ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ – Ο ΚΟΥΡΔΟΥΚΕΦΑΛΟΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

karkavitsas andreas11
Μικρά διηγήματα από τα “Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ”

– Ἦταν, ποὺ λές, τέτοιες ἡμέρες, παραμονὴ Ἅϊ-Βασιλειοῦ. Στὸ μικρό μου τὸ χωριό, τὸ θαμμένο στὸ γούπατο ἑνὸς κάμπου, ἡ ζωὴ περνᾶ ἥσυχη καὶ ἀνεπαίσθητη ὅπως ἡ ζωὴ τῶν ἄψυχων. Κάτι μικρομαλώματα, κάποιες μικροφροντίδες, μία χαρὰ γάμου καὶ μία θανάτου λύπη, εἶναι τὰ μόνα ποὺ τρικυμίζουν κάποτε αὐτὴ τὴ νεκροθάλασσα. Μὰ ὅταν ἔρθουν οἱ καλές, οἱ μεγάλες ἡμέρες, ἡ ζωὴ πετιέται καὶ θορυβεῖ σὰν ἀνάβρα κεφαλόβρυσου. Δὲ δουλεύουν στὰ χτήματα· δὲ μαθητεύουν στὰ σκολειά. Παύει ὁ φόβος τοῦ δασκάλου καὶ τὰ ζαρωμένα φρύδια τοῦ πατέρα. Χαρὲς καὶ χάδια βασιλεύουν ὁλοῦθε.
Σὲ τέτοια καλὴ στιγμὴ κατόρθωσα κι ἐγὼ μία χρονιὰ νὰ εἰπῶ τὸν Ἅϊ-Βασίλη στὰ σπίτια. Ὁ Τάσης Γούναρης, σύντροφος στὸ σκολειὸ καὶ στὰ παιγνίδια μου, ἦταν πλουσιόπαιδο. Ὁ πατέρας του ἦταν ἔμπορος· ἔκανε μαλλιὰ καὶ τυριὰ καὶ τὰ ἔστελνε στὴν Πάτρα στοὺς μεγαλεμπόρους. Ὁ δικός μου ἦταν φτωχότερος μὰ εἶχε τὴν κοινωνική του θέση. Ἦταν σοβαρός, λιγόλογος, ἀγέλαστος· τὸν ἔλεγαν Λάζαρο οἱ χωριανοὶ γιὰ νὰ δείξουν τὸ μελαγχολικό του χαρακτήρα. Ὁπωσδήποτε καὶ οἱ δύο δὲν εἴμαστε παιδιὰ τοῦ δρόμου καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ γυρίζουμε τὰ σπίτια συνάζοντας δεκάρες.
Ἡ μάνα μου, ὅταν δειλὰ δειλὰ τῆς τὸ πρωτόειπα ἐθύμωσε στὰ γερά.
– Τί; θὰ γένεις, σὰν τὸ παιδὶ τοῦ Κουρδουκέφαλου; Ἐσὺ αὔριο θὰ ᾿χεις τοὺς μποναμᾶδες σου.
Ὁ Κουρδουκέφαλος ἦταν χαλκιᾶς μ᾿ ἕνα χοντρὸ ὁλοστρόγγυλο κεφάλι, σὰν τὶς πέτρινες μπάλες τῶν παλιῶν κανονιῶν· μὲ μία κοιλιὰ παιδιὰ ποὺ τ᾿ ἀνάθρεφε μισόγυμνα μέσα στὸ χαλκιάδικό του πίσω ἀπὸ τὸ φυσερὸ καὶ τὰ κάρβουνα. Ἔλεγαν μάλιστα γι᾿ αὐτὸν ὅτι ἐπειδὴ χρωστοῦσε, γιὰ νὰ μὴν τοῦ πάρουν τὸ μόνο χτῆμα ποὺ εἶχε, τὸ μαγαζί του, κάθε μήνα τοῦ ἄλλαζε τὴν πρόσοψη ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ μεταφέρῃ ὅπως τὸ φοῦρνο του ὁ Ναστραδὶν Χότζας. Πότε ἄνοιγε πόρτα στὸ δρόμο· πότε τὴν ἔκλεινε καὶ τὴν ἄνοιγε στὸ πίσω μέρος· πότε ἄφηνε παράθυρο· πότε ἔκλεινε καὶ τὸ παράθυρο καὶ ἄνοιγε φανέστρα στὴ στέγη.
