Γράφει ο Ιστορικός Κάλλης Κων/νος
Αρματωλός: και στη δημοτική αρματολός. Του ονόματος αυτού έχουν προβληθεί πολλές ετυμολογίες. Κατά τους μεν, προέρχεται από αναγραμματισμό της Ελληνικής λέξης αμαρτωλός (ο εν αμαρτίες για τους χριστιανούς), κατά τους δε, εκ του αρματολόγος → αρματολόος → αρματολός, κατ’ άλλους ακόμη, εκ του λατινικού/ενετικού armatore (που ήταν ό,τι και οι αρματολοί). Σε κάθε περίσταση το όνομα είναι νεότερο, αλλά ο θεσμός φαίνεται παλαιότερος και σηματοδοτεί τους έχοντες το δικαίωμα από την εξουσία να φέρουν άρματα.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο εντοπίζεται ο πρόδρομος του αρματολού στον ακρίτα όπως και
ο απέλάτης. Οι αρματωλοί (ή “οπλισμένοι άνθρωποι”) ήταν τοπικοί Έλληνες χωρικοί που λειτούργησαν ως στρατιωτικές και αστυνομικές μονάδες φυλάγοντας τα βυζαντινά εδάφη. Ιστορικά το όνομα εμφανίζεται κατά τον 15ο αι. επί των Βενετών που μίσθωναν φρουρές Ελλήνων μαχητών στους οποίους και ανέθεταν την φύλαξη των κτήσεών τους στον Ελλαδικό χώρο. Τέτοιος ακριβώς αρματολός υπήρξε ο διάσημος Κροκόδειλος Κλαδάς. Η ιστορία των αρματωλών δεν αρχίζει στους οθωμανικούς χρόνους. Στην πραγματικότητα, η ολόκληρη στρατιωτική/αστυνομική οργάνωση των αρματωλών ήταν γνωστή ως αρματωλισμός. Η ίδια η οργάνωση βασίστηκε μακριά της φεουδαρχίας κάτω από την οποία οι στρατιωτικές/αστυνομικές μονάδες διατήρησαν τα καθήκοντά τους σε αντάλλαγμα των τίτλων τους. Μετά τη κατάκτηση του Ελλαδικού χώρου από τους Τούρκους το σύστημα αυτό ακολούθησαν και οι νέοι κατακτητές αναθέτοντας στους αρματολούς την ασφάλεια και την ειρήνη (την επίβλεψη της ησυχίας των κατακτητών) στις ορεινές και δυσπρόσιτες ή και δυσυπότακτες περιοχές όπου η αντίσταση στη ξενική εξουσία εκδηλωνόταν με πλείστες ληστείες ή αυθαιρεσίες των αυτοχθόνων Ελλήνων που μεταγενέστερα ονομάστηκαν κλέφτες. Κλέφτες: ονομάζονταν οι κοινωνικές ομάδες (κυρίως αυτόχθονες) ή ενίοτε τα μέλη ένοπλων παράνομων ομάδων, οι αντιφρονούντες δηλαδή στη δυναστική / κατοχική την περίοδο της Τουρκοκρατίας . Η κατάκτηση του Ελλαδικού χώρου από τους Τούρκους είχε ωθήσει κάποιους από τους πληθυσμούς στο να αποσυρθούν σε άγονες ορεινές περιοχές, προσπαθώντας να γλυτώσουν από τις συνέπειες της Τουρκικής κατοχής. Στις καινούριες συνθήκες ζωής τους στο σκληρό αυτό περιβάλλον δημιουργήθηκε και η ψυχοσύνθεση του αντάρτη, του ανυπότακτου, οποίος καταφεύγει στην αρπαγή, για την ηθική ικανοποίησή του αλλά και για λόγους επιβίωσης. Πράγματι, τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν για τη δράση των κλεφτών τον 18ο αιώνα αναφέρονται μόνο σε πράξεις ληστείας όπως είναι γενικά παραδεκτό από τους ιστορικούς ενώ δεν σημειώνονται στοιχεία ουσιαστικής συνείδησης ότι αγωνίζονται για την ελευθερία του συνόλου. Αντίθετα, η ένταση της ληστείας φαίνεται ότι αυξάνεται στον οθωμανικό κόσμο από τον 17ο αιώνα κ.ε., κυρίως ως έμμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης της αυτοκρατορίας. Επιπλέον παράγοντας που θα πρέπει να συνυπολογιστεί είναι ότι η ληστεία ήταν συνηθισμένη ως συμπληρωματική οικονομική δραστηριότητα, λόγω της υψηλής φορολογίας που είχε επιβληθεί στους κατοίκους. Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για προφανείς λόγους επιβίωσης, οι κλέφτες ήταν μόνιμη πηγή αταξίας και ανησυχίας καθώς, οργανωμένοι σε ολιγο- ή πολυμελείς συμμορίες, προκαλούσαν τον τρόμο χωρίς γενικά να τους ενδιαφέρει το θρήσκευμα των θυμάτων τους. Οι σύγχρονοι ιστορικοί (για ευνόητους λόγους) απορρίπτουν την παλαιότερη καταγεγραμμένη αντίληψη ότι οι κλέφτες έκλεβαν μόνο τους αλλοεθνείς, τους Τούρκους και τους πλούσιους προσκυνημένους Έλληνες (πχ τους κοτζαμπάσηδες). ενώ υποστηρίζουν άτοπα πως βασικός στόχος τους ήταν τα