ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ – ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Φιλολογικά απομνημονεύματα

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Lingua nova Greca inventa… «Ἀνεκαλύφθη νέα τις γλῶσσα καλουμένη Ἑλληνική· προσέχετε ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι ὄργανον τυγχάνει μαγείας, ἀκολασίας καὶ πάσης μαγγανείας· πλήρης δὲ ἐστὶ βλασφημιῶν, καὶ οὐαὶ τῷ γινώσκοντι καὶ μίαν ἢ δύο ἐξ αὐτῆς λέξεις».
Ἱεροκήρυξ Γάλλος τοῦ ΙΓ´ αἰῶνος, διδάσκων ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος, ἔδιδεν εἰς τοὺς ἀκροατάς του τὰς ἀνωτέρω πληροφορίας. Καὶ τότε μὲν ἡ διδαχή του ἤχησεν εἰς τὰ ὦτα τοῦ ποιμνίου του ὡς ἐπίκαιρος νουθεσία· ἀλλὰ ποῦ νὰ ἤξευρεν, ὁ μακάριος, ὅτι ἔμελλε νὰ ἔλθῃ ποτὲ χρόνος ὁπότε καὶ προφητικήν τινα ἔννοιαν ἴσως θὰ προσελάμβανον οἱ λόγοι του.
Τότε μὲν εἰς τὸ Παρίσι εἶχεν ἀνακαλυφθῆ, ὡς φαίνεται, νέα γλῶσσα, Ἑλληνικὴ καλουμένη· σήμερον δέ, ὄχι μία, ἀλλὰ περισσότεραι ἑλληνικαὶ γλῶσσαι συγχρόνως ἔχουν ἐπινοηθῆ· ἄλλη μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸ Παρίσι, καὶ ἄλλη ἐπιδημεῖ ἐνθρονισμένη ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ ὅλαι λαλούμεναι, γραφόμεναι, καὶ ἀναγινωσκόμεναι ἀνὰ Ἑλλάδα πᾶσαν καὶ τὴν ἄγλωσσον, ἠχοῦσιν ὡς «σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τέρας».
Πρὸ χρόνων πολλῶν ἔχω ἀναγνώσει κάπου ἓν ἀνέκδοτον δι᾿ ἕνα ἀρχαῖον κριτικόν, ὅστις ἀφοῦ ἐξήτασεν ἀκριβῶς καὶ λεπτομερῶς ἕνα μέγαν ποιητήν, καὶ τοῦ ηὗρε πολλὰ καὶ μεγάλα σφάλματα, ἔκαμε συλλογὴν ἐν εἴδει ὁρμαθοῦ ἢ κομβολογίου ἀπὸ ὅλα τὰ σφάλματα ταῦτα, καὶ τὰ προσέφερεν ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὸν βωμὸν τοῦ Ἀπόλλωνος. Δὲν ἠξεύρω ἂν ἦτο αὐτὸς ὁ Ζωίλος, ὁ ἐπικριτὴς τοῦ Ὁμήρου, τοῦ ὁποίου τὰς ἐπικρίσεις ἀνεσκεύασαν ἄλλοι εὐσυνείδητοι, καὶ θαυμασταὶ τοῦ Ὁμήρου, κριτικοί. «Ἐνταῦθα
ἐπιφύεται Ζωίλος ὁ Ὁμηρομάστιξ», ὑπομνηματίζει εἰς τὸ Ι, νομίζω, τῆς Ὀδυσσείας ὁ Εὐστάθιος, ὁ διάσημος σχολιαστής. Ὁ σοφὸς τῆς Θεσσαλονίκης ἀρχιεπίσκοπος δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ πῶς ἔκρινεν ὡς παράλογον ὁ Ζωίλος τὸ «ἓξ ἀφ᾿ ἑκάστης νηὸς ἐρίηρες ἑταῖροι», καὶ τὸ «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐ καταβαίη», καὶ ἄλλα τοιαῦτα. Ἐν τῇ περιγραφῇ μιᾶς ναυμαχίας ὁ Ὅμηρος λέγει ὅτι ὁ Ὀδυσσεὺς ἔχασεν ἀνὰ ἓξ συντρόφους ἀπὸ ἕκαστον τῶν πλοίων του. Πῶς γίνεται; ἐρωτᾷ ὁ Ζωίλος. Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος ὅτι ὁ ποιητὴς δὲν ἠδύνατο νὰ μεταχειρισθῇ τὸ ἀριθμητικὸν ἑβδομήκοντα (δώδεκα ἦσαν αἱ νῆες τοῦ Ὀδυσσέως, ὅθεν 6 x12=72), διότι ἡ λέξις δὲν εἶναι κατάλληλος πρὸς κατασκευὴν δακτύλου· διὰ νὰ κάμῃ σπονδεῖον, ἔπρεπε νὰ διπλασιάσῃ τὸ μ, καὶ τοῦτο δὲν ἐπετρέπετο, ἄλλως θὰ ἦτο ἄκομψον. Ὅθεν ἐπροτίμησε νὰ εἴπῃ μὲ πολλὴν χάριν «ἓξ δ᾿ ἀφ᾿ ἑκάστης νηός», κτλ.
Πάλιν εἰς τὸν στίχον «οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐ καταβαίη», ὁ Ζωίλος, καγχάζων χαιρεκάκως, ἐπιφωνεῖ· Ὢ τῆς ἀνοησίας τοῦ μεγάλου ποιητοῦ σας! Ἀφοῦ ὁ βράχος, τὸν ὁποῖον περιγράφει, εἶναι τόσον ὑψηλός, τόσον τραχὺς καὶ ἄβατος, ὥστε ἀδύνατον εἶναι θνητὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀναβῇ ἐκεῖ ἐπάνω, εἶναι κατάφωρος παραλογισμὸς τὸ νὰ προσθέτῃ ὅτι ἀδύνατον ἦτο νὰ καταβῇ ἐκεῖθεν· διότι πῶς θὰ ἠδύνατο νὰ εὑρεθῇ ἐκεῖ ὑψηλά, ἀφοῦ ἀδύνατον ἦτο ν᾿ ἀνέλθῃ;
Βλέπετε τὰς λεπτολογίας τοῦ πονηροῦ Ζωίλου, ὅστις ὀφείλει εἰς τὸν Ὅμηρον καὶ μόνον τὸ ὅτι κατώρθωσε καὶ αὐτὸς νὰ σώσῃ τ᾿ ὄνομά του ἐκ τῆς λήθης – καὶ νὰ γίνῃ τοῦτο παροιμιῶδες μάλιστα ὡς συνώνυμον τοῦ κακοβούλου ἐπικριτοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ θεῖος ποιητής, ἀπαντᾷ ὁ Εὐστάθιος, δὲν ἔχει ἀνάγκην τοιούτων λεπτολογιῶν, εἶναι ἀετὸς ὑψιπέτης, καὶ εἰς τὴν τολμηρὰν πτῆσίν του ἠδύνατο, καὶ διὰ θείας βουλῆς, καὶ δι᾿ ὑπερφυοῦς θαύματος νὰ θέσῃ ἐκεῖ ἕνα θνητὸν ἄνθρωπον, ὅστις θὰ ἠδύνατο ν᾿ ἀναβιβασθῇ, ἂν καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναβῇ αὐτοβούλως.
