Ο Τύπος της 9 και 10 του μηνός αυτού, αναφέρεται σε δηλώσεις του Γερμανού υπουργού οικονομικών Βόλφνγκανγκ Σόιμπλε μετά τη τελευταία συνεδρίαση του Ecofin στις Βρυξέλλες, ότι η αιφνιδιαστική προκήρυξη εκλογών για την εκλογή Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν αποτέλεσαν έκπληξη από μεριάς του, εμμέσως δε πλην σαφώς, όπως αναφέρεται στα ΜΜΕ, (θα πρέπει να) ήταν και ενήμερος αυτής της εξέλιξης.
Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να μην ήταν ενήμερος ο Γερμανός υπουργός οικονομικών και να μην ήταν ενήμερη η Γερμανίδα καγκελάριος, λέω εγώ με πιο κατηγορηματικό τρόπο.
Αν όσα λέγονται, και λέω, έχουν κάποια βάση, προσωπικώς δε, δεν ανέμενα και δεν αναμένω καμία επιβεβαίωση, για κάτι που είναι βαθιά ριζωμένο μέσα μου σαν πεποίθηση, πως μια κυβέρνηση που δεν έχει την εξουσία να «βήξει» χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση των δανειστών της, και για να μην παίζουμε με τις λέξεις : του Βερολίνου, και πέντε χρόνια τώρα, παρέχει αφειδώς άφθονα παραδείγματα υποταγής στις επιθυμίες (αλλά και τις κατάμουτρες προσβολές) των δανειστών, θα ήταν δυνατόν να πάρει μια τέτοια πρωτοβουλία, ερήμην του Βερολίνου;
Μάλιστα η δική μου σκέψη πάει και ένα βήμα παραπέρα.
Δηλαδή, αν ήταν η Αθήνα που πρώτη αυτή πήρε την παραπάνω αιφνιδιαστική απόφαση και έστω ζήτησε και έλαβε την προηγούμενη άδεια («συναίνεση», θα μου έκανε κάποιος την παρατήρηση, ότι θα ήταν ο «πρέπων» όρος) να την ανακοινώσει και κυρίως να την εκτελέσει, ή αν, η απόφαση αυτή πάρθηκε και επιβλήθηκε από το Βερολίνο, και υπό την έννοια αυτή, η Αθήνα την πληροφορήθηκε στη συνέχεια, και υποχρεώθηκε απλά να την ανακοινώσει.
Βεβαίως, ομιλώ με διαισθήσεις.
Προσφέρω μόνος μου το αναγκαίο επιχείρημα εναντίον της διαίσθησής μου, αλλά, θα επιμείνω :
Πιστεύω περισσότερο στη διαίσθησή μου, παρά στις όποιες «επίσημες διαψεύσεις» περί του αντιθέτου, οι οποίες έχουν χάσει κάθε ίχνος πολιτικής αξιοπιστίας, και μόνο διαισθητικά μπορείς να ανιχνεύσεις πότε ο βοσκός που φωνάζει «βοήθεια λύκος» λέει την αλήθεια και πότε όχι.
Ίσως εδώ, να έχουμε μάλιστα και μια νέα version των Καννών του 2011, αν και, ως έχουν τα πράγματα, ακόμα και αν η συγκυβέρνηση μπορέσει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έχει τόσο πολύ δηλητηριαστεί το πολιτικό κλίμα, ώστε δεν θα πετύχαινε τίποτα περισσότερο, από το να επιχειρήσει να «περάσει» το διπλό νέο μνημόνιο (ένα «ευρωπαϊκό» και ένα με το ΔΝΤ) με την ισχνή και κοινωνικά ανομιμοποίητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει, και από εκεί και πέρα, αν δεν καταρρεύσει κατά τη ψηφοφορία στη Βουλή για τη ψήφιση αυτών των νέων μέτρων, θα καταρρεύσει αμέσως μετά.
Σε κάθε περίπτωση είναι πολιτικά χρήσιμο να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε γιατί ο Γερμανός υπουργός έκανε λόγο για μια «καλή απόφαση», αυτή της -αιφνιδιαστικής όσο και πρόωρης δηλαδή- διεξαγωγής της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία μάλιστα, όπως δείχνουν τα πράγματα, οδηγεί και σε βουλευτικές εκλογές με τον ορατό κίνδυνο η παρούσα συγκυβέρνηση να αποτελέσει παρελθόν, όταν είναι η ίδια αυτή κυβέρνηση, η οποία σταθερά διαμήνυε ότι η προεδρική εκλογή θα γίνονταν στην ώρα της, ενώ τα σενάρια που ήθελαν επίσπευση της σχετικής διαδικασίας, αναφέρονταν στον Γενάρη του επόμενου χρόνου, περίπου δηλαδή μετά ένα μήνα από σήμερα.
Επειδή καμία πολιτική κίνηση δεν γίνεται χωρίς σχεδιασμό πολιτικού και κομματικού οφέλους και κόστους, βέβαια πάντα έχοντας σαν Άγια Εικόνα το Εθνικό Συμφέρον για το οποίο δεν υπάρχει πολιτικός που να μην ομνύει σ’ αυτό και να δηλώνει έτοιμος να θυσιάσει οφίτσια και (κάθε μορφής) ατομικό συμφέρον, ερευνητέον το ποιο γενικότερο (παραταξιακό) πολιτικό όφελος ή κόστος προσδιόρισε αυτή την εξέλιξη.
Εδώ, υπάρχουν οι εξής -κατ’ εμέ- εκδοχές :
Η μια αφορά τα κόμματα της συγκυβέρνησης.
Και για τα δύο κόμματα, τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, λόγος για οποιοδήποτε πολιτικό όφελος σε σχέση με βουλευτικές εκλογές, οποτεδήποτε και αν γίνονταν, δεν υφίσταται.
Για να το πώς χρησιμοποιώντας μια ακραία έκφραση, και ταυτόχρονα, όπως εγώ αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, αν ήταν δυνατόν να μη γίνουν καθόλου εκλογές, δεν θα γίνονταν.