Καὶ αὐτὸ ἔλεγαν τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴν εἶν᾿ ποτὲ σύμφωνο μὲ κεῖνο ποὺ εἶχε ὑποθηκέψει. Ἀλήθεια ψέματα δὲν ξέρω νὰ τὸ βεβαιώσω. Ἡ μάνα μου ὅμως παρομοιάζοντάς με μὲ τὸ παιδὶ τοῦ Κουρδουκέφαλου, ἤθελε νὰ μοῦ δείξῃ τὴν ἐσχάτη περιφρόνηση.
Τέλος ἀφοῦ ἔκλαψα γύρω της ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ μεσημέρι τὴν κατάφερα. Τὴν ἐβεβαίωσα πὼς δὲ θὰ πηγαίναμε παρὰ στὰ συγγενικά μας σπίτια. Μ᾿ ἔντυσε τὰ γιορτινά μου ροῦχα, μὲ καλοχτένισε σὰν νὰ μ᾿ ἔστελνε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ μὲ ἄφηκε νὰ πάω μὲ τὸ φίλο μου.
– Κοίταξε καλά· μοῦ φώναξε ἀπὸ τὸ κεφαλόσκαλο· μὴν ξεχάσῃς νὰ πᾶτε καὶ στοῦ παππούλη σου.
– Τσ .. ἔκαμα ἐγὼ ἀνασηκώνοντας τὸ κεφάλι.
Καὶ ἀρχίσαμε τὴν περιπλάνησή μας μέσα στὸ χωριό, ἀναζητώντας τὰ συγγενικά μας σπίτια. Στοὺς δρόμους συχναπαντούσαμε ἄλλες συντροφιὲς παιδιῶν, ποὺ πήγαιναν κι ἐκεῖνα νὰ εἰποῦν τὸν Ἅϊ-Βασίλη. Βαστούσανε ψηλὰ καλάμια στὸ χέρι καὶ ἔτρεχαν κι ἐσφύριζαν κι ἐχόρευαν καταμεσῆς του δρόμου, γεμάτα ἀπὸ ὑγεία καὶ χαρά. Γυμνοπόδαρα, λασπωμένα, ξεσκούφωτα, ἔμπαιναν σὲ κάθε σπίτι, σὲ κάθε μαγαζί, στὶς ταβέρνες καὶ ἄρχιζαν τὸ τραγούδι τοὺς δυνατό, ξάστερο, σὰν πουλιὰ ἐλεύθερα στὸ ἐλεύθερο κλαδί τους.
Ἀνάμεσα ἀπ᾿ αὐτὰ στὴν πρώτη γραμμὴ ἦταν καὶ ὁ γιὸς τοῦ Κουρδουκέφαλου, ποὺ δὲν ἤθελε ἡ μάνα μου νὰ τοῦ μοιάσω. Εἶχε κεφάλι ἴδιο σὰν τοῦ πατέρα του καὶ πρόσωπο μελαμψό, κορμὶ γερὸ σὰν ἀπὸ μπροῦτζο μὰ κακοτράχαλο. Δὲν φοροῦσε παρὰ ἕνα πουκάμισο ζωσμένο στὴ μέση μὲ σχοινὶ καὶ ἕνα βρακὶ ποὺ κατέβαινε λίγο κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα. Καὶ ἔτσι ἐφαινόταν εὐτυχισμένος. Σὲ ὅλες τὶς συντροφιὲς ἔκανε τὸν ἀρχηγὸ ἢ γιὰ νὰ εἰπῶ ἀκριβέστερα τὸν τύραννο. Ἐμπάτσιζε τὸ ἕνα παιδί, ἐπείραζε τὸ ἄλλο, ἐκαβαλίκευε τὸ τρίτο.
Ἐμεῖς, νωθροὶ στρατοκόποι τῆς ζωῆς, ἀπὸ τώρα φασκιωμένοι μὲ τὴν κοινωνικὴ πρόληψη, πηγαίναμε ἀπὸ πίσω ἀναζητώντας τὰ σπίτια, μὲ τρόμο καὶ μὲ φόβο μὴν παραστρατήσουμε.
– Νὰ εἰποῦμε τὸν Ἅϊ-Βασίλη; ρωτούσαμε δειλὰ κάτω στὴ σκάλα.
– Ὄχι· τὸν εἶπαν ἄλλοι· ἔπεφτε μία φωνὴ ἀπὸ πάνω.