Ἂς ἐπανέλθω τώρα εἰς τὸν κριτικόν, ὅστις εἶχε προσφέρει τὰ ψεγάδια ἑνὸς ποιητοῦ ὡς δῶρον εἰς τὸν Ἀπόλλωνα. Τότε ὁ θεός, λέγει ἡ παράδοσις,
διέταξε τὸν ἱερέα του νὰ ἐκλικμίσῃ ἢ νὰ κοσκινίσῃ σῖτον ἐπάνω εἰς τὸν βωμόν, καὶ ἀφοῦ τοῦτο ἔγινεν, ἐκράτησεν ὁ Ἀπόλλων τὸν σῖτον, καὶ εἰς τὸν κριτικὸν διέταξε νὰ δοθῶσι τὰ σκύβαλα καὶ τ᾿ ἄχυρα ὡς ἀμοιβὴ διὰ τὸν κόπον του. Καὶ ὁ κριτικὸς τὰ ἐπῆρε «πλυμένα κι ἄπλυτα», κ᾿ ἔφυγε, καὶ ἀκόμη φεύγει.
Δὲν ἔπαυσαν τ᾿ ἄχυρα καὶ τὰ σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μᾶς ἔρχωνται διαρκῶς μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων. Ὅλοι οἱ ἀργέσται καὶ οἱ ζέφυροι καὶ οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρουν τ᾿ ἀπορρίμματα, τὰ καθάρματα τῶν δογμάτων καὶ τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καὶ τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἕξεων, ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν.
Ἐπειδὴ περὶ γλώσσης πρόκειται, ἰδοὺ ὅτι, ἂν ἡ Βολαπούκ, ἡ μακαρίτισσα, δὲν εἶχε προφθάσει νὰ εὕρῃ ὀπαδοὺς εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἡ διάδοχος ἐκείνης, ἡ Ἐσπεράντο, μᾶς ἦλθεν ἐνωρὶς – καὶ δὲν πρέπει νὰ μᾶς μέμφωνται ὅτι ὑστεροῦμεν εἰς τὸν πολιτισμόν.Ἐδιάβασα εἰς τὰς ἐφημερίδας ὅτι ἔγινε διάλεξις, καὶ ἱδρύθη κάτι ὡς σχολὴ τῆς καινοφανοῦς γλώσσης, καὶ μέθοδος εἰσήχθη, καὶ ὀπαδοὶ ἀρκετοὶ προσῆλθον, προτιμῶντες τὴν Ἐσπεράντο ἀπὸ τὴν μητρικήν των καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην γλῶσσαν. Εὖγε, καλῶς βαίνομεν. Ἂς εὐχηθῶμεν καλὴν πρόοδον εἰς τοὺς νεογλωσσίτας.
Χθὲς πάλιν ἐδιάβασα εἰς μίαν ἐφημερίδα ὅτι μᾶς ἦλθαν Μορμῶνοι ἀπὸ τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀμερικῆς, μὲ σκοπὸν νὰ μᾶς προσηλυτίσουν εἰς τὴν θρησκείαν των, καὶ νὰ εἰσαγάγουν παρ᾿ ἡμῖν τὴν πολυγαμίαν.
Καὶ ἡ ἔλευσις αὕτη τῶν ἱεραποστόλων εἶναι τῷ ὄντι ἐπίκαιρος, διότι ἀφοῦ γλῶσσα καὶ θρησκεία εἶναι τὰ κυριώτερα γνωρίσματα ἔθνους, συγχρόνως μὲ τὴν Ἐσπεράντο, ἔπρεπε νὰ μᾶς ἔλθῃ καὶ ὁ Μορμωνισμός. Πλὴν μὴ τυχὸν πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι καὶ νομίζουσιν ὅτι ἔχομεν ἐδῶ μονογαμίαν; Ἐδῶ ἡ μὲν παλλακεία καὶ κοινογαμία εἰς τὴν ἀνωτέραν, τὴν μέσην, καὶ τὴν κατωτέραν τάξιν, αὐξάνει καὶ διαδίδεται, τὰ δὲ διαζύγια πληθύνονται ὅπως τὰ μανιτάρια μὲ τὸν ὑγρὸν καιρόν. Οἱ δὲ ἀγαθοὶ ἱεράρχαι μας, νευρόσπαστα εὐχείρωτα καὶ εὐπειθῆ, εὐλογοῦντες τὴν ἡμέραν ἕνα γάμον, ἀπαγγέλλουσι μετὰ στόμφου τὰ λόγια τῆς εὐχῆς: «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω». Εἶτα, ὀλίγον καιρὸν ὕστερον, ἐκδίδουσι, περὶ τοῦ ἰδίου ἀνδρογύνου, ἔγγραφον οὕτως ἔχον: «ὡς δικαστικῶς διαζευχθέντες, θεωροῦνται καὶ ἐκκλησιαστικῶς κεχωρισμένοι». Εἶτα, μετ᾿ ὀλίγους μῆνας πάλιν, οἱ ἴδιοι εὐλογοῦσι τὸν γάμον τοῦ ἑνὸς ἐκ τῶν διαζευχθέντων μετ᾿ ἄλλου προσώπου, καὶ πάλιν ἀπαγγέλλουσιν ἠχηρᾷ τῇ φωνῇ τὴν εὐχήν: «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω…»
Πλὴν τί λέγω;… Ἐδῶ πρόκειται περὶ γλώσσης. Πρὸς τί αἱ παρεκβάσεις; Ἀρκοῦσι πλέον τὰ προοίμια.
