συρμένην του καλου γείτονός του, τήν έρριπτε μέ τούς ηρακλείους βραχίονάς του εις τήν θάλασσαν, τήν εφόρτωνε μέ πέντε ή έξ μεγάλες κόφες σταφύλια κλεμμένα, έμβαινε κι αυτός μέσα, εγύριζε τήν πλώρην πρός τό πέλαγος, καί κάμνων γουργούλαν* μέ τό κωπίον εις τήν πρύμνην, νύκτα, εις τόν αιγιαλόν του αντικρυνου χωρίου, τήν Πλατάναν, επωλουσε τό εμπόρευμά του εις τούς πελάτας πού ήξευρε, (ησαν οινοποιοί, έχοντες τούς ληνούς των εις τήν παραθαλασσίαν*, καί αυτός τούς εξύπνα μεσάνυχτα), εγύριζεν εις τήν βάρκαν του, καί μέ τήν γουργούλα πάλιν, εις επτά μιλίων πλουν, νύκτα ακόμη, κατέπλεεν εις τήν μικράν ακτήν, καί πάλιν έσυρε τήν βαρκούλαν εις τήν θέσιν της, δίπλα στό γιαλόξυλον!…
Τώρα οι καιροί ειχον αλλάξει πλέον. Κάπως τόν ειχον μάθει, καί δέν ημπορουσε πλέον νά κάμη τέτοια αλαφρεμπόρια*. Περίεργον ότι καί χωρίς νά τόν ιδη κανείς, φήμη αόριστος γενναται, καί τό πραγμα «μαθεύεται». Η θάλασσα «τό λέγει του κουπιου», καί τό κουπί τό λέγει… εις όλον τόν κόσμον.
Μίαν των ημερων, ο Γιώργης ο Σαγρης, θέλων νά νουθετήση κάπως τόν γείτονά του, ειπε:
— Κοίταξε καλά, Νάσο· η βάρκα πάλιωσε πλέον· κάνει νερά.
Ο Νάσος απήντησε:
—Ησύχασε, γείτονα· ξέρω κολύμπι.
Ο Γιώργης ητο επόμενον εκ της κοινης φήμης καί αυτός νά μάθη ότι ο Κοψίδας του ειχε κλέψει επανειλημμένως τήν βάρκαν. Αλλ᾿ όμως δέν ήθελε νά προσβάλη αποτόμως τόν Νάσον, άν καί δι᾿ αυτοψίας ειχε βεβαιωθη ότι η συρμένη βάρκα ειχε πλεύσει.
*
* *
Άν ήξευρε καλό κολύμπι ο Νάσος ο Κοψίδας, τό απέδειξεν εσχάτως, τό φθινόπωρον. Ειχε κλέψει δύο ή τρεις φοράς ερίφια από τούς βοσκούς του βουνου, τούς οδηγουντας κάποτε κάτω εις τόν αιγιαλόν τά κοπάδια των, διά ν᾿ αρμυρίσουν*.
Αλλά τί νά τά κάμη τά κλεμμένα ερίφια ο Νάσος; Δέν ητο μεγάλη στεριά, όπως δυνηθη νά τά κάμη άφαντα εν τω άμα. Από τόν ένα γιαλόν της νήσου εις τόν άλλον ητο μόνον τεσσάρων ωρων δρόμος.
Πρός τ᾿ ανατολικά της μικράς ακτης, της χαράδρας, ητο τό Ασπρόνησον, βραχωδες λευκόν νησίον, έρημον καί άγονον, τό οποιον ασπρίζει εις τόν ήλιον ως νά ειναι χιονισμένον. Εκει ειν᾿ αι φωλεαί των γλάρων καί άλλων θαλασσίων ορνέων, κατά καιρούς δέ έχουν ριγμένα επάνω κουνέλια· ενίοτε ακούονται αίγαγροι νά βελάζουν θλιβερως πρός τό κυμα, όταν βλέπουν κανένα ψαράν μέ τήν βάρκαν του νά παραπλέη. Τό νησίον απέχει από τήν ακτήν υπέρ τάς εκατόν οργυιάς τόπον.
