Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να ανησυχεί, αφενός μεν για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, αφετέρου δε για τη δόση της ντροπής (31,5 δις €), με την οποία εκβιάζεται για να υλοποιήσει τα μέτρα φτωχοποίησης των Ελλήνων, μέσω της «λεηλασίας» των εισοδημάτων, της ιδιωτικής και της δημόσιας περιουσίας τους – μέτρα υποταγής και υποτέλειας, τα οποία της επιβλήθηκαν τόσο από τη Γερμανία, όσο και από το ΔΝΤ.
Εν τούτοις, τόσο το θέμα του χρέους, όσο και της δόσης, δεν θα έπρεπε να απασχολεί την ίδια, αλλά τους δανειστές της – δυστυχώς επίσης τις ελληνικές τράπεζες, από εκείνο το σημείο και μετά (2010) που αφενός μεν έχασαν μεγάλο μέρος των καταθέσεων τους, αφετέρου δε αποφάσισαν ή/και υποχρεώθηκαν να «φορτωθούν» με περισσότερα ομόλογα του δημοσίου (τα οποία είχαν στην κατοχή τους οι γερμανικές και οι γαλλικές κυρίως τράπεζες).
Αυτό που έχει ουσιαστικά σημασία για την Ελλάδα, σε σχέση με το δημόσιο χρέος, είναι απλά και μόνο η εξυπηρέτηση του, στο βαθμό που επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό – επομένως τα επιτόκια (τόκοι), καθώς επίσης οι δόσεις (χρεολύσια) αποπληρωμής.
Όλα τα υπόλοιπα (βιωσιμότητα κλπ.) δεν αφορούν τη χώρα μας, αλλά αυτούς που τη δάνεισαν – αναλαμβάνοντας προφανώς το ρίσκο, με αντάλλαγμα τα υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με τις επενδύσεις τους σε άλλες χώρες (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να πληρώσουμε τα χρέη μας, όταν και όπως μπορούμε φυσικά, αφού είμαστε εντελώς αντίθετοι με την οποιαδήποτε διαγραφή τους – δυστυχώς δε, όλοι όσοι απαιτούν διαγραφή, συμβάλλουν στο να θεωρείται η πατρίδα μας αφερέγγυα).
Η βασική φροντίδα λοιπόν της κυβέρνησης δεν είναι το χρέος, αλλά τα δίδυμα ελλείμματα – από τα οποία κρίνεται η ελευθερία, η εθνική ανεξαρτησία και η βιωσιμότητα των Ελλήνων: (α) το πρωτογενές (προ τοκοχρεολυσίων) κυρίως έλλειμμα του προϋπολογισμού, καθώς επίσης (β) το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
(α) Το πρώτο εξαρτάται από το δημόσιο τομέα και αποτελεί τη συνισταμένη αφενός μεν των χαμηλότερων δαπανών, αφετέρου δε των υψηλότερων εσόδων – όπου το πρώτο σκέλος έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ το δεύτερο υποφέρει, λόγω της κατάρρευσης του ΑΕΠ, καθώς επίσης των εισοδημάτων των πολιτών, εξαιτίας των υπερβολικών μέτρων λιτότητας.
Εν τούτοις, είναι πλέον αμελητέο (περί τα 2 δις €) και μπορεί να καλυφθεί πάρα πολύ εύκολα – γεγονός που μας ανεξαρτητοποιεί πια από τους δανειστές μας, αποτελώντας ένα μεγάλο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα (τυχόν χρεοκοπία, όπως και υιοθέτηση εθνικού νομίσματος θα ήταν οδυνηρή μεν, αλλά διαχειρίσιμη πια κλπ.).
Αρκεί φυσικά να «διασωθούν» από την ιδιωτικοποίηση και τον αφελληνισμό οι κοινωφελείς, οι κερδοφόρες και οι στρατηγικές επιχειρήσεις του δημοσίου – οι οποίες προσθέτουν έσοδα στον προϋπολογισμό, τόσο από τη φορολόγηση των κερδών τους (εάν αποκρατικοποιηθούν, τα κέρδη θα εισπράττονται προφανώς από τις πολυεθνικές, σε φορολογικούς παραδείσους), όσο και από τα μερίσματα.
(β) Το δεύτερο εξαρτάται από τον ιδιωτικό κυρίως τομέα, αποτελώντας τη συνισταμένη χαμηλότερων εισαγωγών ξένων προϊόντων και υπηρεσιών (λιγότερες «εξαγωγές» χρημάτων, θέσεων εργασίας κλπ.), καθώς επίσης αντίστοιχων υψηλότερων εξαγωγών (περισσότερες «εισαγωγές» χρημάτων).
