Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Αναζητώντας το νόημα – Μερικές τοποθετήσεις στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη : Ανίκητοι – Ηττημένοι – Μέρος 1
Διάβασα με ενδιαφέρον το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη : «Ανίκητοι – Ηττημένοι, Για μια Ελληνική Άνοιξη μετά από ατέλειωτους μνημονιακούς χειμώνες» (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, 2017). Το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται απλά στο ότι εστιάζει κυρίως στην κρίσιμη περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, εκείνο το καυτό οκτάμηνο που τέλειωσε με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου (τέταρτου μαζί με το PSI), αλλά από το γεγονός ότι προέρχεται από τον άνθρωπο που ως υπουργός οικονομικών εκείνης της περιόδου (που, ας μην το ξεχνάμε, παραιτήθηκε, αρνούμενος να υπογράψει το παραπάνω νέο Μνημόνιο), χρεώθηκε σχεδόν αποκλειστικά την ατυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων, (κατ’ άλλους την «προδοσία»), δεχόμενος τα πυρά και από την αντιπολίτευση και από το εσωτερικό του κόμματός του, από τον άνθρωπο τον οποίο το προσωπικό του «ύφος» και «στυλ» αποτέλεσαν κι αυτά αντικείμενο ιδιαίτερα χλευαστικής κριτικής από τα συστημικά ελληνικά και διεθνή (κυρίως τα ευρωπαϊκά και κυρίως τα γερμανικά) ΜΜΕ και την αντιπολίτευση, πέραν της μομφής της αποδοθείσας ουσιαστικής του ανεπάρκειας για μια τόσο σοβαρή αποστολή, όσο αυτή της ουσιαστικής διαπραγμάτευσης με την Τρόικα, με όρους ρήξης μάλιστα!
Ασφαλώς, για την περίοδο εκείνη, έχω τις προσωπικές μου απόψεις, και μάλιστα δημοσιοποιημένες μέσω της αρθρογραφίας μου. Και οι απόψεις μου αυτές, δεν είναι θετικές για ό,τι συνέβη την περίοδο εκείνη, για το πώς έγινε η διαχείριση ενός εθνικού στόχου, αυτού του τερματισμού των Μνημονίων. Όπως επίσης, πριν ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλθει στην εξουσία, όντας όμως βέβαιος ότι βρίσκονταν στον προθάλαμό της, το Φθινόπωρο του 2014, σε άρθρα μου αποτύπωνα κάποια σενάρια για το τι θα αντιμετώπιζε όταν θα καταλάμβανε τη Κυβέρνηση, τις πιθανές καταλήξεις του εγχειρήματος «Πρώτη φορά Αριστερά» στη Κυβέρνηση, σενάρια που δυστυχώς δεν με διέψευσαν -αν και ευχόμουν το αντίθετο.
