Για τους παλιοσχολίτες: 30 χρονια απο την συναυλία των Dire Straits στην Ελλάδα
Αρχές Μαίου του ’85. Ο άνθρωπος με τα πατομπούκαλα έχει εκλεγεί επεισοδιακά στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, η Βουλή έχει εσπευσμένα διαλυθεί από τα τέλη Μαρτίου και η προεκλογική περίοδος κυριολεκτικά μαίνεται.
Πράσινα και γαλάζια καφενεία γεμίζουν τη χώρα του Χάρρυ Κλυνν και του λαμέ συνδικαλισμού με χαρακώματα, από Ομόνοια μέχρι και Αγουρινίτσα.
Με θάλασσες από κορναρίσματα και πλαστικές σημαίες, καραβάνια ωρυωμένων συν γυναιξί και τέκνοις περιοδεύουν ανά την επικράτεια και αποθεώνουν τα τους υποψήφιους στα μπαλκόνια. Φωτογραφίες της Αυριανής με τον Μητσοτάκη ανάμεσα από δύο χαμογελαστούς Γερμαναράδες από τη μία, «Σεισμός – σεισμός έρχεται ο Ψηλός» από την άλλη.
Όμως τα μίση και τα πάθη της μισής Ελλάδας κατά της άλλης μισής, αφήνουν λίγο πολύ αδιάφορο το μουσικόφιλο κοινό μεταξύ 15 και 25, που καταναλώνει πειρατικούς σταθμούς, «Αυτοκίνηση», “Yamaha XT” και νοικιασμένες βιντεοκασσέτες με τη σέσουλα.
Στο «ΠΟΠ & ΡΟΚ» του Μαρτίου έχει ανακοινωθεί επίσημα. Δεν είναι φήμη. Οι Dire Straits έρχονται για συναυλία στις 6 Μαίου στο (sic) «Παλαί Ντε Σπορ» (με υπότιτλο «Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας Νέου Φαλήρου»).
Η μαυρόασπρη φωτογραφία στο «ΤΟΠ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΙ» είχε το γκρουπ χαλαρό και χαμογελαστό στα καμαρίνια, ενώ αυτή του «ΠΟΠ & ΡΟΚ» σε κανονική πόζα διαφημιστικής προώθησης, με τον υπότιτλο – υπενθύμιση βαρέως νοήματος: «οι ίδιοι οι καλλιτέχνες συμφωνούν ότι το καλύτερο μέσο να τους απολαύσετε είναι το Compact Disc της Philips».
Mέχρι τότε έχουν έρθει οι Police, ο Gallagher, ο Gillan, οι Roxy Music, o Ray Charles, οι Talking Heads, o Β.Β. King, ο Clapton.
Ονόματα που τα περιέβαλλε δέος, ήρθαν, είδαν κι απήλθαν μέσα από περιπετειώδεις εμφανίσεις γεμάτες τεχνικά και οργανωτικά προβλήματα και τζαμπατζήδες, συναυλίες που ασφυκτιούσαν καλλιτεχνικά από την προσδοκία του πεινασμένου ελληνικού κοινού. Αλλά οι Dire Straits είχαν κάτι άλλο.
Έφερναν μαζί τους το «κανονικό» ροκ, καταμεσίς της εποχής της Madonna και του Prince. Μακριά απ’ τον θαυμασμό των «φρικιών», από την άλλη σίγουρα «αντι-ποπ». Οπωσδήποτε έξω απ’ το νέο κύμα των μαυροντυμένων Κιουρομανών (λίγοι ακόμη τότε), όμως ταυτόχρονα παράξενα «παλιοί», με μπροστάρη αυτόν τον καραφλό κιθαρίστα με τη μπαντάνα, να κλέβει φωνή Dylan και να παίζει με τα δάχτυλα licks – φωτοτυπίες του J.J. Cale.