Μὲ λύπη καὶ ντροπὴ μαζὶ κινούσαμε νὰ φύγουμε ἀμέσως. Οὔτε νὰ μᾶς ἰδοῦν δὲν ἠθέλαμε.
Μὰ ὅταν μᾶς ἀναγνώριζαν ἔτρεχαν καὶ μᾶς φώναζαν ἀπὸ τὰ παράθυρα οἱ γυναῖκες.
Μπά! ὁ Τάσης τοῦ Γούναρη! μπὰ ὁ Πέτρος τσ᾿ Ἀβράμενας! ἐλᾶτε… ἐλᾶτ᾿ ἀπάνω.
Τότε γυρίζαμε χαρούμενοι, ἀνεβαίναμε τὶς σκάλες ἢ γλιστρούσαμε στὰ ἰσόγεια καὶ στεκόμαστε μπροστὰ στὰ εἰκονοστάσια. Τὸ καρδιοχτύπι μας μεγάλωνε· τὰ μάγουλά μας ἄναβαν σὰν κάρβουνα. Τέλος ἀτενίζαμε τὰ εἰκονίσματα, τὰ Βάγια, τὰ στέφανα, τὸ ἀναμμένο καντήλι καὶ ἀρχίζαμε μὲ βραχνὴ καὶ ὁλοτρέμη φωνή, σὰν πέταγμα πουλιοῦ ξαφνισμένου ἀπὸ τὸ φῶς τὸ ἄφθονο:
Ἅγιος Βασίλης ἔρχεται
Γεννάρης ξημερώνει
Ἔτσι περάσαμε ἕνα μὲ τὸ ἄλλο ὅλα τὰ συγγενικά μας σπίτια. Δὲν ἀφήκαμε οὔτε τοῦ παππούλη οὔτε τῆς κυρα-μαμῆς, ποὺ ἐσύστησε στὸ σύντροφό μου ἡ μάνα του. Μὰ σὲ ξένο σπίτι δὲν πατήσαμε· δὲν ἐμπήκαμε σὲ μαγαζί. Ἡ καρδιά μας ἐλαχτάριζε· μὰ τῆς μάνας ἡ τσιμπιὰ καὶ τοῦ πατέρα ὁ σφόντυλος ἀγρυπνοῦσαν φοβερὰ ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας.
Ἦρθε τέλος ἡ ὥρα τῆς μοιρασιᾶς. Ἐγὼ ἤμουν ὁ ταμίας. Σὲ μία τσέπη τοῦ πανωφοριοῦ μου ἔριχνα ὅ,τι μᾶς ἔδιναν. Καθίσαμε σὲ μία πέτρα, ἄδειασα τὴν τσέπη μου καὶ ἀρχίσαμε νὰ μοιράζομε σὰν καλοὶ σύντροφοι. Δεκάρα ὁ φίλος μου δεκάρα ἐγώ. Πεντάρα ἐκεῖνος πεντάρα ἐγώ. Ἔκανε κρύο δυνατό· ἡ νύχτα πλάκωνε· ἡ πάχνη σκέπαζε μὲ παγωμένο ἱδρώτα ὅλο τὸ χωριό. Ἔτρεξα καὶ ρίζωσα στὴ γωνιὰ νὰ ζεσταθῶ. Ἡ μάνα μου ἑτοίμαζε τὸ χυλὸ ποὺ θὰ ἔφτιανε τὸ πρωὶ τὶς τηγανίτες. Τ᾿ ἄλλα μου τ᾿ ἀδέρφια καθόντουσαν τριγύρω καὶ ἔπαιζαν μὲ τ᾿ ἀναμμένα δαυλιά, ἐσγάρλιζαν τὴ στάχτη, ἐζάλιζαν τὴ μάνα μὲ χίλια γλυκόλογα. Ἐγὼ σοβαρὸς καὶ ἀμίλητος μετροῦσα τὰ ξεδούλεια μου. Πλάκωνε ἡ αὐριανὴ ποὺ θὰ ἔπαιζα τὴ βλάχα, τὸ στριφτό, τὸ ντοιχάκι μὲ τ᾿ ἄλλα συνομήλικα. Ἄξαφνα βρόντησαν παρᾶδες στὸ πανωφόρι μου. Βάνω τὸ χέρι μου, ψαχουλεύω, βρίσκω μέσα στὴ φόδρα πεσμένα σαρανταπέντε λεφτά. Ναί· τέσσερες δεκάρες, καὶ μία πεντάρα. Ἱδρώτας μὲ τσάκισε.
