Σαν σήμερα δολοφονείται ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας
Ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας(10/02/1776-09/10/1831) από διπλωμάτης και πολιτικός επελέγη ως 1ος κυβερνήτης της Ελλάδας ενώ τελούσε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων και νωρίτερα υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια με πολιτική παράδοση. Αναμείχθηκε νωρίς(1803) με την πολιτική ως γραμματέας της επικράτειας της Ιονίου Πολιτείας. Με την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους αποσύρθηκε και εντάχθηκε στη ρωσική διπλωματική υπηρεσία.
Εκεί κατάφερε να αναδειχθεί σε υπουργό εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας(1815-22), οπότε και υποχρεώθηκε σε παραίτηση λόγω της επανάστασης του 1821. Η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας(14/04/1827) τον επέλεξε 1ο κυβερνήτη της Ελλάδας, θέση από την οποία ήρθε σε τριβή με τοπικούς αξιωματούχους με αποτέλεσμα την δολοφονία(το γιατί εδώ δείτε) του (09/10/1831) στο Ναύπλιο από τον αδελφό και τον γιο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, σε αντίποινα της φυλάκισης του τελευταίου. Ως κυβερνήτης προώθησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την ανόρθωση της κρατικής μηχανής και τη θέσπιση νομικού πλαισίου, απαραίτητου για την εγκαθίδρυση της τάξης. Αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση.
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα(10/02/1776). Ήταν το 6ο παιδί του Αντωνίου – Μαρία Καποδίστρια, δικηγόρου και της Διαμαντίνας Γονέμη, κόρης αριστοκρατικής οικογένειας με καταγωγή από την Κύπρο.
Καταγόταν από παλιά κερκυραϊκή οικογένεια, τους Καποδίστρια της συνοικίας των τειχών(de la contrada delle mura). Η καταγωγή των Καποδίστρια ήταν από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής(Capo d’Istria) ή τη Βενετία.
Όλοι οι απόγονοι των Νικολάου και Αντωνίου Καποδίστρια είχαν το δικαίωμα να φέρουν τον τίτλο του κόμη-είχε απονείμει ο Κάρολος Εμμανουήλ Β΄, δούκας της Σαβοΐας και βασιλιάς της Κύπρου, 1689). Ο τίτλος αναγνωρίστηκε(01/07/1796) από τη Δημοκρατία της Βενετίας. Οι οικογένειες Καποδίστρια και Γονέμη ήταν γραμμένες στη Χρυσή Βίβλο (Libro d’Oro)(1679 και 1606). Ανάδοχός του ήταν ο Κώστας Αδάμης.
Φοίτησε στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης-έμαθε Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά- και εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Σπούδασε(1795-7) Ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Μετά το πέρας των σπουδών επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου άσκησε το ιατρικό επάγγελμα αφιλοκερδώς. Διορίστηκε (12/04/1799) από τον ναύαρχο Καντίρ διευθυντής του οθωμανικού νοσοκομείου.
ΙΟΝΙΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Η 1η εμπλοκή του Καποδίστρια με τα κοινά της Ιονίου Πολιτείας έγινε μέσω του πατέρα του όταν τον αντικατάστησε. Ο Αντώνιος – Μαρία Καποδίστριας είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο να αποκαταστήσει την τάξη στα Ιόνια νησιά και να εφαρμόσει το σύνταγμα. Λόγω προσωπικού κωλύματος του 2ου, αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Έφτασε(αρχές Μαΐου) με τον Σιγούρο στην Κεφαλονιά-η κατάσταση είχε ξεφύγει λόγω της διαμάχης τοπικών οικογενειών για την εξουσία-. Αφού κατάργησαν την τοπική κυβέρνηση, ως αυτοκρατορικοί επίτροποι, ανέλαβαν οι ίδιοι την εξουσία του νησιού.
Καποδίστριας και Σιγούρος εδραιώσαν(τέλος Ιουνίου) την τάξη και αντιμετώπισαν αποτελεσματικά τους στασιαστές. Η παραμονή τους παρατάθηκε ως τις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε επέστρεψαν στην Κέρκυρα.
Ίδρυσε(Ιούνιος 1802) μαζί με άλλους τον Εθνικό Ιατρικό Σύλλογο και εξελέγη γραμματέας. Στάλθηκε(Οκτώβριος 1802) από τους Ρώσους-πια εξουσία στα Επτάνησα- στην Κεφαλονιά για να επιβάλλει ακόμη μια φορά την τάξη. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε(Απρίλιος 1803) γραμματέας του Κράτους, μαζί με τους Φιλικούς Γεροστάθη και βαρόνο Ιωάννη Κεφαλά, στο τμήμα εξωτερικών υποθέσεων, αρμοδιότητα του οποίου ήταν η αλληλογραφία με τους επιτετραμμένους της Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Εκφώνησε(24/11) εκ μέρους της γερουσίας τον επικήδειο του Σπυρίδωνος Γεωργίου Θεοτόκη, προέδρου της Επτανησιακής Γερουσίας.
Μετά από πρόταση του Ρώσου πληρεξούσιου, η γερουσία εξέλεξε(Μάιος 1805) 10μελή επιτροπή-σ’ αυτή και ο Ιωάννης Καποδίστριας-για να συντάξει έκθεση με τις διατάξεις του συντάγματος προς αναθεώρηση. Η έκθεση παραδόθηκε(1806) και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Έληξε(Μάιος 1806) η θητεία του ως γραμματέας του κράτους και ανέλαβε(Ιούνιος) τη διεύθυνση της δημόσιας σχολής της Δημοκρατίας-είχε ιδρυθεί με δική του πρωτοβουλία-. Ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη(εκλογές 1806) 8ος σε ψήφους στην Κέρκυρα.
Διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Ρώσο πληρεξούσιο Μοτσενίγου, του οποίου ήταν προστατευόμενος. Εξελέγη γραμματέας της γερουσίας, γραμματέας και εισηγητής της επιτροπής που θα συνέτασσε σχέδιο νέου συντάγματος. Από τη θέση αυτή ήρθε σε διαφωνία με τον Ρώσο πληρεξούσιο, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ήταν πολύ πιο φιλελεύθερες σε σχέση με της ρωσικής αυλής.