Τα μνημόνια του ΔΝΤ ή «τύπου ΔΝΤ», μιλώντας με βάση την ιστορική εμπειρία δεκαετιών, σε χώρες όπου εφαρμόστηκαν, δεν είναι μονάχα πολιτικές που «σκοτώνουν τον ασθενή», αλλά επίσης «σκοτώνουν» πολιτικά και όσες πολιτικές δυνάμεις αποφάσισαν, για τον οποιοδήποτε λόγο, να πάρουν την ευθύνη της εφαρμογής αυτών των πολιτικών στις – όποιες- χώρες τους, η εφαρμογή των οποίων, ΠΑΝΤΑ είχε ένα θεμελιώδες προαπαιτούμενο : την σοβαρή έκπτωση των δημοκρατικών θεσμών και την υποταγή των δημοκρατικών λειτουργιών στις απαιτήσεις των «προγραμμάτων διάσωσης», διότι «δημοκρατία» και «οικονομική διάσωση τύπου ΔΝΤ» είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες καταστάσεις.
Αν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ πίστευαν ότι θα είχαν κάποια διαφορετική πολιτική τύχη ή μεταχείριση έστω, αυτό, είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί ως προς τη λογική του, διότι παραμένει το ερώτημα τι ήταν αυτό που μπορούσε να τους οδηγήσει σε μια τέτοια αντίληψη.
Το μόνο επιχείρημα εδώ, κατά την εκτίμησή μου, θα μπορούσε να ήταν το επιχείρημα της «αυτοθυσίας» τους χάριν της χώρας και του λαού της, αλλά κι αυτό, μένει κανείς να το διαπιστώσει ως πρακτικό ενδεχόμενο, δηλαδή ως προς το πόσο ο λαός ο ίδιος θεωρεί ότι αυτά τα δύο συγκεκριμένα ιστορικά κόμματα εξουσίας του τόπου, έχουν το πολιτικό σθένος να θυσιαστούν για τον λαό, όταν στη συνείδηση του λαού, είναι ακριβώς αυτά που τόσο με τις πολιτικές τους προ κρίσης, όσο και με τις πολιτικές τους κατά τη διάρκεια της κρίσης, την μόνη απτή θυσία που πέτυχαν είναι η μαζική εξαθλίωση και φτωχοποίηση του λαού στη συντριπτική του πλειοψηφία, κατέστησαν δε στη κοινή συνείδηση των πολιτών περιώνυμα για την ανοχή τους αν όχι και για τη συμβολή τους σε γενικευμένα φαινόμενα διαφθοράς πέραν της επίσης περιώνυμης ανικανότητάς τους, όταν, όπως αποδείχτηκε μα και τα ίδια συνομολόγησαν δημοσίως, δεν είχαν κατορθώσει να γνωρίζουν ούτε το μέγεθος του δημοσίου τομέα, ένα ζήτημα δηλαδή, που δεν απαιτεί τίποτα παραπέρα από γνώσεις αριθμητικής πρώτης δημοτικού!
Όμως, υπάρχει κάτι στο ζήτημα του πολιτικού κόστους, που ενδεχομένως να μπορεί να εξηγήσει γιατί η συγκυβέρνηση αποφάσισε, πάντα κατά τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, να επισπεύσει μια εξέλιξη υψηλού ρίσκου, όχι πια για την παραμονή της στην εξουσία, μα για την ίδια την διάσωση της πολιτικής ύπαρξης των δύο κομμάτων ως πολιτικών και κομματικών οντοτήτων.
Αν εξαιρέσουμε το ενδεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έρθει πρώτο κόμμα ή, αν έρθει, να αποτύχει να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με κάποιο άλλο κόμμα, για οποιοδήποτε λόγο, τότε, εδώ υπάρχουν οι εξής κατ’ εμέ εκδοχές (η κάθε μια αυτοτελώς αλλά και όλες μαζί συνδυαστικά) αναφορικά με το τι μας οδήγησε στην αιφνιδιαστική έναρξη της διαδικασίας προεδρικής εκλογής, που ταυτόχρονα όμως, σηματοδοτούν και μελλοντικές εξελίξεις :
Πρώτον, το ΠΑΣΟΚ, να αποτρέψει ενδεχόμενες αποσχιστικές τάσεις που εκδηλώνονται στο εσωτερικό του, με ορατό κίνδυνο την περαιτέρω συρρίκνωση του κόμματος αυτού, (υπό το οποιοδήποτε ενδεχόμενο νέο του όνομα), με τον επίσης μεγάλο κίνδυνο να τεθεί η υπό τον Ευάγγελο Βενιζέλο ηγεσία του είτε υπό ουσιαστική πολιτική και κομματική ομηρία, είτε, η εσωτερική του «αντιπολίτευση» κυρίως υπό τον Γιώργο Παπανδρέου, να ρίξει την κυβέρνηση αν αυτό κρίνονταν σκόπιμο για τον οποιοδήποτε λόγο από τις αποσχιστικές αυτές δυνάμεις, κάτι που φυσικά ενδιαφέρει πάρα πολύ τόσο τη Νέα Δημοκρατία όσο και το Βερολίνο φυσικά.
Είναι φανερό, ότι αυτή η αιφνιδιαστική εξέλιξη της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, ασφαλώς και θα συσπειρώσει το κόμμα γύρω από τη νυν ηγεσία του κ. Βενιζέλου, τουλάχιστον ίσαμε το πέρας της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, διότι, αν ακολουθήσουν βουλευτικές εκλογές, εκεί ίσως και το ζήτημα της ενότητας να αποδειχτεί ότι δεν είναι και τόσο εξασφαλισμένο, εν όψει όχι μόνο της πιθανής περαιτέρω συρρίκνωσης της εκλογικής του βάσης μα και της εξόδου του από το κυβερνητικό σχήμα.
Δεύτερον, μένοντας στο ΠΑΣΟΚ, το ενδεχόμενο της «διάσωσης» των όποιων κομματικών υπολειμμάτων του κόμματος αυτού, ώστε να υπάρχει μια «μαγιά» για να ξεκινήσει μια νέα πορεία ανόρθωσής του, το θεωρώ πολύ πιθανό να λήφθηκε υπόψη, δηλαδή, να αποτραπεί η παντελής εξαφάνιση από τον πολιτικό χάρτη του κόμματος αυτού.
Τρίτον, η Νέα Δημοκρατία, ή καλύτερα, τμήματα της Νέας Δημοκρατίας, κυρίως από τη πτέρυγα της λαϊκής Δεξιάς, να έχουν φτάσει σε τέτοια όρια «ανοχών» και «αντοχών», ώστε να μην εγγυώνται καθόλου την δεδηλωμένη τους στήριξη σε οποιοδήποτε νέο επώδυνο μέτρο θα έρχονταν στη Βουλή προς ψήφιση, τουλάχιστον τούτη τη περίοδο.
