Επ’ ευκαιρία της τέλεσης των Ολυμπιακών αγώνων στο Λονδίνο είναι χρήσιμο να γίνει μια αναφορά στα αγωνίσματα των Ολυμπιακών αγώνων της αρχαιότητας και στους αντίστοιχους Ολυμπιονίκες. Η χρησιμότητα έγκειται στο γεγονός ότι τότε οι αθλητές υπηρετούσαν το αθλητικό ιδεώδες και οι αγώνες αποτελούσαν πεδίο ευγενούς άμιλλας – ανταγωνισμού, χωρίς “χορηγούς ” – χωρίς παράγοντες – χωρίς “τεχνικές σωματικών βελτιώσεων” και χωρίς αθλητικούς αποκλεισμούς, αναδεικνύοντας το σθένος, τη δύναμη, την τιμή και προπάντων το ευ αγωνίζεσθαι αντί του σημερινού ευ αμείβεσθαι.
Δρόμοι
Οι αγώνες δρόμου γίνονταν στο Στάδιο, το μήκος του οποίου ποίκιλλε από πόλη σε πόλη, αφού διέφερε ο πους που χρησιμοποιούνταν ως μονάδα μέτρησης. Για παράδειγμα, το Στάδιο στην Ολυμπία είχε μήκος 192,28 πόδια, στους Δελφούς 177, 5 και στην Αθήνα 184,96. Ένας ισόπεδος χώρος δίπλα σε λόφους ή σε πλαγιές τους αποτελούσε τη συνήθη επιλογή για την κατασκευή ενός Σταδίου. Αρχικά, η αφετηρία και το τέρμα του στίβου καθορίζονταν από απλές γραμμές χαραγμένες στο χώμα. Από τον 5ο αι. π.Χ., στα σημεία αυτά τοποθετήθηκαν οι βαλβίδες, δηλαδή μόνιμες μακρόστενες λίθινες πλάκες με σκαλισμένες κατά μήκος δύο παράλληλες εγκοπές. Οι θέσεις των δρομέων διαχωρίζονταν από πασσάλους τοποθετημένους σε κοιλότητες. Στην Ύστερη Κλασική εποχή επινοήθηκε μία μηχανή άφεσης, η ύσπληξ, που βασίστηκε στην τεχνολογία του καταπέλτη. Θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει μία σημαντική μεταβολή στους αγώνες δρόμου, εφόσον εξασφάλιζε την ταυτόχρονη εκκίνηση όλων των αθλητών, αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε μεροληψία από πλευράς κριτών. Στα αγωνίσματα δρόμου με μήκος μεγαλύτερο του σταδίου το σημείο στροφής οριζόταν από πάσσαλο ή κιονίσκο και ονομαζόταν καμπτήρ.
Όσον αφορά τους δρομείς, αρχικά φορούσαν ένα κομμάτι ύφασμα γύρω από τη μέση τους. Αργότερα, αυτό εγκαταλείφθηκε και οι αθλητές έτρεχαν εντελώς γυμνοί. Μόνη εξαίρεση ήταν ο οπλίτης δρόμος, στον οποίο οι αθλητές φορούσαν κράνος και κνημίδες και κρατούσαν ασπίδες. Ωστόσο, τον 5ο αι. π.Χ. καταργήθηκαν οι κνημίδες και μετά τον 4ο αι. π.Χ. και το κράνος, οπότε οι δρομείς έτρεχαν μόνο με τη βαριά ξύλινη, επενδυμένη με χαλκό, ασπίδα.
Στάδιο ήταν ο βασικός αγώνας ταχύτητας και το παλαιότερο αγώνισμα. Στην Ολυμπία ήταν το μόνο αγώνισμα από την 1η (776 π.Χ.) έως τη 13η Ολυμπιάδα (728 π.Χ.). Εξαιτίας μάλιστα της σπουδαιότητάς του, συνηθιζόταν ο νικητής του σταδίου να δίνει το όνομά του σε κάθε Ολυμπιάδα.