Παρ’ όλα αυτά και μπροστά στο αδιέξοδο ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη γερουσία την ψήφιση του συντάγματος με το επιχείρημα ότι κανένα άλλο σύνταγμα δεν είχε εγκριθεί και ότι μόνο αυτό που είχε προτείνει ο Μοτσενίγου θα τύγχανε έγκρισης από τη ρωσική αυλή. Η γερουσία(02/06/1807) τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) για την άμυνα του νησιού από τους Οθωμανούς. Ουσιαστικά βρισκόταν υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατηγού, ανήκε δηλ. στη ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφτασαν 300 Ρώσοι στρατιώτες και ο μητροπολίτης Άρτας Ιγνάτιος. Υπό την προστασία των Ρώσων συνεργάστηκε με τους αρματολούς οργανώνοντας την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφτοαρματωλών-όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στη Λευκάδα(Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης)-.
Στη συνέλευση αυτή ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη γενικό αρχηγό των κλεφτών στη Δ. Ελλάδα. Η συνθήκη του Τιλσίτ μεταξύ Ρώσων και Γάλλων επανέφερε το παλαιό καθεστώς. Ο Καποδίστριας ανακλήθηκε στην Κέρκυρα και οι Έλληνες οπλαρχηγοί απομονώθηκαν, παρά τις ρητές οδηγίες του στη γερουσία με τις οποίες συμβούλευε το σώμα να κρατήσει ανεκτική στάση απέναντι στους κλέφτες, έτσι ώστε να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά και να τον κρατούν μακριά από τη Λευκάδα. Αν και ο Γάλλος στρατηγός Berthier του προσέφερε αρκετά αξιώματα, ο Καποδίστριας τα αρνήθηκε προσμένοντας καλύτερη πρόταση από τη Ρωσία-με τους αξιωματούχους της άριστες σχέσεις-. Η περίοδος 1798-1800, θεωρείται από τους βιογράφους του ιδιαιτέρως σκοτεινή. Ίσως τότε εντάχθηκε σε κάποια Τεκτονική Στοά(π.χ. του Φοίνικος στην Κέρκυρα ή του Αστέρος της Ανατολής της Ζακύνθου). Αν και η Τεκτονική βιβλιογραφία τον παρουσιάζει ενεργό μέλος Στοάς, ισχυρές αποδείξεις δεν έχουν προκύψει, παρά το ότι ισχυροί φίλοι του(π.χ. Α. Δάνδολος), ήταν γνωστοί τέκτονες και η υπογραφή του είχε τα χαρακτηριστικά μασονικής υπογραφής. Η μόνη ένδειξη είναι που έλαβε ο ερευνητής Π. Κρητικός από τη Μεγάλη Στοά της Ελβετίας Alpina(1965) ότι ο Καποδίστριας ήταν μέλος της Στοάς Modestie της Ζυρίχης.
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
Η πρόταση από τη Ρωσία ήρθε(Μάιος 1808), όταν ο Κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του υπουργείου εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, του έστειλε επιστολή με την οποία, αφού του ανακοίνωνε ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του ιππότη Β’ Τάξεως του τάγματος της Αγίας Άννας, τον προσκαλούσε στην Αγία Πετρούπολη(εκεί έφτασε τον Ιανουάριο του 1809).
Αρχικά ο Ρουμιάντσεφ τον διόρισε επιτετραμμένο στην αυλή του αντιβασιλιά της Ιταλίας, διορισμός που ακυρώθηκε. Διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ως κρατικός σύμβουλος. Αφού παρέμεινε 2 χρόνια στην Αγία Πετρούπολη, διορίστηκε(20/08/1811) ακόλουθος στην πρεσβεία της Βιέννης(ως Μάιος 1812). Επόμενος σταθμός το Βουκουρέστι-αξιωματούχος με πολιτικά καθήκοντα στη στρατιά του Δούναβη. Εκεί συνδέθηκε με τον ναύαρχο Τσιτσαγκώφ-σύμβουλος και διευθυντής του διπλωματικού του γραφείου-.
Για τις υπηρεσίες αυτές τιμήθηκε με τον βαθμό του κρατικού συμβούλου εν ενεργεία. Ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ αντικαταστάθηκε λόγω δυσμένειας από τον στρατηγό Μπαρκλάυ ντε Τόλλυ(Barclay de Tolly) χωρίς αυτό να επηρεάσει τον Καποδίστρια, στον οποίο απονεμήθηκε το παράσημο Γ’ Τάξεως του Αγίου Βλαδίμηρου. Παρασημοφορήθηκε (Οκτώβριος 1813) από τον Τσάρο με τον μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννας. Η άνοδος του Καποδίστρια στη ρωσική αυτοκρατορική αυλή επιβεβαιώθηκε με τον διορισμό του από τον Τσάρο Αλέξανδρο ως μυστικού απεσταλμένου στην Ελβετία για να προσεταιριστεί την φιλικά προσκείμενη προς την Γαλλία κυβέρνηση. Εκτός από τον Καποδίστρια, διορίστηκε και ο βαρόνος Lebzeltern, από την αυστριακή πλευρά(η αποστολή ήταν κοινή).
Παρόλα αυτά οι σκοποί δεν ήταν ακριβώς ίδιοι, καθώς οι Ρώσοι ενδιαφέρονταν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας, ενώ οι Αυστριακοί να εγκαθιδρύσουν φίλα προσκείμενη κυβέρνηση και να εξασφαλίσουν άδεια διέλευσης των αυστριακών στρατευμάτων από την ελβετική επικράτεια. Ο Lebzeltern εργάστηκε μυστικά υπό τις οδηγίες του Μέτερνιχ για να επιτύχει τους σκοπούς του. Κάλεσε (20/12/1813) τον Καποδίστρια και του ζήτησε να υπογράψει διακοίνωση, με την οποία τα συμμαχικά στρατεύματα θα επιτρεπόταν να εισέλθουν στην ελβετική επικράτεια μέχρι να εξασφαλίσουν τα εδάφη που η Γαλλία είχε αποσπάσει από την Ελβετία. Ο Καποδίστριας, αντιλαμβανόμενος ότι η διακοίνωση ήταν έργο της αυστριακής κυβέρνησης, αρνήθηκε να την υπογράψει, αλλά λίγο αργότερα άλλαξε γνώμη. Αφού την υπέγραψε εκ μέρους της ρωσικής πλευράς, αποχώρησε για την Βάδη, όπου το στρατηγείο του Τσάρου. Ο τελευταίος περίμενε ότι ο Καποδίστριας δεν είχε υπογράψει τη διακοίνωση. Εξεπλάγη, όταν ο νεαρός διπλωμάτης του ανέφερε ότι έπραξε το αντίθετο.
