Από ιστορικής πλευράς, τόσο τα οικονομικά, όσο και τα κοινωνικά συστήματα, προσανατολίζονται στους αντικειμενικά περιορισμένους «συντελεστές παραγωγής» (φύση, εργασία, κεφάλαιο). Ο καπιταλισμός του 19ου αιώνα λοιπόν χαρακτηρίσθηκε από τη μαζική αύξηση των αναγκών κεφαλαίων στη Δύση, τα οποία συμβάδιζαν με τις απαιτήσεις της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης.
Δηλαδή, οι συνεχώς περισσότερες βιομηχανίες που κατασκευάζονταν, καθώς επίσης η τεράστια ανοικοδόμηση και τα έργα υποδομής, απαιτούσαν διαρκώς πιο πολλά χρήματα – με αποτέλεσμα να τα λαμβάνουν μόνο όσοι εξυπηρετούσαν καλύτερα τις ανάγκες των ιδιοκτητών κεφαλαίων (αυτοί δηλαδή που «προσέφεραν» υψηλότερα επιτόκια, είχαν καλύτερη πιστοληπτική ικανότητα, παρουσίαζαν μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης ή κερδοφορίας κλπ).
Τις περασμένες δεκαετίες συνέβη ουσιαστικά κάτι αντίστοιχο, στα πλαίσια της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης. Λόγω του «ανοίγματος» των αναπτυσσομένων οικονομιών, οι αγορές διευρύνθηκαν ραγδαία – οπότε αυξήθηκαν οι κεφαλαιακές ανάγκες, σε τεράστιο βαθμό. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν σε χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία κλπ, αυξάνοντας τόσο τα μεγέθη, όσο και τις ανάγκες τους σε κεφάλαια – με αποτέλεσμα τα «οφέλη για τους μετόχους» (shareholder value) να αναδειχθούν σε κεντρική τους επιδίωξη, αφού μόνο έτσι μπορούσαν να προσελκύσουν περισσότερα ξένα κεφάλαια.
Συνέβη επομένως αυτό που κάποτε είχε προβλέψει ο Hobson, θέτοντας την εξής ερώτηση στον εαυτό του: «Όταν η πλειονότητα των ανθρώπων αδυνατεί να αγοράσει όλα τα προϊόντα που παράγονται στην αγορά, επειδή τα εισοδήματα της είναι πολύ μικρά λόγω της άνισης κατανομής τους, πως είναι δυνατόν ένας λογικός καπιταλιστής να επενδύσει σε εξοπλισμό, ο οποίος θα παρήγαγε ακόμη περισσότερα αγαθά, σε μία ήδη παραφορτωμένη αγορά, χωρίς προοπτικές ανάπτυξης και κερδοφορίας;».
Η απάντηση του, η οποία σηματοδοτούσε τη γένεση του καπιταλιστικού επεκτατισμού, ήταν απλούστατη: «Οι αυτόματες αποταμιεύσεις των πλουσίων μπορούσαν να επενδυθούν με έναν τρόπο που θα τις αξιοποιούσε, χωρίς το συνακόλουθο πρόβλημα της αυξημένης εγχώριας παραγωγής. Θα μπορούσαν να επενδυθούν στο εξωτερικό».
Ο οικονομολόγος επαληθεύθηκε πρόσφατα, όπου παρατηρήθηκε μία «μαζική» αύξηση των επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες (επομένως μία άνευ προηγουμένου έξοδος των κεφαλαίων από τη δύση), οι οποίες επικεντρώθηκαν τόσο στην βιομηχανοποίηση, όσο και στις υποδομές τους – με αποτέλεσμα την αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης κεφαλαίων εκ μέρους τους, η οποία όμως οδήγησε στην υπερχρέωση τους, κυρίως σε δολάρια (κάτι αντίστοιχο συνέβη και στον ευρωπαϊκό νότο, ο οποίος απορροφούσε τα επενδυτικά κεφάλαια του βορά έως και το 2008).
Ο δανεισμός τους δε διευκολύνθηκε από τα προγράμματα ποσοτικής διευκόλυνσης της Fed, μέσω των οποίων εισέρεαν όλο και μεγαλύτερες ποσότητες δολαρίων στην αγορά – τα οποία κατευθύνονταν αφενός μεν στα χρηματιστήρια, αφετέρου στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με αποτέλεσμα να διατηρηθεί χαμηλός ο πληθωρισμός στις Η.Π.Α.