Δίαυλος ήταν επίσης αγώνας ταχύτητας, κατά τον οποίο οι δρομείς τρέχοντας σε τετράδες έπρεπε να καλύψουν την απόσταση δύο σταδίων (περίπου 400 μ.). Εισήχθη στο πρόγραμμα των ολυμπιακών αγωνισμάτων στη 14η Ολυμπιάδα (724 π.Χ.) και, όπως και στο στάδιο, γίνονταν προκριματικοί και τελικοί αγώνες.
Δόλιχος ήταν δρόμος αντοχής, όπου οι αθλητές έπρεπε να καλύψουν απόσταση 7-24 στάδια (1.400-4.800 μ.). Το αγώνισμα αυτό εισήχθη στο πρόγραμμα στη 15η Ολυμπιάδα (720 π.Χ.) και ως πρώτος νικητής αναφέρεται ο Άκανθος από τη Λακωνία. Ο δόλιχος θεωρείται ότι προήλθε από τις αποστάσεις που διένυαν οι κήρυκες της ιερής εκεχειρίας και οι ημεροδρόμοι ή δρομοκήρυκες, οι αγγελιαφόροι δηλαδή που μετέφεραν ειδήσεις και μηνύματα σ’ όλη τη χώρα.
Οπλίτης δρόμος ήταν δρόμος ταχύτητας και ένα από τα πλέον θεαματικά αγωνίσματα. Οι δρομείς κάλυπταν την απόσταση δύο σταδίων -σπανιότερα τεσσάρων- φέροντας κράνος, κνημίδες και ασπίδα. Ο Παυσανίας (V.12.8) αναφέρει ότι στο ναό του Δία στην Ολυμπία φυλάσσονταν 25 τέτοιες ασπίδες, που μοιράζονταν στους οπλιτοδρόμους, έτσι ώστε όλοι οι αθλητές να φέρουν ασπίδες ίδιου βάρους. Το αγώνισμα αυτό εισήχθη στο πρόγραμμα στην 65η Ολυμπιάδα (520 π.Χ.) και, σύμφωνα με την παράδοση, γινόταν προς τιμήν κάποιου ήρωα που έπεσε μαχόμενος.
Η εκκίνηση όλων των δρομέων ήταν ταυτόχρονη, μ’ ένα συγκεκριμένο σύνθημα, και όσοι ξεκινούσαν νωρίτερα μαστιγώνονταν ή και αποβάλλονταν. Υπήρχε ένας κώδικας τιμής που ακολουθούσαν όλοι οι αθλητές, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρεπόταν να εμποδίζουν τους αντιπάλους τους σπρώχνοντάς τους, χτυπώντας τους ή συγκρατώντας τους, και κυρίως απαγορευόταν οποιαδήποτε σχέση των αθλητών με τη δωροδοκία και τη μαγεία.
Δίσκος
Συγκαταλέγεται στα αγωνίσματα που η αφετηρία τους δε σχετίζεται με στρατιωτικά γυμνάσια ή αγροτικές εργασίες. Οι πρώτες περιγραφές αυτού του αγωνίσματος βρί-σκονται στην Ιλιάδα του Oμήρου και στους επιτάφιους αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιμήν του νεκρού του φίλου Πατρόκλου. Εκεί, στο αγώνισμα του δίσκου νικητής αναδείχθηκε ο Πολυποίτης, που έλαβε ως έπαθλο το σόλο, την ακατέργαστη δηλαδή μάζα από σίδηρο, που ο ίδιος έριξε. Στην Οδύσσεια, στους αγώνες των Φαιάκων προς τιμήν του Οδυσσέα, στο δίσκο κέρδισε ο ίδιος ο Ιθακήσιος ήρωας. Στην ελληνική μυθολογία, ο δίσκος έχει συνδεθεί με διαφόρους θανάτους από ατύχημα, όπως, για παράδειγμα, εκείνον του Υακίνθου τον οποίο ο φίλος του Απόλλωνας σκότωσε κατά λάθος με το δίσκο, όταν το φύσημα του Ζεφύρου τον έβγαλε από την πορεία του.
