«Ιμερτά Μυθαναγνώσματα» Διαύγασμα Δ΄- Ο Απόλλωνας και η Δρυόπη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

δρυοπηΜιά φορά κι έναν καιρό, επάνω στις καταπράσινες πλαγιές τής Οίτης, ανάμεσα σε δέντρα με πλούσιο φύλλωμα και πυκνή σκιά, σε έναν πετρόκτιστο και πανύψηλο πύργο, με μεγάλα, αψιδωτά παράθυρα και ανθοστόλιστους εξώστες, ζούσε ο καλός βασιλιάς Δρύοπας

γιός τού Σπερχειού και τής Πολυδώρης. Ο Δρύοπας είχε μία όμορφη θυγατέρα, την αρχοντοπούλα Δρυόπη, ένα σπάνιο και ζωηρό κορίτσι με μακριές, πυρρόξανθες πλεξούδες, με καταπράσινα μάτια, ρόδινα μάγουλα, κόκκινα χείλη και ολόγλυκια φωνή. Η λυγερόκορμη νεαρή περνούσε ευτυχισμένη ζωή, βόσκοντας τα πρόβατα τού πατέρα της, τραγουδώντας ανέμελα μέσα στην ηλιόλουστη φύση και παίζοντας καθημερινά με τις Αμαδρυάδες νύμφες, που την αγαπούσαν και την φρόντιζαν πολύ. Κοντά τους η Δρυόπη έμαθε να υμνεί τους αθάνατους θεούς, να χορεύει με χάρη, και να περιποιείται τα ζωντανά τού οικογενειακού τους αγροκτήματος. Όταν ενηλικιώθηκε, η σαγηνευτική ομορφιά της φάνηκε ακόμη περισσότερο και όσοι την έβλεπαν θαμπώνονταν από την φωτεινότητα τού προσώπου της και ελκύονταν από την γλυκύτητα των τρόπων της.

Ένα ήρεμο, καλοκαιριάτικο μεσημέρι, ο λαμπρός θεός Απόλλωνας, ο άρχοντας τής μελωδίας, έτυχε να περνά από την Οίτη, συντροφιά με έναν από τους κυνηγετικούς σκύλους του, τον Άργη. Επιθυμώντας να ξεκουραστεί, μετά από την πολύωρη οδοιπορία, κάθισε κοντά στην ρίζα ενός σκιερού πλάτανου, δίπλα σε μιά δροσερή πηγή, αφήνοντας στα δεξιά του το χρυσό τόξο και τα αργυρά βέλη του. Αφού ήπιε νερό και πότισε τον Άργη, πήρε στα χέρια του την θαυμαστή λύρα του και άρχισε να παίζει μουσική. Κάπου εκεί γύρω βρισκόταν και η Δρυόπη, που έβοσκε τα προβατάκια της. Μόλις άκουσε τους αρμονικούς ήχους, που σκορπούσε ολόγυρα η λύρα, γοητεύτηκε και έψαξε να βρει από πού προέρχονταν. Πλησιάζοντας προς τον γέρο πλάτανο, διέκρινε τον ωραίο και ρωμαλέο θεό, με τα ολόξανθα, μακριά μαλλιά και τα αστραφτερά μάτια και, χωρίς να ξέρει ποιός είναι, στάθηκε και τον παρατηρούσε με ενδιαφέρον και με προσοχή. Έξαφνα, ο Απόλλωνας αντιλήφθηκε το κορίτσι, σταμάτησε την μουσική και έστρεψε το σπινθηροβόλο, θεϊκό βλέμμα του προς το μέρος της. Η Δρυόπη, τότε, τρόμαξε πολύ, έριξε κάτω το δρύϊνο ραβδί της ταραγμένη και άρχισε να τρέχει γρήγορα προς το κοπάδι της, αλλά ο θεός πρόλαβε να δει και να θαυμάσει την υπέροχη κόρη, νιώθοντας τον έρωτα να φτάνει μέχρι βαθιά μέσα στην θερμή καρδιά του.