Οι απόψεις μου για τον Γ. Βαρουφάκη, ήταν διαμορφωμένες από τον καιρό που, μετά το 2010 κυρίως, τον παρακολουθούσα ως αρθρογράφο για τις αντιμνημονιακές του θέσεις, αλλά και ως συγγραφέα (για την ακρίβεια, έχω διαβάσει ένα ακόμα βιβλίο του, θα το χαρακτήριζα πολύ ενδιαφέρον, τον «Παγκόσμιο Μινώταυρο», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2012), ενώ, μετά την είσοδό του στη πολιτική, ασφαλώς διαμόρφωσα τις απόψεις μου γι’ αυτόν με βάση τις πολιτικές προτάσεις και το πολιτικό του έργο. Με το βιβλίο του «Ανίκητοι – Ηττημένοι», προσφέρει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες «από τα μέσα» της Κυβέρνησης αλλά και ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ, για ό,τι διαδραματίζονταν «πίσω από τις κλειστές πόρτες», αλλά και άγνωστων (μέχρι και την έκδοση του βιβλίου του αυτού) λεπτομερειών όσων προηγήθηκαν της πολιτικής του συμπόρευσης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Θάλεγα πως με τα όσα διάβασα, διαπίστωσα πως δεν είχα και πολλά πράγματα να αναθεωρήσω για τον Γ. Βαρουφάκη αλλά και για όσα διαδραματίστηκαν από τον Ιανουάριο του 2015 έως και τη ψήφιση του τρίτου Μνημονίου, ούτε καν για το πώς είχα αξιολογήσει τα τεκταινόμενα εκείνης της εποχής. Όμως, οι παραπάνω άγνωστες στο κοινό -και σε μένα- λεπτομέρειες που παρουσιάζει ο συγγραφέας, αυτές καθ’ αυτές έχουν ένα αυτοτελές ενδιαφέρον. Πρώτον, σε ό,τι αφορά τον ίδιο, μπορεί κανείς, με βάση την δική του αντίληψη των πραγμάτων, τον τρόπο πρόσληψής τους και την ερμηνευτική του προσέγγιση, να αξιολογήσει πολιτικά μα και ανθρώπινα τον άνθρωπο και πολιτικό Βαρουφάκη αλλά και άλλα πρόσωπα εδώ στην Ελλάδα και στους «Θεσμούς» που εμπλέκονταν ως εκ της ιδιότητάς τους στο Ελληνικό Δράμα, και δεύτερον, διότι αποτυπώνονται γεγονότα που πλέον αποτελούν κτήμα της Ιστορίας, τα οποία, όσο δεν αμφισβητούνται ως τέτοια, προσφέρουν υλικό είτε για την εξ αρχής διαμόρφωση είτε για την επικούρηση ή συμπλήρωση ή διόρθωση ήδη διαμορφωμένων απόψεων πάνω σ’ αυτά.
Ένα κομβικό σημείο το οποίο πρέπει ευθύς εξ αρχής να επισημανθεί, είναι η θέση του Βαρουφάκη για τον στρατηγικό στόχο που είχε εισηγηθεί στον Αλέξη Τσίπρα πριν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στην εξουσία αναφορικά με το τι θα έπρεπε να επιδιωχθεί, και τον οποίο έθετε ως προϋπόθεση να δεχτεί να μετάσχει στη Κυβέρνηση μετά τις εκλογές που αναμένονταν να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο στόχο ο Α. Τσίπρας τον υιοθέτησε, χωρίς όμως να τον υπερασπιστεί ως πρωθυπουργός έως το τέλος -σύμφωνα πάντα με τα γραφόμενα του Γ. Βαρουφάκη, αλλά και με βάση τις ίδιες τις κυβερνητικές επιλογές όπως αυτές ξετυλίχτηκαν και μορφοποιήθηκαν με τη ψήφιση του Μνημονίου του Αυγούστου του 2015.
Ο στόχος αυτός ήταν η πάση θυσία μη υπογραφή νέου Μνημονίου έστω και με κόστος ένα GREXIT. (σελ. 21, 24 βιβλίου του) Όπως σημειώνει : «Μόνο έτσι υπήρχαν πιθανότητες για την πολυπόθητη βιώσιμη συμφωνία χωρίς Grexit»! (σελ. 21).