Πάλη
Πρόκειται για το παλαιότερο και πλέον διαδεδομένο άθλημα στον κόσμο. Η πρώτη περιγραφή του βρίσκεται στην Ιλιάδα, στους ταφικούς αγώνες που οργανώθηκαν προς τιμήν του Πατρόκλου, φίλου του Αχιλλέα, όπου αναμετρήθηκαν στην πάλη ο Αίας ο Τελαμώνιος με τον Οδυσσέα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Θησέας ήταν εκείνος που εφηύρε τις τεχνικές της πάλης, όταν πάλεψε και σκότωσε τον Κερκύονα. Η πάλη ως ανεξάρτητο αγώνισμα και ως μέρος του πεντάθλου εισήχθη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 708 π.Χ., ενώ η πάλη παίδων καθιερώθηκε το 632 π.Χ. Μεγάλη αξία δινόταν σε αυτήν ως μία μορφή στρατιωτικής άσκησης. Το άθλημα αυτό διακρινόταν στην ορθία πάλη ή ορθοπάλη ή σταδαία πάλη και στην αλίνδησιν ή κύλισιν ή κάτω πάλη. Οι παλαιστές στην αρχή στέκονταν αντιμέτωποι με τα πόδια λυγισμένα και ελαφρά ανοιχτά, μία στάση που ονομαζόταν σύστασις ή παράθεσις. Σε αντίθεση με σήμερα, σύστημα βαθμολογίας δεν είχε αναπτυχθεί ούτε και γινόταν διαφοροποίηση ανάλογα με το βάρος των αθλητών.
Ορθία πάλη σκοπός αυτού του είδους πάλης ήταν οι παλαιστές να ρίξουν απλώς τον αντί-παλο στο έδαφος. Τρεις πτώσεις σήμαιναν ήττα και ο νικητής αποκαλούνταν τριακτήρ. Ο αγώνας συνεχιζόταν μέχρι τελικής πτώσεως ενός εκ των δύο αθλητών. Στην ορθία πάλη γυμναζόταν το επάνω μέρος του σώματος παλαιστών (κεφαλή, τράχηλος, ώμοι, χέρια, θώρακας, μέση). Αλίνδησιςσε αυτό το είδος πάλης γυμναζόταν κυρίως το κάτω μέρος του σώματος (μέση, μηροί, γόνατα) και τα χέρια. Ο αγώνας τελείωνε με την παραδοχή της ήττας ενός εκ των δύο αθλητών με ανάταση του δεξιού χεριού του με το δείκτη τεντωμένο.
Ακόντιο
Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν να ασκούνται συχνά στη ρίψη του ακοντίου, αφού αυτό αποτελούσε το βασικό επιθετικό τους όπλο.Στην Ιλιάδα αναφέρεται ότι στις περιόδους ανάπαυλας από τις μάχες οι Αχαιοί έριχναν ακόντιο και δίσκο, ενώ στην Οδύσσεια πληροφορούμαστε ότι οι μνηστήρες της συζύγου του Οδυσσέα, Πηνελόπης, διασκέδαζαν ρίχνοντας ακόντιο και δίσκο σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο.
Οι αθλητές του αγωνίσματος συναγωνίζονταν στον εκηβόλο (βολή σε μήκος) και στο στοχαστικό ακοντισμό (βολή σε προκαθορισμένο στόχο).