Οι εκροές δολαρίων όμως προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες σταμάτησαν, λόγω της υπερχρέωσης τους – παράλληλα, η Fed δεν επεκτάθηκε σε ένα τέταρτο πακέτο, δηλώνοντας ταυτόχρονα πως θα προβεί σε αύξηση των βασικών επιτοκίων, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τον προβλεπόμενο πληθωρισμό (από το σταμάτημα της εκροής δολαρίων, σε συνδυασμό με τις αυξημένες εισροές, λόγω της αποπληρωμής των δανείων εκ μέρους των αναπτυσσομένων οικονομιών).
Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν στην έντονη ανατίμηση του δολαρίου απέναντι σε όλα τα άλλα νομίσματα του πλανήτη (γράφημα) – η οποία επιταχύνθηκε από τις προσπάθειες των υπολοίπων κεντρικών τραπεζών (άρθρο) να υποτιμήσουν τα νομίσματα τους, με στόχο την καταπολέμηση του προβλήματος της υπερχρέωσης των χωρών τους, μέσω των εξαγωγών.
Σημείωση γραφήματος: Το ρούβλι έχει επιστρέψει στο 1:55 σε σχέση με το δολάριο, λόγω της σχετικής σταθεροποίησης των τιμών του πετρελαίου – ενώ η Ρωσία δεν θέλει να ανατιμηθεί περισσότερο, για να μην δημιουργηθούν προβλήματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της.
Έτσι έχουμε οδηγηθεί σε μία εντελώς διαστρεβλωμένη αγορά, η εξέλιξη της οποίας δεν είναι καθόλου εύκολο να προβλεφθεί –αν και όλα συνηγορούν υπέρ της συνέχισης της ανατίμησης του δολαρίου, την οποία θα ακολουθήσει ένας επικίνδυνος υπερπληθωρισμός στις Η.Π.Α., καθώς επίσης μαζικές αθετήσεων πληρωμών χρεών εκ μέρους κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Οι τοποθετήσεις στο δολάριο
Τα παραπάνω έχουν προφανώς αξιολογηθεί σωστά από τα επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία τοποθετούνται μαζικά υπέρ της αύξησης της ισοτιμίας του δολαρίου – γεγονός που λειτουργεί ως ένας επί πλέον «επιταχυντής» της.
Εκτός αυτού, ποτέ μέχρι στιγμής στην ιστορία, δεν θεωρούν τόσο πολλοί πως θα υποτιμηθεί ακόμη περισσότερο το ευρώ, όσον αφορά το δολάριο – γεγονός που επεξηγείται αφενός μεν από το πρόγραμμα ποσοτικής διευκόλυνσης που εγκαινίασε η ΕΚΤ, αφετέρου από τους κινδύνους διάλυσης της Ευρωζώνης, κυρίως λόγω του ελληνικού προβλήματος. Το γράφημα που ακολουθεί (πηγή: Societe Generale) είναι αποκαλυπτικό:
Όπως φαίνεται από το γράφημα, τα επενδυτικά κεφάλαια τοποθετούνται σε μεγάλο βαθμό υπέρ της υποτίμησης του ευρώ, απέναντι στο δολάριο – με επόμενο «υποψήφιο» το peso του Μεξικού, το δολάριο της Αυστραλίας, το καναδικό δολάριο, το βραζιλιάνικο real και τη βρετανική στερλίνα.
Το μοναδικό νόμισμα δε, το οποίο θεωρείται πως θα ανατιμηθεί απέναντι στο δολάριο, είναι το φράγκο της Ελβετίας – το οποίο, έχοντας εκτοξευθεί απέναντι στο ευρώ μετά το σταμάτημα της σύνδεσης του, διατηρείται σε ένα εύρος 1,04 – 1,10 σε σχέση με το ευρώ, με τις συνεχείς παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας για να μην καταρρεύσουν οι εξαγωγές της χώρας.
Εν τούτοις, οι μαζικές τοποθετήσεις στην υποτίμηση του ευρώ απέναντι στο δολάριο ίσως αποδειχθούν υπερβολικές – ειδικά εάν η Ελλάδα καταφέρει να συμφωνήσει τελικά με τους δανειστές της, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί ο κίνδυνος της εξόδου της από την Ευρωζώνη, οπότε η ενδεχόμενη διάλυση της.
Σε κάθε περίπτωση, η ανατίμηση του δολαρίου έχει οδηγήσει σε πολύ υψηλά επίπεδα τους δείκτες των ασιατικών χρηματιστηρίων (Ιαπωνία, Χονγκ Κονγκ), καθώς επίσης της Ευρώπης – με το γερμανικό δείκτη να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Κατά την άποψη μας δε, θα ακολουθήσουν σύντομα η Ισπανία και η Ιταλία – αφού είναι σημαντικά υποτιμημένες.