Μετά από αρκετό καιρό, ένα γαλήνιο απόγευμα προς το τέλος τού θέρους, η Δρυόπη και οι Αμαδρυάδες συγκεντρώθηκαν σε ένα δροσερό ξέφωτο τού δάσους, άναψαν τρανή φωτιά και άρχισαν να χορεύουν επιδέξια τριγύρω της, τραγουδώντας μελωδικούς ύμνους προς τιμήν τής θεάς Αρτέμιδας και τού θεού Πάνα, που είναι οι προστάτες των δασών και των άγριων ζώων. Πίσω από μία πυκνή συστάδα θάμνων παραμόνευε ο θεός Απόλλωνας, ασυγκράτητα ερωτευμένος με την Δρυόπη, και παρακολουθούσε θαμπωμένος τις αέρινες κινήσεις των κοριτσιών. Κάποια στιγμή, αποφάσισε να μεταμορφωθεί σε χελώνα, ώστε να καταφέρει να πλησιάσει την Δρυόπη χωρίς να την τρομάξει. Και έτσι έκανε.

Η όμορφη αρχοντοπούλα είδε την χελώνα, που βάδιζε αργά προς το μέρος της, την πήρε στα χέρια της και άρχισε να παίζει μαζί της, κρατώντας την μέσα στην ποδιά της. Οι Αμαδρυάδες, στην αρχή, δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στο ζωντανό παιχνίδι τής Δρυόπης αλλά, μόλις η χελώνα μεταμορφώθηκε σε τεράστιο φίδι, οι νεαρές νύμφες φοβήθηκαν, φώναξαν δυνατά και έτρεξαν μακριά γιά να κρυφτούν. Πριν καλά-καλά αντιληφθεί τι τής είχε συμβεί, η Δρυόπη βρέθηκε αγκαλιασμένη τρυφερά από τον πανέμορφο θεό, ο οποίος είχε ξαναπάρει την αρχική μορφή του και τώρα την φιλούσε με πάθος. Η νύχτα τούς βρήκε να κοιμούνται μαζί στην ρίζα μιάς βαλανιδιάς, σκεπασμένοι με τον πορφυρό μανδύα τού Απόλλωνα.

Πολύ πριν χαράξει η ρόδινη αυγή, η αρχοντοπούλα Δρυόπη ξύπνησε τρομαγμένη και ανήσυχη, νομίζοντας ότι είχε ονειρευτεί όλα όσα τής είχαν συμβεί κατά το προηγούμενο βράδυ. Βλέποντας, όμως, δίπλα της τον πανέμορφο θεό, να κοιμάται ελαφρά και να χαμογελά ικανοποιημένος μέσα στον ύπνο του, τινάχτηκε επάνω ταραγμένη και έτρεξε έντρομη προς την πατρική κατοικία της. Δεν τόλμησε να μιλήσει γιά την πρωτόγνωρη εμπειρία της ούτε στον πατέρα της ούτε στην γριά παραμάνα της ούτε σε κανέναν άλλο, και συνεχώς προσποιούνταν ότι δεν την απασχολούσε τίποτε, αν και – μέρα με την ημέρα – ένιωθε κάτι να αλλάζει μέσα της, πότε γεμίζοντάς την με ανείπωτη χαρά και πότε βυθίζοντάς την σε μιά παράξενη θλίψη.

Έπειτα από λίγο καιρό, ο βασιλιάς Δρύοπας πήρε την απόφαση να παντρέψει την μονάκριβη θυγατέρα του με τον φημισμένο άρχοντα Ανδραίμωνα, γιό τού Οξύλου, που την είχε ερωτευθεί παράφορα και του την είχε ζητήσει με κάθε επισημότητα, στέλνοντας πολλά και πλούσια δώρα με τους υπηρέτες του. Οι αρχοντικοί γάμοι γιορτάστηκαν με μεγάλη λαμπρότητα και με ένα πλήθος αξιοσέβαστων καλεσμένων, που επευφημούσαν το ταιριαστό ζευγάρι και τού έδιναν πολύτιμες συμβουλές και εγκάρδιες ευχές. Ο ευτυχής Ανδραίμωνας ήταν πολύ ευγενικός με την μειλίχια Δρυόπη, αλλά και αυτή φαινόταν πολύ ευχαριστημένη στο πλευρό τού άνδρα της. Μετά το τριήμερο γαμήλιο συμπόσιο, οι νεόνυμφοι ανέβηκαν στεφανωμένοι στην χρυσοστόλιστη άμαξα τού Ανδραίμωνα και αναχώρησαν γιά τον πύργο τού Οξύλου, ενώ οι φίλοι και οι συγγενείς τούς έραιναν με πολύχρωμα άνθη και τους τραγουδούσαν εύθυμα, γαμήλια άσματα, που αντηχούσαν σε ολόκληρη την Οίτη.