Στα μάτια και τα αυτιά του απεγνωσμένα γοητευμένου με την «σύγχρονη, ξένη» μουσική ελληνικού κοινού, που ενστικτωδώς αγωνιζόταν να ξεφύγει από το τρίγωνο Πάριος – Νταλάρας – Αλεξίου (ο δε Βασίλης ήταν κυρίως για όσους μπερδεύνταν με τον αγγλικό στίχο), ερχόταν στην Αθήνα το μεγαλύτερο συγκρότημα στον κόσμο εκείνη τη στιγμή.
Η συναυλία διαφημίζεται κατά κόρον από ραδιόφωνο και έντυπα («και τώρα, αγόρια και κορίτσια, ακούστε καλά…», έλεγε ο 2.67). Η ζήτηση προκύπτει τεράστια, με αποτέλεσμα να προστεθεί και δεύτερη συναυλία, την Τρίτη 7 Μαίου, παρ΄ότι τα «μαγικά χαρτάκια» κοστίζουν 850 δραχμές σε κερκίδα και αρένα. Μιλάμε για μια εποχή που το κουτάκι κόκα – κόλα κάνει 50 δραχμές, ένας καινούριος δίσκος 500 έως και 750 και το μηνιαίο τεύχος του «ΠΟΠ & ΡΟΚ» 100 δραχμές.
Δευτέρα 6 Μαίου, από τις πέντε το απόγευμα ολόκληρη η περιοχή του Ηλεκτρικού στο Σ.Ε.Φ. είχε κατακλυστεί από μπαντάνες, αμάνικα φανελλάκια, μπάγκυ και τζην levi’s 501 («μπαίνεις στη μπανιέρα και παίρνει το σχήμα του σώματος»), ενώ οι πόρτες άνοιγαν στις εξήμισυ.
Ως προς τη μουσική ουσία, στη σκηνή του ΣΕΦ ανέβηκε – μέσα σε ντελίριο – μια μπάντα που ακόμη ζεσταινόταν (η Αθήνα ήταν μόλις η τέταρτη από τις 248 της περιοδείας “Brothers In Arms Τour” που διήρκεσε έναν χρόνο). Οι Dire Straits παίζουν παλιά και καινούρια κομμάτια, μέσα σε συνθήκες ζέστης θερμοκηπίου, με οργασμικές εκδηλώσεις από το κοινό, ιδίως στη δεκάλεπτη εκτέλεση του “Sultans Of Swing” (κομμάτι που η εκμάθησή του εκείνη την εποχή προβίβαζε τους «κουλούς» σε κανονικούς κιθαρίστες), στο πιο ροκίζον “Expresso Love” και στο μυσταγωγικό “Private Investigations” (του οποίου το οργανικό θέμα είχε ήδη τρυπώσει στο υποσυνείδητο του ελληνικού κοινού από διαφημιστικό κολόνιας «For Men»). Ακούγονται και καινούρια κομμάτια. Παρ΄ότι οι διαφημίσεις διαβεβαίωναν ότι «το καινούριο άλμπουμ θα κυκλοφορήσει μέσα στον Απρίλιο σε δίσκους, κασσέτες και κόμπακτ ντισκ από τη Vertigo», αυτά τα «καινούρια» δεν έχουν αποκτήσει το μυθικό στάτους που θα προσλάβουν όχι μόνο εδώ, αλλά παντού στον ποπ κόσμο λίγους μόνο μήνες μετά.
Το ότι δεν καταγράφηκαν στον τύπο επεισόδια και αναφορές για εισβολή τζαμπατζήδων οφείλεται σίγουρα και στο προφίλ του γκρουπ, μουσικό και μη. Αρκετά «χαμηλότονο» για ταύτιση με τους ταραξίες και για έξαρση «γηπεδικών» παθών, πολύ «βαρετό» για να τραβήξει πανκιά ή μέταλλα. Ήταν μια διπλή εμφάνιση που στην πραγματικότητα «γύρισε το διακόπτη» για την Ελληνική πραγματικότητα ως προς τις «μεγάλες» συναυλίες. Δύο μήνες αργότερα στο Καλλιμάρμαρο έγινε το διαβόητο “Rock In Athens ’85” (όπου βέβαια τα επεισόδια και οι τζαμπατζήδες ξαναγύρισαν), ενώ στο Λυκαβηττό εμφανιζόταν ο Miles Davis.