Πολύ σοφά ο Βαρουφάκης, ήδη πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, συμβούλευε τον Αλέξη Τσίπρα (και τον Νίκο Παππά) σε κάποια συνάντησή τους, πως το Grexit που τότε προωθούνταν ως εναλλακτικό σενάριο αν δεν γίνονταν δεκτές οι ελληνικές απαιτήσεις, δεν αρκούσε, μα θα έπρεπε να υπάρχει και σχεδιασμός για την επόμενη μέρα (δες, σελ. 114-115), σχεδιασμό που ο Γ. Βαρουφάκης διέθετε (με το παράλληλο σύστημα πληρωμών που εισηγούνταν – δες σελ. 165-171), όμως, όπως προκύπτει και από όσα ο ίδιος επικαλείται, δεν είχε την αποδοχή που ίσως να προσδοκούσε, και σε ό,τι με αφορά, η οικονομία μόνο από ένα πράγμα δεν έχει ανάγκη : «λύσεις» άτολμες, μεσοβέζικες, (ή ευρώ ή έξω από το ευρώ – εναλλακτικές του τύπου ούτε το ένα το ένα ούτε το άλλο εδώ δεν νοούνται), και ασφαλώς βραχυπρόθεσμες. Και το κυριότερο όλων! Ακόμη και αν, υποτιθείσθω, ότι συμφωνούσαμε με το «παράλληλο σύστημα πληρωμών», προκειμένου «να τσουλήσει» κάπως ο χρόνος, έως ότου συγκροτούσαμε ένα εσωτερικά τουλάχιστον αξιόπιστο νομισματικό σύστημα, αυτό που θα χρειαζόμασταν την «επόμενη μέρα», θα έπρεπε να ήταν, ένα στοιχειώδες σύστημα διεθνούς πλαισίου εντός του οποίου θα έπρεπε να ενταχθούμε και με τους όρους που θα έπρεπε να ενταχθούμε. Αυτό προϋπέθετε, μια ανάληψη πρωτοβουλιών ΠΡΙΝ τις εκλογές του 2015, ώστε να διερευνηθούν όλες οι δυνατότητες, προς κάθε πλευρά, και με ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα, και όχι να τρέχουμε ασθμαίνοντας την τελευταία στιγμή, και να αναζητούμε όπως-όπως στρατηγικά ερείσματα εντός και εκτός Ευρώπης, λες και οι στρατηγικές θεμελιώνονται πάνω σε προτάσεις και θέσεις υπό το κράτος πανικού, όταν αισθανόμαστε να είμαστε ΜΟΝΟΙ, λόγω δικών μας λαθών!
Δεν αρκεί να θέτεις ένα σωστό στόχο! Πρέπει να έχεις και μια αποτελεσματική στρατηγική υλοποίησής του όπως και αποτελεσματικές τακτικές! Προσωπικά, υιοθετώ τον στόχο που ο Βαρουφάκης θέτει : «πάση θυσία μη υπογραφή νέου Μνημονίου έστω και με κόστος ένα GREXIT». Σε αντίθεση όμως με τον Βαρουφάκη, δεν έχω πεισθεί καθόλου ότι η παραμονή μας στο ευρώ, μπορεί να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ της Χώρας και της εξόδου από τον φαύλο κύκλο της ανατροφοδοτούμενης υπανάπτυξης που την εξασφαλίζουν τα Μνημόνια. Κάποιου είδους δημοσιονομικές «βελτιώσεις» και «αναπτυξιακές επιδόσεις» τριτοκοσμικού χαρακτήρα, (που βασίζονται ακριβώς στην γενικευμένη λαϊκή εξαθλίωση, στην ισοπέδωση του Κοινωνικού Κράτους και ακόμα-ακόμα την ισοπέδωση της ίδιας της Δημοκρατίας έτσι όπως την εννοούμε εδώ στην Ευρώπη -τουλάχιστον της προ-Γερμανικής Νεοηγεμονίας περίοδο-), ασφαλώς και μπορούν να επιτευχθούν εντός της ζώνης του ευρώ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ, (μια πραγματικότητα που δεν μπορεί κάποιος να την αγνοεί και πολύ περισσότερο μια κυβέρνηση) όμως, ίσαμε εδώ. Η άποψή του, που μνημονεύθηκε παραπάνω, είναι πως «…είναι άλλο πράγμα να έχεις μείνει εκτός ευρώ και άλλο το να βγεις από αυτό», (σελ. 115 βιβλίου του). Προσωπικά αυτό δεν με καλύπτει ούτε από άποψη «στοιχειώδους» οικονομικής