Δὲν ἠξεύρω διατί, πρὸ χρόνων, ὅταν ἐσκεπτόμην ἂν ἔπρεπε νὰ γράψω τὴν παροῦσαν μελέτην, ἐσχεδίαζα νὰ τὴν ἐπιγράψω, Τὰ ξόανα. Διατί ἆρα; Μήπως ἐσκόπουν ν᾿ ἀπαντήσω εἰς «Τὰ εἴδωλα» τοῦ μακαρίτου Ροΐδου; Πολὺ ἀμφιβάλλω ἂν ὑπῆρχε τοιαύτη μυχία σκέψις μέσα μου.
Πλὴν ποίους τάχα θὰ ἐννοοῦσα «ξόανα»; Κ᾿ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω. Ἴσως ὅμως δυνηθῶ νὰ τὸ εἴπω, ἂν συνεχίσω τὴν παροῦσαν μελέτην.
Α´
Πρὶν ἀκόμη εἰσέλθωμεν εἰς τὴν οὐσίαν τῆς παρούσης διατριβῆς, εἰσήλθομεν εἰς τὸ Τριῴδιον… Ὁποία, τῷ ὄντι, γόνιμος ἐποχή! Ἐφέτος, ὡς ἔμαθα, γίνεται ἀπόπειρα πρὸς ἐπανίδρυσιν τῶν ἀρχαίων Διονυσίων… Εὖγε! Τοὐλάχιστον αὐτὸ εἶναι Ἑλληνικόν, καὶ δὲν θὰ ξαναγίνῃ, ἐλπίζω, λόγος περὶ εἰσαγωγῆς τῆς Μι-καρὲμ τῶν Παρισιανῶν παρ᾿ ἡμῖν, ὅπως ἔγινε δὶς ἤδη. Φαντασθῆτε Μισοσαράκοστο μὲ ὄργια, μεταμφιέσεις καὶ τὴν κραιπάλην! Καὶ ὅμως ὅλα γίνονται. Τὸ κοινὸν ἔχει ἀνάγκην θεαμάτων, τοῦ χρειάζονται τρία, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἰταλοὶ ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μακιαβέλη. Ἡ νεολαία διψᾷ ἡδονάς. Περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους τοῦ ἔτους 1897, πρὶν ὑπογραφῇ ἀκόμη ἡ ἀνακωχή, ἢ πρὶν συναφθῇ ἡ συνθήκη εἰρήνης, ἡ νεολαία τῶν Ἀθηνῶν ἦτο πολὺ δυστυχής. Ἐπὶ δύο ἑβδομάδας εἶχον διακοπῆ τὰ θεάματα.
Πολλάκις ἤδη εἶχε παρατηρηθῆ ὅτι, εἰς ἐποχὰς ἐμφυλίων ἢ ἐξωτερικῶν πολέμων, στάσεων, σπαραγμῶν, λοιμοῦ, πυρὸς καὶ μαχαίρας, ἡ δίψα πρὸς τὰς ἡδονὰς μεγάλως αὐξάνει. Τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε. Ἄνθρωποι ἢ κοχλίαι, τὴν ἰδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διὰ τὰς πράξεις των. Διάφοροι χρονικογράφοι ἐφημερίδων παρετήρησαν πρὸ χρόνων, ὅτι ἦσαν ἄξιοι οἴκτου οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλην σοβαρότητα, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀνάγκην καὶ δόσεώς τινος φαιδρότητος, τὴν ὁποίαν οἱ γράφοντες, μὲ τὰ ὡραῖα χρονογραφήματά των, ἐπροσπαθοῦσαν νὰ τοὺς ἐμφυσήσουν… Ἄλλοι πάλιν φρονοῦν ὅτι ὑπάρχει τοὐναντίον μεγάλη ἔλλειψις σοβαρότητος εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ἀλλ᾿ οἱ χρονικογράφοι τῶν ἐφημερίδων ὠνόμαζον σοβαρότητα τὴν σκυθρωπότητα, καὶ ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐζητοῦσαν νὰ ἐμφυσήσουν εἰς τοὺς Ἀθηναίους, ἦτο ἐλαφρότης καὶ ὄχι φαιδρότης. Ἄλλως περιττὸς ὁ κόπος των, διότι καὶ ἡ ἐλαφρότης ὑπάρχει ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τὸν τόπον αὐτόν. Ὅπου σοβαρότης, ἡ φαιδρότης ἐπέρχεται ἀφ᾿ ἑαυτῆς ὡς ἀναγκαία ἀντίδρασις, ὅπου δὲ ἐλαφρότης, ἡ σκυθρωπότης ἐπέρχεται ὡς ὀφειλομένη βαρεῖα τιμωρία.
Ἄλλος χρονικογράφος ἐπρότεινε γνώμην ὅτι ἔπρεπεν αἱ ἡμέραι τῆς Ἀπόκρεω νὰ ἑορτάζωνται πολὺ πανηγυρικῶς καὶ λίαν ἐπιβλητικῶς εἰς τὰς Ἀθήνας – διὰ νὰ ἑλκύωνται, ἔγραφεν, ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας οἱ ἄνθρωποι, νὰ συρρέωσι φέροντες χρήματα εἰς τὰς Ἀθήνας!!! Ὡς νὰ εἶχεν ἀφήσει ἡ πρωτεύουσα ἀρκετὰ χρήματα εἰς τὸ βαλάντιον τῶν πτωχῶν ἐπαρχιωτῶν, τῶν εἱλώτων τούτων, καὶ ὡς νὰ μὴ ἦσαν ὑπόχρεοι διὰ μυρίας ἄλλας ἀφορμὰς νὰ ἐπισκέπτωνται οὗτοι συχνὰ τὰς Ἀθήνας! Ὅλ᾿ αὐτά, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα ἐγράφησαν, ἐτυπώθησαν, καὶ ἀνεγνώσθησαν, καὶ ὁ χάρτης δὲν ἐσχίσθη, καὶ τὰ γράμματα δὲν ἐρράγησαν, καὶ ἡ μελάνη δὲν ἀνεπήδησε μέχρι τοῦ προσώπου τοῦ γράψαντος. Πράγματι ἡ ἐποχὴ αὐτὴ τῶν «ἈπόκρεΩ» (sic) εἶναι τὸ φόρτε μερικῶν δημοσιογράφων.