Τέταρτον, πάλι σε ό,τι αφορά την Νέα Δημοκρατία, ενδεχομένως η εκτίμηση της πορείας των εξελίξεων, όπως αυτές υπαγορεύονται από τους δανειστές, να έχουν πείσει κάποιους στο κόμμα αυτό, πως η συνέχιση της συγκυβέρνησης ως έχει, οδηγεί τη Νέα Δημοκρατία στη βράχια, με τύχη ανάλογη εκείνης του ΠΑΣΟΚ, με λίγα λόγια, με τον κίνδυνο το κόμμα, αν παραμείνει στην εξουσία μέχρι τέλους της τετραετίας, στο τέλος της περιόδου να δουν τα ποσοστά τους σε «επίπεδα ΠΑΣΟΚ» και το πολιτικό μέλλον πολλών από τους νυν βουλευτές, απλά, να τελειώνει με τον πλέον άδοξο τρόπο.
Πέμπτον, ενδέχεται να υπήρξε η σκέψη, πως ο καλύτερος τρόπος τόνωσης και ανάκτησης με ταχείς μάλιστα ρυθμούς των κομματικών απωλειών των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης, είναι να «επιτρέψουν» στον ΣΥΡΙΖΑ να έρθει στην εξουσία, περνώντας στα χέρια του την «καυτή πατάτα» των εκκρεμοτήτων που αυτή τη στιγμή υπάρχουν με τη Τρόϊκα, και μάλιστα, με μηδενικό χρόνο ανοχής (αν γίνουν τελικά εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ σχηματίσει κυβέρνηση, είναι ζήτημα αν θα έχει πάνω από δέκα μέτρα να έρθει σε κάποια διαπραγμάτευση με τους δανειστές), αφού η παράταση που δόθηκε στο μνημόνιο, είναι δίμηνη, δηλαδή, τόση όσο αρκεί για να βρεθεί με τη πλάτη στο τοίχο μια κυβέρνηση μη μνημονιακή.
Τυχαίο;
Έκτον, ενδέχεται πάλι, να υπάρχει στο τραπέζι των σχεδιαστών των τρεχουσών εξελίξεων η στόχευση, να διαμορφωθεί ένα τέτοιο σκηνικό αστάθειας και αβεβαιότητας στη χώρα, ώστε τελικά να οδηγηθούμε σ’ αυτό που βεβαίως και θα είχε την ευλογία του Βερολίνου, σε ένα Μεγάλο Συνασπισμό των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της χώρας, κάτι που έγινε με τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Όμως, επειδή με βεβαιότητα οι μνημονιακές πολιτικές με ασφάλεια οδηγούν τις μνημονιακές κυβερνήσεις στον πολιτικό και κομματικό τους αφανισμό ή έστω στη συρρίκνωση της δύναμής τους, έτσι και στη χώρα μας, το ΠΑΣΟΚ επειδή πρώτο μπήκε στο χορό των μνημονίων, πρώτο και πλήρωσε τη νύφη, τόσο ώστε πλέον να μην έχει καμία χρησιμότητα στο σενάριο του Μεγάλου Συνασπισμού.
Έτσι, τη θέση του «αποκαμωμένου χορευτή», πρέπει να τη πάρει ο αμέσως επόμενος στην «ιεραρχία» που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως, αυτό είναι αληθές, ο ΣΥΡΙΖΑ, αρνείται σθεναρά να «μπει στο χορό» με το νταούλι να βρίσκεται σε μνημονιακά χέρια.
Οι εξελίξεις θα είναι σε κάθε περίπτωση, πολύ ενδιαφέρουσες πολιτικά, πέραν από την εξ ορισμού κρισιμότητά τους.
Βέβαια, κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για το ολιγότερο «ακρωτηριασμένο» πολιτικά κόμμα της συγκυβέρνησης, τη Νέα Δημοκρατία, ίσως η πρόωρη έναρξη της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, αν τελικώς καταλήξει, όπως είναι λίαν πιθανό, σε εθνικές βουλευτικές εκλογές, να σημάνει και το πολιτικό τέλος της ηγεσίας του κ. Αντώνη Σαμαρά στο κόμμα αυτό.
Όμως, έρχονται στιγμές, όπου η προσωπική πολιτική επιβίωση, δεν μετρά όσο η επιβίωση της παράταξης στην οποία ανήκει.
Η «προσωπική βαρύτητα» ενός πολιτικού ηγέτη, μετρά περισσότερο ενδεχομένως και από την ίδια τη βαρύτητα της ίδιας της πολιτικής παράταξης της οποίας ηγείται, μονάχα στη περίπτωση των χαρισματικών ηγετών, ένα είδος που τρεχόντως μπορεί να ανευρεθεί μονάχα στα νεκροταφεία.
Γενικά, οι μη χαρισματικές ηγεσίες, είναι αναλώσιμες.
Δεν αρκεί αυτός ή αυτή να φέρει τον τίτλο του «πολιτικού ηγέτη» («ηγέτης» : ένας όρος που χρησιμοποιείται εξαιρετικά καταχρηστικά), για να «ηγείται» και ουσιαστικά μιας πολιτικής παράταξης.
Υπάρχουν, σχεδόν σε όλες τις πολιτικές παρατάξεις, κλειστοί κατά κανόνα «ηγετικοί πυρήνες», οι «ηγετικές ελίτ», που δεν είναι απαρτίζονται κατ’ ανάγκη μονάχα από «επαγγελματίες» πολιτικούς, και οι οποίοι ουσιαστικά καθορίζουν και την πολιτική συμπεριφορά, τις εξελίξεις και τις αποφάσεις του «ηγέτη» που «θεσμικά» κατέχει τη θέση αυτή, αλλά, ουσιαστικά, έχει επιλεγεί από τον «ηγετικό πυρήνα» της παράταξης και του κόμματος.
Αν η «ζαριά» του κ. Αντώνη Σαμαρά, δεν «κάτσει» στον αριθμό και το χρώμα που «πόνταρε», θα σημάνει και το πολιτικό του τέλος, ενώ το ακριβώς αντίθετο θα συμβεί αν το μεγάλο όντως «ρίσκο» που λήφθηκε τον επιβραβεύσει : σ’ αυτή τη περίπτωση η επιβράβευση θα είναι πολύ μεγάλη, ένα πραγματικό «τζόκερ» μετά από πολλά τζακ ποτ, αφού το μεγάλο ρίσκο φέρνει και μεγάλα κέρδη, ακριβώς όπως φέρνει και μεγάλες ζημιές.