Εκηβόλος ακοντισμός Η ρίψη ακοντίου γινόταν στο Στάδιο και στις απεικονίσεις αγγείων φαίνεται ότι ο αθλητής ξεκινούσε από κάποιο σταθερό σημείο, πιθανόν από τη βαλβίδα του στίβου, κάνοντας μερικά βήματα πριν το πετάξει. Το ακόντιο έπρεπε να πέσει μέσα σε μια περιοχή που ήταν καθορισμένη από τις τρεις πλευρές και η προσπάθεια του αθλητή ήταν άκυρη εάν κατέληγε έξω από αυτήν. Οι ρίψεις σημειώνονταν με ένα μικρό πάσσαλο.
Η τεχνική ρίψης του ακοντίου είναι όμοια με αυτή που χρησιμοποιούν οι αθλητές σήμερα, με μόνη διαφορά την αξιοποίηση της αγκύλης. Ο αθλητής έδενε την αγκύλη στο ακόντιο, όσο πιο σφιχτά μπορούσε, τη δοκίμαζε αρκετές φορές και περνούσε από τη θηλιά το δείκτη και το μεσαίο του δάχτυλο. Πριν ξεκινήσει την προσπάθειά του, έσπρωχνε το ακόντιο πίσω με το αριστερό του χέρι, για να τεντώσει η αγκύλη, την οποία ο ακοντιστής έσφιγγε με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Μετά, κρατώντας το ακόντιο, ο αθλητής έστρεφε το σώμα στην κατεύθυνση της ρίψης και έπαιρνε φόρα. Μερικά βήματα πριν τη ρίψη, τραβούσε το δεξί του χέρι πίσω, έστρεφε το σώμα και το κεφάλι προς τα δεξιά, έβαζε το δεξί πόδι μπροστά από το αριστερό και τραβούσε το αριστερό του χέρι πίσω για να βοηθήσει τη στροφή. Μετά, λυγίζοντας ελαφρά τα γόνατα, τέντωνε το αριστερό του πόδι μπροστά, για να σταματήσει τη φορά του, ώστε να μείνει πίσω από την καθορισμένη γραμμή ρίψης, και το ακόντιο εκσφενδονιζόταν.
Στοχαστικός ακοντισμός Η ρίψη ακοντίου σε στόχο γινόταν συνήθως από άλογο. Σε αυτό το αγώνισμα, ενώ το άλογο κάλπαζε, ο αναβάτης έπρεπε να ρίξει το ακόντιο σε ένα στρογγυλό στόχο, πιθανότατα ασπίδα. Η κίνηση του αλόγου επηρέαζε τη σταθερότητα του αναβάτη και περιόριζε τον έλεγχο που είχε στις κινήσεις του. Ο αναβάτης έπρεπε να μπορεί να πετύχει απόλυτο συντονισμό, ανάμεσα στο ρυθμό καλπασμού του αλόγου και την κίνηση του χεριού του, ενώ πάντα κρατούσε τα μάτια καρφωμένα στο στόχο. Ο στοχαστικός ακοντισμός ή έφιππος ήταν ένα από τα κύρια αγωνίσματα των Παναθηναίων και των Ηραίων.
Άλμα
Στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες το άλμα διεξαγόταν στο πλαίσιο κυρίως του πεντάθλου και σπανιότατα ως ξεχωριστό αγώνισμα. Υπάρχει μία αναφορά σε αυτό ως ανεξάρτητο άθλημα σε μία αναθηματική επιγραφή στον αλτήρα του αθλητή Επαίνετου από την Ελευσίνα. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στο άλμα στην Οδύσσεια του Ομήρου, στους αγώνες που δόθηκαν από τους Φαίακες προς τιμήν του Οδυσσέα.
Δεν είναι γνωστό εάν το άλμα εις μήκος ήταν απλούν, διπλούν ή τριπλούν. Θεωρούνταν πάντως ιδιαίτερα επίπονο, επειδή απαιτούσε ταυτόχρονα συντονισμό των μελών του αθλητή και συγχρονισμό των κινήσεών του. Για αυτό και κατά καιρούς συνοδευόταν από έναν αυλητή, του οποίου οι ήχοι υπογράμμιζαν το ρυθμό και τη μουσική ροή ενός καλά εκτελεσμένου άλματος.