αδύνατα τμήματα του πληθυσμού και επιτίθεντο στους ισχυρούς, οθωμανούς και χριστιανούς, μόνο όταν αισθάνονταν εξαιρετικά δυνατοί. Οι κλέφτες εκείνης της εποχής, λοιπόν, δε φαίνονται να είχαν εθνική συνείδηση, αν και έχει υποστηρικτές και η άποψη ότι εξεγέρσεις των κλεφτών πριν το 1821 είχαν εθνικά χαρακτηριστικά. Ο Ι. Φιλήμων επίσης αναφέρει ότι οι Τούρκοι ονόμαζαν τους κλέφτες “άπιστους” ή (χιρζίζ γκιαουρλάρ) φωτογραφίζοντας έτσι τους Έλληνες επαναστάτες. Με τη δράση τους, οι κλέφτες ήταν μόνιμη πληγή των Τουρκικών κατοχικών δυνάμεων και, κατά τη νεότερη αντίληψη, είναι δύσκολο να μην γίνει πιστευτό πως δεν ήταν αγαπητοί στο χριστιανικό πληθυσμό και πως οι χωρικοί τους έβλεπαν σαν εκδικητές. Σίγουρα όμως, θα ασκούσαν γοητεία στους φτωχούς και απόλεμους κατοίκους της υπαίθρου, με τη σκληρότητα, την ικανότητα στα όπλα και το θάρρος τους απέναντι στις δυνάμεις κατοχής. Από τον 18ο αι. οι κλέφτες πολλαπλασιάστηκαν (αφού στις τάξεις τους προσχωρούσαν πληθώρα αδικημένων από το ξένο ζυγό) και άρχισαν να δείχνουν πως είναι ικανοί να δημιουργήσουν προβλήματα στην οθωμανική κυριαρχία, με αποτέλεσμα να γίνονται υπολογίσιμοι και από τις ξένες δυνάμεις που απέβλεπαν σε εξέγερση των χριστι
ανικών λαών των Βαλκανίων αλλά και από τους φωτισμένους Έλληνες που απέβλεπαν στην αποτίναξη της ξένης κυριαρχίας. Οι τελευταίοι είδαν στους κλέφτες τους ηρωικούς εκδικητές του Ελληνισμού και έδωσαν ρομαντικό πνεύμα στη λέξη κλέφτης, με πρώτο παράδειγμα το συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας, που αποκαλεί τους κλέφτες ανθρώπους, οι οποίοι, μη υποφέροντας τη φοβερή τυραννία των Οθωμανών, φεύγουν για να διαφυλάξουν την ελευθερία τους. Οι κατοχικές δυνάμεις, αδυνατώντας να επιβάλλουν την τάξη, ιδιαίτερα στις ορεινές επαρχίες του, χρησιμοποίησε ένοπλες ομάδες προκειμένου να περιορίσει τη δράση των κλεφτών. Οι ένοπλες αυτές ομάδες ονομάζονταν………. αρματολοί.
Σε έναν απλό ιστορικό συγκρητισμό λοιπόν και με αφορμή τα γεγονότα στην Ύδρα, σήμερα θα λέγαμε πως στη θέση των αρματολών βρίσκονται οι εφοριακοί οι αστυνομικοί και οι δικαστικοί που έναντι μικρής ή υπερμεγέθους αμοιβής κατά περίπτωση, προστατεύουν τα συμφέροντα των σημερινών κατοχικών δυνάμεων. Βολεμένοι ή καλά κρυμμένοι πίσω από το σαθρό θεσμικό πλαίσιο κυνηγούν ανελέητα όποιον ξεφεύγει από την γελοία και κατ’ επίφαση νομιμότητα που θεσμοθετεί το δουλικό Ελληνόφωνο κατεστημένο και πως ουσιαστικά λειτουργούν (προσκυνημένα) ως τοίχος προστασίας των όποιων αντεθνικών συμφερόντων. Στη θέση των κλεφτών, βρίσκεται ο απλός πολίτης, ο άγρια και ανελέητα φορολογούμενος, ο μικροεπιτηδευματίας, ο βιοτέχνης, ο παραγωγός, αλλά και ο υπάλληλος που στη καλύτερη περίπτωση αναζητά στην αγορά των προϊόντων, ή στη παροχή υπηρεσιών, την αποφυγή της πληρωμής του (καθόλου πλέον αμελητέου ποσοστού) ΦΠΑ. Γνωρίζοντας πολύ καλά πως η ανταποδοτικότητα των φόρων, όπως προβλέπει το σύνταγμα, δεν έχει πλέον κανένα απολύτως αντίκρυσμα στα πεδία της υγείας, της παιδείας, της άμυνας κλπ, και πως κανείς δεν του δίνει πλέον τον απαιτούμενο λογαριασμό καθώς και τον απαιτούμενο λογιστικό έλεγχο, ως προς την ορθολογική διαχείριση των εξωφρενικών εισπρακτέων φόρων, ο απλός πολίτης, αισθάνεται μετέωρος και μοιραία μεν, αλλά απόλυτα δικαιολογημένα δε, εκτρέπεται της νομιμότητας.
Συμπερασματικά, θεωρώ πως η ανάγκη σύμπνοιας των αρματωλών με τους κλέφτες απέναντι στις κατοχικές δυνάμεις, είναι πλέον άκρως επιβεβλημένη, ως προς το σχεδιασμό αλλά και ως προς το πεδίο εκείνο της αλληλεγγύης που οφείλουν να δείξουν αμφότερες οι προαναφερόμενες δυνάμεις.
Να θυμίσω επίσης πως όταν και μόνον όταν οι αρματολοί συνεργάστηκαν με τους κλέφτες, ο σουλτάνος άρχισε να καταρρέει.