Βεβαίως, η αμέσως ανωτέρω πρόταση, υποδηλώνει ότι είναι ο ίδιος που ελέγχει τις εξελίξεις, και όχι το Βερολίνο.
Αυτό όμως δεν αλλάζει σε τίποτα τον συλλογισμό μας, αν είναι το Βερολίνο ο σχεδιαστής των εξελίξεων, όπως εγώ εκτιμώ.
Απλά, σ’ αυτή τη τελευταία περίπτωση, αναμένει και πάλι η Τύχη να είναι με το μέρος του, δηλαδή, η παρούσα Βουλή να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Όμως, ας πούμε και μια δυο παραπάνω κουβέντες για τον «γερμανικό παράγοντα».
Και για να θέσουμε το ζήτημα χωρίς περιστροφές :
Στηρίζει, εν τέλει το Βερολίνο, ή όχι την παρούσα συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, και κυρίως την ιδεολογικά ομογάλακτη Νέα Δημοκρατία;
Κανείς μας φυσικά δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στο κεφάλι κανενός Σόϊμπλε και καμιάς Μέρκελ.
Παρόλα αυτά, θα αποτολμήσω κάποιες πρόσθετες εκτιμήσεις, πέραν όσων ήδη έκανα ανωτέρω.
Είπα παραπάνω, ότι ένα από τα πιθανά σενάρια που μπορεί να έχει επικρατήσει στον σχεδιασμό της νυν συγκυβέρνησης, σε συνεννόηση πιθανότατα και με το Βερολίνο, αυτό είναι κάτι που το πιστεύω, είναι κι αυτό της θεωρίας της «καυτής πατάτας».
Να φύγει από τα χέρια της νυν συγκυβέρνησης και σε πρώτο χρόνο να περάσει στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ , με τη βεβαιότητα ότι θα «καεί», έτσι ώστε, να είναι πιο βατός ο δρόμος προς το στόχο της Μεγάλης Συγκυβέρνησης, δηλαδή, το «κάψιμο» να επιμεριστεί μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της χώρας, και αν στο συνασπισμό αυτό θελήσουν να εισχωρήσουν και άλλα μικρότερα κόμματα, ακόμα καλύτερο, διότι έτσι θα ενισχύεται η εικόνα της «ευρύτερης κοινωνικής εκπροσώπησης και αποδοχής».
Και ο τρόπος για να «καεί» ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση πλέον, με τη «καυτή πατάτα» στα χέρια του, δεν είναι -θεωρητικά- ένας, (π.χ., από το να συναντήσει ένα τοίχος άρνησης από τους δανειστές, σε οποιαδήποτε πρότασή του, όσο λογική και αν είναι, έως το να επιδιωχθεί η χώρα να φτάσει σε ουσιαστική στάση πληρωμών με ταυτόχρονη υποδαύλιση εσωτερικών κοινωνικών αναταραχών, για να μη πάμε ακόμα πιο μακριά, όπως π.χ. το να ασκηθούν πιέσεις με μοχλό ανοιχτά εθνικά θέματα, γνωστού όντος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στο τομέα αυτό, δεν πλειοψηφούν οι απόψεις του στην ελληνική κοινωνία), όπως δεν είναι και ένας ο τρόπος για να αποφύγει αυτό το «κάψιμο» (π.χ., χρησιμοποιώντας το ίδιο τους το «όπλο», του «φόβου», να «επιστρέψει» τον φόβο στους ίδιους, καθιστώντας τους σαφές ότι έχουν αν χάσουν πολύ περισσότερα από ό,τι η Ελλάδα αν δεν την στηρίξουν αλλά με όρους ανθρωπινότερους, και επίσης με όρους που να μη στραγγαλίζουν την ελληνική οικονομία, ή, με αφορμή τη τρέχουσα συγκυρία στην Ευρώπη, η οποία καθιστά την οικονομία της πολύ πιο ευάλωτη σε οποιαδήποτε αναταραχή στο εσωτερικό της ευρωζώνης, η χώρα μας, είναι φανερό, ότι αποκτά ένα απρόσμενο διαπραγματευτικό χαρτί, ίσως ανάλογο με εκείνο που είχε το 2010 και το 2011, το οποίο όμως, δεν το είχε χρησιμοποιήσει, για την ακρίβεια, το αποποιήθηκε).
Βέβαια το γεγονός και μόνο, ότι το Βερολίνο φαίνεται να επιθυμεί να βάλει ενεργά τον ΣΥΡΙΖΑ στο παιχνίδι της διακυβέρνησης της χώρας, ίσως και να σημαίνει, ότι η χρησιμότητα της ομογάλακτης Νέας Δημοκρατίας, να έχει εκ των πραγμάτων, περιοριστεί σε βαθμό που πλέον να μην εξυπηρετεί τα συμφέροντά του στο βαθμό που θα ήθελε.
Όμως, ακόμα κι αυτό, το σενάριο της «καυτής πατάτας στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ», από τη σκοπιά του Βερολίνου, είναι βέβαιο ότι δεν είναι το μοναδικό.
Σε σχετικά πρόσφατο άρθρο μου, («Μια προσπάθεια σύνοψης των κυριότερων «θεωρημάτων» της μνημονιακής προπαγάνδας, των ορίων της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης και μερικά συναφή ζητήματα…», αναρτήθηκε στο blog «olympia» 30/9/2014), μου δόθηκε ευκαιρία να αναφερθώ στο ζήτημα αυτό σε πιο ανύποπτο πολιτικά χρόνο, δηλαδή, για τους δικούς του λόγους, το Βερολίνο να ευνοεί μια άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, πέραν της θεωρίας του Μεγάλου Συνασπισμού ανωτέρω.
Ειδικότερα, εκεί έθετα, ανάμεσα σε άλλα, και τούτο το ερώτημα : «Και αν το Βερολίνο προτιμά τον Τσίπρα από τον Σαμαρά;»
Τίποτα δεν μεσολάβησε ώστε και σήμερα να μη θέτω το ερώτημα αυτό.