Δεν είναι γνωστό εάν το άλμα εις μήκος ήταν απλούν, διπλούν ή τριπλούν. Θεωρούνταν πάντως ιδιαίτερα επίπονο, επειδή απαιτούσε ταυτόχρονα συντονισμό των μελών του αθλητή και συγχρονισμό των κινήσεών του. Για αυτό και κατά καιρούς συνοδευόταν από έναν αυλητή, του οποίου οι ήχοι υπογράμμιζαν το ρυθμό και τη μουσική ροή ενός καλά εκτελεσμένου άλματος.
Αντίθετα με το σύγχρονο άλμα, όπου ο μόνος εξοπλισμός του άλτη είναι τα αθλητικά του παπούτσια, στους αρχαίους Ολυμπιακούς χρησιμοποιούσαν λίθινα ή μολύβδινα βάρη, τους αλτήρες. Τα βασικά αυτά εξαρτήματα κατασκευάζονταν σε διάφορα σχήματα και οι κυριότεροι τύποι τους ήταν οι μακροί και οι σφαιροειδείς, που ήταν σε χρήση τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Ορισμένοι αλτήρες είχαν το σχήμα απλών κώνων με κοιλώματα, ώστε να μπορεί να τους πιάνει καλά ο αθλητής. Το βάρος τους ποίκιλλε ξεκινώντας από τα 1.616 γραμμάρια, ενώ υπάρχουν παραδείγματα αφιερωμάτων που έφταναν έως και τα 4.629 γραμμάρια. Η χρήση των αλτήρων επέτρεπε στους άλτες να επιτύχουν καλύτερες επιδόσεις.
Μια διαφορά ανάμεσα στον άλτη των αρχαίων και των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων είναι ότι ο πρώτος αποκτούσε επιτάχυνση χρησιμοποιώντας τους αλτήρες. Δεν έχει εξακριβωθεί απόλυτα εάν οι αθλητές έτρεχαν για να επιτύχουν μεγαλύτερη επιτάχυνση πριν το άλμα. Ωστόσο, από παραστάσεις αγγείων φαίνεται ότι ο αθλητής, κρατώντας τους αλτήρες, έτρεχε μέχρι το βατήρα και αιωρώντας τους πίσω εμπρός επιχειρούσε το άλμα του με τεντωμένα μπροστά τα χέρια. Λίγο προτού προσγειωθεί στο σκάμμα, με τα πόδια κλειστά, πετούσε τους αλτήρες προς τα πίσω.
Πένταθλο
Προστέθηκε το 708 π.Χ., στη 18η oλυμπιάδα, και αποτελούνταν από πέντε αγωνίσματα……δίσκο, ακόντιο, άλμα, δρόμο και πάλη. Ο δρόμος και η πάλη ήταν και ξεχωριστά αγωνίσματα στους πανελλήνιους αγώνες, όμως το άλμα, ο δίσκος και το ακόντιο διεξάγονταν μόνο ως μέρος του πεντάθλου. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το πένταθλο καθιέρωσε ο Ιάσων. Συνδύασε τα πέντε αγωνίσματα και απένειμε το έπαθλο στο φίλο του Πηλέα (που ήρθε δεύτερος σε όλα εκτός από την πάλη, στην οποία νίκησε). Η σειρά διεξαγωγής των πέντε αγωνισμάτων δεν είναι γνωστή. Πιθανότατα το πένταθλο να ξεκινούσε με το δρόμο ή με το άλμα. Το βέβαιο πάντως είναι ότι τελείωνε με την πάλη.