Το ’86 στο ίδιο το Σ.Ε.Φ. ήρθαν οι Status Quo, στη Ριζούπολη οι Saxon, τo καλοκαίρι του ’87 στη Λεωφόρο οι Blue Oyster Cult και οι Sabbath, αρχές Φθινοπώρου στο Λυκαβηττό ο Peter Gabriel, ονόματα ζωντανά στο μουσικό στερέωμα το δεύτερο μισό των ’80s.
Ποιό ήταν όμως αυτό το «καινούριο άλμπουμ» των Dire Straits που έμελλε να γράψει ιστορία τη διετία ’85 – ’86; Μετά το βαρύθυμο και πειραματικό “Love Over Gold” του ’82 και το χορταστικό αλλά με ρετρό, «τραβηγμένες» εκτελέσεις “Alchemy Live” του ’84, ο Knopfler είχε ήδη ετοιμάσει και προβάρει κομμάτια για το επόμενο εγχείρημα, στα στούντιο του Montserrat στην Καραϊβική, μεταξύ Νοεμβρίου ’84 και Μαρτίου ’85 (εξ ου και όλες οι φωτό” προώθησης είχαν τους αγγλάρες με τροπικό μαύρισμα).
Η παραγωγή πιστώθηκε στον ίδιο τον Mark Knopfler και τον Neil Dorfsman, πιστό του συνεργάτη απ΄το ’82 και μετά. Ο κιθαρίστας, πάντα αναζητώντας να πετύχει την ιδανική ηχογράφηση, ήταν ιδιαίτερα δεκτικός στην καινούρια τεχνολογία και πάντα διαθέσιμος να εγκρίνει το όποιο κονδύλι για στουντιακό εξοπλισμό. Αντίθετα ίσως μ΄ότι θα μάντευε η μάζα των οπαδών, που είχε εμπλακεί με τους Dire Straits χάρις τον «παραδοσιακό» blues ήχο της κιθάρας του ίδιου του αρχηγού τους.
Στη σύνθεση που ηχογράφησε ανήκαν, πέρα από τον ίδιο τον 36χρονο Σκωτσέζο, η παλιά καραβάνα John Illsley στο μπάσο, ο Alan Clark (μαζί τους από το “Makin’ Movies” του ’80) σε πιάνο και Hammond B3 και ο νεοφερμένος Guy Fletcher, ο οποίος έμελλε να αποτελέσει ουσιώδες στοιχείο στο ηχητικό κάδρο του γκρουπ, τόσο ζωντανά και στο στούντιο, οχυρωμένος κυριολεκτικά πίσω από ένα τετράγωνο τοιχείο από κήμπορντς (Yamaha DX1, Roland Και Synclavier) που τον περικύκλωναν.
Στα τύμπανα, το παίξιμο του Terry Williams (βασικού τους ντράμερ από το ’82) δεν ικανοποίησε τον αρχηγό (παρ΄ότι παρέμεινε στην σύνθεση των περιοδειών μέχρι το ’88, μ΄αυτόν ήρθαν στο ΣΕΦ). Από όλο το άλμπουμ, αυτό που έμεινε από τις ηχογραφήσεις του Williams είναι μόνο τα αυτοσχεδιαστικά γεμίσματα στα τύμπανα στην εισαγωγή του “Money For Nothing” (μικρή αλλά πόσο χαρακτηριστική συνεισφορά).
Για τα υπόλοιπα ντραμς επιστρατεύτηκε το σοφιστικέ χέρι του ανερχόμενου τότε Omar Hakim [Miles Davis / Weather Report / Sting στο “Bring On The Night”]). Στα πνευστά και στα βοηθητικά κρουστά μεγάλα ονόματα session, ενώ στην εισαγωγή του “Money.” o Sting, με δύο μόνο φράσεις (“I Want My MTV” – “Money For Nothing – Chicks For Free”) υφάρπαξε ένα co-writing credit βγάζοντας τα πιο αβίαστα εκατομμύρια της καρριέρας του.
