Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών (γερμ. Nacht der langen Messer) ονομάζεται το τριήμερο μαζικών δολοφονιών από τις 30 Ιουνίου έως τις 2 Ιουλίου 1934 στη Γερμανία, όταν εκκαθαρίστηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ ολόκληρη η ηγεσία της παραστρατιωτικής οργάνωσης Sturmabteilung. Δολοφονήθηκαν επίσης άλλοι δεξιοί πολιτικοί που δεν είχαν σχέση με την SA, αλλά και διάφοροι αντίπαλοι του Χίτλερ.
Η επίσημη εκδοχή της ναζιστικής προπαγάνδας περιέγραψε αυτές τις ενέργειες ως προληπτικό μέτρο κατά ενός πραξικοπήματος δήθεν προγραμματισμένου από τον Ερνστ Ρεμ, αρχηγό της SA και παλαιό φίλο του Χίτλερ. Για το λόγο αυτό χρησιμοποίησε τον όρο Röhmputsch, στα ελληνικά «πραξικόπημα του Ρεμ».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα διέθετε δύο ένοπλα σώματα που λειτουργούσαν ως παραστρατιωτικές οργανώσεις: την SA (SturmΑbteilung, τμήμα εφόδου) και τη SS (SchutzStaffel, τάγμα προστασίας).
Μαζικότερη ήταν η SA που εκείνη την περίοδο ξεπερνούσαν σε μέλη τα τρία εκατομμύρια και ήταν επιφορτισμένη να συγκρούεται στους ταραγμένους δρόμους των γερμανικών πόλεων με κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες, συνδικαλιστές κλπ. Η SS, της οποίας ρόλος ήταν η προστασία των υψηλόβαθμων κομματικών στελεχών, τυπικά θεωρούνταν επίλεκτη μονάδα της SA και δεν ξεπερνούσε σε αριθμητική δύναμη τους 30.000 άνδρες στην περίοδο που αναφερόμαστε.
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο σώματα δεν ήταν μόνο ποσοτική αλλά και κοινωνική-πολιτική. Η SA στελεχωνόταν κυρίως από τις μάζες και προσδοκούσε ότι μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, θα ετίθεντο σε εφαρμογή οι αντικαπιταλιστικές εξαγγελίες του εθνικοσοσιαλιστικού προγράμματος. Αντίθετα η SS αποτελούνταν κυρίως από την ελίτ των κομματικών μελών και ελεγχόταν πλήρως από την ηγεσία.
Με την συμμετοχή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην κυβέρνηση δεξιού συνασπισμού το 1933, η SA έγινε πρακτικά ανεξέλεγκτη, με αποτέλεσμα να μπει στο στόχαστρο των συντηρητικών κομμάτων που στήριζαν τον καγκελάριο Χίτλερ και των κοινωνικών τάξεων που αυτά εκπροσωπούσαν. Οι στρατιωτικοί ήξεραν πως ο Ρεμ πίεζε το φίλο και ομοϊδεάτη του να καταργηθεί ο στρατός και να αντικατασταθεί από την SA, οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες ενοχλούνταν από την αντικαπιταλιστική (εκ δεξιών) ρητορική τους, οι αριστοκράτες φοβούνταν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μέσον για να απαλλοτριωθεί η γη τους, η μεσαία τάξη τρόμαζε από τις τραμπούκικες μεθόδους τους.
Ο Χίτλερ έβλεπε μεν την SA ως εμπόδιο για την ομαλή συνεργασία του με τους παραπάνω, καθώς και ως δυνάμει πηγή αμφισβήτησης της μονοκρατορίας του εκ των έσω, δίσταζε όμως να λάβει μέτρα αφού οι άνδρες της SA έκαναν όλη τη βρώμικη δουλειά για το κόμμα του.
Επιχείριση «Κολιμπρί»
Η επιχείρηση, η οποία έλαβε την ονομασία «Κολιμπρί», ξεκίνησε με την κατασκευή ενός πλαστού κατηγορητηρίου από τον Χάινριχ Χίμλερ, πως ο Ρεμ είχε λάβει 12.000.000 μάρκα από τη Γαλλία για να ανατρέψει τον Χίτλερ. Το κατηγορητήριο ήταν απαραίτητο, ώστε ο Χίτλερ στις 24 Ιουνίου να πείσει τα στελέχη της SS να αναλάβουν την επιχείρηση χωρίς συναισθηματικούς δισταγμούς. Στον φάκελο γινόταν, επίσης, αναφορά στις ομοφυλοφιλικές τάσεις του Ρεμ, πράγμα ανήκουστο για την εποχή εκείνη, και δη για αξιωματούχο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο όχι μόνον αποκήρυττε αλλά δίωκε την ομοφυλοφιλία. Τρεις μέρες αργότερα συμφώνησε με τον στρατό για την επιχείρηση, κάτι μάλλον εύκολο, αφού το στράτευμα ελεγχόταν ακόμα από τους συντηρητικούς αστούς.