Πυγμή (πυγμαχία)
Από τα παλαιότερα αθλήματα, συμπεριλήφθηκε στα ολυμπιακά αγωνίσματα το 688 π.Χ. και η πυγμή παίδων εισήχθη στο ολυμπιακό πρόγραμμα το 616 π.Χ. Η πυγμαχία πρωτοαναφέρεται στην Ιλιάδα, ως ένας από τους αγώνες που διοργανώθηκαν προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου, όπου νίκησε ο Επειός, και στην Οδύσσεια στους αγώνες στο νησί των Φαιάκων. Στη μυθολογία ως ιδρυτής του αγωνίσματος αναφέρεται ο Απόλλωνας, ο οποίος νίκησε και σκότωσε το Φόρβαντα, έναν πυγμάχο που προκαλούσε τους ταξιδιώτες που περνούσαν από τους Δελφούς να αναμετρηθούν μαζί του. Ο Απόλλωνας, επίσης, νίκησε σε αγώνα πυγμής και τον Άρη στην Ολυμπία. Πρότυπο πυγμαχικού αγώνα στη μυθολογία ήταν εκείνος ανάμεσα στον Πολυδεύκη και τον Άμυκο, το βασιλιά των Βεβρύκων από τη Βιθυνία του Εύξεινου Πόντου. Ο βασιλιάς προκαλούσε όλους τους ξένους που περνούσαν από τη χώρα του να πυγμαχήσουν μαζί του και κατά τη διάρκεια του αγώνα τούς σκότωνε. Ο Πολυδεύκης αποδείχτηκε πολύ σκληρός αντίπαλος για τον Άμυκο, τον οποίο νίκησε και υποχρέωσε να ορκιστεί ότι θα επέτρεπε στους ταξιδιώτες ελεύθερη και ασφαλή διέλευση από τη χώρα του.
Ιππικοί αγώνες ( ιππικά αγωνίσματα και αρματοδρομίες)
Τα ιππικά αγωνίσματα τελούνταν στην Ολυμπία και περιελάμβαναν…… ιπποδρομία κελήτων, αγώνισμα με αναβάτη και τέλειο ίππο (άλογα ενός έτους) που συμπεριλήφθηκε το 648 π.Χ., κάλπη (ιπποδρομία φοράδων) το 496 π.Χ., και ιπποδρομία πώλων το 256 π.Χ.
Οι αρματοδρομίες είχαν τις ρίζες τους στις στρατιωτικές συνήθειες των Αχαιών. Τα αγωνίσματα αρματοδρομίας με τη σειρά που εμφανίστηκαν στην Ολυμπία ήταν…. τέθριππον, άρμα με τέσσερα άλογα το 680 π.Χ., απήνη, άρμα που έσερναν δύο ημίονοι το 500 π.Χ., συνωρίς, άρμα που έσερναν δύο άλογα το 408 π.Χ., τέθριππο πώλων (ημιόνων) το 384 π.Χ. και συνωρίς πώλων το 268 π.Χ.
Ο ιππόδρομος ήταν πλατύς, επίπεδος, ανοιχτός χώρος όπου η αφετηρία και το τέρμα ορίζονταν με ένα στύλο. Ένας δεύτερος μικρός στύλος, η νύσσα, όριζε το σημείο καμπής, το οποίο ήταν και το πλέον επικίνδυνο για ατυχήματα. Ο ίδιος ο στίβος χωριζόταν κατά μήκος μ’ ένα λίθινο ή ξύλινο χώρισμα, που ονομαζόταν έμβολο, δίπλα στο οποίο έτρεχαν τα άλογα και τα άρματα. Είναι γνωστό ότι το τέθριππο συμπλήρωνε δώδεκα γύρους του στίβου (ο ποιητής Πίνδαρος αποκαλεί τον αγώνα δωδεκάδρομον). Η συνωρίς και το τέθριππο πώλων έτρεχαν οχτώ γύρους, ενώ η συνωρίς πώλων τρεις. Πολύ λίγα είναι γνωστά για τους κανόνες των ιππικών αγώνων. Είναι γνωστό ότι δεν επιτρεπόταν η λοξοδρόμηση μπροστά από τους άλλους, εκτός κι αν ξέφευγε κανείς μπροστά, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις. Στην Ολυμπία απέναντι από τη νύσσα υπήρχε ένας στρογγυλός βωμός, ο Ταράξιππος, που προκαλούσε πανικό στα άλογα. Πιθανότατα, αυτό να σχετίζεται με τη θέση του ήλιου, ο οποίος, αφού οι αγώνες ξεκινούσαν το απόγευμα, βρισκόταν στη φάση της δύσης και στη στροφή τύφλωνε τα ζώα, με αποτέλεσμα να γίνονται ατυχήματα.