Σύμφωνα με τον Καποδίστρια, η ανακοίνωση της διακοίνωσης και η εισβολή του αυστριακού στρατού στην Ελβετία, θα είχαν ως αποτέλεσμα τον διχασμό των κατοίκων και να παρουσιαστούν οι Αυστριακοί ως υποκινητές πραξικοπήματος. Συνέστησε στον Τσάρο να ζητήσει την αποκήρυξη της διακοίνωσης, μιας και οι Αυστριακοί δε θα μπορούσαν να επικαλεστούν την υπογραφή του μυστικού πράκτορά τους, πράγμα που έγινε. Αποτέλεσμα των διπλωματικών κινήσεων Καποδίστρια: οι Αυστριακοί έχασαν κάθε έρεισμα στην Ελβετία, η οποία εξασφάλισε ουδετερότητα και ανεξαρτησία.
Οι διπλωματικές εξελίξεις στη Ζυρίχη συνεχίζονταν χωρίς αποτέλεσμα, αφού τα ομόσπονδα κράτη της Ελβετίας διαφωνούσαν. Ο Τσάρος Αλέξανδρος διόρισε τον Καποδίστρια έκτακτο απεσταλμένο και πληρεξούσιο υπουργό για την Ελβετία. Από τη θέση αυτή συνεισέφερε στο ελβετικό σύνταγμα, που προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) σαν μέλη της Ελβετικής ομοσπονδίας, με προσωπικά προσχέδια. Απέστειλε υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Δίαιτας(βουλής) με τα βασικά στοιχεία που θα έπρεπε να περιέχει το σύνταγμα. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το υπόμνημα ακολουθήθηκε.
Η συμμετοχή της Γενεύης στο νέο κρατίδιο ήταν καθαρά δική του πρωτοβουλία. Πήγε στο Παρίσι για να συνομιλήσει με τον Τσάρο για τα Επτάνησα, δίχως να λάβει διαβεβαίωση. Κατά την παραμονή του παρασημοφορήθηκε με τον σταυρό β’ τάξεως, του Αγίου Βλαδίμηρου. Πραγματοποιήθηκε(αρχές Σεπτεμβρίου) το Συνέδριο της Βιέννης, συνέδριο σταθμός για την ευρωπαϊκή ιστορία, στο οποίο συμμετείχε ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπίας. Διορίστηκε(τέλη 1814) αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις της επιτροπής των πέντε. Ενώ τιμήθηκε με τον μεγαλόσταυρο του Λεοπόλδου και του Ερυθρού Αετού από τον βασιλιά της Αυστρίας και Πρωσίας αντίστοιχα.
Η παρουσία του Καποδίστρια στη Βιέννη θεωρείται καταλυτική, καθώς με τις συμβουλές του επηρέαζε αποφασιστικά τον Τσάρο. Κατά τον ιππότη φον Γκεντς, σύμβουλο του Μέτερνιχ, η τελική πράξη του συνεδρίου(Μάιος 1815) ήταν δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου. Σχετικά με τη στάση του Καποδίστρια στα ελληνικά ζητήματα είναι απαραίτητο να αναφερθεί αυτό το περιστατικό: σε κάποια στιγμή των εργασιών του συνεδρίου θεώρησε ότι ήταν η καταλληλότερη στιγμή να θέσει υπόψη του συνεδρίου το ζήτημα των Ελλήνων-υπό τουρκικό ζυγό-.
Τότε πλησιάζοντας τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο του μίλησε ιδιαιτέρως για να αναλάβει την πρόνοια υπέρ των Ελλήνων προσθέτοντας ότι οι Έλληνες μετά τον Θεό θεωρούν προστάτη τους μόνο την ομόθρησκη Αυτοκρατορία(Ρωσία). Τότε ο Τσάρος του έδωσε την άδεια να θέσει το ζήτημα σε μία των συνεδριάσεων και στη συνέχεια θα αναλάμβανε εκείνος. Ο Καποδίστριας στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση λαμβάνοντας τον λόγο είπε: «Νομίζω πως χρέος των Μεγαλειοτάτων είναι να λάβετε οποιαδήποτε πρόνοιαν και δια το καταδυναστευόμενον ελληνικόν έθνος παρά της Οθωμανικής εξουσίας, το οποίον υποφέρει τόσους αιώνας τον τυραννικόν οθωμανικόν ζυγόν και το οποίον διακινδυνεύει να πέση εις την τελευταίαν εξόντωσιν και τον μηδενισμόν, όθεν δεν μου φαίνεται δίκαιον το να αδιαφορήσουν οι Βασιλείς.».
Ο Μέττερνιχ-αντιλαϊκά πνεύματα- σηκώθηκε και απαντώντας στον Ρώσο διπλωμάτη Καποδίστρια με έντονο ειρωνικό, προσβλητικό και απειλητικό τρόπο είπε: «Κύριε Κόμη! Η Ευρώπη δεν γνωρίζει Έλληνας, γνωρίζει την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν υπό της οποίας την εξουσίαν είναι οι κατοικούντες σ΄ αυτήν Έλληνες. Δια τούτο φαίνεται, Κύριε Κόμη, υποστήριξες τόσον, και άφησες εκτός Συνδέσμου της Ιεράς Συμμαχίας, το απέραντον Οθωμανικόν Κράτος, αλλά δεν θα επιτύχεις τις ελπίδες σου περί τούτων». Τότε ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος θεωρώντας την προσβολή του αντιπροσώπου του ως ενάντια του προσώπου του εγέρθηκε και με έντονη φωνή διέκοψε τον Μέττερνιχ λέγοντάς του: «Οι Έλληνες διά της Θείας Πρόνοιας και της Ευρωπαϊκής αιχμής ενόπλου βοήθειας θέλουν ελευθερωθούν ταχέως και συμφώνως προς τα αρχαία πατρογονικά των δίκαια, θα μείνουν ελεύθεροι, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι.».
Ο Καποδίστριας δεν συνέχισε την ομιλία του και ο Μέττερνιχ δεν τόλμησε να απαντήσει. Στην ένταση που μάλλον επέφερε κάποια διακοπή, ανέλαβε ο αρχηγός της ρωσικής αντιπροσωπίας Νέσελροντ να θέσει αντιπρόταση επί της εισήγησης του Καποδίστρια της οποίας ακολούθησαν διάφορες ανταλλαγές απόψεων, που εκλήφθηκαν μόνο ως βολιδοσκοπήσεις των άλλων Ηγεμόνων, επί του ελληνικού ζητήματος, χωρίς σχετική απόφαση. Ίδρυσε(1815) τη Φιλόμουσο εταιρεία μαζί με τους Μητροπολίτη Ιγνάτιο, Άνθιμο Γαζή, Στούρτζα κ.ά. και σκοπός της ήταν να βοηθήσει νεαρούς Έλληνες να σπουδάσουν. Τα μέλη της ήταν με το πλευρό των Ρώσων γι’ αυτό η αυστριακή αστυνομία παρακολουθούσε τις δραστηριότητές της.