λογικής. Δηλαδή, αν επιτράπηκε να μετάσχω στο «Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα» με προδιαγραφές Πανελευσινιακού, ενώ θάπρεπε να έχω προδιαγραφές τουλάχιστον μιας Μάντσεστερ Σίτι ή Μπαρτσελόνα, εγώ, σώνει και καλά, αφού εκ λάθους μπήκα σ’ αυτό το πρωτάθλημα, να επιμένω πως θα πρέπει και να παραμείνω εκεί, διεκδικώντας την «μονιμοποίησή» μου έστω και ως ο έσχατος στον πίνακα βαθμολογίας. Παρόλα αυτά, εδώ δεν προτίθεμαι να εκθέσω αναλυτικά τις δικές μου επί αυτού του θέματος απόψεις μου, το έχω ήδη κάνει σε άλλα άρθρα μου, επομένως, παραμένω σε όσα ο Γ. Βαρουφάκης εκθέτει στο βιβλίο του. Όπως επίσης, ακόμα και τη στιγμή που γράφω τούτες τις γραμμές, αδυνατώ να αντιληφθώ το πώς αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ενός εθνικά κυρίαρχου Κράτους, το οποίο προσπαθεί να ανακτήσει όχι μόνο την εθνική του κυριαρχία μα και την εθνική του οικονομία, με το να θυσιάζει εντελώς τον τραπεζικό του τομέα, του οποίου την ιδιοκτησία, όπως εισηγούνταν, έπρεπε να πέρναγε στους Ευρωπαίους φορολογούμενους και ο έλεγχος στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, και όλα αυτά, εν ονόματι του να πετύχουμε μια «βιώσιμη λύση εντός της ευρωζώνης», αλλά και ενός «γνήσιου διεθνισμού (!!!) (σελ. 124, 125, 174 και αλλαχού). Δεν έχω όντως λόγια να περιγράψω τον βαθμό αποσβόλωσής μου ακούγοντας τέτοιου είδους προτάσεις, που μπλέκουν μια υποτιθέμενη επιστημονική άποψη (ένα Κράτος να μη διαθέτει δικό του τραπεζικό σύστημα!!!), με μια θεωρία, αυτή του «διεθνισμού», που μόνο ως θεωρία μπορεί να υποστηρίξει τον «διεθνισμό» της, δοθέντος ότι στη πραγματική ζωή, και ιδίως, στην ήπειρο που αποτελεί μαζί με τις ΗΠΑ παγκόσμιο Κέντρο του Καπιταλισμού, και στην εποχή μας, του πιο ακραίου Καπιταλισμού, του Νεοφιλελευθερισμού, εφόσον προτείνεται ως μια κυβερνητική πολιτική, μετατρέπεται αυτομάτως σε ιδεοληψία, ελλείψει ερεισμάτων στο πραγματικό γίγνεσθαι. Ή, όταν, υποστηρίζει την παραπάνω άποψή του περί «εξευρωπαϊσμού» των ελληνικών τραπεζών, με τα πρόσθετα επιχειρήματα, πως όπως το Τέξας ή η Καλιφόρνια δεν έχουν δικό τους τραπεζικό σύστημα διότι ανήκουν στη ζώνη του δολαρίου, έτσι είναι «γελοίο» να μιλάμε για ελληνικό τραπεζικό σύστημα εντός της ευρωζώνης (σελ. 124 και 143), για να συμπληρώσει πως το ίδιο ισχύει και για την Ιταλία, την Πορτογαλία, ακόμα και για την Γερμανία, υπογραμμίζοντας πως «Κοινό νόμισμα μπορεί να συνυπάρξει, μακροπρόθεσμα, μόνο με κοινό τραπεζικό σύστημα» (σελ. 810, υποσημ. 6). Εδώ, ο Γ. Βαρουφάκης, φαίνεται να συγχέει διαφορετικές πραγματικότητες. Το Τέξας και η Καλιφόρνια, έχουν κοινό τραπεζικό σύστημα, ΔΙΟΤΙ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΚΡΑΤΟΣ και όχι απλά στη «ζώνη του δολαρίου», πράγμα εντελώς διαφορετικό με την ευρωζώνη που έχει κοινό νόμισμα μεν, αλλά που δεν ανήκει σε ένα Κράτος, αλλά σε δεκαεννιά κυρίαρχα και ξεχωριστά Κράτη, χωρίς πολιτική ενότητα μεταξύ τους και χωρίς κοινούς εθνικούς οικονομικούς στόχους! Και από την άλλη, είναι δυνατόν, να τίθενται επιχειρήματα, ακόμα και αν κάποιος είχε τη καλή θέληση να ασχοληθεί μαζί τους, έστω θεωρητικά, που αναφέρονται σε τέτοιες οικονομικές εξελίξεις, όπως η ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος, που η υλοποίησή τους, ακόμα και αν ξεκινούσε άμεσα, δεν θα ολοκληρώνονταν παρά μετά αρκετά χρόνια, ενώ, το «ελληνικό πρόβλημα», απαιτεί λύσεις εδώ και τώρα, με δεδομένο πως τίποτα από τα παραπάνω που