– Μάνα, φωνάζω· μάνα! βρῆκα κι ἄλλα λεφτὰ στὴν τσέπη μου.
Ἐκείνη στὴ δουλειὰ τῆς σκυμμένη δὲν ἔδωκε ἀπόκριση.
– Μάνα, τῆς ξαναλέω· εἶχα κι ἄλλα λεφτά. Δὲν τὰ μοιράσαμε τοῦτα. Δὲν τὰ εἶδα, μὰ τὸ Θεό· δὲν τὰ εἶδα…
– Δὲν πειράζει· τὰ μοιράζετε αὔριο.
– Ὄχι· θὰ πάω τώρα.
Καὶ σηκώνομαι ὀρθός, φορῶ τὰ παπούτσια, ἕτοιμος ν᾿ ἀνοίξω τὴν πόρτα. Μὰ ἡ μάνα μου θυμωμένη μοῦ φωνάζει ἄγρια.
– Ποῦ θὰ πᾶς, μωρέ, τέτοια ὥρα: Δὲν ἀκοῦς τί κάνει ὄξω!
Ἀληθινὰ ἔξω βογκοῦσε ὁ βοριὰς καὶ τὸ νερόχιονο ἔπεφτε. Τὸ σπίτι τοῦ φίλου μου ἦταν μακριά. Ἔπρεπε νὰ περάσω αὐλάκια νὰ διαβῶ ἀπὸ τόπους στοιχειωμένους. Κοντὰ ἦταν τῆς θείας Κωσταντινιᾶς τὸ χαγιάτι, ποὺ εἶδα προχτὲς σούρουπα τὸν Ἅϊ-Δημήτρη καὶ ἔβαλα τὶς φωνές. Παρακάτω ἡ συκιὰ τῆς Πλεύρενας, ποὺ γιὰ νὰ περάσω ἄλλοτε ἄφηκα τὸ ἕνα μου παπούτσι. Παραπέρα ἡ βρύση, ποὺ τέτοια ὥρα οἱ νεράιδες πλένουν καὶ λευκαίνουν τὰ μεταξωτά τους. Ὅλα τώρα τὰ θυμόμουν καὶ ἀνατριχίαζα. Μὰ δὲν ἠμποροῦσα καὶ νὰ ἡσυχάσω. Φίδι ἀνάδευε μέσα μου. Τὰ σαράντα πέντε λεφτὰ καίγανε τὰ χέρια μου.
– Μάνα, ἄσε μὲ νὰ πάω… δὲ θ᾿ ἀργήσω· εἶπα κλαίοντας τώρα.
– Πήγαινε ντὲ νὰ σὲ πάρουν οἱ Καλικάντζαροι. Ἢ ξέχασες πῶς ἔχουμε ἀκόμη Δωδεκαήμερα;
Ὄχι· δὲν τὸ ξέχασα· τὸ θυμόμουνα πολὺ καλά. Οἱ γυναῖκες κάθε ὥρα μᾶς τὸ θύμιζαν μὲ τὰ καμώματα καὶ τ᾿ ἀνέκδοτά τους. Μὰ τί ἤτανε γιὰ μένα οἱ σαϊτάνηδες αὐτοὶ μπροστὰ στὴν ἀγωνία ποῦ ἔπνιγε τὴν ψυχή μου; Ἐνόμιζα πὼς τὸ ἤξερε τώρα ὁ Τάσης τὸ ἀδίκημα, πὼς τὸ ἔλεγε τῆς μάνας του· κλέφτης, κλέφτης, κλέφτης, ἤμουνα ἐγώ!
– Μάνα, δὲν μπορῶ· θὰ πάω! ξαναφώναξα κατακόκκινος.
Γύρισε καὶ μὲ εἶδε κατάματα· χαμογέλασε. Δὲν ξέρω γιατὶ χαμογέλασε. Μοῦ φόρεσε καλὰ τὸ πανωφόρι, μοῦ σήκωσε τὸ γιακᾶ· μοῦ στοίβαξε ὡς τ᾿ αὐτιὰ τὴ σκούφια, ἄνοιξε τὴν πόρτα.
– Τρέχα καὶ πρόσεχε μὴν πέσῃς στὶς λάσπες.