Με την είσοδο των συμμαχικών δυνάμεων στο Παρίσι(μάχη Βατερλό), ο Καποδίστριας ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ρωσίας στην ομώνυμη συνδιάσκεψη, όπου προσπάθησε να επιβάλει τις ρωσικές απόψεις, πετυχαίνοντας την ακεραιότητα της Γαλλίας και την επιβολή συνταγματικής διακυβέρνησης στα Επτάνησα. Με δική του παρέμβαση πέτυχε οι Ηνωμένες πολιτείες των Ιόνιων Νήσων να αποκτήσουν τα βασικά χαρακτηριστικά κράτους δηλ. σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις, εκλεγμένη κυβέρνηση και σημαία. Η συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην προσωπική διαδρομή του Καποδίστρια.
Μετά τη συνδιάσκεψη των Παρισίων ο Τσάρος διόρισε τον Καποδίστρια γραμματέα επί εξωτερικών υποθέσεων. Ο Τσάρος Αλέξανδρος είχε αποφασίσει(από 1814) να αφήσει κενή τη θέση του υπουργού εξωτερικών και να χειριστεί μόνος την εξωτερική πολιτική διορίζοντας όμως γραμματέα του επί των εξωτερικών υποθέσεων τον Νέσελροντ. Διόρισε(1816) και 2ο γραμματέα, τον Καποδίστρια. Ο Νέσελροντ είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια καιρό, οπότε ουσιαστικός διαχειριστής των εξωτερικών υποθέσεων ήταν ο Καποδίστριας-συμβούλευε τον Τσάρο για όλα τα θέματα-. Ως γραμματέας επί των εξωτερικών, ο Καποδίστριας συμμετείχε στο συνέδριο του Άαχεν και στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ. Μετά το τέλος των διπλωματικών του υποχρεώσεων ζήτησε και έλαβε άδεια για να ταξιδέψει στην Κέρκυρα.
Μετά από 2 μήνες αναχώρησε για την Ιταλία και το Λονδίνο (ψυχρή υποδοχή). Στις συζητήσεις του με τους Άγγλους αξιωματούχους για το ζήτημα των Ιονίων νήσων δε βρήκε ανταπόκριση με αποτέλεσμα να αποχωρήσει άπρακτος για την Αγία Πετρούπολη. Συμμετείχε(1820 και 1821) στα συνέδριο Τροππάου και Λάιμπαχ. Στα 2 αυτά ο Τσάρος Αλέξανδρος επηρεασμένος από το Μέττερνιχ ακολούθησε την πολιτική της Αυστρίας παραμερίζοντας τον Καποδίστρια.
Στο συνέδριο του Λάιμπαχ ήρθε η είδηση για την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Υψηλάντης απέστειλε επιστολή στον Τσάρο ζητώντας του βοήθεια. Η απάντηση του Τσάρου: επίσημη καταδίκη της Επανάστασης, απόταξη του Υψηλάντη και άδεια εισόδου του Τουρκικού στρατού στις Ηγεμονίες, μέτρα που στον Υψηλάντη ανακοινώθηκαν με επιστολή γραμμένη και υπογεγραμμένη από τον Καποδίστρια.
Ο Καποδίστριας μυστικά πίεζε τον Τσάρο να ταχθεί υπέρ των Ελλήνων. Στο συνέδριο έδωσε πραγματική μάχη για να μην αποσταλεί βοήθεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι ξένες δυνάμεις να κρατήσουν αυστηρή ουδετερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο κινήσεων εξηγείται το τελεσίγραφο που επέδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη στο Σουλτάνο μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις σφαγές των Ελλήνων.
Η διαφωνία Τσάρου και Καποδίστρια δεν άργησε. Ο 2ος υποστήριζε την ανάληψη μονομερούς ενέργειας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο 1ος ενδιαφερόταν μόνο για τη στάση του Λονδίνου. Ο Καποδίστριας είχε χάσει(τέλη 1821) την αυτοκρατορική εύνοια και ο Τσάρος αποφάσισε(αρχές 1822) να του αφαιρέσει τη διαχείριση του ανατολικού ζητήματος. Ο Τσάρος απέστειλε(Φεβρουάριος 1822) εν αγνοία του Καποδίστρια στη Βιέννη τον Τατίτσεφ με εντολές να εξουσιοδοτήσει τον Μέττερνιχ να διαπραγματευθεί για λογαριασμό της Ρωσίας με την Υψηλή Πύλη. Λίγες μέρες πριν ο Αυστριακός πρεσβευτής είχε παραπονεθεί στον Τσάρο ότι ο Καποδίστριας επίτηδες συκοφαντούσε τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας στον Τσάρο προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του στο ανατολικό ζήτημα. Ο παραγκωνισμός του από τον Νέσελροντ και η συνεχής διαφωνία του με τον Τσάρο τον ανάγκασαν να ζητήσει ιδιαίτερη ακρόαση από τον τελευταίο. Του ανακοίνωσε τη διαφωνία για τη νέα εξωτερική πολιτική.
Απότοκος της συζήτησης: η παραχώρηση άδειας για λόγους υγείας στον Καποδίστρια. Ο Τσάρος απέφυγε να τον απομακρύνει από την θέση του υπουργού εξωτερικών για να μη γίνει γνωστή η διαφωνία τους. Αναχώρησε(19/08/1822) από την Αγία Πετρούπολη και λίγους μήνες αργότερα εγκαταστάθηκε στην Γενεύη- ιδιαίτερη εκτίμηση-. Εκεί συναναστρεφόταν με τον γνωστό τραπεζίτη Εϋνάρδο και προσπάθησε να βοηθήσει την επαναστατημένη Ελλάδα ενισχύοντας τον φιλελληνισμό. πραγματοποιούσε επαφές με διακεκριμένες προσωπικότητες(π.χ. Στράτφορντ Κάνινγκ (Stratford Canning), ξάδερφο του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Γεώργιου Κάνινγκ και πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη κ.ά.).
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ο Καποδίστριας ανήκε, τυπικά και επισήμως, σ’ εκείνους που πίστευαν ότι δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα, δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες, για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Αφηγείται ο ίδιος( 1818) οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Πανταζόγλου «προσεπάθησαν να μοι αποδείξουν ότι η διατήρησις της μετά των Τούρκων ειρήνης ήτο αδύνατος, και ότι, ως Έλληνες, ήσαν ανυπόμονοι να μάθουν ότι τα Ρωσσικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να διαβούν τον Προύθον».