Ο Παυσανίας περιγράφει με λεπτομέρειες το περίπλοκο σύστημα της εκκίνησης, της ιππαφέσεως, επινόηση του ανδριαντοποιού Κλεοίτα. Στη δυτική, στενή πλευρά του ιπποδρομίου, οι θέσεις εκκίνησης σχημάτιζαν ένα τρίγωνο στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα χάλκινο δελφίνι πάνω σε έναν υπερυψωμένο στύλο. Στη μέση της βάσης του τριγώνου υπήρχε ένας πλίνθινος βωμός με το μηχανισμό άφεσης. Το βωμό στόλιζε στο πάνω μέρος του ένας χάλκινος αετός. Ακριβώς πριν τον αγώνα, τα άρματα έμπαιναν στα ειδικά χωρίσματα. Με το σάλπισμα, ο αετός στο βωμό υψωνόταν, ώστε να είναι ορατός από τους θεατές, το δελφίνι έπεφτε στο έδαφος και αποσυρόταν το σχοινί από τις θέσεις -ξεκινώντας από τις δύο ακραίες-έτσι ώστε όλα τα άρματα να βρίσκονται σε μία ευθεία.
Το άρμα ήταν μικρό ξύλινο όχημα, αρκετά φαρδύ για να χωρέσει δύο όρθιους άντρες και ανοιχτό από πίσω. Στηριζόταν σε έναν άξονα, τα άκρα του οποίου ήταν στερεωμένα σε δύο ισχυρούς ξύλινους τροχούς. Το δυνατότερο και πιο γρήγορο ζώο τοποθετούνταν δεξιά για να διευκολύνει το άρμα στις στροφές. Τα άλογα σημαδεύονταν στις οπλές ή τους μηρούς, είτε με το γράμμα κόππα, από όπου έπαιρναν το όνομα κοππατίες, είτε με το γράμμα σίγμα, που τους έδινε το όνομα σαμφόρες. Αν και το γνήσιο πολεμικό άρμα χωρούσε δύο άντρες -τον ηνίοχο και τον πολεμιστή, στο τέθριππο και στη συνωρίδα επέβαινε μόνο ο ηνίοχος.
Παγκράτιο
Ανήκε στην κατηγορία των βαρέων αγωνισμάτων και προστέθηκε στο ολυμπιακό πρόγραμμα για τους άνδρες το 648 π.Χ., στην 33η Ολυμπιάδα, και για τους παίδες το 200 π.Χ., στην 145η Ολυμπιάδα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το παγκράτιο αποδίδεται στον ήρωα Θησέα, ο οποίος συνδύασε την πάλη και την πυγμαχία για να εξοντώσει το Μινώταυρο. Θεωρούνταν το πλέον ενδιαφέρον και επικίνδυνο αγώνισμα, αφού συνδύαζε όλα τα χτυπήματα της πυγμαχίας και τις λαβές της πάλης σε ένα θέαμα γρήγορων φάσεων και συχνών πτώσεων. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι το παγκράτιο ήταν εξαιρετική άσκηση για την προγύμναση των πολεμιστών.