ο Γ. Βαρουφάκης θα ήθελε να υπάρχει δεν υπάρχει ως πραγματικότητα; Ούτε πάλι μπορώ να κατανοήσω τη λογική, ότι για να απαλλαγώ από τα χρέη των τραπεζών που βαρύνουν τον Έλληνα φορολογούμενο, η λύση είναι να τις δώσω στους δανειστές μαζί με τα χρέη τους και στην ουσία να ξεμείνω από ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μιας και η επανασυγκρότησή του, δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει με το πάτημα ενός κουμπιού.
Επίσης, αποτελεί μια προσωπική μου αντίληψη που έχω σχηματίσει για τον «τρόπο» (και όχι «στρατηγική») που ακολούθησε η ελληνική Κυβέρνηση και ο Γ. Βαρουφάκης στις διαπραγματεύσεις εκείνης της περιόδου, ότι εκείνο που αποτελούσε «πολυπόθητη βιώσιμη συμφωνία» ήταν να αποφευχθεί το Grexit, όπως αναφέρθηκε παραπάνω (κάτι ανάλογο που διεκήρυσσε όταν υποστήριζε με ομιλίες του στη Βρετανία το «ΝΑΙ», όπως ο ίδιος γράφει, στη λογική του «Εντός αυτής της ΕΕ εναντίον αυτής της ΕΕ»! (σελ.57 βιβλίου του), ήταν κάτι που ίσως ακόμη και χωρίς να το αντιλαμβάνονταν ο ίδιος, εν τούτοις, λειτουργούσε ως αναβλητικό «βαρίδι» στην αποφασιστικότητά του να κάνει τη «ρήξη» πραγματικότητα, διότι σε ζητήματα στρατηγικής, ο χρόνος, έχει αποφασιστική σημασία, και η διαχείριση του παράγοντα αυτού, υπήρξε από ελληνικής πλευράς τόσο απογοητευτικά αναποτελεσματικός, όσο εξόχως αποτελεσματικά είχε σχεδιαστεί από τη Τρόικα (δηλαδή το Βερολίνο, αλλά και το ΔΝΤ), παρά το γεγονός ότι ο Βαρουφάκης γράφει ότι το είχε επισημάνει στον Αλέξη Τσίπρα, πριν ακόμα από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, όταν του επισήμαινε, πολύ ορθά, πως η Τρόικα δεν θα βιάζονταν καθόλου, «…περιμένοντας ώσπου ο Αλέξης και η ομάδα του να έρθουν αντιμέτωποι με την πρώτη από τις υπέρογκες δανειακές δόσεις προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ που θα έπρεπε να καταβληθούν από τον Μάιο του 2015 και μετά» και τον συνέστησε να αρνηθεί την καταβολή τους όσο εκείνοι αρνούνταν να διαπραγματευτούν καλόπιστα, δηλαδή, ό,τι δεν συνέβη (σελ. 161) από πλευράς ελληνικής Κυβέρνησης. Όμως από την ανάγνωση των όσων ο ίδιος ο Βαρουφάκης εκθέτει για την δική του στρατηγική, ενώ πράγματι, εισηγείται την αποφασιστικότητα να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις εάν η Τρόικα συνέχιζε να απαιτεί συνθηκολόγηση σε ένα μη βιώσιμο πρόγραμμα, (π.χ., σελ. 459), εν τούτοις, δεν διαπίστωσα πώς ακριβώς λάμβανε συγκεκριμένο χαρακτήρα πολιτικής απόκρουσης αυτών των κωλυσιεργιών εκ μέρους της Τρόικα, σε συνδυασμό μάλιστα με την επισημανθείσα από τον ίδιο στρατηγική της, πως η τέτοια κωλυσιεργία στοχεύει στον πολύ πρακτικό στόχο να ωθήσει τη χώρα σταδιακά στα όρια της ασφυξίας ρευστότητας.