To άλμπουμ είναι από τα πρώτα που ηχογραφούνται εξ ολοκλήρου στο -state of the art- 24κάναλο ψηφιακό κασσετόφωνο της Sony.
Η στατηγική ταύτιση του «νέου δίσκου» του πιο κλασσικόηχου σχήματος των ’80s με το νέο ηχητικό μέσο, το cd, στοχεύει φανερά στο πορτοφόλι των γιάπηδων καθώς και στο ώριμο κοινό των ’70s, που έχει δική του δουλειά και μπορεί να ξοδέψει. Και πράγματι, η ιστορία έγραψε ότι ήταν το πρώτο μουσικό έργο του οποίου η έκδοση σε cd ξεπέρασε τις άλλες δύο παραδοσιακές μορφές κυκλοφορίας.
Ολόκληρη Philips σπονσοράρισε την διάρκειας ενός έτους περιοδεία. Μόστραρε στην έντυπη διαφήμιση το -ακόμη τότε εξωτικό στο μάτι- μικρό ασημένιο δίσκο με την τρύπα στη μέση να ενώνεται με μια ακτίνα λέϊζερ με το στέρεο, δημιουργώντας παραισθήσεις εξωγήινου ήχου σ ΄ όσους άκουγαν ακόμη κασσέτες «εταιρίας».
Σαν σύνολο παραγωγής, από το εξώφυλλο έως το περιεχόμενο, το “Brothers In Arms” είναι φανερό από την αρχή ότι θα γίνει αρχέτυπο. Ακόμη και οι κασσέτες της Vertigo έχουν inlay card πιστό αντίγραφο του εσωφύλλου του βινυλίου, με το όνομα του γκρουπ σ΄ εκείνο το αχνό πορτοκαλί και τους στίχους τυπωμένους με μαύρα γράμματα στο γαλάζιο φόντο που του εξώφυλλου.
Απ΄έξω δεσπόζει η -διάσημη έκτοτε- “Style 0 Resonator”, μια κιθάρα φτιαγμένη στα ’30s, σα να αιωρείται σ΄έναν ονειρικό ουρανό, ξεδιαλύνοντας τα σύννεφα.
Εμπνευσμένη εικόνα και ταυτόχρονα προφητική παραβολή γι’ αυτό που επιφύλασσε η βιομηχανία για την μπάντα του Knopfler. Με την κυκλοφορία του πέμπτου τους στούντιο άλμπουμ, την αποθέωσε. Αυτήν, την εκ γενετής «εκτός εποχής» μπάντα. Αυτό, το αναχρονιστικό folk blues απολειφάδι των ’70s, η βιομηχανία τo έκανε «μοντέρνο», στην καρδιά της εποχής της πόζας, του στυλιζαρίσματος, της πλαστικής νεωτερικότητας.
Από πλευράς περιεχομένου, είναι ένα άλμπουμ που σημαδεύει την εποχή του με εννέα αυτάρκη κομμάτια, που απαιτεί καθένα τη δική του προσοχή. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην δισκογραφία τους, οι μελωδίες είναι σαφείς και κατασταλαγμένες, παρά την ποικιλία του υλικού: «Ροκ της εποχής» (“Money For Nothing”, που προέκυψε έτσι τσιτωμένο από ατύχημα στην ηχογράφηση, καθώς ο Κnopfler προσπαθούσε να αντιγράψει το φαζ των ΖΖ Τοp), εκμοντερμονισμένο αμερικάνικο boogie (“Walk” Of Life”, παρά λίγο να μείνει έξω από το άλμπουμ, ως υπερβολικά «εξωστρεφές»), βρεττανικό κιθαριστικό blues (“Brothers In Arms”, “One World”), ηλεκτρική folk (“The Man’s Too Strong”), ’60s μελωδία στη φλέβα των -αγαπημένων του Knopfler- Everly Brothers (“Why Worry”), ακόμη και ελκυστικά νοτιοαμερικάνικα (“Ride Across The River”) ή jazz (“Your Latest Trick”) περάσματα.