Πρὸ τριακονταετίας εἰς τὸν Ἀθηναϊκὸν Τύπον, ἡ λέξις αὐτὴ ἐτονίζετο εἰς τὴν παραλήγουσαν, αἱ Ἀποκρέω. Εἶτα ὁ στιβαρὸς Κόντος, τοῦ ὁποίου τὸν ζυγὸν δυσκόλως ὑπέφερον οἱ γράφοντες, καί τινες μάλιστα ἐπροσπάθουν μάτην νὰ τὸν γελοιοποιήσουν – καὶ ὅμως, μὲ τὸν καιρὸν οἱ ἴδιοι ὑπέκυψαν – ὑπέδειξε τὸ ὀρθόν. Ἀλλ᾿ ὅμως ἐστάθη ἀδύνατον νὰ μάθωσι τὴν κλίσιν τῆς λέξεως, καὶ σήμερον ἀκόμη εἰς τὸν Τύπον ἐν γένει γράφεται ἡ Ἀπόκρεω, τὰς Ἀπόκρεω. Καὶ ὅμως, εὐκολώτατον θὰ ἦτο, πρὶν γράψῃ τις τὸ ὄνομα, ν᾿ ἀναλογίζεται πῶς θὰ εἶχεν ἂν δὲν ἦτο τῆς Ἀττικῆς κλίσεως, ἀλλ᾿ ἁπλῶς δευτερόκλιτον. Ἡ ἀπόκρεος, ἄρα ἡ ἀπόκρεως, τὰς ἀποκρέους, ἄρα τὰς ἀπόκρεως.
Ὑπομονὴ διὰ τὰς ἄλλας πτώσεις· ἀλλ᾿ ἡ γενικὴ πληθυντική; Ὡς φαίνεται, οἱ νεαροὶ δημοσιογράφοι μας δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν β´ τοῦ Ἑλληνικοῦ, καὶ δὲν ἔμαθαν ποτὲ ὅτι «ἡ γενικὴ πληθυντικὴ ὅλων τῶν πτωτικῶν λήγει εἰς ων, καὶ δι᾿ αὐτὸ λέγεται μέση». Ἐκτὸς μιᾶς ἐφημερίδος (τοῦ Νέου Ἄστεως) ὅλαι αἱ ἄλλαι γράφουσι τῶν Ἀπόκρεω. Διατί ὄχι; Κατὰ τοὺς ψυχαριστάς, ἡ γενικὴ πληθυντικὴ διφορεῖται· τῶν ἀνθρώπω καὶ τῶν ἀνθρώπωνε, τῶν γυναικῶ, καὶ τῶν γυναικῶνε. Ἢ πρέπει νὰ τὸ κλαδεύσῃ τις, ἢ νὰ τοῦ προσθέσῃ μίαν φούντα. Μόνον εἰς τὴν γνησίαν μορφὴν δὲν πρέπει νὰ τὸ γράψῃ, διότι ἀλλοίμονον εἰς ὅσους γράφουν τὴν καθαρέβουσα.
Ἀρκοῦν τόσα διὰ τὸ ὄνομα τῆς Ἀπόκρεω, ἀλλὰ καὶ πόσας δὲν ἔχομεν ἀποκριάτικες λέξεις; – Φαίνεται ὅτι ἡ Ἀπόκρεως πράγματι παρατείνεται καὶ εἰς ὅλας τὰς ἄλλας ἐποχὰς τοῦ ἔτους, διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσα καὶ τόσα ἀποκριάτικα ὀνόματα καὶ πράγματα. Χθὲς ἐδιάβαζα εἰς μίαν ἐφημερίδα μίαν ὡραίαν πράγματι λέξιν «τῆς δολτσεφαρνιεντιζούσης Κυβερνήσεως». Ὤ, πλαστικότης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης! Ἰδοὺ πῶς ἀπὸ μίαν Ἰταλικὴν παροιμίαν πλάττεται αἴφνης μία χαριεστάτη μετοχή. Τί σημαίνει ἂν τὰ ἐννέα δέκατα τῶν ἀναγνωστῶν δὲν θὰ καταλάβωσιν τί θέλει νὰ πῇ τοῦτο; Μήπως εἶναι βέβαιον ἂν ὁ συντάκτης ὁ ἴδιος ξεύρει ἰταλικά; Τί πρὸς τοῦτο. Ὁ Τύπος, βλέπετε, ὁ Ἀθηναϊκός, εἶναι προωρισμένος διὰ τὰς Ἀθήνας καὶ τὸν Πειραιᾶ. Ὁ δημοσιογράφος, ὅταν πιάσῃ τὴν πένναν, ἐπ᾿ αὐτῶν τῶν δύο πόλεων βασίζεται, διότι ἀπὸ τὴν κυκλοφορίαν τὴν εἰς τὰς δύο πόλεις ζῇ κυρίως ὁ Τύπος. Καὶ εἰς τὰς πόλεις αὐτὰς οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνεπτυγμένοι – καὶ πρέπει νὰ ξεύρουν τί θὰ πῇ ὄχι μόνον ρᾳστώνη ἑλληνιστί, ὄχι μόνον τουρκιστὶ ραχάτι, ἀλλὰ καὶ ἰταλιστὶ δόλτσε ἒ φὰρ νιέντε.
Διὰ τοῦτο βλέπεις νὰ εἰσάγωνται τοιαῦται λέξεις, ὁποία ἡ μπάντα τῆς μουσικῆς! λόγου χάριν. Ἂν εἰς τὴν γνησίαν δημώδη γλῶσσαν, ἡ λέξις σημαίνει τὴν πλευρὰν ἢ τὴν ἄλλως μεριά, ἀδιάφορον. Ἐκεῖνα εἶναι παλαιά, χωριάτικη γλῶσσα, démondée· ἐτελείωσε. Ἀρχαῖα καὶ διϊπολιώδη καὶ τεττίγων ἀνάμεστα. Ἐὰν τώρα ἡ bande γίνεται ἴσως ἀπὸ τὸ binden
(δένω), ἐὰν ἔχῃ παραπλησίαν τὴν ἀρχὴν καὶ προέλευσιν, ὅπως ἡ λέξις σπεῖρα, ἐὰν ἡ ἰδία bande σημαίνῃ ἐν γένει συμμορίαν, καὶ ἂν ἔχῃ παράγωγον τὸ bandie, ἀδιάφορον καὶ πάλιν. Ἀλλ᾿ αἱ λέξεις χορός, θίασος, ὅμιλος, ὀρχήστρα, τίποτε δὲν σημαίνουν. Ἡ μπάντα, αὐτὴ εἶναι ἡ λέξις τῆς μόδας.