Όμως, πόσο συμβατή ήταν η γενικότερη στρατηγική που υιοθέτησε η ελληνική Κυβέρνηση και ο Βαρουφάκης ειδικότερα, στα πλαίσια της υποστήριξης του δικού του στόχου; Ο αναγνώστης του άρθρου αυτού, θα πρέπει να διαβάσει το βιβλίο του συγγραφέα προκειμένου να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα αυτό. Βεβαίως, επειδή στην πολιτική και στην πραγματική ζωή, τα πάντα κρίνονται «εκ του αποτελέσματος», όχι τόσο στη βάση του δίπολου «ήττα-νίκη», όσο στη βάση της αντίληψης που ο καθείς σχηματίζει για την ορθότητα της υιοθετηθείσας στρατηγικής. Έτσι, εκείνο που προσωπικά είχα σχηματίσει ως αντίληψη για το «τι συνέβαινε» εκείνη τη κρίσιμη περίοδο στην οποία αναφέρεται το βιβλίο, ουσιαστικά από τον Ιανουάριο του 2015 έως και το Δημοψήφισμα εκείνου του έτους, όταν ζούσα μαζί με όλους τους άλλους τα γεγονότα, είναι τούτο : στην αρχή έβλεπα έναν μάλλον σαφή στρατηγικό στόχο (τον παραπάνω), στη συνέχεια, κάπου τον έβλεπα να «ξεθωριάζει» χωρίς όμως να είμαι εντελώς βέβαιος αν επρόκειτο για στρατηγική ή τακτική «στροφή», όμως, στρατηγική δεν έβλεπα : έβλεπα διαπραγματεύσεις πάνω σε τρέχοντα ζητήματα, έβλεπα διατυπώσεις αιτημάτων εκ μέρους του υπουργού Οικονομικών και της Κυβέρνησης (κυρίως -που στη πορεία ξέμεινε ως το μοναδικό αίτημα- για την ελάφρυνση χρέους -μια έκπτωση κι αυτή από την αρχική θέση που ήθελε «διαγραφή σημαντικού τμήματος -αν όχι όλου (!)- του χρέους), έβλεπα να οδεύουμε αυτό που όλοι διαπίστωναν : προς την αποστράγγιση και της τελευταίας ικμάδας ρευστότητας του Ελληνικού Κράτους, όμως, όλα αυτά ΔΕΝ ΗΤΑΝ στρατηγική, δεν απέπνεαν «οσμή στρατηγικής», δεν δημιουργούσαν την παραμικρή υπόνοια πως υπήρχε καν στρατηγική.