Αφού πέρασαν οι μήνες, η νεαρή αρχοντοπούλα έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο και εκπληκτικά όμορφο αγοράκι, τον γιό τού θεού Απόλλωνα, στο οποίο έδωσαν το όνομα Άμφισσος. Μεγαλώνοντας, ο Άμφισσος έγινε ένας ισχυρός, ευγενικός και πολυτάλαντος νέος. Από νωρίς φανέρωσε τα σπάνια προτερήματά του και τις εξαιρετικές ικανότητές του, μέσα από τις οποίες αναδεικνυόταν η θεϊκή καταγωγή του. Κοντά στο όρος Οίτη σχεδίασε και έκτισε μία φιλόξενη και ασφαλή πόλη, την οποία ονόμασε επίσης Οίτη, και εκεί βασίλεψε γιά πολλά-πολλά χρόνια, με ειρήνη, κατανόηση και δικαιοσύνη. Επίσης, στην περιοχή τής Δρυοπίδας, γενέθλιο τόπο τής μητέρας του, θεμελίωσε έναν περικαλλή ναό προς τιμήν τού θεού Απόλλωνα, τού πραγματικού πατέρα του, τον οποίο λάτρευε με όλη την καρδιά του.

Σε αυτόν τον ναό, λοιπόν, ενώπιον τού πελώριου και περίτεχνου αγάλματος τού Απόλλωνα, πήγαινε συχνά γιά να προσευχηθεί και να προσφέρει θυσίες η Δρυόπη, εκδηλώνοντας με σεμνότητα τον διαρκή έρωτά της προς τον θεό τού φωτός. Σ’ εκείνο το εξαίσιο ιερό, ένα ήρεμο χειμωνιάτικο βράδυ, την ανακάλυψαν οι Αμαδρυάδες νύμφες, οι παλιές και αγαπημένες φίλες της, και την πήραν μαζί τους στο δάσος, εντάσσοντάς την στην χορεία των νυμφών. Στην θέση, όπου την συνάντησαν, στον προαύλιο χώρο τού ναού, δίπλα στον μαρμάρινο εξωτερικό βωμό, ύψωσαν μία μαύρη λεύκα, από την ρίζα τής οποίας ανάβλυζε πεντακάθαρο νερό.

Όταν ο Άμφισσος κατάλαβε τι συνέβη στην μητέρα του, κράτησε μυστικό το θαυμάσιο γεγονός, αλλά ανταπέδωσε ευγενικά την χάρη στις Αμαδρυάδες, ιδρύοντας και διακοσμώντας με τέχνη ένα κομψό ιερό των νυμφών, κοντά στο οποίο τέλεσε – πρώτος αυτός – περίλαμπρους αγώνες δρόμου, με πολύτιμα έπαθλα και με την συμμετοχή διάσημων αθλητών από όλες τις γύρω περιοχές. Λένε ότι σ’ εκείνους τους αγώνες, που έκτοτε έγιναν ετήσιος θεσμός στην Οίτη, δεν επιτρεπόταν η είσοδος γυναικών, επειδή δύο νεαρά κορίτσια, που έτυχε να πληροφορηθούν την μεταμόρφωση τής Δρυόπης, δεν φύλαξαν το μυστικό, όπως όφειλαν να κάνουν, αλλά έτρεξαν αμέσως και το φανέρωσαν σε πολλούς ανθρώπους…

Αθανάσιος Τσακνάκης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