Μικρά διηγήματα από τις “Παλιές Αγάπες”.
Η μάνα μου ήταν καλή και αγαθή, όπως όλες οι γυναίκες του καιρού της. Γλυκιά ημέρα ωστόσο δεν είδε με τον πατέρα μου γιατί – λες κι έφταιγε η δόλια! – έκανε όλο κορίτσια. Ξέρεις τι θα ειπεί φτωχός και κορίτσια! Έξω απ’ αυτό ακόμη όριζαν Τούρκοι στα Μοριά κι ήταν καλύτερο να μην απόχταε κανείς παιδί παρά ν’ αποχτήσει θηλυκό. Κάθε νοικοκύρης που έβλεπε να πηγαίνει το σπίτι του μπροστά θλιβότανε περισσότερο από κείνον που δεν είχε τίποτα. Για τούτο κι ο πατέρας μου δεν έπαυε κάθε τόσο να της χτυπάει, κάπως στα χωρατά, μα πάντα πικραμένα:
– Μωρέ γυναίκα· δεν κάνεις και συ ένα σερνικό!
Μια βραδιά μπήκε στο σπίτι ολόχαρος.
– Τέλειωσε, Καλομοίρα· είπε μόλις πάτησε στην πόρτα. Ό,τι παιδί κάνεις – ήταν ετοιμόγεννη η μάνα μου – θέλω να είναι σερνικό.
Σε λίγο γεννήθηκα εγώ. Όταν πήγαν να του πάρουν τα συχαρίκια, στέναξε βαθιά. – Ο γέρο Βαρσάμης, σκέφτηκε, οχτώ ντουφέκια· ο Βασίλης πέντε· ο κουμπάρος μου ο Ανέστης τέσσερα – και τι; – ένα κι ένα! Εγώ τίποτα για το Γένος! Εμείς θέλουμε ανθρώπους για σπαθί κι η γυναίκα μου γεννάει για τη ρόκα!… Και με το γρόθο του έδωκε μια κι έσπασε το τραπέζι.
– Μα δεν πειράζει· είπε σε λίγο. Εγώ θα το κάμω σερνικό. Θα γένει καλύτερο από σερνικό.
Το είπε κι έγινε. Μόλις μεγάλωσα λίγο, μου φόρεσε αντρίκια και μ’ έλεγε Χρύσαντο από Χρυσή που ήταν τ’ όνομά μου. Στη μάνα μου, σε όλους έτσι έλεγε να με φωνάζουν. Από μικρή με έμαθε στ’ άρματα. Μέρα νύχτα με δασκάλευε να παίζω το σπαθί, να λυγίζω το κορμί, να ρίχνω στο σημάδι. Την καθεμερνή μ’ έπαιρνε στο χωράφι· τη γιορτή στο κυνήγι να κυνηγούμε τους λύκους και τ’ αγριογούρουνα στη Δροσελή.
– Θέλω… να περνάς το βόλι απ’ το δαχτυλίδι· μου έλεγε.
Πέρασαν έτσι κάμποσα χρόνια. Οι ραγιάδες άρχισαν κάπως ν’ ανακατώνονται. Στις εκκλησιές διαβάζανε κάτι παράξενα τροπάρια για τους Αγαρηνούς. Οι χαλκιάδες κι οι τουφεξήδες νύχτα δούλευαν τα σύνεργα του πολέμου. Τα παλικάρια γυμνάζονταν στ’ άρματα, έχυναν βόλια, τραγουδούσαν τα κλέφτικα. Α! πως έγινε και κείνο το αγουροξύπνημα! Την παραμονή του Βαγγελισμού – Πέφτη θυμούμαι ήταν – βλέπουμε κατά το κοντόβραδο το Σισίνη από τη Γαστούνη, το Σταματόπουλο από τα Λεχαινά και τον καπετάν Αντωνάκη από τη Μανωλάδα με καμιά τρακοσαριά παλικάρια. Ο πατέρας μου είχε ρεματισμούς και δε μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Με φώναζε να πάω κοντά, μου έζωσε το σπαθί, μου έδωκε το καρυοφύλλι στο χέρι και·
– Σύρε με την ευκή μου· λέει. Ξέρεις, δεν είσαι γυναίκα, είσαι άντρας· πρέπει να είσαι άντρας! Πέφτε άφοβα στη φωτιά· σκότωνε όσους άπιστους μπορείς. Ο παπα-Δημήτρης λέει, όσο περσότερους σκοτώνεις τόσα κρίματα συχωριώνται.