Η απάντησή του: από την ημέρα της ελευθερίας «η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ακόμη μακράν». Η άρνησή του προς τον Γαλάτη ν’ αναλάβει την αρχή της Φιλικής Εταιρείας μπορεί ν’ αποδοθεί στο ότι το άτομο εκείνο δεν του ενέπνευσε εμπιστοσύνη και στο υπόμνημά του τον χαρακτηρίζει «τυχοδιώκτη». Και προς τον Ξάνθο η ίδια άρνηση και τα ίδια περίπου λόγια: ν’ αποτραπούν «διά παντός τρόπου οι Έλληνες από των ολεθρίων τούτων βουλευμάτων». Προσπάθησε να συγκρατήσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, λέγοντάς του την γνώμη του για τους Εταιριστές: «ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον… ελεεινοί…αφαιρούντες νυν το χρήμα των αφελών ψυχών …προφυλαχθήτε από τοιούτους άνδρας». Όταν ο Υψηλάντης προχώρησε στην κήρυξη της Επανάστασης, ο Καποδίστριας τον κατηγόρησε ότι με τις «ανόητες προκηρύξεις του» ενίσχυε τις κατηγορίες περί ιακωβινισμού που εκτοξεύονταν από Μέτερνιχ και άλλους. Όταν πια δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, «ηγωνίσθη εκ παντός τρόπου να πείση τον αυτοκράτορα[Αλέξανδρο] εις άμεσον πολεμικήν παρέμβασιν».
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ(1828-32)
Την ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδος είχε διατυπώσει 1ος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος(27/10/1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη). Ο Υψηλάντης υπέγραψε πρόσκληση του Καποδίστρια(1822) και ο Πετρόμπεης(1824). Στην Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εκλέχθηκε(30/03/1827) κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία 7 ετών. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο κυβερνήτης δεσμευόταν από το σύνταγμα της Επιδαύρου, όπως θα αναθεωρείτο από τη συνέλευση. Σημαντικό ρόλο στην κλήση Καποδίστρια στην Ελλάδα διαδραμάτισε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχηγός του Αγγλικού κόμματος τότε-αρχικά ήταν κατά-. Άλλαξε γνώμη στη συνέχεια και υφάρπαξε την έγκριση του Άγγλου μοιράρχου Χάμιλτον που είχε τη σύμφωνη γνώμη του Στράτφορντ Κάνινγκ-.
Η εκλογή του θεωρήθηκε ήττα της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας. Μεταξύ Καποδίστρια και Αγγλίας υπήρχε αμοιβαία δυσπιστία. Πριν δεχθεί την πρόταση, επισκέφθηκε την Πετρούπολη για να αποδεσμευθεί επισήμως από την υπηρεσία του Τσάρου. Κατευθύνθηκε στο Λονδίνο, σε ατυχή συγκυρία-την επομένη της άφιξής του κηδευόταν ο Τζωρτζ Κάνινγκ-. Η υποδοχή εκεί ήταν ψυχρή. Ύστερα από σύντομη παραμονή στο Παρίσι-θερμά δεκτός- αναχώρησε για την Ελλάδα. Έφτασε(18/01/1828) στο Ναύπλιο επί του αγγλικού πολεμικού Warspite-ενθουσιώδης υποδοχή- και 4 μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Λίγο αργότερα αποφασίστηκε το Ναύπλιο να ξαναγίνει πρωτεύουσα.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στο εσωτερικό της χώρας ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει: πειρατεία, ανύπαρκτους θεσμούς, διάλυση στρατού, κακή οικονομική κατάσταση. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους: αναστολή συντάγματος και διάλυση της βουλής-έγιναν αποδεκτοί-. Στη θέση της βουλής δημιούργησε το «Πανελλήνιον», γνωμοδοτικό όργανο από 27 μέλη με καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα.
Τη διακυβέρνηση ανέλαβε η κεντρική γραμματεία, είδος υπουργικού συμβουλίου, διοικούμενο από τον ίδιο. Χώρισε τη χώρα σε διοικητικές περιφέρειες. Αρχικά είχε δεσμευθεί για εκλογές(Απρίλιος 1828), όμως προχώρησε στην αναβολή τους λόγω της χαώδους κατάστασης. Όταν διεξήχθησαν, διατυπώθηκαν βάσιμες κατηγορίες για νοθεία. Αν και κυβερνήτης, ο Καποδίστριας εξελέγη σε 36 περιφέρειες, γεγονός που προκάλεσε την οργή των συνεργατών του. Ένας αυτών, ο Σπυρίδων Τρικούπης, παραιτήθηκε από πληρεξούσιος και αναχώρησε για την Ύδρα.
Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για τη δημιουργία δικαστηρίων θεσπίζοντας και κώδικα πολιτικής δικονομίας. Μία από τις πρώτες του κινήσεις η καταστολή της πειρατείας, έργο του Ανδρέα Μιαούλη.
Προχώρησε στην αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, μετατρέποντας τα άτακτα στρατεύματα σε τακτικό στρατό και υπάγοντας τον στόλο στην ουσιαστική δικαιοδοσία της κυβέρνησης- μέχρι τότε τα πλοία ήταν ιδιοκτησία των καραβοκυραίων-. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να προστατέψει τα σύνορα και να μειώσει την επιρροή των μέχρι τότε τοπαρχών(«μίαν ευχήν διαβιβάζουσί μοι αι επαρχίαι, την διά παντός απαλλαγήν αυτών από της τυραννίας των προυχόντων και των οπλαρχηγών»). Προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.
Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το Τουρκικό γρόσι. Εκπαίδευση: νέα σχολεία, μέθοδος αλληλοδιδακτικού σχολείου, εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο και Ορφανοτροφείο Αίγινας. Μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν ίδρυσε πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης δεν κατάφερε να βρει λύση κι εκατομμύρια στρέμματα παρέμειναν στους μεγαλοϊδιοκτήτες(κοτζαμπάσηδες και Εκκλησία).
Μερίμνησε για την ανοικοδόμηση Μεσολογγίου και Πατρών, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη. Σημαντική η συμβολή του στο εμπόριο με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων σε Πόρο και Ναύπλιο. Ίδρυσε(Οκτώβριος 1829) το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα. Ελληνική οικονομία: ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας.
Ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και έγινε η 1η απόπειρα για την καλλιέργεια πατάτας(μύθος για εισαγωγή της καλλιέργεια της πατάτας-αποδίδεται και στον Φρειδερίκο το Μεγάλο της Πρωσίας(1774)-: Παραγγέλλοντας ένα φορτίο πατάτες, διέταξε ότι πρέπει να προσφερθούν σε όποιον θα ενδιαφερόταν. Όμως οι πατάτες αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία από τον πληθυσμό και ολόκληρο το σχέδιο φάνηκε να αποτυχαίνει.
