Ο βρετανός πρωθυπουργός αναφέρει πως έχει ήδη ξεκινήσει τα «τηλεφωνήματα» στους υπόλοιπους ευρωπαίους ηγέτες. Στόχος του, όπως ανέφερε, είναι να ξεκινήσει το συντομότερο δυνατό η επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης. Πρόθεση του Κάμερον, την οποία επιβεβαίωσε και μετά την επανεκλογή του, είναι οι όροι της νέας σχέσης να αποκρυσταλλωθούν μέχρι το τέλος του 2017 οπότε και θα τους θέσει σε δημοψήφισμα για παραμονή ή όχι στην ΕΕ.
Ο πρωθυπουργός επανέλαβε πως οι βουλευτές θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να εισηγηθούν έξοδο από την Ένωση: Ο Κάμερον αντιμετωπίζει μια ισχυρή ομάδα αμφισβητιών εντός του κόμματός του, που απεχθάνονται τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και θα χρειαστεί να πειστούν για να αποδεχθούν ο,τιδήποτε άλλο πλην του «Brexit».
Ο προηγούμενος Συντηρητικός πρωθυπουργός της Βρετανίας που κυβέρνησε με μια μικρή πλειοψηφία—μεγαλύτερη πάντως από αυτή του Κάμερον—δεν ήταν άλλος από τον Τζον Μέιτζορ, η θητεία του οποίου, πριν από δύο δεκαετίες, υπονομεύθηκε σε μοιραίο βαθμό από τους “ευρωσκεπτικιστές” στις τάξεις των Τόρις.
Τέσσερις ημέρες αφότου κέρδισε τις εκλογές, ο Κάμερον μπορεί ασφαλώς να αναμένει υποδοχή θριαμβευτή από την κοινοβουλευτική ομάδα των Συντηρητικών, αλλά γνωρίζει πολύ καλά, και το παράδειγμα του Μέιτζορ του το υπενθυμίζει, ότι ο μήνας του μέλιτος δεν θα διαρκέσει.
«Το Συντηρητικό Κόμμα που ποθεί διακαώς να δει τη μείωση της ανάμιξης της ΕΕ στην άσκηση της διακυβέρνησης θα καλεί διαρκώς τον πρωθυπουργό να ανακτήσει πλήρως τις εθνικές εξουσίες», έγραψε ο Τζον Ρέντγουντ, ένα από τα ηγετικά στελέχη των ευρωσκεπτικιστών, στην εφημερίδα The Observer. «Δεν υπάρχει καμιά διαφωνία για τον στόχο, αλλά ο πρωθυπουργός πρέπει να αποφύγει την πρόκληση απογοήτευσης όσον αφορά το πόσα επιτεύχθηκαν για να προωθηθεί» αυτός, πρόσθεσε.
Στην ημερήσια διάταξη θα είναι επίσης τα σχέδια του Ντέιβιντ Κάμερον για την εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος και την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού της Βρετανίας. Αφού η κυβέρνησή του μείωσε σχεδόν κατά το μισό το έλλειμμα από το 2010, σε περίπου 5% του ΑΕΠ, ο Κάμερον δεσμεύθηκε να εφαρμόσει μια πολιτική επιπρόσθετης δημοσιονομικής προσαρμογής, ύψους 30 δισ. λιρών στα επόμενα δύο χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της εξοικονόμησης περίπου 12 δισ. λιρών από τον προϋπολογισμό του συστήματος πρόνοιας.