Ο καταπέλτης που λέγεται Τεχνικό Επιμελητήριο, για το θέμα της ΔΕΗ
Σημείωση ΟΙΚΟΝΙΚΗΣ : Έχω δει «αποκατάσταση τοπίου» στη Πτολεμαϊδα, σε περιοχή όπου έλαβε χώρα εξόρυξη λιγνίτη – φυσικά από τη δημόσια ΔΕΗ… Το «προϊόν» ήταν καταπληκτικό και η φύση δήλωνε έτοιμη στο να ανακτήσει τους παραδοσιακούς της ρόλους- γεωργία, μελισσοκομία, βόσκηση….
Η τοποθέτηση του ΤΕΕ στο ζήτημα της σύστασης της «Μικρής ΔΕΗ» και πώλησής της σε ιδιώτες υπαγορεύεται από δύο θεμελιώδους σημασίας παραμέτρους.
α) Η ΔΕΗ, ως όμιλος, είναι τεράστιο μέγεθος για την παραγωγική βάση και την οικονομία της χώρας μας. Είναι ο μεγαλύτερος επενδυτικός φορέας, το δε προϊόν που παράγει είναι μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις αφενός για τη διατήρηση της κοινωνικής δραστηριότητας στο επίπεδο τουλάχιστον που αντιστοιχεί στο σύγχρονο πολιτισμό και αφετέρου για την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας κάθε είδους: Βιομηχανική – Γεωργική –Υπηρεσιών (ιδιαίτερα του τουρισμού).
β) Η σχέση της ΔΕΗ με την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κοινωνίας της περιοχής και της υπό δημόσιο έλεγχο ΔΕΗ, η οποία στήριξε το σημαντικότερο εκβιομηχανιστικό εγχείρημα της Ελλάδας με τη δημιουργία του μεγαλύτερου λιγνιτικού κέντρου της Ν.Α. Ευρώπης. Με την εν λόγω σχέση εμπιστοσύνης αμβλύνθηκε το υψηλό περιφερειακό ρίσκο που ανέλαβε η Δυτική Μακεδονία και κατέστη δυνατή η διαχείριση των πολλαπλών επιπτώσεων της λιγνιτικής δραστηριότητας στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον.
Η σύσταση και πώληση της «Μικρής ΔΕΗ» συνιστά κοσμογονική αλλαγή όχι μόνο στην ίδια τη ΔΕΗ αλλά και σ’ ολόκληρο τον Τομέα ηλεκτρισμού στη χώρα μας.
[φωτογραφία από τον Νίκο Στεφανή]
Σε συνδυασμό με την εκχώρηση του 60% του ΑΔΜΗΕ σε ιδιώτες και του 17% και του management της λοιπής ΔΕΗ σε στρατηγικό επενδυτή, το Δημόσιο αποσύρεται ουσιαστικά απ’ αυτό τον καίριας σημασίας Τομέα και η πολιτεία στερείται, ένα πολύτιμο εργαλείο άσκησης κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής, όπως είναι η ΔΕΗ ακόμη και στη σημερινή της μορφή ως Ομίλου.
Τα διακυβεύματα είναι τεράστια. Το ελάχιστο που θα ζητούσαμε ως ΤΕΕ αλλά και η κοινωνία της χώρας γενικότερα θα ήταν μια επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη για τις επιπτώσεις και τις προοπτικές, και βέβαια ένα ευρύτατο διάλογο ουσίας για να εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα ώστε να οδηγηθούμε στις βέλτιστες επιλογές.
Επιπλέον να είχε προηγηθεί επί τέλους ένας ολοκληρωμένος και επιστημονικά τεκμηριωμένος ενεργειακός σχεδιασμός με αποτυπωμένο το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής της επόμενης τουλάχιστον δεκαπενταετίας και ακόμη να είχε ολοκληρωθεί η αναδιοργάνωση της λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού.
