Γράφει ο Ιωάννης Σ. Λάμπρου
Η ψήφιση από την Βουλή των Ελλήνων του νομοσχεδίου για τον χρηματοδοτικό μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου απετέλεσε την αφορμή για την αποχώρηση της κ. Μπακογιάννη από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Πέραν του ιστορικού -σε προσωπικό επίπεδο- των σχέσεων μεταξύ του προέδρου του κόμματος και της πρώην υπουργού, ένα κύριο στοιχείο το οποίο συνετέλεσε στην ρήξη είναι οι διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες των δυο πολιτικών. Ο κ. Σαμαράς εκφράζοντας την συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων του κόμματος, εκπροσωπεί την δεξιά ιδεολογία –χωρίς ενοχικά κόμπλεξ- σε αντίθεση με την κ. Μπακογιάννη η οποία ασπάζεται το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα το οποίο πάντοτε ήταν μειοψηφία στην Νέα Δημοκρατία ακόμα και όταν στην εξουσία ανήλθε ο Κ. Μητσοτάκης. Η οριστική ρήξη πάντως, βολεύει και τους δυο πολιτικούς. Ο κ. Σαμαράς είναι πλέον ελεύθερος να επιβάλλει το ιδεολογικό του στίγμα στο κόμμα το οποίο τα τελευταία χρόνια παρασυρόμενο από τον κ. Λούλη και την θεωρία του μεσαίου χώρου αποξενώθηκε από την παραδοσιακή του βάση.
Από την άλλη, απομάκρυνση από το κόμμα δίνει το δικαίωμα στην κυρία Μπακογιάννη να τηρήσει πιο ευδιάκριτα αποστάσεις από την διακυβέρνηση της χώρας από την Νέα Δημοκρατία και να σφυρηλατήσει ένα προφίλ προσώπου άφθαρτου το οποίο θα δηλώσει παρών μετά από μια υποτιθέμενη κατάρρευση του μεταπολιτευτικού οικοδομήματος. Άλλωστε, η σημερινή πολιτική ρευστότητα και κοινωνική αναταραχή οι οποίες επικρατούν στην χώρα μας είναι οι ιδανικές συνθήκες για την δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών και την έλευση αυτόκλητων σωτήρων. Μιλώντας με ιδεολογικούς όρους, η κ. Μπακογιάννη εκπροσωπεί τον νεοφιλελευθερισμό -ένα χαλαρό ιδεολόγημα χωρίς φιλοσοφική πειθαρχία και ευδιάκριτα σύνορα – το οποίο δεν αποδέχεται το έθνος-κράτος, συνηγορεί στον περιορισμό του κράτους στις εντελώς απαραίτητες λειτουργίες (άμυνα, εξωτερικές σχέσεις), τον πλήρη χωρισμό κράτους-εκκλησίας, την προστασία των δικαιωμάτων των πάσης φύσεως αυτόκλητων μειονοτήτων εις βάρος της κοινωνικής συνοχής και του συλλογικού καλού και τάσσεται υπέρ των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων στην οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τον εθνικό χαρακτήρα του κράτους, ο νεοφιλελευθερισμός όπως άλλωστε και η διεθνιστική αριστερά, υποτιμά την κοινή καταγωγή, γλώσσα, ιστορία, θρησκευτικές παραδόσεις, πολιτιστικές αξίες ως συστατικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας αντικαθιστώντας τα με την έννοια του ‘συνταγματικού πατριωτισμού’, με την πεποίθηση ότι η νομιμοφροσύνη προς ένα σύνταγμα, έναν θεμελιώδη νόμο εξασφαλίζει την απαραίτητη διαβεβαίωση για την συνοχή της κοινωνίας.
Οι προαναφερθέντες ιδεολογικοί άξονες δεν είναι περιοριστικοί και δεν παρεμποδίζουν την κ. Μπακογιάννη να αναζητήσει συμμάχους σε ένα κομματικό εγχείρημα πέραν του στενού κύκλου των νεοφιλελευθέρων ( Σ. Μάνος, Α. Ανδριανόπουλος). Άλλωστε, πολιτευτές προερχόμενοι από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ αλλά και την ευρύτερη διεθνιστική αριστερά με τις τοποθετήσεις τους έχουν ταυτιστεί με τις επιλογές των νεοφιλελεύθερων κύκλων σε σειρά σημαντικών ζητημάτων, όπως η υποστήριξη στο Σχέδιο Ανάν, στήριξη του βιβλίου της κ. Ρεπούση αλλά και μιας εφεκτικής, παθητικής στάσης στις απαιτήσεις της αναθεωρητικής Τουρκίας. Επίσης, συνεργασία δεν μπορεί να αποκλειστεί και με τον ανερμάτιστο ηγετίσκο του Λάος ο οποίος στην προσπάθεια του να παραμείνει στο πολιτικό προσκήνιο, και λόγω της ικανότητας του να είναι ταυτόχρονα φορέας πολλών ιδεολογιών ( και με τον Μεγαλειότατο και με τον Τσε Γκεβάρα), δεν θα αρνείτο συνεργασία με την θυγατέρα του πολιτικού του μέντορα.
Το εξωελληνικό ιδεολόγημα του νεοφιλελευθερισμού, δεν μπορεί να κερδίσει τις πλατιές μάζες του ελληνικού λαού όντας ξένο με τις ιστορικές εμπειρίες, τα βιώματα και τις ανάγκες του. Παρά την βοήθεια την οποία ένα τέτοιο κόμμα θα λάβει από επιχειρηματικούς κύκλους και μέσα μαζικής επικοινωνίας δεν θα μπορεί να καταστεί μαζικό με ευρεία λαϊκή συμμετοχή. Το πιο πιθανό είναι, ο ρόλος τον οποίο θα κληθεί να διαδραματίσει ένα τέτοιο κόμμα συνίσταται στην συμμετοχή σε κυβερνήσεις συνεργασίας με αδύναμη κοινή ιδεολογική βάση, κάτι το οποίο ταιριάζει και με την πολιτική φιλοσοφία της πρώην υπουργού. Φιλοσοφία η οποία δεν έχει ως άξονα μια ξεκάθαρη ιδεολογία αλλά χαλαρές κοινές πλατφόρμες δράσης. Ένας τέτοιος πολιτικός σχηματισμός, λόγω της μικρής εκλογικής απήχησης την οποία θα έχει, θα παίξει ρόλο παρασιτικό στο πολιτικό σύστημα υπό την έννοια ότι θα προσκολλάται σε μεγαλύτερα κόμματα παίζοντας ρυθμιστικό ρόλο ανάλογο με αυτό του Κόμματος Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη, του Φιλελεύθερου Κόμματος στην Γερμανία, ή των Φιλελεύθερων Δημοκρατών στην Μεγάλη Βρετανία.