Η μάνα μου και τα κορίτσια παράμερα κρυφόκλαιαν. Εγώ ήθελα να κρατηθώ, μα τα έρμα μάτια μου ψιχάλιζαν. Η ώρα του μισεμού ανάστησε στην καρδιά μου κάτι που δεν το ένιωθα πριν. Το σπίτι με τράβαε. Έβλεπα τα στρωσίδια του κρεβατιού, τον αργαλειό, την ανέμη, τ’ άλλα του σωθέματα και πίστευα πως ήταν δικά μου εργόχειρα. Έβλεπα τις γυναίκες και κάτι μέσα μου μ’ έσπρωχνε να τρέξω, να τυλιχτώ στα φουστάνια τους, φυλαχτό να τα βάλω στην τρέλα του πατέρα μου. Α! το σπιτικό πουλί κι αν το φερε η μοίρα να κρεμάσει αϊτού φτερά, πάντα τρομάζει να πετάξει στα κορφοβούνια! Κρύος ίδρωτας με τσάκισε και το κορμί λάγκευε κάτω από τ’ άρματά μου. Σαν να το μάντεψε ο γέροντας, πήδησε από το στρώμα του, μ’ έσπρωξε στην πόρτα και με φίλησε.
– Σύρε στο καλό, λέει με τρεμουλιαστή φωνή! Σα φύγουν οι Τούρκοι από το Μοριά, τότε να γυρίσεις και συ.
Η Γαστούνη εκείνον τον καιρό ήταν κεφαλοχώρι. Εκεί καθότανε ο βόϊβοντας, ο κατής, άλλοι μεγάλοι Τούρκοι κι ο Σισίνης που ήταν Μορογιάνης του Σουλτάνου. Ανήμερα του Βαγγελισμού την πατήσαμε. Οι Τούρκοι υποψιάστηκαν και δεν ήβραμε ψυχή από δαύτους. Εκεί να έβλεπες το ρωμαίικο τ’ ασκέρι! Ρίχτηκαν στα τούρκικα κονάκια, άρπαξαν ασημικά, άρπαξαν ρούχα, τα φόρτωσαν στ’ άλογα και δρόμο για τα χωριά τους.
– Σταθείτε, μωρέ παιδιά· εμείς ήρθαμε να πολεμήσουμε! τους φώναζαν οι καπετανέοι.
Πού εκείνοι! Σε λίγη ώρα μαθαίνουμε πως οι Τούρκοι γύριζαν πίσω. Πήγαν να περάσουν στου Λάλα, μα στο Στενό τούς χτύπησε ο καπετάν Βιλαέτης με τους Πυργιώτες και τους ανάγκασε να πισωπατήσουν.
– Τι θα κάνουμε τώρα: ρωτάει ο Σισίνης,
– Τι θα κάνουμε! Θα τους βαρέσουμε· λέει ο καπετάν Αντωνάκης.
Όσοι μείναμε κινήσαμε να βαρέσουμε τους Τούρκους. Τους απαντήσαμε ανάμεσα Ροβιάτα και Σαβάλια. Καθώς μας είδαν έβαλαν τα χαρέμια στη μέση, και με φωνές χύθηκαν απάνω μας. Σκορποχώρι εμείς. Ούτε του πατέρα μου τα λόγια συλλογίστηκα ούτε ντροπή. Άκουα το άλα! άλα! των Τούρκων πίσω μου, τ’ άγρια ποδοβολητά τους κι έλεγα τώρα το βόλι θα χωθεί στην πλάτη μου. Πήδαγα τράφους, χαντάκια, αγριάγκαθα, χωρίς να σκέφτομαι άλλο παρά πώς να ξεφύγω τη λύσσα τους. Άξαφνα βλέπω μπροστά μου το Σταματόπουλο. Ήταν γέρος και παχύς· μόλις μπορούσε να κουνηθεί. Το κοπέλι του με το πρώτο τσάκισμα καβάληκε τ’ άλογο του κι έφυγε.
– Σώσε με, παλικάρι, ν’ αγιάσουν τα πεθαμένα, σου· φωνάζει αγκομαχώντας. Ντροπή στα νιάτα ν’ αφήνουν πίσω τα γεράματα…
Σταμάτησα. Χωρίς να ειπώ λέξη, γονάτισα, τον πήρα στον ώμο και τραβώ για τη Γαστούνη. Μα οι Τούρκοι σε λίγο μας έφτασαν.
– Τώρα, γέρο μου, του λέω, κάμε το σταυρό σου. Η Παναγιά ας βάλει το χέρι της.
Τον απίθωσα χάμω και στάθηκα μπροστά του με το καρυοφύλλι. Σε λίγο έριξα, μα δεν ξέρω αν σκότωσα κανένα. Ένιωσα μια κοπανιά στο κεφάλι· τα μάτια, μου θαμπώσανε και σωριάστηκα χάμω.
Τι έγινε ύστερα δεν ξέρω· για το γέρο Σταματόπουλο δεν άκουσα τίποτα. Όταν συνήρθα, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι κι ένα όμορφο παλικάρι έστεκε απάνω από το κεφάλι μου.