Πολύ δε περισσότερο, όταν οι δανειστές κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους, ώστε, σε μια πράγματι κρίσιμη συγκυρία για τη κυβέρνηση, αυτή δηλαδή της προεδρικής εκλογής, αντί να ενισχύουν την εικόνα του success story της κυβέρνησης, και άρα της πολιτικής που οι δανειστές επιβάλλουν, μιας κυβέρνησης που λογικά την προτιμούν χίλιες φορές από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, εν τούτοις, είναι φανερό πως όχι μόνο δεν βάζουν «πλάτη» ώστε να τη στηρίξουν, μα και κάνουν πράγματα, που θάλεγες πως θέλουν να ευνοήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ.
Συνεπώς, το ερώτημα εξακολουθεί να ισχύει :
«Κι αν το Βερολίνο ΠΡΟΤΙΜΑ τον Τσίπρα»;
Δεν θα επαναλάβω όσα εν εκτάσει ανέπτυσσα στο παραπάνω άρθρο, στο οποίο και παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη.
Θα περιοριστώ μονάχα σε μερικές επιγραμματικές υπενθυμίσεις.
Πρώτα απ’ όλα : το να είσαι ΠΟΛΙΤΙΚΑ «αρεστός» σε κάποιον, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι είσαι αποδεκτός επειδή ο ίδιος το επιδιώκεις ή επειδή η πολιτική σου είναι αρεστή στον άλλο που σε αποδέχεται.
Επίσης, είναι σημαντικό εδώ να μη μας διαφεύγει ότι το εύρος αυτού που λέμε «εθνικό συμφέρον» της Ελλάδας από τη μια και της Γερμανίας από την άλλη, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο αυτού του συμφέροντος, διαφέρει σημαντικά μεταξύ των δύο χωρών.
Η Γερμανία, είναι μια μεγάλη χώρα, με μια οικονομία διεθνούς αν όχι παγκόσμιου βεληνεκούς, ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ, μια χώρα με έκδηλο και μη αποκρυπτόμενο το ενδιαφέρον της όχι απλά να έχει έναν κάποιο ηγεμονικό ρόλο στην Ευρώπη, μα ΤΟΝ ηγεμονικό ρόλο.
Συνεπώς, την όποια στάση του το Βερολίνο απέναντι στην Αθήνα, την εξαρτά από πολύ περισσότερους παράγοντες απ’ ό,τι η Αθήνα εξαρτά τη δική της στάση απέναντι στο Βερολίνο.
Οι παράμετροι που το Βερολίνο αναμφίβολα λαμβάνει υπόψη του όταν «σχεδιάζει» ό,τι σχεδιάζει για την Ελλάδα, δεν επιλέγονται και δεν προσδιορίζονται ως περιεχόμενο με ΜΟΝΑΔΙΚΟ κριτήριο τις σχέσεις Αθήνας – Βερολίνου, και πολύ περισσότερο, δεν έχουν για το Βερολίνο αμιγή οικονομικό περιεχόμενο, ενώ για την Αθήνα, είναι σχεδόν μόνο οικονομικοί.
Συνεπώς, για να κατανοήσει κανείς τη θέση της Γερμανίας έναντι των τρεχουσών εξελίξεων στη χώρα μας, είναι υποχρεωμένος να προσπαθήσει να αναλύσει και κυρίως να εκτιμήσει το πώς βλέπει την Ελλάδα το Βερολίνο στα πλαίσια των ΠΑΝΕΥΡΩΑΪΚΩΝ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ του σχεδιασμών, που σημαίνει με τη σειρά του και το πώς βλέπει και τον ίδιο του τον εαυτό το Βερολίνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο.
Μια προσέγγιση σε ζητήματα όπως τα παραπάνω, θα πρέπει να στηριχτεί σε μια ενδελεχή ανάλυση τόσο των ιστορικών δεδομένων της ευρωπαϊκής πορείας και αντίληψης της Γερμανίας, αλλά και του ιδιαίτερου ηγεμονικού της ρόλου στην Ευρώπη -κυρίως- μα και διεθνώς, όσο όμως και να «αποκωδικοποιήσει» το τρέχον ευρωπαϊκό και διεθνές «γίγνεσθαι», ώστε να εντοπισθούν οι εναλλακτικές που τίθενται υπόψη της γερμανικής κυβέρνησης.
Μια τέτοια ανάλυση στα πλαίσια αυτού του άρθρου είναι αδύνατη.
Επομένως, για να «μαντέψουμε» κάποιες πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα που εδώ μας απασχολεί, και συνεπώς, να δούμε και αν έχει ουσία ή όχι ένα τέτοιο ερώτημα, αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μέσω κάποιων ενδεικτικών υποθετικών σεναρίων, που ούτε κι αυτά μπορούν εδώ να εξαντληθούν ως τέτοια, αφού μπορούν να «αναπτυχθούν» πλήθος «τομεακά» σενάρια : της οικονομίας, της κοινωνίας, των διεθνών σχέσεων, των ενεργειακών πόρων, κ.λπ.
Ας εστιάσουμε όμως όλως ενδεικτικά και χάριν παραδείγματος και μόνο, σε ένα δύο σενάρια, κυρίως για να δείξω πώς εγώ τουλάχιστον διαμορφώνω το δικό μου σκεπτικό, σχετικά με το ευρώ ως ένα θέμα ειδικού ενδιαφέροντος ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΜΑΣ ΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ.
Π.χ., αν το Βερολίνο στα πλαίσια των πανευρωπαϊκών και παγκόσμιων σχεδιασμών του συμπλέει με την άποψη εκείνων των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων και ηγεσιών που πιστεύουν ότι η Ελλάδα κακώς βρίσκεται στην ευρωζώνη ως μη πληρούσα τις αναγκαίες προϋποθέσεις, διερωτώμαι γιατί το Βερολίνο θα ήταν -πάντα ατύπως βεβαίως- εναντίον της προοπτικής μιας ελληνικής κυβέρνησης που θεωρεί ότι θα διευκόλυνε τη ρήξη Αθήνας – Βερολίνου, μια ρήξη που ίσως του έδινε τη δυνατότητα να καταστήσει τα πράγματα τόσο τραγικά για την Αθήνα, ώστε να οδηγήσει αυτή η ρήξη στην έξοδο της χώρας μας από τη ζώνη του ευρώ, και κυρίως να ρίξει το ανάθεμα στην Αθήνα.