Ο Καποδίστριας, έχοντας γνώση των ελληνικών συνηθειών, διέταξε ολόκληρη η αποστολή των πατατών να ξεφορτώνεται σε δημόσια επίδειξη στις αποβάθρες του Ναυπλίου, αλλά να φυλάσσονται από φαινομενικά αυστηρές φρουρές.
Σύντομα, κυκλοφόρησαν φήμες για τις πατάτες, ότι, αφού τόσο καλά φρουρούνταν, έπρεπε να είναι μεγάλης σπουδαιότητας. Και αφού ήταν έτσι, κάποιοι δοκίμαζαν να τις κλέψουν. Οι φρουρές είχαν διαταχθεί να κάνουν με τρόπο τα στραβά μάτια και να επιτρέπουν ουσιαστικά την κλοπή. Έτσι, σύντομα όλες οι πατάτες του φορτίου είχαν κλαπεί και το σχέδιο του Καποδίστρια να τις εισαγάγει στην Ελλάδα είχε πετύχει.) Προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, η οποία απέτυχε, καθώς το δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων.
Αν και δημιούργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα, πραγματοποίησε διώξεις εναντίον του Τύπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: εφημερίδες Ανεξάρτητος, Ηώς και Απόλλων, που έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων ή οι εκδότες του διώχθηκαν-. Σφοδρή κριτική υπήρξε για την τοποθέτηση των 2 αδερφών του, Βιάρου και Αυγουστίνου στις 2 κορυφαίες θέσεις, του αντιναυάρχου και αρχιστράτηγου. Κατά γενική ομολογία και οι δύο θεωρούντο ακατάλληλοι ενώ κάποιοι ιστορικοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πτώση του κυβερνήτη.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828-έθεταν Μοριά και Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των συμμάχων-. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιλογή ηγεμόνα: ο Καποδίστριας πρότεινε τον Λεοπόλδο του Saxe-Coburg, ο οποίος παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του θρόνου λόγω διαφωνιών για τα σύνορα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι επίτηδες απομάκρυνε τον Λεοπόλδο από τον θρόνο, ενώ άλλοι υποστηρίζουν είτε ότι δεν αντιτάχθηκε στον ερχομό του.
Όσοι ζητούσαν να έλθει ο Λεοπόλδος αντιμετώπισαν έντονη κυβερνητική δυσμένεια. Οι ελληνικές επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα συνεχίζονταν και η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη. Ανήσυχη από τις επιτυχίες Ελλάδας και Ρωσίας η Μ. Βρετανία έσπευσε να συμφωνήσει στη συνοριακή γραμμή Άρτας-Βόλου. Μετά από διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας-εκτεινόταν Ν της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καποδίστριας λόγω της ισχνής οικονομικής κατάστασης του κράτους επιχείρησε να συνάψει δάνειο με τράπεζες του εξωτερικού-απέτυχε λόγω των αντιδράσεων της Βρετανίας-. Ρωσία και Γαλλία ανέλαβαν να ενισχύσουν οικονομικά την Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε ο Τσάρος αποστέλλοντας 3,75 εκ. γαλλικά φράγκα.
ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
Πέραν των οικονομικών, κοινωνικών και διπλωματικών προβλημάτων, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει 2 σημαντικά εμπόδια στην πολιτική του για την οικοδόμηση του νεοπαγούς ελλαδικού κράτους: (1)εχθρότητα Γαλλίας και Αγγλίας-τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των οποίων στην Α. Μεσόγειο κινδύνευαν από την προοπτική δημιουργίας ενός νέου και δυναμικού ναυτικού και εμπορικού κράτους έξω από τον έλεγχό τους ή υπό την επιρροή της Ρωσίας (2)φατριασμοί και τοπικιστικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα κοτζαμπάσηδων, Φαναριωτών και πλοιοκτητών, που επεδίωκαν διατήρηση των προνομίων και συμμετοχή στη νομή της εξουσίας.
Ο συνδυασμός των παραπάνω προετοίμασε το έδαφος και οδήγησε στην πολιτική και φυσική εξόντωση του πρώτου Κυβερνήτη(09/10-27/09-παλαιό ημερολόγιο-/1831). Για να διαχειρισθεί την τραγική οικονομική και κοινωνική κατάσταση του νέου κράτους, ο Καποδίστριας προέκρινε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας, για να διατηρήσει άμεσα τον πολιτικό έλεγχο. Αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια: παραμερισμένοι από την εξουσία κοτζαμπάσηδες και πλοιοκτήτες.
Ο συγκεντρωτισμός του Καποδίστρια παραμερίζοντας τις τοπικές αρχές και διορίζοντας σε θέσεις κλειδιά τα 2 αδέρφια του, Αυγουστίνο και Βιάρο, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τις προαναφερθείσες ομάδες συμφερόντων. Κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα: Ύδρα, έδρα πλοιοκτητών και συγκεκριμένα της οικογένειας Κουντουριώτη-με το μέρος της τους αγωνιστές Μιαούλη, Σαχτούρη, Τομπάζη, Κριεζήδες-.
Βασικός λόγος αντίδρασης: η απαίτηση τους για την «άνευ αναβολής» καταβολή αποζημιώσεων για τις μεγάλες ζημιές και απώλειες των πλοίων τους στην Επανάσταση. Αναγνωρίζοντας το δίκαιο αίτημα, ο Καποδίστριας υποσχέθηκε ότι μόλις θα βελτιωνόταν τα οικονομικά της χώρας, η Ύδρα θα έπαιρνε «το μερίδιόν της καθ’ όσον το δίκαιον απαιτούσε». Οι Υδραίοι απαιτούσαν την καταβολή αυτών των αποζημιώσεων άμεσα, πράγμα αδύνατον λόγω της οικτρής οικονομικής κατάστασης. Στην Ύδρα κατέφυγαν ο ηγέτης του αγγλικού κόμματος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι Σπυρίδων Τρικούπης, Αναστάσιος Πολυζωίδης και Αλέξανδρος Σούτσος, με την ηθική συμπαράσταση του φιλογάλλου Κοραή. Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας η εφημερίδα Απόλλων του Πολυζωίδη. Γαλλία και Αγγλία, θεωρώντας τον Καποδίστρια φίλα προσκείμενο στη Ρωσία, ενθάρρυναν τους αντιπολιτευόμενους. Μιαούλης και Κριεζής με 200 Υδραίους στρατιώτες κατέλαβαν(14/07/1831) τον ναύσταθμο στον Πόρο επειδή έμαθαν ότι ο στόλος ήταν έτοιμος να κινηθεί κατά της Ύδρας. Έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των 3 Μεγάλων Δυνάμεων για να διαπραγματευθούν.