Ήταν καλή καρδιά ο Δήμος ο Βαρόσης· εκείνος μ’ έσωσε από τα χέρια των Τούρκων. Από τότε γινήκαμε φίλοι· νύχτα ημέρα μαζί. Θα πήγαινε κείνος στη βάρδια; Κοντά και γω. Θα μ’ έστελναν με τον καπετάν Λάππα να στρατολογήσω στα χωριά; Κοντά εκείνος. Ο πικρός σίφουνας που άρχισε την ημέρα του Βαγγελισμού όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Πόλεμος στου Λάλα, στην Πάτρα, στο Σανταμέρι, στο Χλιμούτσι! Αίματα, φωτιά, δάκρυα, εκδίκησες! Ο ραγιάς άλλαζε· σήκωσε κεφάλι και κοίταζε άφοβα τον αγά, τον προεστό και το θάνατο.
Έτσι λίγο λίγο άλλαξα και γω. Ό,τι δεν έκαμαν τα λόγια του πατέρα μου, έκαμε ο κίντυνος κι η κακοπάθεια. Δε με τρόμαζαν πια οι σκοτωμένοι και τα αίματα ούτε με συγκινούσαν τα δάκρυα, ο χωρισμός, η ορφάνια. Σ’ ένα μονάχα δε μπόρεσα ν’ αλλάξω, στη ματιά του Δήμου μου. Αχ, το κακοθήλυκο! Το κακοθήλυκο! Τι να κάμουν τ’ άρματα και τα φορέματα: Τι να κάμει το θέλημα του γονιού; «Θέλω να είσαι άντρας!» Ε καλά! Και γω το ήθελα· μα πώς; Πού θα βρεθεί η ασημόβεργα της μάγισσας ν’ αλλάξει τη γυναίκια φύση, όπως αλλάζει σε κάρβουνα τους θησαυρούς στα παραμύθια; Ωχ! τι αγρύπνιες μέσα στον κάματο και τι φαρμάκια στη χαρά της νίκης! Πόσες φορές την αγάπη μου την έπνιξα σε θυμούς και πικρά λόγια εναντίον του! Ήρθαν στιγμές που σήκωσα ν’ αδειάσω την πιστόλα στα στήθη του, να σβήσω στο αίμα του τη λαύρα που με δαιμόνιζε. Δοκίμασα να φύγω από κοντά του, να πάω με άλλον καπετάνιο. Μα τα πόδια μου μ’ έφερναν πάλι πίσω, όπως το τυφλάλογο στο πράσινο λιβάδι.
Μια ημέρα λίγο έλειψε να προδοθώ μοναχή μου. Όσο τη θυμούμαι κείνη τη μέρα, ανατριχιάζω. Ο Σισίνης μας έστειλε μ’ εκατόν πενήντα παλικάρια στον Κολοκοτρώνη. Είμαστε στα Δερβενάκια κι είχαμε καρτέρι του Δράμαλη, που γύριζε για την Κόρθο. Εμείς με το Νικηταρά είχαμε τον Αϊ-Σώστη. Οι Αλωνιστιώτες το Αγριλόβουνο, ο Αντωνάκης Κολοκοτρώνης το Ζυγό. Εγώ κι ο Δήμος είμαστε γονατιστοί πίσω απόνα πουρνάρι και καρτεράγαμε να μπούνε οι Τούρκοι στη ρεματιά. Εκείνος με κοίταζ’ έτσι γονατιστή και θάμαζε. Εγώ – ξέρεις – μη με τηράς τώρα· τότε ήμουν όμορφη, πολύ όμορφη! Έχωνα στην τραχηλιά το λαιμό μου, έκρυβα τα χέρια, έσφιγγα τα στήθη μου, άλλαζα τη φωνή μου, μα πού! Τα κατακαημένα νιάτα φαίνονται, βλέπεις!
– Ορέ αδερφέ Χρύσαντε, τι χεράκια είναι φτούνα; μου λέει άξαφνα. Δεν κάνουν για σπαθί παρά για βελόνι.
Αλαφιάστηκα· έριξα τα μάτια χάμω και με έπιασε σύγκρυο.