Στους αγώνες παγκρατίου, ενώ επιτρέπονταν όλες οι λαβές που χρησιμοποιούσαν οι πα-λαιστές και όλα τα χτυπήματα της πυγμαχίας, απαγορεύονταν -εκτός μόνο από τη Σπάρτη- το δάγκωμα (δάκνειν) και το χτύπημα στα μάτια (ορύσσειν). Έτσι, το παγκράτιο ήταν το πιο σκληρό απ’ όλα τα αγωνίσματα, καθώς το ζητούμενο ήταν η νίκη χωρίς να δίνεται σημασία στις σωματικές βλάβες ή στη ζωή του αντιπάλου. Υπήρχαν δύο είδη παγκρατίου: Κάτω παγκράτιο, στο οποίο ο αγώνας συνεχιζόταν αφού οι αντίπαλοι είχαν πέσει στο έδαφος. Χρησιμοποιούνταν στους αγώνες. Άνω ή ορθοστάνδην παγκράτιο, στο οποίο οι αντίπαλοι αγωνίζονταν όρθιοι. Χρησιμοποιούνταν για την προγύμναση ή σε προκαταρκτικούς αγώνες. Αυτή ήταν η ελαφρύτερη και ασφαλέστερη μορφή του αθλήματος.
Οι παγκρατιαστές δε φορούσαν ιμάντες ή γάντια, όπως οι πυγμάχοι, γι’ αυτό τα χτυπήματα δεν ήταν τόσο οδυνηρά. Ωστόσο, ο παγκρατιαστής είχε το δικαίωμα να κρατάει τον αντίπαλό του με το ένα χέρι και να τον χτυπάει με το άλλο, πράγμα που δε συνέβαινε στην πυγμαχία. Ο αθλητής που έπεφτε πρώτος στο έδαφος ήταν σε δύσκολη θέση, διότι ο αντίπαλός του μπορούσε να πέσει από πάνω του και να τον ακινητοποιήσει με τα πόδια του, έχοντας τα χέρια του ελεύθερα να τον χτυπήσει ή να εφαρμόσει μια λαβή στραγγαλισμού. Ο παλαιστής που έπεφτε προσπαθούσε να γυρίσει με την πλάτη και να χρησιμοποιήσει τα χέρια και τα πόδια για να προστατευτεί. Οι πιο μικρόσωμοι παλαιστές συχνά έπεφταν επίτηδες με την πλάτη, μια τεχνική που λεγόταν υπτιασμός. Το λάκτισμα έπαιζε σημαντικό ρόλο στο παγκράτιο. Η κλοτσιά στο στομάχι λεγόταν γαστρίζειν. Η λαβή με την οποία ο παγκρατιαστής κρατούσε το πόδι του αντιπάλου του όσο πιο σφιχτά μπορούσε, για να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του, λεγόταν αποπτερνίζειν.
Αγώνες κηρύκων και σαλπιγκτών
Στην Ολυμπία διακρίνονταν, εκτός από τους αθλητές, οι κήρυκες και οι σαλπιγκτές. Αυτοί συμμετείχαν σε αγώνες που εισήχθησαν στην 96η Ολυμπιάδα, το 396 π.X., και οι νικητές είχαν προνομιακό ρόλο κατά την τέλεσή τους. Πιο συγκεκριμένα, επειδή πολλοί ικανοί κήρυκες και σαλπιγκτές διεκδικούσαν την τιμή να αναγγέλλουν τα αγωνίσματα και τους νικητές ή να σαλπίζουν στον ιππόδρομο, καθιερώθηκαν και γι’ αυτούς αγώνες. Έτσι, όσοι νικούσαν αποκτούσαν το προνόμιο να σαλπίζουν και να ανακοινώνουν τους αθλητές κατά την Ολυμπιάδα.
Παρακάτω παρατίθεται πίνακας στον οποίο αναγράφονται οι αρχαίοι ολυμπιονίκες από το 776 π.Χ. έως 369 μ.Χ.
πηγές: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (Οι Ολυμπιακοί Αγώνες) http://www.fhw.gr. Πίνακας ολυμπιονικών http://pheidias.antibaro.gr/