Εἶδα ὅτι καὶ ἐπίτροποι ἐκκλησίας, ἀναγγέλλοντες λιτανείαν, ἀνέφερον καὶ «μπάντα μουσικῆς». Ἀλλὰ πόσα δὲν διαπράττουν αὐτοὶ οἱ ἐπίτροποι! Ὅπου εἶναι πανήγυρις, ἀναγγέλλουν ὅτι θὰ καοῦν καὶ ροκέτες! Καὶ θῦμα ἔγινεν ἔξωθεν μιᾶς ἐκκλησίας, πρὸ ὀλίγων μηνῶν, μία πτωχὴ γυνή. Ἀλλ᾿ αἱ ροκέτες ὅμως δὲν ἔπαυσαν.
Πρό τινος χρόνου, οἱ ἐπίτροποι ναοῦ τινος, ἀπὸ μίαν τῶν κυριωτέρων ἐπαρχιακῶν πόλεων, ἔστειλαν τηλεγράφημα, ὅπου μετὰ σύντομον περιγραφὴν τῆς γενομένης τελετῆς ἐπί τινι ἐπετείῳ, ἐπρόσθετον τὰς λέξεις: «Μνημόσυνον μεγάλως ἐπέτυχε». Εἰκότως· διότι ἐφαντάζοντο τὸ σύνολον ὡς ἁπλοῦν θέαμα.
Β´
«Τὸν τραυματίαν μετέφερον εἰς τὸν Σταθμόν, ὅπου ἔλαβε τὰς πρώτας βοηθείας· μεθ᾿ ὅ, ἀπεβίωσε…»
Τὸ ἀνωτέρω εἶναι ὑπόδειγμα σχεδὸν πρότυπον, λίαν παραστατικὸν περὶ τοῦ πῶς γράφεται ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα τὴν σήμερον εἰς τὸν Ἀθηναϊκὸν τύπον. Συνίσταται ἀπὸ ἕνα βαρβαρισμὸν εἰς τὴν ἀρχήν, ἀπὸ ἕνα ξενισμὸν εἰς τὸ μέσον, καὶ ἀπὸ ἕνα ἀστεῖον παραλογισμὸν μετ᾿ ἀκυρολεξίας περὶ τὸ τέλος.
Ἀορίστους ὅπως τὸ μετέφερον (ἀνήγγειλον, διένειμον κτλ.) μεταχειρίζονται καθημερινῶς εἰς διαφόρους ἐφημερίδας πολλοὶ ρεπόρτερς. Ἀλλὰ διατί δὲν προτιμῶσι τὰ ὀρθά, ἀνήγγειλαν, διένειμαν; Ἁπλούστατα, διότι αὐτὰ τοὺς φαίνονται κοινά, καὶ σχεδὸν χυδαῖα, φαντάζονται ὅτι τὸ ἑλληνικὸν πρέπει νὰ λήγῃ τοὐλάχιστον εἰς ον, ὅπως εἰς τοὺς παρατατικούς, οὕτω καὶ εἰς τοὺς ἀορίστους. Θὰ εἰπῆτε δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν β´ τάξιν τοῦ Σχολείου; Βεβαίως, αὐτὸ εἶναι ἡ λέξις.
Ἀλλὰ τί ὠφελοῦν τὰ Σχολεῖα, οἱ διδάσκαλοι, τὰ βιβλία, αἱ γραμματικαί; Δι᾿ ἕνα ἑλληνόπαιδα αὐτὰ εἶναι σκοτούρα. Τώρα κηρύττεται πλέον φανερὰ ἡ ἀγραμματωσύνη, καὶ τὸ ἀνωφελὲς τοῦ ὀρθῶς γράφειν ἢ ὁμιλεῖν.
Ἂς ἔλθωμεν τώρα εἰς τὰς πρώτας βοηθείας. Ἑλληνιστὶ βεβαίως τοῦτο καλεῖται «προχείρους», καὶ οἱ Σταθμοὶ αὐτοὶ βέβαίως ἔπρεπε νὰ ὀνομάζωνται «προχείρων βοηθειῶν». Ἀλλὰ τί μᾶς χρειάζεται τὸ ἑλληνικὸν τῆς ἐκφράσεως; Ἀφοῦ οἱ Γάλλοι εἰς τὴν γλῶσσάν τους καλοῦσι ταῦτα «τὰς πρώτας βοηθείας», καὶ ἡμεῖς θὰ ὠνομάζομεν τὸ ἴδιον πρᾶγμα «προχείρους βοηθείας»; Ὤχ, ἀδελφέ! Μήπως ἡ Ἑλλὰς φιλολογικῶς δὲν εἶναι «μία ἐπαρχία» τῆς Γαλλίας, ὅπως εἶπε πρὸ χρόνων ὁ κ. Γρ. Ξενόπουλος;
Λοιπὸν ὁ παθών, ἀφοῦ ἔλαβε τὰς πρώτας αὐτὰς βοηθείας, ἀπεβίωσε.
Τὸ ρῆμα ἐπεκράτησεν ἐπὶ αἰῶνα ἤδη. Θὰ ἦτο πλέον ἐντροπὴ νὰ γράφῃ τις, ἀπέθανε. Τὸ περίεργον εἶναι ὅτι μία καὶ ἡ αὐτὴ πρόθεσις, ἡ ἀπό, φαίνεται νὰ ἔχῃ τὴν ἰδιότητα, εἰς δύο ἐναντιώτατα ρήματα, τὸ βιοῦν καὶ τὸ θνῄσκειν, προστιθεμένη, νὰ παράγῃ δύο συνώνυμα, τό, ἀπεβίωσε, καί, ἀπέθανε· καὶ πάλιν ἡ ἰδία ἡ ἀπὸ εἰς τὸ ἀποζῇ τις νὰ σημαίνῃ τὸ μετὰ δυσκολίας ζῇ, εἰς δὲ τὸ ἀπεβίωσε, τὸ ἔπαυσε νὰ ζῇ.