Ο άξιος Νάσος, νύκτα καί σκότος εγυμνώθη, εφορτώθη τά κατσίκια εις τούς πλατεις ώμους του, ασφαλίσας αυτά διά σχοινίου περί τόν τράχηλόν του, ερρίφθη εις τό κυμα, καί κολυμβων μέ απίστευτον τόλμην, έφθασεν εις τό Ασπρόνησον. Τόν αθλον τουτον φαίνεται ότι έπραξε δύο ή τρεις φοράς. Εκει ενεπιστεύθη τά κλεμμένα ερίφιά του. Καί από τήν ράχην αντικρύ, καθώς έβοσκε καθ᾿ εκάστην τά πρόβατά του, τά εθώπευε μέ τό όμμα, καί ηπείλει νά πετροβολήση μέ πελώρια κοτρώνια κάθε ψαράν ή πορθμέα ο οποιος θά ετολμουσε νά του τά διαμφισβητήση. Ησαν ιδικόν του θήραμα.
Τέλος, ηλθαν τά Χριστούγεννα, καί ο Νάσος εσκέφθη, άν έκαμνε νερά ή όχι η συρμένη δίπλα εις τό γιαλόξυλον παλαιά βάρκα του Σαγρη του γείτονός του, ότι έπρεπε νά τήν χρησιμοποιήση μίαν φοράν ακόμη.
Καί τήν βαθειαν νύκτα, όταν τό δρέπανον της σελήνης ητο εις ακμήν* νά κρυβη όπισθεν των δυτικων βουνων, εξέσκαψε γύρω-γύρω τήν άμμον, έστησε τήν μικράν σκάφην, καί τήν έσπρωξε πρός τήν θάλασσαν. Εμβηκε, καί μέ τό μοναδικόν κωπίον ελαύνων έφθασεν εις τό Ασπρόνησον. Εξησφάλισε τήν βάρκαν, ανέβη εις τήν απότομον ράχην του νησιου, έκραξε τά ερίφιά του, καί τά συνέλαβε. Ειχε ρίψει πέντε επάνω εις τό ερημόνησον. Τά τέσσαρα έπιασε μέ τούς βραχίονάς του, τό έν έλειπε. Τό ανεζήτησε, τό εκάλεσεν· απήντησε μόνη η ηχώ των θαλασσίων άντρων, καί οι πτερυγισμοί των φευγόντων γλάρων. Τό ερίφιον δέν εφάνη. Ή τό ειχεν αρπάσει ο θαλασσαετός, ή τό ειχαν ξεφαντώσει οι θαλασσινοί… άνθρωποι.
Τέλος, επεβίβασε τά τέσσαρα ερίφια, καί απηλθε. Εις ολίγα λεπτά θά έφθανεν εις τήν ακτήν.
Πλήν τότε ειδεν ότι η φελούκα έκαμνε νερά πράγματι. Εις τόν ανάπλουν δέν τό ειχε ψηφίσει, επειδή ητο μικρόν τό κακό. Εις τήν σπουδήν καί ανυπομονησίαν του, ειχε ξεχάσει νά πάρη μαζί του μίαν φλάσκαν ποιμενικήν, διά νά βγάζη τά νερά. Πλήν τώρα, ειχε παραγίνει. Η φελούκα ητον μισοβουλιαγμένη τω όντι.
Τά ερίφια έπλεον μέσα εις τό νερόν, καί αυτός ητον πνιγμένος ώς τό γόνα. Ο δρόμος της βάρκας εκόπτετο από τό βάρος. Η θάλασσα ήθελε τό ιδικόν της, διεξεδίκει τό θυμά της.
Τέλος, χωρίς νά βουλιάξη όλως διόλου ακόμη, κατώρθωσε νά φθάση μέχρι βολης λίθου από της ακτης. Τότε αγκάλιασε τά τέσσαρα ερίφια, άφησε τήν βάρκαν νά βουλιάξη, κ᾿ ερρίφθη εις τό κυμα. Μετά μίαν ή δύο οργυιάς αφου έπλευσε, εβίασε τό φορτίον του νά πλέη, έφθασεν εις τά ρηχά. Τά ερίφια εβέλαζον θλιβερως. Ητο ευτυχής διότι δέν εβιάσθη νά κάμη αβαρίαν.
Από τήν άμμον του αιγιαλου, τόν εχαιρέτισε μέ ειρωνείαν η φωνή του Γιώργη του Σαγρη:
— Δέ σου ειπα, Νάσο, πώς η βάρκα έκανε νερά;
Ο Νάσος, μισοπνιγμένος, αποστάζων αφρούς καί άρμην, σφίγγων μέ τάς χειρας τά τέσσαρα ερίφια, απήντησε:
— Δέν έπαθε τίποτα η βάρκα Γιωργο, τό πρωί τήν ξεβουλιουμε… Νά γλυτώσουμε πρωτα τά ζωντανά, η μέρα πού ᾽ναι αύριο.
Εξημέρωνε Χριστούγεννα.
(1905)