Προφανώς κάθε άλλο παρά αρκετές είναι, και βέβαια ούτε κατά διάνοια μπορούν να υποκαταστήσουν την επιστημονική τεκμηρίωση, αξιωματικές τοποθετήσεις περί «ανταγωνισμού» και «ανάγκης – ως νομοτέλειας –απόσυρσης του κράτους από κάθε παραγωγική δραστηριότητα».
Άλλωστε και αυτοί οι αφορισμοί χάνουν έδαφος μπροστά στην πραγματικότητα όπως δείχνουν παραδείγματα με πρόσφατο της Γερμανίας, όπου οι ίδιοι οι πολίτες ζητούν την επάνοδο του κράτους στον τομέα του ηλεκτρισμού.
Αλλά και στη χώρα μας, όπου το άνοιγμα της αγοράς έχει θεσμοθετηθεί εδώ και 15 χρόνια με ευρεία διείσδυση ιδιωτών στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας (παραγωγή του 35% της συνολικής), οι επιπτώσεις ήσαν τουλάχιστον οδυνηρές για τους καταναλωτές και την εθνική οικονομία: οι τιμές του ρεύματος έχουν υπερδιπλασιαστεί.
Η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται από το κόστος παραγωγής το οποίο εξαρτάται από το κόστος καυσίμου και το κόστος του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Το κόστος εργασίας είναι συγκριτικά ελάχιστο.
Τα τελευταία χρόνια το κόστος παραγωγής αυξήθηκε καθώς η λιγνιτική παραγωγή περιορίστηκε από το 78% στο 48% ενώ αυξήθηκε η παραγωγή από φυσικό αέριο με διπλάσιο κόστος. Αυξήθηκε επίσης θεαματικά η παραγωγή από ΑΠΕ με τις γνωστές υπερβολικές τιμές.
Το κόστος εργασίας μειώθηκε επίσης δραματικά (πάνω από 40% σε σχέση με το 2009).
Με τη σύσταση της Μικρής ΔΕΗ κάθε άλλο παρά ουσιαστικός ανταγωνισμός θα υπάρξει. Θα δημιουργηθεί ένα καθεστώς ολιγοπωλιακό, το οποίο σύμφωνα και με τους πλέον ακραίους οπαδούς της αγοράς δεν μπορεί να συνεισφέρει ούτε στο ελάχιστο στη μείωση των τιμών.
Στην ουσία πρόκειται για ικανοποίηση επιδιώξεων συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων, τα οποία αν και έχουν καταθέσει αιτήσεις για κατασκευή λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών δεν προχώρησαν τόσα χρόνια στις επενδύσεις γιατί δεν αναλαμβάνουν το μεγάλο κόστος κατασκευής τέτοιων Μονάδων. Έτσι επιδιώκουν να πάρουν έτοιμες υποδομές, σταθμούς και ορυχεία, σίγουρες, μαζί με 2 εκ. καταναλωτές, σε όσο το δυνατόν μικρότερες τιμές όπως τους δίνει τη δυνατότητα το νομοσχέδιο.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά στη «Μικρή ΔΕΗ» οι μηχανικοί-στελέχη της ΔΕΗ και όχι μόνο, έχουν καταγράψει μια σειρά από δυσμενέστατες επιπτώσεις λόγω του ιδιοκτησιακού διαχωρισμού των ορυχείων και των ΑΗΣ της Δυτ. Μακεδονίας.
Η διάσπαση της συνεκτικής, μεταλλευτικά, ενότητας της περιοχής Πτολεμαίδας – Αμυνταίου θα προκαλέσει αξεπέραστα λειτουργικά προβλήματα με σοβαρότατες οικονομικές επιπτώσεις.
Διαγράφονται σοβαρότατοι κίνδυνοι υπολειτουργίας ή μη εκμετάλλευσης σημαντικών λιγνιτικών κοιτασμάτων (Αμύνταιο – Κομνηνά κ.λ.π.) και απαξίωσης υφιστάμενου πανάκριβου πάγιου εξοπλισμού ορυχείων, ικανού να λειτουργήσει για δεκαετίες.