Το στιχουργικό περιεχόμενο γέρνει προς το αντιπολεμικό (σχεδόν ολόκληρη η δεύτερη πλευρά περιστρέφεται γύρω απ΄αυτό το θέμα, με κέντρο βάρους το ομώνυμο κομμάτι, γραμμένο από τον Knopfler την εποχή του πολέμου των Φώκλαντς), αλλά οι up tempo περισπασμοί (“Money For Nothing”, “Walk Of Life”, “One World”) ισορροπούν το τελικό άκουσμα μαεστρικά.
Η εισβολή της μουσικής του άλμπουμ στο mainstream είναι καταιγιστική, ιδίως μετά την εμφάνιση των Dire Straits στο Live Aid. O δίσκος φθάνει στο Νο 1 της Βρεττανίας στο τέλος Μαίου και για 9 εβδομάδες στο Νο 1 της Αμερικής από τον Αύγουστο και μετά, ενώ θα πατήσει κορυφή σε άλλες 25 μικρώτερες μουσικές αγορές ανά τον κόσμο. Το “Money For Nothing”, με το χαρακτηριστικό hi-tech (για την εποχή) βίντεο κλιπ και το σαρδόνιο ρεφρέν (που ο γιαπισμός αυτόματα σφετερίζεται, στρεβλώνοντας το νόημά του σε ηδονηστικό) γίνεται Νο1 στην Αμερική για 3 εβδομάδες τον Σεπτέμβριο του ’85.
Ακολουθούν τα “Brothers In Arms” (UK# 16, Δεκέμβριος ’85), “Walk Of Life” (US#7, 25/1/86, UK#2, Φεβ. ’86), “So Far Away” (US# 19, 26/4/86), “Your Latest Trick” (UK#26, Μάϊος ’86).
Τα Grammy (“Best Rock Performance”, “Best Engineered Recording”, 25/2/86) είναι το ελάχιστο μπροστά στις διακρίσεις και τις πωλήσεις που θα ακολουθήσουν (πάνω από 30 εκατομμύρια παγκοσμίως μέχρι σήμερα, το ένα τρίτο απ΄αυτά στην Αμερική), καθώς το άλμπουμ, ήδη για τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατη, παρά τις μυριάδες τάσεις και στυλ που έχουν έκτοτε σαρώσει τα μουσικά χρονικά, την παράλειψή του από τις «best of» λίστες κάθε λογής εντύπων, βιβλίων ή site επαγγελματιών και ερασιτεχνών, μουσικοκριτικών και μουσικολογούντων.
Για μας εδώ στην Ελλάδα, το άλμπουμ αυτό, άσχετα τί μπορεί να έγραφαν οι πιουρίστες της εποχής, ήταν σα να άνοιξε τα παράθυρα και να μπήκε φως. Ακούγοντάς το μπορούσες να απολαύσεις χωρίς να βαρεθείς, να φύγεις απ΄τα περιχαρακωμένα στυλ (σκληρό ροκ ή «καρέκλα»), να ψάξεις, να πας προς τα πίσω, να αναζητήσεις κάτι που ακούγεται σαν το ένα, ή σαν το άλλο κομμάτι του.
Όσο για κάτι εκκολαπτόμενους ρόκερ που όταν εξασφάλισαν την γονεϊκή συναίνεση να ξεπορτίσουν για ΣΕΦ είχαν εξαντληθεί τα εισιτήρια, έφθασε να γίνει το σάουντρακ δύο εφηβικών χρόνων (’85 – ’86), με όλο τους το φορτίο.
Την αισιοδοξία, της ελαφρότητα, αλλά και την περίσκεψη, την άγνοια κινδύνου και την άδολη ελπίδα, όλων αυτών των αισθήσεων που δύσκολα ξεφτίζουν, όταν τις συνοδεύσει στην κατάλληλη χρονική στιγμή η πραγματικά ανεξίτηλη μουσική.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
WWW.ROCKTIME.GR