Πόσες ζωές ζυγίζει ένα μεταχειρισμένο βινύλιο;
Λένε ότι υπάρχει ένα ειδικό μέρος στον παράδεισο για τους εραστές του βινυλίου που φυλάνε μέσα στα χρόνια, σαν εικονοστάσι, τη μεριά της δισκοθήκης με τα μεταχειρισμένα τους. Είναι ο θησαυρός τους. Το Kashmir τους. Το απόκοσμο μέρος απ΄όπου όλα ξεκίνησαν και στο οποίο όλα καταλήγουν. Αραιά και πού, επισκέπτομαι και γω αυτό το ταπεινό τέμενος. Πριν κάτι μέρες, με τράβηξε ξανά η ειδική αυτή γωνιά. Ειδικά, δε, ένα συγκεκριμένο, πολυκαιρισμένο εξώφυλλο. “Wish You Were Here”, η αυθεντική κόπια, ελληνική εκτύπωση, του ’75.
Αγορασμένο απ΄το Μοναστηράκι, τριακόσιες δραχμές, στα φοιτητικά χρόνια. Το πιάνω και το κοιτάω κατάφατσα. Αυτός ο τύπος δεξιά ακόμη να γίνει στάχτη.
Είναι βέβαιο ότι κάτι αιώνες πριν ήταν χωμένο σε κάποια άλλη δισκοθήκη. Δεν έχει αυτή τη γηρασμένη νεότητα αρκετών από τους δίσκους που πουλάγανε κάποτε στο Μοναστηράκι. Οι περισότεροι από κείνους δεν υπήρξανε ποτέ αγαπημένοι από συλλέκτη. Μεταφέρονταν στα κόντρα πλακέ της Ηφαίστου μέσα σε χαρτόκουτα καλά δεμένοι, πολλοί μαζί, αγορασμένοι με τις δεκάδες, στην ξεφτίλα από το στοκ κάποιου συνοικιακού δισκάδικου που μετά έγινε σιντάδικο ή σουβλατζίδικο. Χωρίς νά’ χουν δώσει χαρά, λειψοί, στοιβαγμένοι σε παράνομα ημιφορτηγά, κατευθείαν για σκότωμα.
Patti La Belle, Dire Straits και Donovan παρέα αναγκαστική. Σαν καταδιωγμένοι χριστιανοί, σαν Αγιάννηδες στα κάτεργα μιας εποχής digital, που τότε ακόμη ερχόταν αδυσώπητη, δυσοίωνη, πλαστική και άψυχη.
Τούτος εδώ όμως φαίνεται ότι δεν έζησε ποτέ αυτή τη δυστυχία. Δεν πέρασε πόλεμο, υποδούλωση και εξανδραποδισμό. Είχε επιλεγεί, είχε αγαπηθεί και είχε κάνει τη ζωή του πριν φτάσει στα χέρια μου. Για κάποιον που ξέρει είναι ολοφάνερο. Το μαρτυράει αυτό το ισχνό πιτσικάρισμα στη μέση της σχισμής του εξωφύλλου. Δάχτυλα βιάστηκαν, από ορμή, ανυπομονησία, από νοσταλγία, να τον ανοίξουν και να τον ξανανοίξουν. Γι΄αυτό και αυτό το γκρίζο κυκλοτερές σημάδι από του χαρτιού και της αφής τη φυσική τριβή, το πιστοποιητικό ότι συνυπήρξε για καιρό σε κάποια συλλογή, σε σπίτι, με άλλους δίσκους. Και μάλιστα χωρίς υποχονδριακά σελοφάν καλύμματα που τσιτσιρίζουν στο άγγιγμα και εξέχουν άγαρμπα απ΄τα ράφια της δισκοθήκης.
Αυτό το “Wish You Were Here” έχει παιχτεί, κι όχι από τα δηφάγα χέρια κανενός dj με όψιμες μουσικές περιέργειες. Από συλλέκτη.
