Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Το τέλος της πρότασης Μακρόν και γιατί δεν (πρέπει να) μας λυπεί….
Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον, (ως αφετηρία διατύπωσης κάποιων «περαιτέρω» σκέψεων), το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη με τίτλο «Η αργόσυρτη δολοφονία της πρότασης Μακρόν κι εμείς» στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 21/4/2018 (http://www.efsyn.gr/arthro/i-argosyrti-dolofonia-tis-protasis-makron-ki-emeis). Ο Γ. Βαρουφάκης, αφού μας υπενθυμίσει τι αφορά η «πρόταση Μακρόν» για την ευρωζώνη, που την διατύπωσε αμέσως μετά την εκλογή του στην Προεδρία της Γαλλίας, ([1] κοινός προϋπολογισμός της ευρωζώνης χρηματοδοτούμενος από «ομοσπονδιακούς φόρους» και αντίστοιχο δανεισμό, [2] τραπεζική ενοποίηση και το κόστος της διάσωσης των τραπεζών να αναλαμβάνεται συνολικά από την ευρωζώνη, [3] κοινό ταμείο ανεργίας και [4] κοινό επενδυτικό ταμείο που θα στρέφει τις επενδυτικές ροές προς τις οικονομικά πιο προβληματικές χώρες), σημειώνει, παραπέμποντας και σε προηγούμενες τοποθετήσεις του για το ίδιο αυτό ζήτημα, ότι στην ουσία το Βερολίνο έχει ήδη «δολοφονήσει» αυτή την μετριοπαθή πρόταση του Γάλλου Προέδρου. Σήμερα, γράφει ο Γ. Βαρουδάκης, «…το μετριοπαθές σχέδιο του Μακρόν για την ευρωζώνη κείται πλέον νεκρό, αν και ακόμα άταφο. Μαζί του, αιμόφυρτη στο πάτωμα των διαδρόμων και αιθουσών όπου λαμβάνονται οι σημαντικές αποφάσεις, κείται και η τελευταία ευκαιρία του ευρωπαϊκού κατεστημένου να καταστήσει την ευρωζώνη βιώσιμη και να ξαναδώσει πνοή στην παραπαίουσα Ευρωπαϊκή Ενωση».
Ασφαλώς, αυτού του είδους οι προτάσεις «ομοσπονδοποίησης» της ευρωζωνικής οικονομίας, που δεν είναι άλλωστε και οι μόνες, κάθε άλλο. Μερικοί μάλιστα, επείγονται και για τη θεσμοθέτηση ενός Ευρωπαίου Υπουργού Οικονομικών. Διερωτώμαι, αν όλοι αυτοί, έχουνε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς προτείνουν.
Αφού εξ αρχής σημειώσω, πώς όσο η Ευρώπη αντιμετωπίζει την Γερμανική Αποφασιστικότητα και την Γερμανική Αδιαλλαξία με «μετριοπαθείς» αντιπροτάσεις, τόσο το Βερολίνο που διεξάγει έναν νέο κεραυνοβόλο πόλεμο (Blitzkrieg) με οικονομικά μέσα (αλλά και με πολιτικά «λάφυρα»), τόσο περισσότερο βέβαιο είναι πως η γερμανική ορμή δεν πρόκειται να αναχαιτισθεί και ο «ζωτικός της χώρος» να απειληθεί. Έναν φουσκωμένο και ορμητικό χείμαρρο δεν τον αντιμετωπίζεις με μέτρα κατάλληλα για την αντιμετώπιση ενός ρυακιού που ξεχείλισε για λίγα εκατοστά από τη κοίτη του.
Για να το πω ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές, πρόκειται για προτάσεις πειραματικού χαρακτήρα (που οδηγούν σε αχαρτογράφητα και εξ ορισμού επικίνδυνα νερά), όχι με απρόβλεπτες, μα με απολύτως προβλέψιμες καταστροφικές συνέπειες για σχεδόν όλους τους «εταίρους» πλην του Βερολίνου.
