Γράφει ο Βασίλης Δ. Χασιώτης
Μια σημείωση πάνω στα πρώτα δύο δάνεια του ελληνικού κράτους (1824-1825) : «Το πρώτο δάνειο, τοκογλυφικό και ανήθικο ως συμφωνία, κατασπαταλήθηκε στον εμφύλιο πόλεμο κι όλοι οι δρόμοι, θαλασσινοί και στεριανοί, έμειναν ανοιχτοί για την εισβολή του Ιμπραήμ. Το δεύτερο χάθηκε στις κερδοσκοπικές παραγγελίες φρεγατών και ατμοκινήτων πλοίων που δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν μια ιστορία αγυρτείας και διαφθοράς… Με αποτέλεσμα να κατασπαραχθεί το πρώτο δάνειο –ό,τι παραδόθηκε τελικά- με τη δική τους ανοχή ή και συνέργεια. Προμήθειες αστρονομικές, παιγνίδια στα χρηματιστήρια, εκβιασμοί και ελεεινές συναλλαγές. Το τελικό προϊόν του πρώτου δανείου κατασπαταλήθηκε στο εσωτερικό. Το δεύτερο δάνειο θα διασπαθισθεί στο εξωτερικό. Κατέληξε στα θυλάκια Άγγλων και Αμερικανών κερδοσκόπων. Από τα δύο αγγλικά δάνεια –2.800.000 λίρες- ελάχιστα ποσά αξιοποιήθηκαν για τις ανάγκες του Αγώνα. Τα υπόλοιπα έθρεψαν τον αδελφοσπαραγμό ή καταβροχθίσθηκαν από ξένους επιτήδειους. Δεν πρόσφεραν τίποτα ουσιαστικό στην Επανάσταση οι αγγλικές λίρες. Άνοιξαν μονάχα την άβυσσο της διχόνοιας και πλούτισαν Έλληνες και ξένους ιδιοτελείς ή απατεώνες. Το δεύτερο δάνειο των δύο εκατομμυρίων λιρών προοριζόταν για τη δημιουργία ενός εκσυγχρονισμένου εθνικού στόλου και στη συγκρότηση μισθοφόρων και ελληνικού τακτικού στρατού. Αποτέλεσμα μηδέν.»
Κυριάκος Σιμόπουλος : Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, Τόμος 4 : 1824-1826, Αθήνα, 1984, σελ. 412-414
«Ηξεύρετε τι έγιναν η λίραις της Αγγλίας; / Ταις έφαγαν οι Δυνατοί της δυστυχούς Γραικίας. / ταις χώνευσαν οι Γραμματείς, και όλ’ οι αρχηγοί σας / και τώρα έμεινε γυμνό το δύστυχο κορμί σας.»
Αλ. Σούτσος
Σε μια χώρα, όπου από τη πρώτη στιγμή της συγκρότησής της ως κρατικής οντότητας, το πρώτο που φρόντισε να «αποδείξει» και «εμπεδώσει» ήταν το ενδιαφέρον των πολιτικών της ηγεσιών και των εν γένει ιδιωτικών ή κρατικών διαπλοκών με αυτές τις ηγεσίες, να λεηλατούν συστηματικά το δημόσιο χρήμα και πλούτο, με αποτέλεσμα το δημόσιο ταμείο να βρίσκεται σε μια διαρκή ανισορροπία, αφού διαρκώς η διαπλοκή από τη μια και η ένοχη ανοχή από την άλλη των πολιτικών εξουσιών, ήταν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές και υπονομευτές αυτής της «ανισορροπίας».
Σε μια χώρα, όπου «από το πρώτο της το γάλα» η εξουσία ουδέποτε κατόρθωσε να πείσει ότι ενδιαφέρεται και λειτουργεί υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, (και δυστυχώς εδώ τις εξαιρέσεις που πράγματι υπήρξαν τις καταβροχθίζει ο ιστορικός κανόνας), αλλά περίπου ως υπηρέτης των μεγάλων συμφερόντων, όταν δεν επισύρει πάνω της τους πιο απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς : θυμάστε τους χαρακτηρισμούς της «καμόρας», το «κυβερνήσεις διαρρηκτών», «πρακτικές Σικελίας» κ.λπ., όλοι τους εκστομισμένοι από έγκριτα πολιτικά χείλη α΄ γραμμής;
Σε μια χώρα, όπου η αναποτελεσματικότητα και η έλλειψη κάθε ικανότητας και δεξιότητας αποτελεί το κύριο ιστορικό γνώρισμα αυτής της (ιστορικής μας) πολιτικής εξουσίας.