Όταν τον είχα πρωτοπάρει άργησα να δω τη διακριτική, σχεδόν ανεπαίσθητη, σφραγίδα του αγνώστου δικαιοπαρόχου μου. Στην κάτω δεξιά γωνία του οπισθοφύλλου, μια μικρή αυτοκόλλητη ταμπελίτσα, από κείνες που κολλάγανε κάποτε στα σούπερ- μάρκετ για τις τιμές. Ούτε καν με στρογγυλεμένες γωνίες, ένα σκέτο παραλληλογραμμάκι, κιτρινισμένο όσο και το εξώφυλλο και κολλημένο πάνω του σα σιαμαίο αδερφάκι. Αν δοκίμαζες να το χωρίσεις από το εξώφυλλο, σίγουρα θ΄αντίκρυζες κατάματα ένα θανάσιμο τραύμα από γκρι χαρτόνι.
Το ίδιο ταπεινή και δυσδιάκριτη όμως είναι και η επιγραφή που φέρει τούτη δω η ταμπελίτσα. Ένα όνομα, «Νένη». Με λεπτό μπικ, που ο καιρός έχει κάνει λεπτότερο.
Έχω κι άλλους μεταχειρισμένους με διάφορα σημάδια και ονόματα πάνω τους. Η θωριά και η υφή τους τείνει διχρονικά να με στέλνει αδιάβαστο. Με αυτά τα ονόματα, με αυτά τα πρόσωπα, η μουσική θα μας ένωνε. Πού αλλού καλύτερα απ΄αυτές τις ατέλειωτες, τις γλυκά περιττές, τις παιδαριωδώς εξονυχιστικές, τις αγνά φαντασιακές κουβέντες για τη μουσική νιώθεις άραγε ότι ο συνομιλητής σου είναι φίλος; Οι ομορφώτερες νύχτες είναι αυτές που ξεκινήσανε ή τελειώσανε με τέτοια λόγια, με κουβέντες για τραγούδια και, συνήθως, ενώ ακούγονταν τραγούδια.
Ποιά νά’ ναι η «Νένη»; Δεν μπορώ ν΄αποφύγω αυτό το σχεδόν υπαρξιακό ερώτημα, όταν ανακαλύπτω ότι ο άγνωστος βινυλιακός μου προκάτοχος διάλεξε ν΄αφήσει τα σημάδια του στο εξώφυλλο. «Νίκος». «Ζωή». «Ήμελλος». «Frank». Μικρά ονόματα κι επώνυμα, πότε – πότε ψευδώνυμα, αρκετές φορές κι ένας αριθμός του δίσκου στη συλλογή, το ίχνος του οργανωμένου, του συνεπούς συλλέκτη μια άλλης, υπέροχης εποχής.
Η όλη αίσθηση αποκτά πιο «cosmic» όταν υπάρχει και ημερομηνία. «Σαντορίνη, Καλοκαίρι ’84», γράφει το “Backless” του Clapton. «Νο 131, 23-7-1975, Θανάσης», το “Foxtrot” των Genesis.
Βανδαλισμός του εξωφύλλου; Παιδιάρισμα; Πολλοί συλλέκτες βινυλίων δεν θα διανοούνταν ποτέ τέτοιο πράγμα, αλλά υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γιατί αυτοί οι άγνωστοι ρέκτες των 33 στροφών από το υπερπέραν το έκαναν.