Ἡ δεσπόζουσα μανία εἰς τὴν χρῆσιν καὶ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ ἀπεβίωσε εἶναι ἐκείνη ἣν ἀτελῶς ὑπῃνίχθημεν ἀνωτέρω· ἡ μανία τοῦ περιφρονεῖν τὰ κοινὰ καὶ πεπατημένα, καὶ νομίζειν αὐτὰ ὄχι ἑλληνικά. Τὸ ἑλληνικά, κατὰ τὴν ἀντίληψιν τῶν πολλῶν, ἐσήμαινεν ἄρρητα θέματα, λεξίδια ὄχι συνήθη εἰς τὸν κοινὸν λόγον. Ἀλλὰ μὲ τὴν λογικὴν καὶ τὴν μέθοδον αὐτὴν κατήντησε νὰ γίνῃ ὅλη σχεδὸν ἡ γλῶσσα νόθον καὶ κίβδηλον κατασκεύασμα, ἄκομψον, καὶ κακόζηλον· τεχνητὸν καὶ κατὰ συνθήκην.
Ὅταν ἤμην παιδίον, μία γραῖα γειτόνισσα μοὶ ὑπηγόρευε μίαν τῶν ἡμερῶν, γράμμα πρὸς τὸν σύζυγον τῆς ἐγγονῆς της, ὅστις ἐταξίδευεν ὡς λοστρόμος μὲ τὰ καράβια.
– Γράψε, εἶπεν ἡ γριὰ Φραγκούλαινα, τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη, τριῶν μηνῶν, (δηλ. ἡ σύζυγος τοῦ πρὸς ὃν ἡ ἐπιστολή).
Ἐγὼ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι γκαστρωμένη».
Ὅταν ὅμως ἀπῄτησε νὰ τῆς ξαναδιαβάσω, πρὶν τὸ κλείσω, ὅλον τὸ γράμμα, τότε ἔκαμε παρατήρησιν:
– Μὴ γράφῃς «γκαστρωμένη», εἶπε, δὲν τὸ γράφουν ἔτσι.
– Πῶς νὰ γράψω;
– Γράψε εἶναι παραβαρεμένη.
Ἐγὼ ἔσβησα τὸ «γκαστρωμένη», κ᾿ ἔγραψα: «τὸ Ἀργυρὼ εἶναι παραβαρεμένη…»
Τὸ μάθημα ὑπῆρξε λίαν διδακτικόν. Καίτοι ἀγράμματη, ἡ γραῖα μ᾿ ἐδίδαξεν ὅτι, εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ἄλλως νοοῦμεν, ἄλλως ὁμιλοῦμεν, καὶ ἄλλως γράφομεν.
Ἴσως τὸ ἐνδόμυχον ἐλατήριον τῆς ἀρχαϊκῆς γραίας ἦτο μία λεπτοφυεστάτη ἀνάγκη εὐφημισμοῦ. Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ὅτι ὁ εὐφημισμὸς ἐκεῖνος ἐπεκτείνεται καὶ εἰς ὅλην τὴν γλῶσσαν, καὶ καταντᾷ, ὅπως ὁ χωρικὸς συστέλλεται νὰ εἴπῃ «ἡ γυναίκα μου», καὶ λέγει «ἡ νοικοκυρά μου, ἡ φαμίλια μου» (τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπαινετὸν ἄλλως), οὕτω καὶ οἱ γράφοντες νὰ μὴ θέλουν νὰ γράψουν λ.χ, ἀπέθανε, ἀλλὰ ἀπεβίωσε.
Ὅπως ἓν ζωντανὸν σῶμα δὲν δύναται νὰ ζήσῃ δι᾿ ἐνέσεων, τρόπον τινά, ἀπὸ κόνιν ἀρχαίων σκελετῶν καὶ μνημείων, ἄλλο τόσον δὲν δύναται νὰ ζήσῃ, εἰμὴ μόνον κακὴν καὶ νοσηρὰν ζωήν, τρεφόμενον μὲ τουρσιὰ καὶ μὲ κονσέρβας εὐρωπαϊκάς. Ἔχει πολλὰς ἀνάγκας καὶ ἀδυναμίας ἡ γλῶσσα. Ἔχει τὴν δεσπόζουσαν ἀνάγκην καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ νεωτερισμοῦ. Φοβερὰ εἶναι τοῦ ξενισμοῦ ἡ ἐπίδρασις. Εἶναι ἀναγκαιότατον κακόν, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἀπείργεται. Ἐὰν κλείσῃ τις τὴν θύραν, θὰ εἰσέλθῃ διὰ τῶν παραθύρων· ἐὰν κλείσῃ τὰ παράθυρα, θὰ εἰσδύσῃ διὰ τῶν ρωγμῶν καὶ σχισμάδων· ἐὰν στουπώσῃ τις τὰς σχισμάδας, θὰ εἰσχωρήσῃ ἀοράτως δι᾿ αὐτοῦ τοῦ συμπαγοῦς σώματος τῆς οἰκοδομῆς.
Ὑπάρχει καὶ ἀλληλεγγύη, ἐπὶ τέλους. Ἀδύνατον εἶναι γλῶσσα ζωντανή, σύγχρονος, ἔχουσα πόθον καὶ ἀξίωσιν νὰ ζήσῃ, νὰ μὴ αἰσθάνεται βαθεῖαν τὴν ἀλληλεγγύην αὐτήν. Ἀλλ᾿ ἡ γλῶσσα ἡ Ἑλληνικὴ ἔπρεπε βλέπῃ μακράν, ὡς φάρον παμφαῆ, τὴν λαμπρὰν αἴγλην τῆς ἀρχαίας, χωρὶς νὰ ἔχῃ τέρμα τὸν φάρον αὐτόν. Ὁ φάρος ὁδηγεῖ εἰς τὸν λιμένα, δὲν εἶναι αὐτὸς λιμήν.
Πάλιν, τὰς γλώσσας τὰς νεωτέρας ἔπρεπε νὰ τὰς ἔχῃ σύμπλους, χωρὶς νὰ ρυμουλκῆται ἀπὸ καμμίαν ἐξ αὐτῶν. Διότι ὁ νεωτερισμὸς εἶναι ἀνάγκη, δὲν ἕπεται ὅτι πρέπει νὰ τὸ παρακάμνωμεν εἰς τὸν νεωτερισμόν. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι πῶς νὰ ἐμφορηθῶμεν κατὰ κόρον ἀπὸ ξενισμούς, ἀλλὰ πῶς νὰ φέρωμεν ἀντίδρασιν, πῶς νὰ μετριάσωμεν τὴν ἀνάγκην τοῦ ξενισμοῦ. Χαλινοῦ καὶ ὄχι πτερνιστῆρος ἡ ὀργῶσα φύσις ἔχει ἀνάγκην.