Άγγλοι και Γάλλοι αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους τάχθηκαν υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν παράδοση των επαναστατών. Αγγλικός, γαλλικός και ρωσικός στόλος είχαν αποκλείσει τα λιμάνια Πόρου και Ύδρας ώστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών. Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό την αρχηγία του Μιαούλη ενώ μια μικρή μοίρα ήταν υπό την αρχηγία του Κανάρη, που δεν δεχόταν να υπακούσει στους επαναστάτες. Ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος κωλυσιεργώντας, έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους αντιπρέσβεις, ο Ρώσος ναύαρχος Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος, τις οδηγίες του Καποδίστρια.
Απέκλεισε τους αντάρτες, ήρθε σε προστριβές μαζί τους, τίναξε στον αέρα τη «Νήσο των Σπετσών», αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο και εξώθησε τον Μιαούλη στο «Μεγαλουργόν έγκλημα». Ο Μιαούλης, όπως είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ, ανατίναξε(πρωί 01/08/1831) 2 από τα πιο σύγχρονα τότε πλοία του ελληνικού ναυτικού, την φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Ο Δ. Χοϊδάς, σε επιστολή προς τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, από την Τρίπολη(10/08/1831), ανάμεσα σε πολλές σημαντικές πληροφορίες για την τραγική κατάσταση στη χώρα, του έγραφε ότι οι Υδραίοι έλεγαν ότι «την φρεγάδαν (Ελλάς) την έκαυσαν δι’ αδείας του πρέσβεως της Αγγλίας, όστις τους υπεσχέθη ότι τους δίδει άλλην» και η αστυνομία του Ναυπλίου είχε πληροφορίες «ότι οι δύο πρέσβεις (Αγγλίας και Γαλλίας) έλαβαν μέρος με τους Υδραίους και ότι έγραψαν εις τον Ρίκορδ[29] να παύσει από τας κατ’ αυτών εχθροπραξίας του έως ότου να έλθει ο παρά των τριών δυνάμεων απεστελλόμενος πληρεξούσιος, όστις είναι ο ναύαρχος Άγγλος, της μοίρας τον Αιγαίον πελάγους…». Και πρόσθετε ότι στην ‘Υδρα είχαν καταφθάσει «δύο πλοία γαλλικόν και αγγλικόν… και οι δύο ναύαρχοι(ο Άγγλος και ο Γάλλος) με τρόπον προσφέρουσι βοηθήματα εις την Ύδραν και τους λέγουσι να επιμένουν εις τον σκοπόν των και να μη φοβώνται διόλου, διότι επιτυγχάνουσι το ποθούμενον…».
Ο Καποδίστριας είχε γνώση για τους σχεδιασμούς των ξένων δυνάμεων εναντίον του. Σε επιστολή του(31/07/1831) προς τον Γάλλο ναύαρχο Lalande-υπηρετούσε στην Ελλάδα- του αποκάλυψε ότι γνώριζε όλες τις δολοπλοκίες των Άγγλων και Γάλλων, με τρόπο που καταπλήσσει: «Εγώ δε, και τις δολοπλοκίες όλων σας τις εγνώριζα, αλλά έκρινα ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να κόψω το νήμα της συνεργασίας μαζί σας, γιατί έδινα προτεραιότητα στην ανόρθωση και στην ανασυγκρότηση της Ελλάδος.
Αν έκοβα τις σχέσεις με τις λεγόμενες «προστάτιδες» Δυνάμεις, τούτο θα ήταν εις βάρος της Ελλάδος και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να προσθέσω βάρος και στη συνείδησή μου. Και άφησα τα πράγματα να λαλήσουν μόνα τους…». Έστειλε στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι πρίγκιπα Α. Σούτσο επιστολή(14/09/1831) με την οποία, με εθνική αγανάκτηση, διαμαρτύρεται και του ζητά να προβεί σε διαβήματα στη γαλλική κυβέρνηση, για την πρωτοφανή και ανεπίτρεπτη ανάμιξη Γάλλων και Άγγλων αξιωματικών στις αντικυβερνητικές ενέργειες Ύδρας και Μάνης και για την απροκάλυπτη σύμπραξη και βοήθειά τους προς τους ταραχοποιούς. Είχε ξεσπάσει ανταρσία(1830) στη Μάνη υπό την ηγεσία του Τζανή Μαυρομιχάλη, αδελφού Πετρόμπεη.
Ο τελευταίος ετέθη σε περιορισμό στο Ναύπλιο, ζήτησε να πάει στη Μάνη για να την ησυχάσει, το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, αποπειράθηκε να διαφύγει με αγγλικό πλοίο, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Βαρέως φέροντες τη μεταχείριση του αρχηγού της οικογενείας τους και μέσα στο τεταμένο και από τα γεγονότα του Πόρου κλίμα, οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδερφός και γιος του Πετρόμπεη εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας. Έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς πήγαινε να παρακολουθήσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία(πρωί 27/09/1831, ιουλιανό ημερολόγιο, 09/10/1831 δηλ.). Τον Καποδίστρια συνόδευε ο Κρητικός μονόχειρας σωματοφύλακάς του, Γεώργιος Κοκκώνης, που πυροβόλησε τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Τον τελευταίο αποτελείωσε ο όχλος, το δε πτώμα του πετάχτηκε στο λιμάνι.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία, από όπου παραδόθηκε στις αρχές για να δικαστεί ύστερα από την επιμονή του πλήθους-απειλούσε να κάψει την πρεσβεία-. Καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Ο τραγικός θάνατος του Καποδίστρια βύθισε σε θλίψη τον γεωργικό πληθυσμό, ενώ στην Ύδρα δέχτηκαν την είδηση με πανηγυρισμούς.
Υποστηρίζεται ότι καταλυτικό ρόλο στην δολοφονία του διαδραμάτισαν οι ξένες δυνάμεις. Παρά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια στα βρετανικά αρχεία παραμένει ακόμη απόρρητος. Στο σχεδιασμό της συνομωσίας πρωτοστάτησε ο Γάλλος στρατηγός Gerard, διοικητής τότε του τακτικού στρατού που επιχείρησε να οργανώσει ο ίδιος ο Καποδίστριας. 2 μήνες πριν την δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο στις μεταξύ τους συζητήσεις δεν αμφέβαλαν, ότι πλησίαζε η ημέρα της δολοφονίας ή ανατροπής του Κυβερνήτη. Από τους δολοφόνους αδελφούς, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης λίγο πριν πεθάνει από τη πιστολιά του φρουρού του Καποδίστρια, ζητώντας έλεος είπε στους αστυνομικούς: «Δεν φταίω εγώ στρατιώται, άλλοι με έβαλαν». Προς τη κατεύθυνση της εμπλοκής της Γαλλίας συναινεί και η μαρτυρία που μεταφέρει ο ιστορικός και αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης: ο έτερος εκτελεστής του Κυβερνήτη Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στο σπίτι του πρέσβη της Γαλλίας βαρώνου Ρουάν, δηλώνοντάς του: «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας».