Αν και το πρόβλημα αυτό έχει λυθεί σε μεγάλο βαθμό (το έλλειμμα υπολογίζεται πια στο 3% του ΑΕΠ, από 12% προηγουμένως), η τάση κινδυνεύει να αντιστραφεί – κυρίως λόγω της αύξησης της φορολόγησης η οποία, σε συνδυασμό με την ύφεση, καθώς επίσης με την αδυναμία χρηματοδότησης της οικονομίας από τις τράπεζες, οδηγεί τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία, στη μετανάστευση, στην επενδυτική άπνοια κλπ.
Επομένως, η βασική φροντίδα της κυβέρνησης δεν θα πρέπει να είναι το χρέος, αλλά η βιωσιμότητα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας μας, έτσι ώστε να μην αντιστραφεί η τάση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – με στόχο αφενός μεν να «κλείσει η εναπομένουσα τρύπα» του 3%, αφετέρου δε να μετατραπεί σε πλεονασματικό.
Εάν στα πλαίσια αυτά απαιτηθεί η κρατικοποίηση κάποιων χρεοκοπημένων τραπεζών, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η «αιμοδοσία» της ελληνικής οικονομίας, παράλληλα με την κρατικοποίηση της ΤτΕ και την ίδρυση μίας δημόσιας επενδυτικής τράπεζας (όπως η γερμανική Kfw), είναι κάτι που πρέπει επίσης να απασχολήσει την κυβέρνηση – η οποία δυστυχώς αυτή τη στιγμή «αγωνίζεται» για να «μετακυλίσει» τις ζημίες των τραπεζών, στους Έλληνες φορολογουμένους.
Με αυτόν τον τρόπο, εάν εξασφαλισθεί δηλαδή η βιωσιμότητα του ιδιωτικού τομέα, θα επιτευχθεί παράλληλα η καταπολέμηση της ανεργίας που, αφενός μεν κοστίζει τεράστια ποσά στον προϋπολογισμό μας (προσθέτει περί τα 8-9 δις € στις δαπάνες του δημοσίου), αφετέρου δε αποτελεί μία κοινωνική γάγγραινα – η οποία οδηγεί τους πολίτες μίας χώρας στην απογοήτευση, στην απαισιοδοξία, στην αδιαφορία, στην εγκληματικότητα, στη φτώχεια, στην εξαθλίωση, στις αυτοκτονίες κοκ.
Ολοκληρώνοντας, από τη στιγμή εκείνη και μετά που η Ελλάδα θα καταφέρει να «μεταλλαχθεί» από ελλειμματική σε πλεονασματική χώρα, θα έχει εξασφαλίσει τόσο τη βιωσιμότητα του χρέους της, παράλληλα με την επιστροφή της στις αγορές, όσο και τη βιωσιμότητα των Πολιτών της – η οποία σήμερα θυσιάζεται από την κυβέρνηση στο βωμό των δανειστών, χωρίς καμία απολύτως οικονομική ή άλλη, μη «ενδοτική» βέβαια, λογική.
Αυτό που έχει ουσιαστικά σημασία για την Ελλάδα, σε σχέση με το δημόσιο χρέος, είναι απλά και μόνο η εξυπηρέτηση του, στο βαθμό που επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό – επομένως τα επιτόκια (τόκοι), καθώς επίσης οι δόσεις (χρεολύσια) αποπληρωμής.
Όλα τα υπόλοιπα (βιωσιμότητα κλπ.) δεν αφορούν τη χώρα μας, αλλά αυτούς που τη δάνεισαν – αναλαμβάνοντας προφανώς το ρίσκο, με αντάλλαγμα τα υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με τις επενδύσεις τους σε άλλες χώρες (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να πληρώσουμε τα χρέη μας, όταν και όπως μπορούμε φυσικά, αφού είμαστε εντελώς αντίθετοι με την οποιαδήποτε διαγραφή τους – δυστυχώς δε, όλοι όσοι απαιτούν διαγραφή, συμβάλλουν στο να θεωρείται η πατρίδα μας αφερέγγυα).
Η βασική φροντίδα λοιπόν της κυβέρνησης δεν είναι το χρέος, αλλά τα δίδυμα ελλείμματα – από τα οποία κρίνεται η ελευθερία, η εθνική ανεξαρτησία και η βιωσιμότητα των Ελλήνων: (α) το πρωτογενές (προ τοκοχρεολυσίων) κυρίως έλλειμμα του προϋπολογισμού, καθώς επίσης (β) το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
(α) Το πρώτο εξαρτάται από το δημόσιο τομέα και αποτελεί τη συνισταμένη αφενός μεν των χαμηλότερων δαπανών, αφετέρου δε των υψηλότερων εσόδων – όπου το πρώτο σκέλος έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ το δεύτερο υποφέρει, λόγω της κατάρρευσης του ΑΕΠ, καθώς επίσης των εισοδημάτων των πολιτών, εξαιτίας των υπερβολικών μέτρων λιτότητας.