Με δεδομένο ότι έχουμε επιλέξει τον στρατηγικό μας στόχο, και έχουμε επιβεβαιώσει τη θέλησή μας να τον υποστηρίξουμε, (διαφορετικά, υπάρχει και η παραίτηση, όπως είχε πει κάποτε στη Βουλή για το ίδιο θέμα ο Α. Τσίπρας), «Στρατηγική» σημαίνει πως καθορίζεις (ενδεικτική και συνοπτική παράθεση) :
[1] Ποιά είναι τα «τρωτά» σημεία του «εχθρού» τα οποία σκοπεύεις να πλήξεις όσο πιο αποτελεσματικά μπορείς, που με τη σειρά του σημαίνει, ότι έχεις επιλέξει και ποια είναι τα κατά περίπτωση, (συνολικά και για κάθε «τρωτό σημείο») «όπλα» που θα χρησιμοποιήσεις εναντίον των πλέον πιο ισχυρών σημείων του «εχθρού», και που με τη σειρά του, οδηγεί στην αναζήτηση των πλέον κατάλληλων ανθρώπων για να χειριστούν τα «όπλα» αυτά στο ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ.
[2] Ποιά είναι τα δικά μας «τρωτά» σημεία τα οποία οφείλουμε να θωρακίσουμε όσο πιο αποτελεσματικά μπορούμε, που με τη σειρά του σημαίνει, αλλά και τα πιο ισχυρά σημεία, ότι έχουμε επιλέξει και ποια είναι τα κατά περίπτωση, (συνολικά και για κάθε «τρωτό και ισχυρό σημείο») «όπλα» που θα χρησιμοποιήσουμε, και που με τη σειρά του, οδηγεί στην αναζήτηση των πλέον κατάλληλων ανθρώπων για να χειριστούν τα «όπλα» αυτά ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ.
[3] Με όση ακρίβεια μπορείς τον χρόνο εκδήλωσης και ανάπτυξης της δικής σου στρατηγικής, και τον χρόνο αντίδρασης της αντι-στρατηγικής του «αντιπάλου» και τις συνέπειες τυχόν χρονικών υστερήσεων στην ανάπτυξη της στρατηγικής.
[4] Τα βασικά εναλλακτικά σενάρια που θα ισχύσουν αν τα πράγματα δεν πάνε καλά είτε στην περίπτωση [1] ανωτέρω, είτε στην περίπτωση [2] ανωτέρω, είτε στην περίπτωση [3], είτε και στις τρείς παραπάνω περιπτώσεις.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Γ. Βαρουφάκη, στις 800 τόσες σελίδες του, απάντηση στα παραπάνω δεν διαπίστωσα να δίνεται, διότι κατ’ ουσία, δεν τέθηκαν καν τα παραπάνω ερωτήματα, τα οποία ευλόγως θα ανέμενα να διαπιστώσω, σε ένα «στρατηγικό πρόγραμμα εξόδου από τα Μνημόνια».
Αυτό που εισέπραξα ως «αίσθηση στρατηγικής» που εφαρμόσθηκε, ήταν η «ανάδειξη της -κυρίως, επιστημονικής- αλήθειας των μνημονιακών λαθών ή ψευδολογιών», με κύρια εστίαση στο ζήτημα της «αναδιάρθρωσης» του χρέους. Πάντως, μου έκανε μεγάλη εντύπωση, για να μη πω ότι με προβλημάτισε αρνητικά, πως ενώ στο βιβλίο του αναφέρεται σε όλα σχεδόν τα πρωτοκλασάτα στελέχη της τότε Κυβέρνησης, αλλά και άλλων θεσμικών παραγόντων, εκτός λάθους δεν διαπίστωσα να μνημονεύει καθόλου την τότε Πρόεδρο της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον αγώνα που έδωσε για να αναβιώσει το ζήτημα του σκανδάλου Ζήμενς, των γερμανικών οφειλών, και των πορισμάτων της Επιτροπής Αλήθειας για το Χρέος, ως εάν κανένα από αυτά τα θέματα δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως «όπλα» άμυνας μα και επίθεσης, πέραν της ουσιαστικής τους επιδίωξης να διεκδικηθούν (αν και ως προς το χρέος, η θέση Βαρουφάκη για «αναγνώριση με παράλληλη αναδιάρθρωση» (σελ. 441) εξηγεί αυτή τη σιωπή). Επίσης, στις αναφορές του, δεν λείπουν και οι στόχοι για μια «συνολική αλλαγή πλεύσης της Ευρώπης»! (Σε ό,τι ακολουθεί, θα παραβλέψω εντελώς το ζήτημα της «αλλαγής της Ευρώπης προς το καλύτερο», στην οποία φιλοδοξούμε εν τω μέσω της δυστυχίας μας να συνεισφέρουμε, ως εκτός θέματος στην παρούσα περίπτωση).