Οὕτω, ὅπου ὀνομασίας καθαρῶς νεωτερικὰς δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀποφύγωμεν – οἷον ὀνόματα, φράσεις, τρόπους ἐκφράσεων – ὀφείλομεν νὰ τὰς υἱοθετῶμεν. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει τὸ ἀντίστοιχον, πολὺ εὐφωνότερον καὶ κομψότερον εἰς τὴν γλῶσσάν μας, ἐκεῖ πρέπει τὸ ἑλληνικὸν νὰ προτιμᾶται.
Γ´
Ὅπως, ἐπειδὴ δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀποφύγωμεν ἀπολύτως τοὺς ξενισμούς, δὲν ἕπεται ὅτι καὶ πρέπει νὰ εἰσάγωμεν παραπολλοὺς ξενισμοὺς ἄνευ ἀνάγκης, ἄλλο τόσον, ἐπειδὴ ἓν τῶν συμφυῶν ἐλαττωμάτων τῆς γλώσσης μας εἶναι ὁ ἰωτακισμός, δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ εἰσάγωμεν πλειότερα ἰῶτα ἄνευ ἀνάγκης. Ἰδοὺ εἷς τίτλος ἀναγνώσματος ἐφημερίδος, ὅστις καθημερινῶς ἐτυπώνετο ἐπὶ μῆνας μὲ κεφαλαῖα: «Ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία» (ὄχι εἰς τὸ Νέον Ἄστυ). Κάποιος εἶπε: – Μὰ δὲν ἔχει αὐτὸς ὁ δημοσιογράφος αὐτιά; Δὲν καταλαβαίνει, ὅτι πρέπει νὰ ἐξαλείψῃ τοὐλάχιστον ὡς περιττὸν τὸ Ἡ, τὸ πρῶτον ἄρθρον; Ἄλλος ἀπήντησε: – Δὲν ἔχει· φαίνεται τοῦ τὰ ἔκοψαν οἱ Βούλγαροι. Τρίτος τις παρετήρησεν: – Ἔχει αὐτιά, ἀλλὰ τὰ ἔχει διὰ ν᾿ ἀκούῃ τὸν ἦχον τῶν πενταλέπτων.
Ὁ λαὸς εἶπε κινῖνο τὴν κινίνην τῶν ἰατρῶν. (Φαντασθῆτε, τρία Ι, καὶ δύο gn ἀλλεπάλληλα!). Ὁ λαὸς εἶναι δημιουργὸς καὶ κυρίαρχος, καὶ ἀφοῦ ὁ λαός, ἐν τῷ δικαιώματί του, εἶπε, λ.χ., φανέλα, καί, μοδίστρα, δὲν πρέπει κανεὶς νὰ τολμᾷ νὰ λέγῃ ἢ νὰ γράφῃ φλανέλα, μοδίστα. Ἀλλὰ τοιαῦτα κατεργάζονται μόνον ἐκφυλισμένοι ἀνθρωπίσκοι.
Εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ ὄνομα τῆς ἰωνικῆς μεγαλοπόλεως εἶναι Σμύρνα, μὲ βραχὺ μάλιστα ἄλφα, μὴ δυνάμενον νὰ τραπῇ ἰωνικῶς, ὅπως φαίνεται εἰς τὸν περὶ Ὁμήρου στίχον· (Σμύρνα, Χίος, Κολοφών, Ἰθάκη, Πύλος, Ἄργος, Ἀθῆναι). Ἐνθυμοῦμαι πρὸ εἴκοσι ἐτῶν, εἰς τοῦ Μπερνιουδάκη, ἐπίναμεν μπίρα τῆς Βιέννας. Τώρα ὅλος ὁ ὄχλος (τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἐφημερίδων) εἰς τὰς Ἀθήνας, λέγει καὶ γράφει, τῆς Βιέννης. Μήπως ἤκουσέ τις ἀπὸ Ἰταλὸν νὰ προφέρῃ Viégni, ἢ ἀπὸ Γάλλον, Viegne; Ὁ πρῶτος προφέρει Βιέννα, ὁ δεύτερος Βιένν᾿. Ἀλλὰ πῶς Ἰταλὸς ἢ Γάλλος θὰ ἐδέχετο τοιαύτην κουκλοειδῆ λέξιν, καὶ θὰ ἠνείχετο τοιαύτην διαστροφὴν τῶν στοματικῶν μυῶν, ὁποίαν συνεπιφέρει ἡ ἄμεσος διαδοχὴ δύο συλλαβῶν μὲ δεσπόζοντα ὑγρὸν φθόγγον, Vje καὶ Gn;
Θὰ ἐφρόνουν, ὅπως ὅλοι, ὅτι ὁ δασκαλισμὸς εἶναι ὁ ἐχθρός, καὶ ὅτι πταίει ἡ βιβλιοκαπηλία (μὲ ἰῶτα, παρακαλῶ), τὸ σχολεῖον, ἡ μέθοδος, κτλ. Ἀλλ᾿ ἡ ἔλλειψις τοῦ αἰσθήματος τῆς εὐφωνίας μὲ πείθει ὅτι τὸ κακὸν εἶναι, δυστυχῶς, ριζικώτερον, καὶ ὁ ἐκφυλισμὸς βαθύτερος, ἢ ὅσον φαίνεται. Καὶ ὁ σωλὴν τοῦ ὅπλου εἶναι κάννα, καὶ ὄχι κάννη, ὅπως τὸ γράφουν οἱ στρατιωτικοὶ ἢ οἱ δημοσιογράφοι. Καὶ τὰ φυσέκια, τουφέκια εἶναι φυσέκια, τουφέκια, καὶ ὄχι φυσίγγια, τυφέκια.