Η απόφαση του Γάλλου πρέσβη Ρουάν να παράσχει άσυλο στον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και η αρχική άρνησή του να τον παραδώσει με προφάσεις(π.χ. επίδειξη εντάλματος σύλληψης) απετέλεσε χαρακτηριστική και απροκάλυπτη παροχή πολιτικής προστασίας και κάλυψης του εγκλήματος. Παρά την προσπάθεια κωλυσιεργίας, υπό την απειλή του εξεγερμένου λαού, ο Ρουάν αναγκάστηκε να παραδώσει τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη στις αρχές.
Οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας συνέχισαν να παρέχουν υποστήριξη στους δολοφόνους του Κυβερνήτη, ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης. Αξιοσημείωτη και αποκαλυπτική είναι και η στάση του πρέσβη της Αγγλίας. Αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, ζήτησε να ληφθούν αυστηρά μέτρα κατά του εξεγερμένου λαού, ακόμη και καταστολή με τη χρήση όπλων, απειλώντας την τριμελή προσωρινή Διοικητική επιτροπή(υπό Αυγουστίνο Καποδίστρια, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη) και αποχώρηση και διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ακούγοντας κάποιον να κατηγορεί τον Καποδίστρια, φέρεται να είπε(1840): «Δεν μετράς καλά φιλόσοφε… Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο που δε θα τονε μεταβρει και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα…».
Για την δολοφονία του Καποδίστρια ο Ελβετός φιλέλληνας Ι.Γ. Εϋνάρδος είπε: «Όστις δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν.» Μετά τη δολοφονία Καποδίστρια, τη θέση του κυβερνήτη ανέλαβε για κάποιο διάστημα ο αδερφός του, Αυγουστίνος, ως πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής που διόρισε η Γερουσία. Τη σορό του Καποδίστρια την μετέφερε ο αδερφός του στην Κέρκυρα, όπου ενταφιάστηκε στη Μονή Πλατυτέρας. Ως κυβερνήτης ο Καποδίστριας αρνήθηκε να δεχθεί μισθό και χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία. Διέθεσε όλη του την περιουσία για τους σκοπούς του κράτους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σχετικά με την προσωπικότητα του Καποδίστρια έχουν εκφραστεί από τους ιστορικούς αντικρουόμενες απόψεις. Ο κόμης Γκομπινό τον συγκαταλέγει στους 3 μεγαλύτερους διπλωμάτες της εποχής μαζί με τους Μέττερνιχ και Ταλλεϋράνδο, ο Χέρτσμπεργκ αναφέρει ότι ήταν διπλωμάτης δεξιώτατος. Ο Γιάννης Κορδάτος τον χαρακτηρίζει τυφλό όργανο των Ρώσων, ενώ ο Κάρλ Μάρξ τον χαρακτηρίζει πολιτικά ανυπόληπτο.
Ο Τάσος Βουρνάς εκφράζεται θετικά, όπως και οι Καρολίδης και Διονύσιος Κόκκινος, ένας εκ των φανατικότερων υποστηρικτών του. Με την άποψη ότι ο Καποδίστριας ήταν εκτελεστικό όργανο των Ρώσων διαφωνεί ο Douglas Dakin.
Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης χαρακτηρίζει το έργο του αξιόλογο αλλά όχι αξιέπαινο, ο Σπυρίδων Τρικούπης, στενός συνεργάτης του, εκφράζεται θετικά, όμως τον κατηγορήσει για την κατάλυση του συντάγματος.
Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν σημαντικό το έργο του Καποδίστρια, χωρίς να παραλείπουν να αναφέρουν την αυταρχικότητά του. Η φιλοπατρία του αναγνωρίζεται από σχεδόν όλους τους ιστορικούς.
Σχετικά με αυτή ο Τάκης Σταματόπουλος συμπεραίνει πώς για να είμαστε δίκαιοι δεν μπορούμε να αρνηθούμε την αγαθή πρόθεσή του, την καταπληχτική και φιλότιμη εργατικότητά του να δημιουργήσει κράτος από το χάος. Είχε τιμηθεί πλείστες φορές από τον Τσάρο Αλέξανδρο και είχε ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης των καντονίων Βω και Λωζάννης.
Σήμερα πολλοί δρόμοι και πλατείες φέρουν το όνομά του. Ο Κρατικός Αερολιμένας Κερκύρας ονομάζεται «Ιωάννης Καποδίστριας». Κατόπιν επιθυμίας του ευεργέτη Ιωάννη Δόμπολη, το εθνικό πανεπιστήμιο Αθηνών μετονομάστηκε σε «Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών»(1911) και στα προπύλαια υπάρχει ανδριάντας του. η μορφή του Καποδίστρια απεικονίζεται στο κέρμα των 20 λεπτών του ευρώ της ελληνικής έκδοσης και στο χαρτονόμισμα των 500 δρχ. (1983-2001). «Ι. Καποδίστριας»(ή Σχέδιο Καποδίστρια) ονομάζεται το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση της κυβέρνησης Σημίτη.
Πραγματοποιήθηκαν (21/09/2009) τα αποκαλυπτήρια προτομής του Καποδίστρια στη Λωζάννη της Ελβετίας παρουσία της Ελβετίδας υπουργού Εξωτερικών Μισελίν Καλμί-Ρέι και του Ρώσου ομολόγου της Σεργκέι Λαβρόφ. Ανδριάντας υπάρχει επίσης στην κεντρική πλατεία της πόλης Capo d’ Istria της Σλοβενίας. Στο εξοχικό της οικογένειας Καποδίστρια-δωρήθηκε από τη δισέγγονη του Γεωργίου Καποδίστρια, αδερφού του κυβερνήτη, Μαρία Δεσσύλα-Καποδίστρια- στη θέση Κουκουρίτσα Κέρκυρας λειτουργεί το μουσείο Ιωάννη Καποδίστρια, όπου φυλάσσονται κειμήλια της οικογένειας και προσωπικά του αντικείμενα. Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα φιλοξενούνται επίσης προσωπικά αντικείμενα του κυβερνήτη και το γραφείο του.
ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ http://www.istorikathemata.com/2012/10/murder-of-kapodistria-27th-of-September-1831.html