Σ’ αυτή τη περίπτωση το Βερολίνο μάλλον θα ανησυχούσε αν η Αθήνα, μάλιστα υπό μια Αριστερή κυβέρνηση, «συνέκλινε» προς τις μνημονιακές αντιλήψεις παρά να απέκλινε, στα πλαίσια ενός νέου mea culpa.
Την ίδια όμως στιγμή, η ίδια αυτή εξέλιξη, λειτουργεί υπέρ της λογικής του Μεγάλου Συνασπισμού, που ήδη αναφέραμε.
Δεν υπάρχει τίποτα το αντιφατικό εδώ.
Ισχύουν και τα δύο, ανάλογα με το τι πραγματικά επιδιώκει το Βερολίνο για την Ελλάδα.
Άλλη εκδοχή, π.χ. θα μπορούσε να ήταν τούτη.
Όπως είναι γνωστό, το ευρώ και η ευρωζώνη, ισχυρίζονται αρκετοί ότι δεν κινδυνεύει τόσο από τον «προβληματικό» ευρωπαϊκό Νότο, πόσο μάλλον από την Ελλάδα, όσο από την ίδια τη Γερμανία, η οποία δεν κακοβλέπει τη προοπτική οι «σοβαρές» χώρες του Βορρά να αποκτήσουν ένα αυτόνομο δικό τους «βηματισμό» -και ίσως και νόμισμα- και επομένως όποιος μπορεί βασιζόμενος στις δικές του και μόνο δυνάμεις να ακολουθήσει ας ακολουθήσει, αν δεν κακοβλέπει ακόμα και μια επιστροφή στο μάρκο, χωρίς όμως να αφήνει την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που ενδεχομένως να την απελευθερώσει τελείως από τις πλέον «δαπανηρές» εκ των ευρωπαϊκών της υποχρεώσεων και θα επιτρέψει στο Βερολίνο να διεκδικήσει πιο άνετα -και πιο κερδοφόρα για το ίδιο- τον ηγεμονικό του ρόλο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, και πάλι, όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα, θα ήταν στο Βερολίνο εξαιρετικά χρήσιμη η ύπαρξη τέτοιων «παραδειγμάτων», όπως και η ύπαρξη ηγεσιών στις «απείθαρχες και κακομαθημένες» χώρες που θα του επέτρεπαν να δρομολογήσει τις προς αυτή την κατεύθυνση αναγκαίες ρήξεις, επικαλούμενη την ευθύνη άλλων.
Και όσο περισσότεροι είναι οι πιθανοί υποψήφιοι για το ρόλο του «κακού», τόσο καλύτερα για το Βερολίνο, αρκεί να μην προσφέρονται τέτοιες δυνατότητες από τις «σοβαρές» χώρες του Βορρά.
Βεβαίως, κάποιος μπορεί να πει, ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι «λογικό» να συμβεί, και ίσως να είναι πιο «λογικό» να υποθέσει κανείς ότι το Βερολίνο μάλλον προσδοκά παρά φοβάται μια πιθανή κυβίστηση, ένα νέο mea culpa μιας αυριανής Αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα, αν και κάτι τέτοιο μπορεί να μη συμφέρει τους εδώ ιδεολογικούς και κομματικούς συμμάχους του Βερολίνου.
Όμως εκτιμώ, ότι το Βερολίνο, χωρίς να κινδυνέψει να χάσει τους παλιούς του συμμάχους στη χώρα, απλά, θα προσθέσει έναν ακόμα, εδραιώνοντας έτσι τη παρουσία του στη χώρα μας, με προφανή πολιτικά, οικονομικά (δημόσια και ιδιωτικά) και γεωστρατηγικά οφέλη για τη Γερμανία, αν τυχόν και τον προσεταιριστεί έστω και έμμεσα, π.χ. μέσω μιας Μεγάλης Συμμαχίας.
Νομίζω ότι έγινε αντιληπτό, ότι στην πολιτική, -και όχι μόνο βεβαίως-, δεν είναι πάντα εύκολο να καθορίζεις με ακρίβεια και σαφήνεια το πώς πρόκειται να εξελιχθεί το μέλλον.
Όχι μόνο στην Ευρώπη μα και διεθνώς βλέπουμε πόσο σχετικά γρήγορα μεταβάλλονται τα δεδομένα.
Την ίδια στιγμή, είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι σε ένα παιχνίδι σχέσεων μεταξύ δυο κυβερνήσεων, δεν σχεδιάζει μόνο η μια αλλά και η άλλη, εκτός αν έχουμε την περίπτωση κυβέρνησης να κυβερνά χωρίς σχέδιο σ’ αυτό το επίπεδο, πράγμα δύσκολο -αν και όχι εντελώς απίθανο- να παραδεχτεί κάποιος τέτοιο μέγεθος ερασιτεχνισμού και ανευθυνότητας.
Συνεπώς, στα υποθετικά σενάρια που παρουσιάστηκαν μέχρι αυτό το σημείο, μπορούν να αντιταχθούν «στρατηγικές αντιμετώπισής τους», αλλά δεν θα προχωρήσουμε στο θέμα αυτό παραπέρα, διότι το ερώτημα που προκάλεσε τις σχετικές μας τοποθετήσεις στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, δεν έχει να κάνει με την ανάπτυξη ενός πλήρους «επιχειρησιακού σχεδίου» αναφορικά τις πιθανές εκδοχές που παρουσιάζονται στο επίπεδο της διαμόρφωσης στρατηγικών αντίκρουσης εκείνων που ο «αντίπαλος» ή και ο «εχθρός» χρησιμοποιεί εναντίον του δεχόμενου την όποια απειλή, μα να τεθεί προς συζήτηση το αν μπορεί ή όχι η ερώτηση «αν το Βερολίνο τελικά ίσως να προτιμά τον Τσίπρα», να έχει κάποια λογική βάση, και αν ναι, τι σημαίνει αυτό από άποψη σχεδιασμού στρατηγικής και τακτικών του κόμματος εκείνου, ή των κομμάτων εκείνων που θα απαρτίσουν την αυριανή αντιμνημονιακή κυβέρνηση συνεργασίας.
Η όποια αυριανή (ή μεθαυριανή, ή οποτεδήποτε) ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ αντιμνημονιακή κυβέρνηση, με τα όποια χαρακτηριστικά της, οφείλει να έχει έτοιμα όχι ένα plan b, μα και plan c, d, e, f, g… όσες και οι ενδεχόμενες «δυσκολίες» που αναμένει ότι θα αντιμετωπίσει.