Εἰς τοὺς Ο´, ἐν ἀρχῇ τῆς Βασιλειῶν Α´ (ἀλλ᾿ ἐλησμόνησα, ὁ ἐκφυλισμὸς ἀπαιτεῖ νὰ ὀνομάζωμεν τὴν βίβλον ταύτην Σαμουὴλ Α´, ὅπως τόσοι ἐπιστήμονες ἄνθρωποι ποιούμενοι δῆθεν μνείας καὶ παραθέσεις ἐκ τῶν Γραφῶν, τὴν ὀνομάζουν) ἀμέσως εἰς τὸ α´ κεφάλαιον, ἐδ. 2, 3, ἀναγινώσκεται· «Ὄνομα τῇ μιᾷ, Ἄννα, καὶ ὄνομα τῇ ἑτέρᾳ, Φεννάνα· καὶ ἦν τῇ Φεννάνᾳ παιδία, τῇ δὲ Ἄννᾳ οὐκ ἦν παιδίον». Ἰδοὺ ὅτι Ἑβραϊκὰ ὀνόματα, κλινόμενα κατὰ τὴν α´ κλίσιν τῆς Ἑλληνικῆς, σχηματίζουν τὰς πλαγίας μὲ ἄλφα. Εἶπέ τις τῆς Ἰωάννης, τῆς Ἀντωνίνης, τὴν γενικὴν τοῦ Ἰωάννα καὶ Ἀντωνίνα, δύναταί τις, ἐὰν ἔχῃ ὦτα, νὰ εἴπῃ ἡ Χριστίνη, τῆς Χριστίνης; Καὶ ὅμως ὅλος ὁ τύπος γράφει, ἡ Αἰκατερίνη, ἡ Ἰωσηφίνη, ἡ Κλημεντίνη. Δὲν ὑπάρχει καμμία Αἰκατερίνη, ἀλλὰ μόνον ἡ ἁγία καὶ πάνσοφος Αἰκατερίνα, τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Σινᾶ. Ἄλλως, αὐτὰ πρέπει νὰ διακρίνωνται καὶ ἀπὸ τὰς τόσας ὡραίας ἰατρικὰς λέξεις, τὰς ληγούσας εἰς ίνη, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν μοσχοβιτίνην τὴν πραποπουλίνην καὶ τόσα ἄλλα θαυμάσια πράγματα.
Ἄλλο ἐλάττωμα τῆς γλώσσης μας εἶναι τὸ πολυσύλλαβον. Καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἦτο εὐκταία ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Βολαποὺκ ἢ τῆς Ἐσπεράντο, ἀφοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσαγάγωμεν παρ᾿ ἡμῖν τὴν Ἀγγλικὴν γλῶσσαν ὅλην, αὐτούσιον. Ἀλλ᾿ εἰς τὴν βόρειον Ἑλλάδα, ὅπου εἶναι παλαιότερα τὰ λαλούμενα Ἑλληνικὰ (θέλω νὰ εἴπω, ἴσως εἶναι παλαιότεροι οἱ λαλοῦντες Ἕλληνες) ἐτελειοποιήθη κατὰ τοῦτο ἡ γλῶσσα, φθάσασα μέχρι τοῦ μονοσυλλάβου τῶν λέξεων. Ἀφοῦ οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα, ἐὰν θέλωμεν νὰ γράφωμεν τὴν δημώδη, διατί νὰ μὴ γράφωμεν τοὺ στάρ, τοὺ κθάρ, ὅπως προφέρεται εἰς τὴν πατρίδα μου, ἀλλά, τὸ σιτάρι, τὸ κριθάρι, ὅπως προφέρουν οἱ ὄψιμοι Ἕλληνες τῶν νοτιανατολικῶν μερῶν; Εἰς τὴν πατρίδα μου τὸ χωράφι προφέρεται τοὺ χουράφ᾿ (νομίζω νὰ παρετήρησα ὅτι οἱ φθόγγοι Ι καὶ ΟΥ συγκόπτονται ἐὰν ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ι και ου, ἀλλὰ μόνον τρέπονται ἐὰν ἦσαν ἀρχῆθεν ε καὶ ο)· ἀλλ᾿ εἰς τὰ χωρία τοῦ Πηλίου, μᾶλλον προηγμένα εἰς τὴν γλωσσικὴν ἐξέλιξιν, προφέρεται τοὺ χ᾿ράφ᾿. Ἰδοὺ λοιπόν, στάρ, κθάρ, χράφ. Οὕτω θὰ ἔπρεπε νὰ γράφεται ἡ γλῶσσα. Τί μᾶς χρειάζεται ἡ Ἐσπεράντο, καὶ τὸ μονοσύλλαβον τῶν λέξεων τῆς Ἀγγλικῆς;
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ γραφομένη γλῶσσα, εἴτε καθαρέβουσα, εἴτε ὅπως ἂν τὴν ὀνομάσῃ τις, ἔχει τὸ ἐλάττωμα τῶν πολυσυλλάβων λέξεων, σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ πλάττωμεν ἡμεῖς, οἱ γράφοντες, ἄνευ ἀνάγκης, πλειοτέρας πολυσυλλάβους λέξεις; Ἰδού, ἀναγνώσατε ἓν δεῖγμα· «προθυμοποιούμενοι νὰ διαπραγματευώμεθα ἑκάστοτε τὰ ἐπικινδυνωδέστερα τῶν θεμάτων…» Εἶπέ τις ποτὲ εἰς τὸν θετικὸν ἢ τὸν ἀπόλυτον βαθμόν, ἐπικινδυνώδης; Ποῦ εὑρέθη τὸ ἐπικινδυνωδέστερος; Καὶ ὅμως, ὅλος ὁ Ἀθηναϊκὸς τύπος τὸ γράφει. Ὅταν γράφῃ τις ἄρθρα διαπραγματεύεται ἢ ἁπλῶς πραγματεύεται περὶ ἑνὸς θέματος; Δυνατόν νὰ διαπραγματεύωνται ἢ νὰ παζαρεύουν καὶ οἱ γράφοντες, ἀλλ᾿ εἰς τοῦτο δὲν δυνάμεθα ν᾿ ἀναμειχθῶμεν. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἡ διὰ σημαίνει τὸ μεταξὺ δύο γινόμενον.
Δὲν ποιεῖταί τις πρόθυμος, ἀλλὰ γίνεται, ὅπως δὲν ποιεῖται φιλότιμος, ἀλλ᾿ εἶναι ἢ γίνεται. Δὲν προθυμοποιεῖταί τις, ὅπως καὶ δὲν φιλοτιμοποιεῖται. Ἀλλὰ προθυμεῖται, ὅπως καὶ φιλοτιμεῖται. Τί τοὺς κοστίζει, τοὺς δημοσιογράφους μας, νὰ γράφωσι τὸ ὀρθόν, ἐνῷ εἶναι καὶ τόσῳ ἁπλούστερον καὶ συντομώτερον;
Καὶ ὅμως, φαίνεται ὅτι εἶναι τόσῳ δύσκολον!
(1907)
http://www.papadiamantis.org/works/88-epiloipa/471-7-filologika

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