Μεγάλωσα στη δεκαετία του ’80, όταν οι δίσκοι δανείζονταν όλο και λιγώτερο. Όσοι μεγαλύτεροί μου είχανε δισκοθήκη την είχανε παρατημένη και οι εμείς οι μικροί αγοράζαμε κασσέτες, κυνηγάγαμε να μας γράψουν τους τους δίσκους σε 60άρες TDK και Maxell. Κάποιοι παίρναμε δίσκους – συλλογές με τις επιτυχίες της εποχής. Οι δίσκοι μεταφέρονταν από πάρτυ σε πάρτυ μέσα σε υφασμάτινες τσάντες, αλλά και σε πλαστικές σακκούλες, πολλές φορές για να παιχτεί ένα κομμάτι. Ξέμεναν. Έμπαιναν σε λάθος σακκούλες. Τσουρνεύονταν επιμελώς ή παρακρατούνταν ακουσίως. Χρησιδανείζονταν και χάνονταν.
Κάπου εκεί είναι ένα πρώτο ίχνος για το πού μπορεί να πήγανε οι δίσκοι πολλών τηνέϊτζερ του ’70 και των αρχών του ’80. Το Μοναστηράκι ήταν επί δεκαετίες γεμάτο από βινύλια ηλικίας (μάλλον εκτύπωσης) δέκα, δεκαπέντε, πολλές φορές είκοσι χρόνων.
Να, ας πούμε ένα ξεσκισμένο αντίτυπο του Physical Graffitti πού’ κανε τρία κατοστάρικα γιατί ήτανε και καλά «γρατζουνισμένο», όμως έπαιζε άνετα, απλώς είχε στο εσωτερικό του ενός από τα δύο φύλλα του gatefold το όνομα «Ρένος, 2/2/78», με μαρκαδόρο. Το “In My Time Of Dying” ακούγεται αξεπέραστο από κει μέσα.
Ύστερα, πικρή αλήθεια, μέσα στα χρόνια, πολλοί παλιοί συλλέκτες εγκαταλείψανε. Κάποιοι υποκύψανε στο cd γιατί τα βινύλια «πιάνανε χώρο». Άλλοι «μεγαλώσανε» και «αλλάξανε είδος μουσικής». Το ροκ είναι απαιτητικό και τρέφεται απ΄το βίωμα. Όταν το βαρεθήκανε, μια μέρα παραχώσανε όλο το βινύλιο σε σακκούλες της λαϊκής και πήγανε χωρίς τύψεις και το σκοτώσανε. Κάποιοι, με την καρδιά τους κόμπο, «έπρεπε» να το αποχωριστούνε για να καβατζάρουνε λίγα απεγνωσμένα φράγκα. Άραγε όταν πήρανε τα κοψοχρονιάτικα χιλιάρικα από το τραχύ χέρι του μεταπράτη, πώς να νιώσανε; Μερικοί, «τα παλιά τα χρόνια» τους βγάζανε στο σφυρί για να πάρουνε κιθάρα. Αυτοί όμως, ψυχανεμίζομαι, ότι θα ήταν η εξαίρεση.
Προτιμώ να σκέφτομαι ότι όσοι βάλανε τ΄όνομά τους πάνω στα εξώφυλλα, θα τα κατευοδώσανε μυστικά και θλιμμένα και καθώς θα βλέπανε τα βινύλια να απιθώνονται «προς έκθεση», θα κάνανε μια ευχή, τουλάχιστον, να πέσουνε στα χέρια ενός ροκά που θα τα αγαπάει και θα τα προσέχει. Που θα τα καθαρίζει κάθε φορά που θα τα ακουμπάει στα πλατώ. Που θα πεί στους φίλους του πόσο «αλλιώς» ακούγονται, σε σχέση με αυτά τα στρογγυλά καθρεφτάκια που φτιάχνοντα σε αποπνικτικά εργοστάσια από δεκάχρονα ταϊβανάκια.
Η φίλη μου η «Νένη», πάντως, πρέπει να είχε προμηθευτεί το «Wish You Were Here» βία καμιά πενταετία από τότε που βγήκε. Το εξώφυλλο είναι σχετικά καλοδιατηρημένο, αλλά από μέσα το χαρτόνι έχει πάρει την αχνή καφετιά χροιά του βιολογικού του γήρατος.