Αυτό δεν έχει να κάνει με τον αν η αυριανή αντιμνημονιακή κυβέρνηση θα είναι της Αριστεράς (όπως φαίνεται μέχρι στιγμής) ή όχι, ή έστω μια κυβέρνηση με κυρίαρχο κορμό ένα Αριστερό κόμμα.
Κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι το Βερολίνο θα εξοργισθεί λόγω του ιδεολογικού στίγματος της όποιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης.
Μέγα λάθος!
Αυτό μπορεί να έχει σημασία για μας, όχι όμως για το ίδιο.
Για να το πω διαφορετικά.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, κρατώντας ακέραιες όχι τις σημερινές αριστερές του αντιλήψεις, μα εκείνες του πιο ριζοσπαστικού παρελθόντος του, και ταυτόχρονα, όχι από κάποιο άλλο λόγο, μα επειδή θα το πίστευε, ήταν υπέρ των μνημονίων, τότε, μόνο επαίνους θα είχε να ακούσει από το Βερολίνο, και βεβαίως ο κ. Αλέξης Τσίπρας, ίσως και να ανακηρύσσονταν από κάποια Ακαδημία της Γερμανίας και ως ένας πανευρωπαϊκού «κύρους» ηγέτης, ενώ, πιθανότατα, το φως στο πολιτικό «καντηλάκι» της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ θα είχε σβήσει πολύ πιο γρήγορα.
Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για άλλα κόμματα, π.χ. τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Αν οι ΑΝΕΛ ήταν ένα φιλομνημονιακό κόμμα, έχω την πεποίθηση ότι θα είχε τελείως διαφορετική στήριξη από τα τοπικά και διεθνή ΜΜΕ, και βεβαίως οι εκλογικές επιδόσεις θα ανταγωνίζονταν ίσως τη «μητρική» Νέα Δημοκρατία.
Κι αυτό θα συμβεί, δηλαδή, θα τύχει της αποδοχής του Βερολίνου, ΑΝ η οποιαδήποτε αυριανή αντιμνημονιακή κυβέρνηση, μονοκομματική ή συνεργασίας, για οποιοδήποτε λόγο, κάνει κι αυτή, κάτω από την οποιαδήποτε πίεση ή αιτιολογία, αδιάφορο, τη μεγάλη κυβίστηση και από την αντιμνημονιακή όχθη βρεθεί στην μνημονιακή.
Λέω «αν», διότι φυσικά, μένει να το δούμε.
Τότε, προφητεύω, (εδώ μπορώ να «παίξω» το ρόλο του «προφήτη», διότι θα τον παίξω εκ του ασφαλούς), το κόμμα ή τα κόμματα που θα συμμετέχουν σ’ αυτή, θα εξανεμισθούν από την πολιτική σκηνή της χώρας με ταχύτητα φωτός, και θα παραστούμε μάρτυρες μιας θεαματικής in vivo Αναγέννησης εκ της στάχτης, του (αρχικού μνημονιακού) Φοίνικα που είχε πολιτικά «καεί» σε προηγούμενο χρόνο.
Μια τέτοια εξέλιξη, θα σημάνει όχι απλώς την Ανάσταση των Μνημονιακών Κομμάτων, μα την θριαμβευτική επάνοδό τους, σε εκλογικά μάλιστα ποσοστά προ Κρίσης.
Αυτή η εκδοχή, το να αποτελεί μέρος των προσδοκιών κάποιων, ας την κρατήσουμε μαζί με όσες άλλες διατυπώθηκαν εδώ, στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας.
Προσωπικά, την δική μου πολιτική επιταγή, την δίνω με καλή πρόθεση αλλά όχι με αφέλεια και κυρίως, σε καμία περίπτωση λευκή, και το ακόμα πιο σημαντικό : όχι χωρίς να έχω συμπληρώσει πάνω της την ημερομηνία στην οποία θα λήγει ο προσωπικός μου χρόνος ανοχής και αναμονής.
Και λέγοντας «πολιτική επιταγή», δεν εννοώ τη ψήφο μου κατ’ ανάγκη, αφού το πού θα πάει αυτή, αυτό αφορά εμένα.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα πάει σε κόμμα αντιμνημονιακό και βεβαίως δημοκρατικό -και σε κάθε περίπτωση χωρίς ίχνος σύνδεσης με τη διαπλοκή.
Όμως, επιθυμώ να επιστρέψω για λίγο στο μέγα επιχείρημα των μνημονιακών, «πού θα βρείτε τα λεφτά».
Μάλιστα στη δική μου αντίληψη, το «πού θα βρείτε τα λεφτά» (ερώτημα που αρνείται -περισσότερο και από αφελώς, υποκριτικά- κάθε άλλη πηγή δημοσίων εσόδων πλην εκείνων που έχουν να κάνουν με τα συνήθη υποζύγια), ίσως, από πλευράς σπουδαιότητας, να μην αναδειχθεί ούτε καν plan c, πόσο μάλλον plan b.
(Αναφορικώς με το παραπάνω ερώτημα «πού θα βρείτε τα λεφτά», βλέπε, ανάμεσα σε άλλα που έχω γράψει για το θέμα αυτό, και το άρθρο μου : Σ-Ο-Β-Α-Ρ-Ο-Λ-Ο-Γ-Ε-Ι-Τ-Ε ότι σας λείπουν 10,20,30 δις; Ιδού, σπαρταριστά, προ-χειρών σας! αναρτήθηκε στο blog «http://olympia.gr» (3/10/2012). Φυσικά, τέτοιες προτάσεις, όπως αυτές που παρατίθενται στο άρθρο αυτό, δεν αφορούν όσους «κοσκινίζουν» χρόνια και χρόνια απαλά, επειδή δεν θέλουν ή και δεν ξέρουν, ή και δεν τους επιτρέπεται να ζυμώσουν!)
Το ερώτημα αυτό, έχει ποια καταστεί νοηματικά, λογικά και πολιτικά νερόβραστο, εξόν από τις περιπτώσεις εκείνες που η επιμονή σ’ αυτό έχει άλλες (μνημονιακά και μικροπολιτικά λογικές) εξηγήσεις.
Είναι ένα «επιχείρημα» για πλατιά κατανάλωση, αν και πλέον, ούτε έχει τη δύναμη να καταναλώνεται τόσο «πλατιά» όσο παλιότερα, ούτε σημαίνει πως ό,τι καταναλώνεται «πλατιά» συνεπάγεται και την «ποιοτική» υπεροχή του καταναλισκόμενου «προϊόντος».