Το πρωί της 30ής Ιουνίου ο Χίτλερ συγκέντρωσε τους ηγέτες των βαυαρικών SA στο Μόναχο και τους άσκησε δριμύτατη κριτική, επειδή δήθεν αδυνατούσαν να επιβάλουν τη ναζιστική τάξη στους δρόμους της πόλης. Αυτή ήταν η αρχή του διωγμού, ο οποίος υλοποιήθηκε με μαζικές συλλήψεις και δεκάδες εκτελέσεις στελεχών της SA από τους άνδρες της SS χωρίς καν δίκη. Μέσα στην αναταραχή, ο Χίτλερ βρήκε την ευκαιρία να εξοντώσει και διάφορους άλλους πολιτικούς αντιπάλους του που δεν είχαν σχέση με την οργάνωση, όπως ο Γκρέγκορ Στράσερ, ο στρατηγός Φέρντιναντ φον Μπρέντοβ, ο πρώην καγκελάριος Κουρτ φον Σλάιχερ[1] και ο πρώην πρωθυπουργός της Βαυαρίας Γκούσταβ Ρίτερ φον Καρ.
Ο Ρεμ συνελήφθη στο εξοχικό του και οδηγήθηκε στη φυλακή Στάντελχαϊμ του Μονάχου, χωρίς ακριβώς να αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί. Ο επικεφαλής των δεσμοφυλάκων Τέοντορ Άικε άφησε στο κελί ένα πιστόλι με μια σφαίρα και αποχώρησε, προσδοκώντας ότι ο Ρεμ θα αυτοκτονούσε. Κάτι τέτοιο δε συνέβη και τελικά ο αρχηγός της SA εκτελέσθηκε στις 2 Ιουλίου.
Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων δεν δημοσιεύθηκε. Ο νέος αρχηγός της SA, Βίκτορ Λούτσε, είπε αργότερα ότι εκτελέσθηκαν 81 άτομα. Σήμερα υπολογίζεται ότι στις τρεις ημέρες δολοφονήθηκαν περίπου 200 άτομα, κυρίως από την SS, με βοήθεια από τη μυστική αστυνομία (Γκεστάπο) και τον Στρατό.
Συνέπειες
Στα μέσα ενημέρωσης ο Χίτλερ παρουσιάσθηκε ως θύμα συνωμοσίας του Ρεμ. Στις 3 Ιουλίου η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών νομιμοποιήθηκε εκ των υστέρων ως αυτοάμυνα του κράτους βάσει του Εξουσιοδοτικού Νόμου (Ermächtigungsgesetz), ενός νόμου του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που, τυπικά, ήταν ακόμα εν ισχύι.
Όπως ήταν αναμενόμενο, εφόσον είχε αναφερθεί ότι ο Ρεμ ενεργούσε ως πράκτορας ξένης δύναμης (γινόταν έμμεση αναφορά στη Γαλλία), ο Γάλλος πρεσβευτής Φρανσουά-Πονσέ διαμαρτυρήθηκε έντονα για την εμπλοκή του ίδιου και της χώρας του στο “Πραξικόπημα Ρεμ”: Ειδοποίησε σχετικά την κυβέρνησή του και έκανε επίσημο διάβημα στο γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο, με τη σειρά του, ενημέρωσε, επίσης επίσημα, το αντίστοιχο γαλλικό υπουργείο ότι “όλες οι αναφερόμενες κατηγορίες ήταν εντελώς ανυπόστατες και ότι ελπίζει ότι ο Γάλλος πρεσβευτής θα εξακολουθήσει να ασκεί απρόσκοπτος τα καθήκοντά του”. Ο Φρανσουά-Πονσέ παρέμεινε στη θέση του και έκτοτε είχε τις καλύτερες σχέσεις με τον Χίτλερ απ’ οποιονδήποτε άλλο ξένο πρεσβευτή στη Γερμανία.[2]
Μετά τα γεγονότα έγινε πλέον φανερό ότι η Γερμανία είχε μεταμορφωθεί σε κράτος όπου κυβερνούσε η αυθαιρεσία. Ο καγκελάριος Χίτλερ διέταξε την εκτέλεση ανθρώπων δίχως δικαστική απόφαση, πράγμα που φανερώνει ότι ακόμα και το σύστημα δικαίου της χώρας είχε πλέον πέσει θύμα του Συγχρονισμού (Gleichschaltung). To Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα εδραίωσε απόλυτη κυριαρχία σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και οικονομίας της χώρας.
Σε εσωκομματικό επίπεδο, η εξόντωση του Ρεμ απάλλαξε τον Χίτλερ από τα «πολιτικά βαρίδια» της περιόδου που βρισκόταν στην αντιπολίτευση και διευκόλυνε τη συνεννόησή του με το πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κατεστημένο. Μετά το λεγόμενο «Πραξικόπημα του Ρεμ» η SA έχασε οριστικά τη σημασία της και η SS απέκτησε εφεξής βασικό ρόλο στη Ναζιστική Γερμανία.
Αργότερα ο Χίτλερ, διέταξε να παραχωρηθούν συντάξεις στους συγγενείς των εκτελεσθέντων της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών.
Παραπομπές
1. Ted Gottfried, Stephen Alcorn, Nazi Germany: The Face of Tyranny, Twenty-First Century Books, 2000 ISBN 0761317147
2. William Shirer, The Rise and Fall of the 3rd Reich, Ν. Υόρκη, 1961, σελ. 199
[wikipedia]