Χαρίζεται η πλέον σύγχρονη λιγνιτική Μονάδα της Φλώρινας (ΑΗΣ Μελίτης) με όλη την πανάκριβη υφιστάμενη υποδομή για ανέγερση και δεύτερης Μονάδας. Πόσο θα αποτιμηθεί αυτό;
Ακυρώνονται οι υφιστάμενες δυνατότητες συνεργειών και οικονομιών κλίμακας, στην εκμετάλλευση των Σταθμών και των Ορυχείων με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.
Σε ό,τι αφορά στους Υδροηλεκτρικούς Σταθμούς οι οποίοι παραχωρούνται ανεξάρτητα από το βαθμό απόδοσης τους και έχουν μπροστά τους πολλές δεκαετίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με ελάχιστο κόστος είναι αδιανόητο να εκχωρηθούν σε ιδιώτες. Βέβαια δεν είναι δυνατό και αναμενόμενο ότι θα δοθεί τίμημα τέτοιο το οποίο θα προεξοφλεί σε ικανοποιητικό βαθμό τα μελλοντικά κέρδη από τη λειτουργία και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στην εκμετάλλευσή των Υδροηλεκτρικών και την ένταξή τους στο Σύστημα, ζήτημα αρκετά πολύπλοκο με πολλές παραμέτρους (ασφάλεια φραγμάτων, υπερχειλίσεις ταμιευτήρων, διατήρηση αναγκαίας στάθμης για αρδεύσεις κ.λ.π.) που εγείρει διαρκώς αμφισβητήσεις και αντιθέσεις στα πλαίσια της ημερήσιας αγοράς, τα προβλήματα θα πολλαπλασιαστούν. Ο ιδιώτης θα υπερασπίζεται το συμφέρον του και την προσπόριση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων κερδών λαμβάνοντας ελάχιστα υπόψη – σε αντίθεση με τη ΔΕΗ – το γενικότερο συμφέρον.
Πέραν των ανωτέρω είναι πρόδηλο ότι η παραγωγή της ενέργειας από λιγνίτες συνιστά μια καθημερινή, απαιτητική και δύσκολη άσκηση συμβίωσης και συνύπαρξης της ενεργειακής επιχείρησης με την τοπική κοινωνία. Επιχειρήσεις όπως η ΔΕΗ δεν επενδύουν απλά αλλά στην κυριολεξία «παντρεύονται» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στις θέσεις του ΤΕΕ/Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας) την τοπική κοινωνία αναλαμβάνοντας μια σειρά από ευθύνες και υποχρεώσεις. Υποχρεώσεις καταγεγραμμένες αλλά και δυναμικές αναδυόμενες συνεχώς, διαφοροποιούμενες και εξελισσόμενες προκύπτουσες και διευθετούμενες μέσα από τις καλές πρακτικές συνεργασίας με την τοπική κοινωνία.
Ειδικότερα για τη Δυτική Μακεδονία αναφερόμαστε ιδίως στην αποκατάσταση του περιβάλλοντος και των εδαφών των εξαντλημένων και εξαντλούμενων ορυχείων, πράγμα που θα απαιτήσει πλέον των 100 εκ. ευρώ τις επόμενες 3-4 δεκαετίες. Αναφερόμαστε ακόμη:
- Στην απρόσκοπτη λειτουργία της τηλεθέρμανσης
- Στις αναγκαίες μετεγκαταστάσεις οικισμών συνολικού κόστους άνω των 500 εκ. ευρώ.
- Στο κόστος απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων ύψους 130 εκ. ευρώ.
- Στη χρηματοδότηση της μεταλιγνιτικής εποχής και στον τρόπο με τον οποίο η λιγνιτική βιομηχανία θα αποκαταστήσει την ισχυρή ανταγωνιστική πίεση που άσκησε στην αγορά εργασίας στην περιοχή και τις συνθήκες αναπτυξιακής μονοειδίκευσης που διαμόρφωσε για τη Δυτική Μακεδονία.