Όμως, φευ! Αυτό, δηλαδή, η «επιστημονική αλήθεια», ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ.
Το να απευθύνεσαι στην «πλάνη» από την οποία διακατέχονται εκείνοι (δηλαδή οι δανειστές μας, δηλαδή το Βερολίνο αλλά και το ΔΝΤ) που δεν έχουν κατανοήσει «την αλήθεια», ίσαμε τη στιγμή που θα τους ανοίγαμε εμείς τα μάτια, στη δική μου ερμηνεία των πραγμάτων, φαντάζει πολύ απλοϊκό.
Το Βερολίνο και τα άλλα Κέντρα Αποφάσεων την Ευρώπη, δεν πάσχουν από έλλειψη «κατανόησης της αλήθειας». Πάσχουν από έλλειμμα Δημοκρατίας, έλλειμμα Αλληλεγγύης και έλλειμμα Οράματος για την ουσιαστική -πολιτική- Ένωση της Ευρώπης, διότι και οι τρείς αυτοί Πυλώνες κατεδαφίστηκαν προκειμένου στη θέση τους να αναγερθεί ο μοναδικός Νεοφιλελεύθερος-Αγοραίος Ευρωπαϊκός Πυλώνας. Κι αυτό από το οποίο «πάσχουν», όχι μόνο δεν θέλουν να απαλλαγούν, αλλά, αντίθετα, είναι αυτό που θεωρούν «υγιές», και είναι ό,τι αντιτίθεται σ΄ αυτό «νοσηρό». Ιδού ποιός ήταν ο ουσιαστικός «εχθρός» της στρατηγικής της Ελλάδας. Αυτά τα αγνοεί ο Γ. Βαρουφάκης; Ασφαλώς όχι! Τότε όμως, ποια είναι η ελληνική στρατηγική, ΔΟΘΕΙΣΩΝ τούτων των αληθειών; Αναζητείται…
Δεν προτίθεμαι όμως, να εξαντλήσω εδώ όλα τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο, και που με πείθουν πως ό,τι διαδραματίστηκε εκείνο το κρίσιμο πρώτο εξάμηνο του 2015, δεν ικανοποιούν τουλάχιστον τις δικές μου περί «στρατηγικής» αντιλήψεις, μάλιστα δε, αμφισβητώ αν υπήρξε καν κάποια ενιαία στρατηγική σε επίπεδο ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ Κυβέρνησης. Ο αναγνώστης θα μπορέσει να βρει πάρα πολλά πρόσθετα στοιχεία στο βιβλίο τα οποία θα τον επιτρέψουν να διαμορφώσει τις δικές του απόψεις, και να συμφωνήσει (άρα : διαφωνήσει με τον Βαρουφάκη) ή διαφωνήσει (άρα : συμφωνήσει με τον Βαρουφάκη) μαζί μου, εν μέρει ή συνολικά! Μάλιστα, θα μπορούσα να τον διευκολύνω, παραπέμποντάς τον, εξόν από τις σελίδες που εδώ αναφέρθηκαν και στις σελίδες 472-497, 505-522, 524-527, 532-535, 547-552, 555, 560-571, 577-606, 614-645, 652-694, 696-710, 713-803 του βιβλίου στις οποίες αναπτύσσονται θέματα σχετικά με την στρατηγική που ακολουθήθηκε.
(συνεχίζεται)