Η χάρτινη θήκη του βινυλίου έχει εκείνες τις πορτοκαλί διαφημίσεις της δισκογραφικής CBS, κάτι Barry Manilow, Status Quo και Carole King. Ακόμη και η υπογραφή της φίλης μου στο ετικεττάκι διακρίνεται περισσότερο από το χάραγμα του μπικ πάνω της, παρά από το μπλε μελάνι. Ο δίσκος είναι πολυπαιγμένος, αλλά ρολλάρει. Δεν έχει λεκέδες, ούτε γρατζουνιές, ή χτυπήματα. Και αν κρίνω από το ότι το βινύλιο είναι βαρύ και δεν έχει πάρει κλίση, ούτε η ράχη του είχε πατικωθεί, θα πρέπει να βρέθηκε στο Μοναστηράκι λίγο χρόνο πριν πέσει στα χέρια μου.
Που σημαίνει ότι η Νένη μάλλον άργησε να το αποφασίσει να τον ξεφορτωθεί. Νά’ ναι άραγε σήμερα μια νευρωτική μαμά με παιδιά στα 25; Καμιά πρώην ονειροπόλα που τώρα ακούει Μίλβα; Ή μήπως καμιά τύπισσα που της χάρισε ο καλός της το δίσκο του τον αγαπημένο κι αυτή, παρ’ ότι τον πρωτοκόλλησε στην αρχή με το χαϊδευτικό της για υπογραφή, μόλις ξέφτισε το αίσθημα, ξαπόστειλε όλα του τα δώρα και σκότωσε το δίσκο με ανακούφιση στέλνοντάς τον στα ράφια με τα φτηνά; Μ΄αρέσει να πιστεύω ότι πρόλαβε ν΄ακούσει αρκετές φορές το «Τρελλό διαμάντι», από την εισαγωγή ως την τελευταία νότα. Και ίσως, ίσως λέω, να έχει κι αυτή ευχηθεί για κάποιον να «ήταν τώρα εδώ», κρατώντας τσιγάρο και κοιτώντας τον ήλιο να χάνεται.
Μεταχειρισμένα βινύλια. Έχουν έναν μαγνητισμό. Μια κρυφή, διαπεραστική γοητεία. Πρέπει κανείς να μάθει να χειρίζεται το συγκινησιακό τους φορτίο.
Είναι η φύση τους τέτοια που σχεδόν το ζητάει η ίδια. Κάθε ρόκερ με στοιχειώδες απόθεμα ευαισθησίας -και αυτοί που μαζεύουν και ακούνε ακόμη βινύλια έχουν, που να πάρει- δεν μπορεί ν΄αντισταθεί στη θέα ενός φθαρμένου εξωφύλλου και στο φύσημα του πολυπαιγμένου βινυλίου. Απ΄τα σκρατς που κάνει η βελόνα πάνω του αναδύονται φωνές από παρέες που ρέμβασαν, απόηχοι από στιγμές, ώρες, χρόνια ανθρώπων που αγαπήθηκαν, αναστέναξαν, ήπιαν και αμπελοφιλοσήφησαν. Κρατώντας στα χέρια αυτό που λειτούργησε κάποτε σαν ένα κομμάτι της ψυχής και της κουλτούρας τους, κρατάτε μια ιερή σκυτάλη. Γίνεστε η συνέχεια σ΄ένα μυστηριώδες νήμα ζωής. Έστω κι αν δεν θα το πείτε ποτέ ο ένας στον άλλο, συμπαθιέστε, γνωρίζεστε με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους.
Σας ενώνει η αγάπη για κάτι φτιαγμένο για να διαρκέσει, που μπορεί να φαίνεται ότι έχασε τη μάχη απ΄το χρόνο, όμως στην παραγματικότητα τον έχει υπερβεί.
Παναγιώτης Παπαιωάννου
http://rocktime.gr/index.php?view=view_articles&option=tobearock&item=1407152599&lang=el