Κατέβηκα τὴ σκάλα καὶ ἡ καρδιά μου φτερούκαε. Τὸ ἄπλερο σαρκίο μου ἀνατριχίαζε μέσα στὴ νύχτα ἀπὸ φόβο καὶ κρύο. Ἐδῶ σκόνταβα, ἐκεῖ γλιστροῦσα, ἀλλοῦ ἐβάλτωνα. Ἔπεφτα στὶς φράχτες, χτυποῦσα στὰ κορμόδεντρα. Μὰ ὅλο προχωροῦσα μὲ τὰ λεφτὰ στὴ φούχτα μου. Πέρασα μὲ κλειστὰ μάτια τὸ χαγιάτι τῆς θεία-Κωσταντινιᾶς· διάβηκα χωρὶς ν᾿ ἀτενίσω τὴ στοιχειωμένη συκιά· πήδησα στὴ βρύση χωρὶς νὰ προσέξω τὰ τραγούδια καὶ τὰ ὄργανα τῆς νεράιδας· ἔφτασα τέλος στὸ σπίτι τοῦ φίλου μου.
Μὰ ἦταν κατάκλειστο, σιωπηλὸ καὶ ἄγριο στὸ σκοτάδι. Βάνω τὶς φωνές.
– Τάση!… Τάση!…
Οὔτε φωνή, οὔτε ἀκρόαση. Ἔτρεμα ὁλόκορμος. Γύριζα καὶ ἔβλεπα φοβισμένα πίσω μου. Ἴσκιοι περναγαν μπροστά μου· κρύα χέρια ψαχούλευαν στὶς πλάτες, στὰ μαλλιά μου.
-Τάση! ε Τάση!.. ξαναφώναξα βραχνά.
Τίποτα. Σκύλοι γαύγιζαν ἀποπέρα. Γαύγιζαν καὶ οὐρλίαζαν σὰν λύκοι. Τὰ πόδια μου δὲν ἤθελαν νὰ κρατήσουν ὀρθὸ τὸ σῶμα μου. Κάποτε ἀνοίγει ἕνα παράθυρο.
– Ποιὸς εἶναι; φώναξε ὁ φίλος μου.
– Τάση, ἐγὼ εἶμαι· ἔλα κάτου νὰ σοῦ εἰπῶ.
– Δὲν μπορῶ, καημένε· δὲ μ᾿ ἀφήνει ἡ μητέρα· Τί θές;
– Ἔλα κάτου· ἔχω κι ἄλλα λεφτὰ νὰ μοιράσουμε. Ἦταν μέσα στὴ φόδρα καὶ δὲν τὰ εἶδα… Νὰ μὰ τὸ Θεό, δὲν τὰ εἶδα…
Κατέβηκε πάραυτα, τοῦ ἔδωκα τὶς δύο δεκάρες, κάνοντας χίλιους ὅρκους πὼς δὲν τὰ εἶχα ἰδεῖ. Ἡ καρδιά μου ἀλάφρωσε. Ἔμεινε ἡ πεντάρα· τοῦ τὴν χάριζα κι ἐκείνη.
– Ὄχι, νὰν τὴ στρίψουμε· λέει. Ὅποιος τὴν πάρῃ.
Τὴν ἔπιασε στὸ χέρι· τὴν ἔριξε ψηλά.
– Κορώνα ἢ γράμματα;
– Κορώνα.
Δὲν πρόφτασα νὰ κράξω καὶ ἕνας ἴσκιος θεότρομος ἐρίχτηκε ἀπάνω μας, σὰν οὐρανοκατέβατος. Μᾶς ἄνοιξε τὶς χοῦφτες, μᾶς πῆρε τὰ λεφτά, ἔσκυψε ἔπειτα ἅρπαξε τὴν πεντάρα ἀπὸ χάμου καὶ χάθηκε τσαλαπατώντας σὰν βούβαλος τὶς λάσπες τοῦ δρόμου. Ἦταν τὸ παιδὶ τοῦ Κουρδουκέφαλου.
Ἐμεῖς ἐμείναμε γιὰ κάμποση ὥρα ξυλιασμένοι ἐδεκεῖ. Ἔπειτα μ᾿ ἕνα στόμα ἐβάλαμε τὶς φωνὲς καὶ τὰ κλάματα ὥσπου ἦρθαν οἱ δοῦλοι τοῦ Τάση καὶ μᾶς συντρόφεψαν στὰ σπίτια μας.
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/andreas_karkabitsas/dihghmata_toy_gylioy.htm#%CE%9F_%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%94%CE%9F%CE%A5%CE%9A%CE%95%CE%A6%CE%91%CE%9B%CE%9F%CE%A3

ΔΗΜΟΦΙΛΗ