Σε μια τέτοια χώρα, μπορούμε πια να συνάγουμε το ιστορικό συμπέρασμα αναφορικά με το θέμα που εδώ θέσαμε, δηλαδή ότι : «Δημοσιονομική τακτοποίηση», στην καθ’ ημάς πραγματικότητα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι η διαρκής προσπάθεια των κυβερνήσεων να «εκλογικεύσουν» το χάσμα δημοσίων εσόδων και δαπανών, που ΔΕΝ οφείλεται αποκλειστικά ή/και κύρια σ’ ένα σπάταλο κράτος, μα [1] στη λεηλασία των δημοσίων εσόδων, [2] στη μεγαλο-φοροδιαφυγή και μεγαλο-εισφοροδιαφυγή [3] στη μεγαλο-διαφθορά, και [4] στην εκ των πραγμάτων πιστοποιούμενη ασυλία των εντασσόμενων στις κατηγορίες [1] – [3] συμφερόντων ανωτέρω, με τη ταυτόχρονη επίρριψη του κόστος συγκάλυψης στα μεσαία και μικρά συμφέροντα, βαφτίζοντας όλη την επιχείρηση ως «δημοσιονομική τακτοποίηση» και υπό το ιστορικά άθλιο πολιτικό επιχείρημα του «ό,τι έγινε – έγινε, να δούμε από δω και πέρα τι κάνουμε». Η αθλιότητα εδώ, δεν βρίσκεται μονάχα στο ότι οι συμμορίες των νταβατζήδων τυγχάνουν αυτής της ιστορικής πολιτικής κάλυψης, μα και στο ότι το ίδιο το επιχείρημα, προαναγγέλλει τη συνέχεια της λεηλασίας, αφού το σταθερά ακαταδίωκτό της, αποτελεί το πράσινο φως για τη συνέχιση της δουλείας που ξέρει να κάνει καλά.
Ουδέποτε το «μέλλον» έχει κακοποιηθεί, χλευασθεί και απαξιωθεί τόσο, όσο στα πλαίσια αυτού του άθλιου επιχειρήματος, ότι δηλαδή, μέσω τους σβησίματος του πιο άθλιου παρελθόντος που ισοδυναμεί με μια διαρκή απόδοση χάρης σε διακεκριμένα καθ’ έξιν και κατ΄ επάγγελμα ιστορικά οικονομικά και εν ταυτώ κοινωνικά εγκλήματα κατά της χώρας, μπορούμε να οικοδομήσουμε το μέλλον, στηριγμένο πάνω στη λεηλασία του παρελθόντος, στην προστατευμένη αδικία και στα απροστάτευτα μικροσυμφέροντα, τα οποία, οσάκις τυγχάνει να κατορθώσουν να βγάλουν από το βόθρο της μύτη τους για ν΄ αναπνεύσουν, «προάγονται» σε «έχοντες» και «κατέχοντες» και στοχοποιούνται έντεχνα στα μάτια εκείνων που η μύτη τους βρίσκεται ακόμα μέσα στο βόθρο, οσάκις οι άνω βαφτιζόμενοι «έχοντες» και «κατέχοντες» τολμήσουν να αγωνιστούν να βγάλουν όλο το κεφάλι τους έξω, πόσο μάλλον, άκουσον! άκουσον! ολόκληρο το σώμα τους!
Καλά, θα μου πει κάποιος από εκείνους που «υποψιάζονται» μ’ ένα ειδικό τρόπο : κάνεις πως αγνοείς ότι εκτός απ’ τα μεγάλα συμφέροντα υπάρχουν και τα μικρά, που κι αυτά συμμετέχουν στην κλοπή;
Το ερώτημα είναι καταπέλτης.
Ας αποτολμήσω να υπογραμμίσω τη λέξη που χρησιμοποίησε το ερώτημα : στη κλοπή.
Κι όπως είπε κάποτε κάποιος πολιτικός, εκ των πλέον ευφυών και μελετημένων που εδώ και πολλά χρόνια δεν βρίσκεται στη ζωή, το να μη συλλαμβάνεις τον ληστή, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να συλλάβεις τον κλέφτη, όταν ο τελευταίος συλληφθεί να παρανομεί.
Ορθώς : εκείνο όμως που δεν είναι «ορθό», είναι ότι η μη σύλληψη του ληστή, δεν οφείλεται εδώ σε αδυναμία εντοπισμού του και απόδειξης της ενοχής του, μα σε εσκεμμένη συγκάλυψη της πράξεώς του και επομένως και της μη δίωξής του.
Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι η μεγαλο-διαφθορά, είναι αδύνατο να μη διαβρώσει και το υπόλοιπο σώμα, μόνο που στη τελευταία περίπτωση, τείνει να λάβει τη μορφή της αναγκαστικής υιοθέτησης ενός κανόνα παιχνιδιού, που επιβλήθηκε από τους ισχυρούς και όχι τους ανίσχυρους. Για να φέρω δυο παραδείγματα, αν π.χ. η γενικευμένη κατάσταση στην δημόσια ιεραρχία (σε μια υποθετική κατάσταση πραγμάτων) είναι πως για να πας μπροστά θα πρέπει να παίζεις με τους όρους μιας διαφθαρμένης ιεραρχίας, αλλιώς «θα πεθάνεις στη ψάθα», ή, άλλο παράδειγμα, σε μια εξίσου υποθετική κατάσταση πραγμάτων, στην αγορά, για να επιβιώσει η επιχείρησή σου, πρέπει να λαδώσεις και να δωροδοκήσεις κι εσύ επιλέγεις να μην παίξεις μ΄ αυτούς τους γενικευμένους όρους, τότε, φυσικά, είναι δικαίωμά σου να κατεβάσεις τα ρολά.
Και θα ρωτήσει κάποιος : καλά, όσοι δεν υποκύπτουν δεν επιβιώνουν;
Φυσικά και μπορείς να επιβιώσεις, φυσικά και επιβιώνουν : το δικαίωμα της αναπνοής, δεν στο αφαιρούν πάντοτε… Αναπνέεις : δεν επιβιώνεις με όρους ανθρώπινους, εξόν αν ξεχάσαμε τη πλευρά της ανθρωπιάς…
Η «δημοσιονομική τακτοποίηση» λοιπόν των ομολογουμένως άθλιων δημοσιονομικών μας, για να έρθουμε ξανά στο σήμερα, από τεχνοκρατικής σκοπιάς, δεν επιδέχεται καμιά κριτική ως τέτοια, και δεν μπορεί να τύχει κριτικής –εκτός ίσως στο επίπεδο των τεχνοκρατικών μεθόδων και τεχνικών, αλλά, ας είμαστε ήσυχοι, τέτοιες «αντιγνωμίες» ουδέποτε έβλαψαν την κοινωνία, μα ούτε και στάθηκαν άλυτα προβλήματα για την ίδια την ταμιακή ευταξία.
Αλλού βρίσκεται το πρόβλημα και η ζημιά.
Βρίσκεται όχι στην τεχνική αναγκαιότητα του να έχεις νοικοκυρεμένους τους αριθμούς σου και το ταμείο σου, θα ήταν επιεικώς εκτός τόπου και χρόνου όποιος υποστήριζε το αντίθετο, μα στην πολιτική διάσταση του δημοσιονομικού μας ζητήματος, που εντοπίζεται ακριβώς στα σημεία που ανωτέρω επεσήμανα –και σε άλλα, που ο χώρος δεν αρκεί να παραθέσουμε.
Όσο δε τα πολιτικά ζητήματα που άπτονται των σημείων αυτών παραμένουν τα ίδια ή παρόμοια, δηλαδή, τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την εφαρμογή της ουσιαστικής δικαιοσύνης σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, πρωταρχικά δε στα στρώματα εκείνα που ανήκουν στην λεγόμενη οικονομική ελίτ, τότε, το δημοσιονομικό έλλειμμα, μονίμως θα επανέρχεται στο προσκήνιο, αφού μονίμως τα μεγάλα ελλείμματα που θα οφείλονται στις παραπάνω αιτίες, θα επιχειρείται να «εξορθολογίζονται» με το να βάζουμε το χέρι όλο και πιο βαθιά στους μη έχοντες και κατέχοντες, (που για το επείγον του πράγματος θα βαφτίζονται στο ακριβώς αντίθετό τους) ώστε από το ισχνό σαρκίο τους να τρέφεται τούτος ο Λεβιάθαν που έχει υπό την προστασία του, τους πραγματικούς έχοντες και κατέχοντες : όχι βέβαια όσους «έχουν» μηνιαίο εισόδημα άνω των 2000 ευρώ, ή «κατέχουν» ακίνητα άνω των 400.000 ευρώ (συχνά κύριος οίδεν πόσες γενιές και με πόσες θυσίες έγιναν αυτές οι μικρές και μεσαίες ιδιοκτησίες, και πόσες φορές έχουν χιλιοπληρωθεί σε φόρους κάθε μορφής), μα εκείνους που εκπροσωπούν εισοδήματα και περιουσίες, που προσωπικώς μονάχα ως όνειρο μπορώ να τα προσεγγίσω. Και δεν αναφέρομαι βέβαια στις περιουσίες και τα εισοδήματα, που είναι καρπός μιας υγιούς και έντιμης προσπάθειας των κατόχων τους, διότι υπάρχουν και τέτοιοι, φαντάζομαι, μα αναφέρομαι σε όσους εισοδεύουν και δημιουργούν περιουσίες παράνομα ή ανήθικα (αν και έως ότου η ηθική και το νόμιμο φτάσουν σ’ ένα αρραβώνα, γιατί για γάμο το βλέπω χλωμό το ζήτημα, μπορούμε να περιοριστούμε και στην απλή νομιμότητα –έστω σ’ αυτή).