Ο χρυσός
Η τιμή του χρυσού, από τα 1.900 $ η ουγγιά στα μέσα του 2011, έχει φτάσει στα 1.200 $ περίπου – γεγονός που σημαίνει ότι, παρουσίασε πτώση της τάξης του 40%. Βέβαια, επειδή η αύξηση της ισοτιμίας του δολαρίου είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της πτώσης της τιμής του χρυσού, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ήταν φυσιολογική.
Ένας δεύτερος παράγοντας της πτώσης της τιμής είναι ασφαλώς οι εκροές από τα εξειδικευμένα στο χρυσό επενδυτικά κεφάλαια – τα οποία το 2012 διέθεταν 85 εκ. ουγγιές, ενώ σήμερα μόλις 53 εκ., έχοντας όμως αρχίσει να αυξάνονται ξανά.
Χρυσός – η εξέλιξη της τιμής του χρυσού (σε $), με χρωματισμένα τα σημεία εφαρμογής των διαφόρων μονεταριστικών πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης της FED.
Εν τούτοις, αυτό που προξενεί πολύ μεγάλη εντύπωση είναι τα συμπεράσματα από το προηγούμενο γράφημα – όπου, ενώ θα περίμενε κανείς πως η τιμή του χρυσού θα αυξανόταν λόγω των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης της Fed, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Παραδόξως δε η τιμή του αυξανόταν (37,29%), όταν η κεντρική τράπεζα έκανε «διάλλειμα», όσον αφορά την εκτύπωση νέων χρημάτων.
Η τελευταία αυτή διαπίστωση συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι, η τιμή του χρυσού θα αρχίσει πλέον να αυξάνεται σταθερά– πόσο μάλλον όταν προβλέπεται πληθωρισμός στις Η.Π.Α., λόγω των μεγάλων εισροών δολαρίων από το εξωτερικό.
Σημείωση: Δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι, οι πηγές προέλευσης των κεφαλαίων, οι αποταμιεύσεις, περιορίζονται συνεχώς, λόγω της αύξησης του μέσου όρου ζωής στις δυτικές κοινωνίες – αφού οι ηλικιωμένοι αποταμιεύουν πολύ λιγότερα, σε σχέση με τους νεώτερους. Παράλληλα, αυξάνονται οι απαιτήσεις από την κοινωνική ασφάλιση, επειδή όλο και περισσότεροι εντάσσονται στους συνταξιούχους ασφαλισμένους – ενώ όλο και λιγότεροι στο ενεργό εργατικό δυναμικό, μεταξύ άλλων λόγω της υφιστάμενης υπογεννητικότητας.
Πρόκειται λοιπόν για μία πολύ σημαντική «δομική» αλλαγή του καπιταλισμού, εις βάρος της ανεπτυγμένης «δύσης» (Η.Π.Α., ΕΕ, Ιαπωνία), αφού αντιστρέφονται τα «δεδομένα». Δηλαδή, ενώ οι περασμένες δεκαετίες στη «δύση» χαρακτηρίζονταν από συνεχώς μειούμενες επενδύσεις, απέναντι στις οποίες ευρίσκονταν αυξημένες αποταμιεύσεις, σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Από την εποχή των πλεονασμάτων λοιπόν των παγκοσμίων αποταμιεύσεων, εισήλθαμε στην εποχή των πλεονασμάτων των επενδύσεων, με την παράλληλη μείωση των υφισταμένων αποταμιεύσεων.
Επομένως, η περίοδος των χαμηλών επιτοκίων, η οποία διήρκεσε περίπου 30 έτη, φτάνει στο τέλος της – ακολουθούμενη προφανώς από μία εποχή, κατά την οποία το κεφάλαιο θα γίνεται όλο και πιο ακριβό. Η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού είναι μάλλον δεδομένη, με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις με περιορισμένα Ίδια Κεφάλαια – κυρίως βέβαια για τα υπερχρεωμένα κράτη, τα οποία σύντομα θα βρεθούν αντιμέτωπα με κατά πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, αφού το τέλος της εποχής των χαμηλών επιτοκίων συμπίπτει με τον υπερδανεισμό της «δύσης».
Όσον αφορά δε τις τράπεζες, η αύξηση των επιτοκίων θα λειτουργήσει προσθετικά στις ήδη υψηλές επισφάλειες τους, με αποτέλεσμα να περιορίσουν ακόμη περισσότερο τα δάνεια τους – τόσο προς τους καταναλωτές, όσο και προς την πραγματική οικονομία. Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις επενδύσεις, ιδιαίτερα την οικοδομική δραστηριότητα, εντείνοντας τις «υφεσιακές» πιέσεις και σηματοδοτώντας το ξεκίνημα ενός νέου «κύκλου του διαβόλου».
ΠΗΓΗ https://projectantisystem.wordpress.com