Αντί για την καταγραφή και το σαφή και συγκεκριμένο προσδιορισμό του συνόλου των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που οφείλουν να αναλάβουν – στο μέρος που τους αναλογεί – οι υποψήφιοι αγοραστές της ΔΕΗ, ώστε να ικανοποιούνται τα προηγούμενα, αναφέρονται κάποια «αντισταθμιστικά οφέλη», εντελώς αναντίστοιχα με τις ανάγκες και τις προοπτικές σαν «καθρεφτάκια προς ιθαγενείς».
Καταλήγοντας η κατάθεση του νομοσχεδίου μας δημιουργεί μεγάλη ανησυχία για τις προοπτικές που προδιαγράφονται στη χώρα σε θέματα οικονομικά, αναπτυξιακά, κοινωνικά, εθνικά.
Εκφράζουμε την πλήρη αντίθεσή μας. Η απόσυρσή του επιβάλλεται για λόγους εθνικού συμφέροντος.
Το ΤΕΕ μπορεί να συμβάλλει με επιστημονική τεκμηρίωση για την προοπτική που πρέπει να χαράξει η χώρα στο θέμα της ενέργειας στην κατεύθυνση υπεράσπισης του δημόσιου συμφέροντος, ενταγμένο σε ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό για το μέλλον της χώρας.
Συμπληρωματικά στοιχεία
Οικονομικά μεγέθη
ü Η ΔΕΗ συνεισφέρει στο 3% του ΑΕΠ της χώρας.
ü Ο κύκλος εργασιών του Ομίλου ΔΕΗ διαμορφώθηκε περίπου στα 6 δις. Ευρώ το 2013.
ü Το 2013 επίσης ο Όμιλος ΔΕΗ πραγματοποίησε επενδύσεις 718 εκ. ευρώ. Κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων 987 εκ. ευρώ.
Ενδεικτικές αξίες αυτών που πωλούνται:
ü Τα φράγματα του Θησαυρού και της Πλατανόβρυσης κόστισαν σε σημερινές τιμές 1,086 δις. Ευρώ.
ü Ο θερμοηλεκτρικός σταθμός Μελίτης κόστισε 961 εκ. ευρώ (χωρίς το κόστος του φράγματος Παπαδιάς).
ü Το κόστος της κατασκευής της λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 είναι 1,4 δις. Ευρώ.
ü Αξία ορυκτού πλούτου, νερών, παραλήμνιων και παραποτάμιων περιοχών ανυπολόγιστη.
Κόστος KWh
Τα κόστη κυμαίνονται ως εξής:
ü Κόστος από Λιγνίτη περίπου 60 €/Mwh
ü Κόστος από Αέριο περίπου 90€/Mwh
ü Κόστος από ΑΠΕ περίπου 210€/Mwh. Αναμένεται να πέσει περίπου στα 180€/Mwh.
ü Κόστος από νερό, κυμαινόμενο μεν, αλλά πολύ χαμηλό
Εγκατεστημένη ισχύς
Σήμερα (2014) το Διασυνδεδεμένο σύστημα έχει τις ακόλουθες μονάδες παραγωγής :
Λιγνιτικές 4930 MW
Πετρελαϊκές 730 MW
Φ. Αερίου 4578,5 MW
ΥΗΣ 3017,7 MW
————–
Σύνολο 13256,2 MW
Επιπλέον :
ΑΠΕ
Αιολικά 1520 MW
Φ/Β 2405 MW
Λοιπά 355 MW
—————
Σύνολο 4280 MW
Γεν. Σύνολο 17536.2
Από αυτά 2.612 MW φυσικού αερίου και 4.050 ΑΠΕ σύνολο 6.662 MW ανήκουν σε ιδιώτες