Σε ό,τι με αφορά, κάθε πρόταση που οδηγεί σε οικονομική, τραπεζική και δημοσιονομική «ομοσπονδοποίηση», αφήνοντας έξω την πολιτική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά μια επικίνδυνη αφέλεια όσων θεωρούν πως, όσες «ασφαλιστικές» δικλείδες κι αν θέσουν, θα αποτελέσουν αυτές οι παρεμβάσεις μια εναλλακτική έναντι του επιβληθέντος Γερμανικού Μοντέλου Διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης και ότι, κυρίως, θα «υποχρεώσουν» τη Γερμανία να αποδεχτεί (σε κάποιο έστω βαθμό) κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι έχει ήδη επιβάλλει ως (γερμανικής έμπνευσης και εκτέλεσης) πραγματικότητα στην Ευρώπη. Στην οικονομία και την αγορά, όταν απουσιάζει η (κρατική) πολιτική, πολύ απλά, η εξουσία βρίσκεται στον οικονομικά ισχυρότερο, που την διαχειρίζεται κατά το δοκούν.
Εν προκειμένω δε, συμβαίνει κάτι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο επικίνδυνο. Επειδή καμία οικονομία και καμία αγορά, δεν μπορεί να λειτουργήσει εν κενώ πολιτικής εξουσίας, διότι, το αναγκαίο νομοθετικό πλαίσιο μα και η θεσμοθετημένη επιβολή (και εν ανάγκη με τη βία) που είναι αναγκαίο να ασκηθεί προκειμένου να επιβληθεί αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, επί του παρόντος τουλάχιστον βρίσκονται ακόμα στα χέρια της πολιτικής εξουσίας, αυτό σημαίνει, πως όχι μονάχα έμμεσα πλην ουσιαστικά εκχωρείται στην οικονομία και τις αγορές, ΚΑΙ η πολιτική εξουσία, μα, ουσιαστικά, εκχωρείται σ’ εκείνον που κυριαρχεί ως ο ισχυρότερος οικονομικός παράγων.
Είναι αυτό που βιώνουμε στη σημερινή Ευρώπη, όπου η Γερμανία, ακριβώς για τους παραπάνω λόγους, ουσιαστικά, έχει εκτός από τον οικονομικό, ΚΑΙ τον πολιτικό έλεγχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις λοιπές Κυβερνήσεις των κατά τα λοιπά «ισότιμων» μελών, όχι σπάνια, να αντιμετωπίζονται από το Βερολίνο με άκρα απαξίωση και περιφρόνηση. Οι απόψεις τους δεν ζητούνται καν, απλώς, τους ανακοινώνονται οι αποφάσεις του Βερολίνου. Κατά παραχώρηση μονάχα, για λόγους δημόσιας εικόνας, ενίοτε το Βερολίνο συζητά με το Παρίσι, απλά, για να επικρατεί στο τέλος η γερμανική άποψη όταν το Παρίσι διατυπώνει κάτι που μπορεί έστω κατ’ ελάχιστο να αποκλίνει από την Γερμανική Άποψη των Πραγμάτων.