Το πόσο «πλατιάς» αποδοχής έχουν τύχει σκουπίδια κάθε είδους στο παρελθόν και σήμερα, (από σκουπίδια πολιτιστικά, πολιτικά και πολιτισμικά, ίσαμε σκουπίδια στην ίδια τη διατροφή μας), νομίζω ότι είναι παγκοίνως γνωστό.
Αυτές είναι κατά την άποψη μου, οι βασικές πολιτικές εκδοχές που είτε υποκρύπτονται πίσω από τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, είτε εμφανώς τις προσδιορίζουν.
Άλλες από αυτές, μπορεί να γίνουν αποδεκτές ως έχουν από κάποιους, και άλλες όχι, όπως μπορεί και να απορριφθούν στο σύνολό τους, και στη θέση τους να προταθούν άλλες, που δεν θα έχουν καμία σχέση με τις εδώ παρατιθέμενες.
Για μένα, όλα είναι δεκτά.
Και η μερική αποδοχή, και η ολική απόρριψη, και βεβαίως, η μερική, πόσο μάλλον, ολική αποδοχή των όσων ισχυρίζομαι.
Γι’ αυτό υπάρχει ο δημόσιος διάλογος.
Άλλωστε είναι η Κοινή Γνώμη που έχει τον τελικό λόγο, αυτή η τόσο δύσκολα οριζόμενη όσο και τόσο ακαθόριστη «οντότητα».
Τελειώνοντας.
Αποτελεί πολιτική αφέλεια να πιστεύουν κάποιοι ότι το Βερολίνο (μέσω της Τρόϊκα) έφτασε εδώ που έφτασε τη χώρα, απλά για να αφήσει «ημιτελές» τον στόχο του.
Ανάμεσα στις γερμανικές αρετές, κι αυτό το σημειώνω θετικά, είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί, μιλάνε σοβαρά όταν μιλάνε.
Όταν λένε «επιδιώκω αυτό», το επιδιώκουν, δεν παίζουν.
Σ’ αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη καθ’ ημάς πραγματικότητα, όπου ακόμα και στη Κρίση, παίζουμε με τις ίδιες τις υπογραφές μας.
Πρώτα συμφωνούμε, πρώτα υπογράφουμε, κι έπειτα δίνουμε (δήθεν) «μάχες» να μη ισχύσουν ό,τι συμφωνήσαμε και υπογράψαμε!
Έξοχα!
Το Βερολίνο όμως, το οποίο είναι περιώνυμο για τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό του, θα επιμείνει έως τέλους να εκτελεστούν τα υπογραφέντα.
Ουδείς εξ όσων έθεσαν την υπογραφή τους μπορεί να την αμφισβητήσει, διότι δεν είναι μια υπογραφή, δεν είναι δύο, δεν είναι τρείς, δεν είναι τέσσερις, δεν είναι πέντε, είναι χίλιες δέκα πέντε…
Εγώ απλά να επαναλάβω μια διατυπωμένη θέση μου επ’ αυτού :
Έχει κάποιος την καλοσύνη να μου προσκομίσει την εντολή του λαού, δυνάμει της οποίας, και μόνο δυνάμει της οποίας, οι αντιπρόσωποί του είχαν το δικαίωμα να υπογράφουν ό,τι υπέγραφαν;
Έχει κάποιος την καλοσύνη να μου προσκομίσει τα προγράμματα των κομμάτων εξουσίας για να δούμε δυνάμει ποιων υποσχέσεων εκλέχτηκαν και οι μνημονιακές κυβερνήσεις;
Αν οι μνημονιακές κυβερνήσεις πολιτεύθηκαν εναντίον των όσων υποσχέθηκαν, αυτή η διακυβέρνηση φέρνει επαξίως τον τίτλο : «διακυβέρνηση δια της υφαρπαγής της λαϊκής ψήφου».
(Υφαρπαγή = κλοπή)
Όποια κυβέρνηση κυβερνά δια της υφαρπαγής της λαϊκής ψήφου, ό,τι αποφασίζει είναι και de facto και de jure άκυρο.
Διαφορετικά θα ήταν σα να νομιμοποιούσαμε την υφαρπαγή της ψήφου, δηλαδή το ψεύδος, ως αποδεκτό μέσο αναρρίχησης στην εξουσία.
Την ίδια στιγμή, όσοι συνυπέγραφαν με ανομιμοποίητες κατά τα ανωτέρω κυβερνήσεις, θα το πω ωμά, όσο ωμά το είπαν και οι ίδιοι πολύ πρόσφατα στη περίπτωση της Κύπρου, όταν σε μια βραδιά, με κυριολεκτικά γκαγκστερικές μεθόδους λήστεψαν τις καταθέσεις ενός ολόκληρου λαού, «ας πρόσεχαν»!
Αυτό το «ας πρόσεχαν», φυσικά, δεν ακούστηκε ούτε για πρώτη φορά στη Κύπρο, ούτε στη περίοδο της Κρίσης.
Θα θυμούνται ίσως οι παλιότεροι, το «ας πρόσεχαν» που ειπώθηκε για τη ληστεία του Χρηματιστηρίου, εδώ στην Ελλάδα.
Λοιπόν : το επαναλαμβάνω :
«Ας πρόσεχαν»!
Προσωπικά δεν θα έλεγα ποτέ αυτή τη φράση, όμως, με την Αθλιότητα, πρέπει να μιλάς στη γλώσσα της και με αποφασιστικότητα.
«Ας πρόσεχαν»!
Όταν κλείνεις «δουλειές» με κάποιον, μέσω «αντιπροσώπου», το πρώτο που θα πρέπει να εξετάσεις, είναι αν ο «αντιπρόσωπος» ενεργεί όντως κατ’ εντολήν του εντολέα του και όχι εν αγνοία του, πόσο μάλλον εναντίον του, πόσο δε μάλιστα, όταν διαπιστώνεις ότι ο «εντολεύς» ωρύεται ότι άλλη είναι η εντολή του, και άλλα πράγματα διαπραγματεύεται και με άλλους όρους ο αντιπρόσωπός του, αλλά, παρόλα αυτά, εσύ προχωρούσες.
Λοιπόν, μια ακόμα φορά : «Ας πρόσεχες»!