– Μα το σταυρό, λέει πάλι· αν δε σε γνώριζ’ από καιρό, θα λίγα πως είσαι γυναίκα. Και πώς σ’ αγάπησα! όχι· άλλον άνθρωπο δεν αγάπησα έτσι!…
Ξύπνησε μέσα μου το φίδι! Τα λόγια του ανάδεψαν στα φυλλοκάρδια μου τον αμαρτωλό σπόρο της Εύας. Γύρισα τα μάτια ψηλά· κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος. Τ’ απόσκια πέφτανε στη ρεματιά! Εκείνο το σιγαλό μουρμούρισμα του νερού, το παθητικό τσιτσίρισμα των πουλιών κι η μοσκοβολάδα. που έβγαινε από τα θυμάρια, όχι, δεν ήθελαν πόλεμο· έκραζαν την αγάπη. Άναψαν τα μάγουλά μου και τα μάτια μου μισόκλεισαν. Έτρεμα ολόκορμη· τα μέλη μου έγιναν βαριά και μαλακά σαν προζύμι. Ένιωθα κατιτί στυφό στο λάρυγγά μου, που δε με άφηνε να πάρω ανάσα. Σήκωσα τα μάτια να τον ιδώ, και τα χείλη του, τα κόκκινα χείλη του, με τραβούσαν στην Κόλαση.
– Μπαμ! βρόντηξε μια ντουφεκιά.
Πήδησα ορθή. Έπεσε το πρώτο ντουφέκι κι ακούστηκε η φωνάρα του Κολοκοτρώνη. Οι Τούρκοι μπήκανε στη ρεματιά· οι καπεταναίοι τους χτύπησαν και τους έστειλαν απάνω μας. Τους χτυπήσαμε και μεις· τα έχασαν, θέλουν να πισωπατήσουν, μα δεν έχουν πούθε να κάνουν κι άλλοι γκρεμίζονται και τους συνεπαίρνει το ρέμα, άλλοι σκοτώνονται συνατοί τους. Τι φονικό που γίνηκε! Ακόμη σωροί κείτονται τα κόκαλά τους εκεί.
Ο Δήμος ήταν μαζί μου στην αρχή· μα τον έχασα. Τον γύρεψ’ αποδώ, αποκεί, φώναξα. Πού ν’ ακουστείς μέσα στην ανακατωσούρα και την αντάρα! Έβλεπες το σπαθί και χτύπαε στο κόκαλο και πέταε σπίθες. Δυο ώρες βάσταξε το πελέκι. Όσοι γλύτωσαν, έφτασαν κακοί κακώς στην Κουρτέσα. Τα παλικάρια τότες ρίχτηκαν για λάφυρα.
Εγώ είχα μια σπαθιά στο κεφάλι και το αίμα μου θάμπωνε τα μάτια. Έκατσα σ’ ένα κοτρόνι να ξεκουραστώ. Το φεγγάρι ξετύλιγε χλωμά σάβανα στο μακελειό. Άλογα έτρεχαν χλιμιντρίζοντας και φτερνοκοπώντας τα χαλίκια· άλλα έσερναν ακόμη στη σέλλα νεκρά τ’ αφεντικά τους. Ίσκιοι φάνταζαν στα πλάγια πελώριοι· κάπου άστραφτε μια πιστολιά. Αναστενάγματ’ αποδώ, κλάματ’ αποκεί, που ήταν να φρίξει κανείς.
Άξαφνα θυμήθηκα το Δήμο κι ανατρίχιασα. Τάχα τι να γίνηκε; Τινάχτηκ’ απάνω κι έτρεξα πέρα δώθε πατώντας τους σκοτωμένους και φωνάζοντας. Φώναζα, ούρλιαζα και γω δεν ξέρω τι έκανα. Σε λίγο απόστασα και στάθηκα. Φωνάζω πάλι· μάτα φωνάζω. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το αίμα έτρεχε από την πληγή μου. Κατάλαβα πως θα λιγοθυμούσα κι έπεσα σ’ ένα θυμάρι. Εκεί ακούω σαν σιγαλό βογκητό πίσω μου. Γυρίζω, βάζω φωνή·
– Δήμο! Δήμο μου!
– Χρύσαντε αδερφέ μου!…
Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου, κόλλησαν τα χείλη μου στα δικά του. Αχ! τον έφαε το βόλι το πικρό. Τι δε θα ’δινα για να του δώκω ζωή! Τι δε θα ’κανα για να γνωρίσει τι λογής ήταν η αγάπη μου!
– Άκου, Δήμο μ’! άκου, καλέ μου! έκραζα μεγαλόφωνα στ’ αφτί του.
Ήθελα με το μυστικό μου να του σταματήσω το θάνατο. Του κάκου! Παίξανε τα ματόφυλλα μια στιγμή κι οι κόρες του στυλώθηκαν απάνω μου. Κι είχαν κάτι σαν ξάφνισμα και σαν παράπονο. Το άκουσε τάχα; Τάχα λυπήθηκε, όπως εγώ, που δεν το έμαθε πρωτύτερα; Ποιος ξέρει. Μα τι φταίω και γω; Άλλοι τότε ήταν οι καιροί και κείνο που έχτιζε η αγάπη γρήγορα το χάλαε η καταδρομή. Για τούτο και γω δεν πάτησα το θέλημα του πατέρα μου. Έγινα κι έμεινα άντρας.
Τι κακομοιριές κι οι δικές μας!