Η θέση μου, την οποία άλλωστε έχω διατυπώσει και στο παρελθόν αρκετές φορές, είναι : Χωρίς πολιτική ένωση, κάθε «εμβάθυνση» της αγοραίας και οικονομικής «ένωσης» δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα βήμα ακόμα προς την ενίσχυση του Γερμανικού Λεβιάθαν, που με την πλήρη χομπσιανή εκδοχή του, έχει ήδη συγκεντρώσει στα χέρια του ΚΑΙ την πολιτική εξουσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τον αυταρχισμό να συνιστά το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του και το πρώτο βήμα προς ακόμα πιο ολοκληρωτικές καταστάσεις. Γιατί λοιπόν η Γερμανία να θέλει κάτι το διαφορετικό από αυτό που σήμερα συμβαίνει, και που το θωράκισε ακόμα περισσότερο με την περίφημη Διακήρυξη των Τεσσάρων στις Βερσαλλίες, όταν ανακοινώθηκε η Ευρωζώνη των Πολλών Ταχυτήτων; Τι θα σήμαινε μια πολιτικά ενωμένη Ευρώπη για το Βερολίνο; Μα, το τέλος της πολιτικής ΚΑΙ οικονομικής κυριαρχίας της στην Ευρώπη, το τέλος του Γερμανικού Μοντέλου που επιδιώκει να επιβάλλει στην Ευρώπη, ή τουλάχιστον, αν όχι το τέλος, βεβαιότατα την δραματική συρρίκνωση αυτής της κυριαρχίας, όταν θα είναι υποχρεωμένη να δρα ως ένα ομόσπονδο κράτος εντός μιας Ομοσπονδιακής Ευρώπης ή ως μια Πολιτεία εντός των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, χωρίς να είναι διόλου βέβαιο ότι θα αρκούν οι γερμανοί ψηφοφόροι να αναδεικνύουν κυβερνήσεις που θα σκέφτονται «γερμανικά» και κυρίως να κυβερνούν με κύριο μέλημα το «γερμανικό συμφέρον». Μια τέτοια εξέλιξη, θα έχει συνέπεια την μετατροπή της υπό γερμανικό έλεγχο Ευρωπαϊκής Πίτας που αποτελεί την σημερινή πραγματικότητα, την οποία η Γερμανία μοιράζει στην υπόλοιπη Ευρώπη κατά το δοκούν αφού η ίδια προηγούμενα αποφασίζει για το δικό της μερίδιο (του λέοντος), σε καθαρά Ευρωπαϊκή Πίτα, την οποία μια Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Ευρώπης θα μοιράζει με «εθνικά κριτήρια» (πανευρωπαϊκά) και υπό την διαρκή πίεση και έλεγχο των ψηφοφόρων της (δηλαδή, του συνόλου των Ευρωπαίων).
Συνεπώς, κάθε συζήτηση περί «δημοσιονομικής, οικονομικής και τραπεζικής ομοσπονδοποίησης» που αφήνει έξω το ζήτημα της πολιτικής ένωσης, δεν αφορά παρά μονάχα το Βερολίνο και των λίγων εκείνων οικονομιών που «ποτίζονται» από τις ψιχάλες που πέφτουν πάνω στο έδαφός τους από την «ζωογόνο» «γερμανική βροχή», και για όσο αυτές οι «ψιχάλες» θα πέφτουν στο έδαφός τους, και με μαθηματική ακρίβεια μας οδηγεί προς μια Ευρώπη-Έκτρωμα, πολιτικό και οικονομικό, στην οποία, θα μακαρίζουμε όσους πρόλαβαν και την εγκατέλειψαν έγκαιρα, (δες Βρετανία π.χ.), διότι όλοι οι υπόλοιποι δεν θα παραμένουν εντός αυτής, παρά μονάχα ως κτυπημένοι από το σύνδρομο του ιδρυματισμού, σαν τους φυλακισμένους εκείνους, οι οποίοι λόγω της μακράς στέρησης της ελευθερίας τους, αντιμετωπίζουν την απελευθέρωσή τους με τρόμο. Κάθε συζήτηση περί «δημοσιονομικής, οικονομικής και τραπεζικής ομοσπονδοποίησης» που αφήνει έξω το ζήτημα της πολιτικής ένωσης, απλά, είναι ένα ακόμα βήμα περαιτέρω ενίσχυσης της Αυθαιρεσίας της Ηγεμονεύουσας Δύναμης στην Ευρώπη, της Γερμανίας και του Νεοφιλελεύθερου Ολοκληρωτισμού.