Εν τούτοις, είναι πλέον αμελητέο (περί τα 2 δις €) και μπορεί να καλυφθεί πάρα πολύ εύκολα – γεγονός που μας ανεξαρτητοποιεί πια από τους δανειστές μας, αποτελώντας ένα μεγάλο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα (τυχόν χρεοκοπία, όπως και υιοθέτηση εθνικού νομίσματος θα ήταν οδυνηρή μεν, αλλά διαχειρίσιμη πια κλπ.).
Αρκεί φυσικά να «διασωθούν» από την ιδιωτικοποίηση και τον αφελληνισμό οι κοινωφελείς, οι κερδοφόρες και οι στρατηγικές επιχειρήσεις του δημοσίου – οι οποίες προσθέτουν έσοδα στον προϋπολογισμό, τόσο από τη φορολόγηση των κερδών τους (εάν αποκρατικοποιηθούν, τα κέρδη θα εισπράττονται προφανώς από τις πολυεθνικές, σε φορολογικούς παραδείσους), όσο και από τα μερίσματα.
(β) Το δεύτερο εξαρτάται από τον ιδιωτικό κυρίως τομέα, αποτελώντας τη συνισταμένη χαμηλότερων εισαγωγών ξένων προϊόντων και υπηρεσιών (λιγότερες «εξαγωγές» χρημάτων, θέσεων εργασίας κλπ.), καθώς επίσης αντίστοιχων υψηλότερων εξαγωγών (περισσότερες «εισαγωγές» χρημάτων).
Αν και το πρόβλημα αυτό έχει λυθεί σε μεγάλο βαθμό (το έλλειμμα υπολογίζεται πια στο 3% του ΑΕΠ, από 12% προηγουμένως), η τάση κινδυνεύει να αντιστραφεί – κυρίως λόγω της αύξησης της φορολόγησης η οποία, σε συνδυασμό με την ύφεση, καθώς επίσης με την αδυναμία χρηματοδότησης της οικονομίας από τις τράπεζες, οδηγεί τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία, στη μετανάστευση, στην επενδυτική άπνοια κλπ.
Επομένως, η βασική φροντίδα της κυβέρνησης δεν θα πρέπει να είναι το χρέος, αλλά η βιωσιμότητα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας μας, έτσι ώστε να μην αντιστραφεί η τάση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – με στόχο αφενός μεν να «κλείσει η εναπομένουσα τρύπα» του 3%, αφετέρου δε να μετατραπεί σε πλεονασματικό.
Εάν στα πλαίσια αυτά απαιτηθεί η κρατικοποίηση κάποιων χρεοκοπημένων τραπεζών, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η «αιμοδοσία» της ελληνικής οικονομίας, παράλληλα με την κρατικοποίηση της ΤτΕ και την ίδρυση μίας δημόσιας επενδυτικής τράπεζας (όπως η γερμανική Kfw), είναι κάτι που πρέπει επίσης να απασχολήσει την κυβέρνηση – η οποία δυστυχώς αυτή τη στιγμή «αγωνίζεται» για να «μετακυλίσει» τις ζημίες των τραπεζών, στους Έλληνες φορολογουμένους.
Με αυτόν τον τρόπο, εάν εξασφαλισθεί δηλαδή η βιωσιμότητα του ιδιωτικού τομέα, θα επιτευχθεί παράλληλα η καταπολέμηση της ανεργίας που, αφενός μεν κοστίζει τεράστια ποσά στον προϋπολογισμό μας (προσθέτει περί τα 8-9 δις € στις δαπάνες του δημοσίου), αφετέρου δε αποτελεί μία κοινωνική γάγγραινα – η οποία οδηγεί τους πολίτες μίας χώρας στην απογοήτευση, στην απαισιοδοξία, στην αδιαφορία, στην εγκληματικότητα, στη φτώχεια, στην εξαθλίωση, στις αυτοκτονίες κοκ.
Ολοκληρώνοντας, από τη στιγμή εκείνη και μετά που η Ελλάδα θα καταφέρει να «μεταλλαχθεί» από ελλειμματική σε πλεονασματική χώρα, θα έχει εξασφαλίσει τόσο τη βιωσιμότητα του χρέους της, παράλληλα με την επιστροφή της στις αγορές, όσο και τη βιωσιμότητα των Πολιτών της – η οποία σήμερα θυσιάζεται από την κυβέρνηση στο βωμό των δανειστών, χωρίς καμία απολύτως οικονομική ή άλλη, μη «ενδοτική» βέβαια, λογική.