του Γιώργου Παππά
Έχει κάτι τραγωδιοκάπηλους, προβληματοκάπηλους, τρομολάγνους και τρομοκάπηλους, κάτι συστηματικά κοινωνιοκάπηλους αλήτες αυτή η ζωή…
Κάτι επικίνδυνους πολιτικούς ταγούς, ιδιαίτερα θρασείς, επιλεκτικά αμνήμονες για τις δράσεις και παραλείψεις τους, αναίσχυντους χρήστες της ρηχής συλλογικής μας μνήμης.
Και πίσω τους ακολουθούν κάποιοι ημιμαθείς επαγγελματίες της επικοινωνίας, “ξερόλες επί παντός επιστητού”.
Από μακροοικονομία μέχρι διπλωματία κι εξωτερική πολιτική, από ευστάθεια πρανών και στατική επάρκεια κτηρίων μέχρι επιχειρησιακά σχέδια αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών.
Διαμορφωτές και διακινητές “έγκυρης γνώμης” και “τεκμηριωμένης άποψης”, κοινωνικά ανεύθυνοι υποκινητές του συλλογικού θυμικού,
φανατικοί ή λιγότερο φανατικοί επαγγελματίες οπαδοί, κάτι δυστυχείς ανόητοι.
Δυστυχείς ανόητοι, ασφαλώς, με τα δικά μου φίλτρα. Εγώ τους βαφτίζω έτσι, ερήμην της πραγματικής ζωής όπως την έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα.
Ερήμην δηλαδή των κυρίαρχων -μεταπολιτευτικών κυρίως- νοοτροπιών και μοντέλων ύπαρξης, κοινωνικής παρουσίας, λειτουργίας και καταξίωσης.
Ερήμην των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών που υποκινούσαν, δικαίωναν κι επιβράβευαν τη στάση και τη δουλειά τους, μιας και οι πολιτικά κρατούντες είχαν φροντίσει κι είχαν καταφέρει να διαμορφώσουν βολικά ατομικιστικά πρότυπα συμφεροντολογικής, στενής, εύπλαστης “συνείδησης”.
Αυτήν την υποκουλτούρα είναι που οφείλουμε να θέλουμε και να προσπαθούμε ν’ αλλάξουμε, είναι απολύτως βέβαιο πως δεν θα προλάβουμε να το κατορθώσουμε στο βιολογικό μας κύκλο, ευθύνη όμως και χαρά είναι η σπορά σ’ αυτόν το δρόμο.
Την βιωμένη μέχρι τώρα ζωή, με τα συγκεκριμένα κυρίαρχα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά κι αξιακά μοντέλα, που κάποιοι ζώστηκαν και κάποιοι άλλοι τα φορτώθηκαν, αυτήν πρέπει ν’ αλλάξουμε. Όσοι θέλουμε… Αν μπορούμε…
Αυτήν όπου όλοι αυτοί οι -“κάποιος άλλος φταίει”, “ξέρεις ποιος είμαι εγώ”, “όλοι ίδιοι είναι”, “άμα θέλεις εσύ όλα γίνονται” και “δεν υπάρχει κράτος”- τύποι είναι ευτυχείς, ευτυχέστατοι, έμπλεοι δικαιωμάτων και προνομίων και δίχως καμιά απολύτως υποχρέωση και συναίσθηση ευθύνης.
Έχοντας φτιάξει το κουκούλι του μεγαλείου του ΕΓΩ τους -επαγγελματικό είναι αυτό; οικονομικό; πολιτικό; κοινωνικό; –
έχοντας για θυρεό ζωής το “my home is my castle” κι ό,τι είναι μέσα εκεί, καλώς καμωμένο κι αγιοποιημένο υπέρτατο αδιαφιλονίκητο αγαθό.
Η αλήθεια κινείται ανάμεσα σ’ αυτό που οι ίδιοι σκέφτηκαν και σ’ αυτό που σκέφτηκε το πιο πειθήνιο μέλος της βιολογικής ή πολιτικής “αγίας οικογένειάς τους”.
Το “αντιδραστικό” μέλος -αν υπάρχει-, το “αιρετικό”, το αλλιώτικα σκεπτόμενο, μπαίνει στην προκρούστεια κλίνη κι αντιμετωπίζεται αναλόγως της χρησιμότητας και της ισχύος του, είτε με επιβολή συνετισμού, σπανιότερα με αποπομπή απ’ το στενό “οικογενειακό” κύκλο, συνηθέστερα με στρουθοκαμηλισμό.
Κι όταν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τη δική τους, έτσι συνήθως γίνεται με την αλήθεια, δεν ακολουθεί το στρεβλό βολικό δρόμο εξυπηρέτησης των ευχών μας και των ατομικών συμφερόντων μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Ας είναι καλά οι αρχαίοι Έλληνες σοφιστές κι ο Γκαίμπελς.
Αυτοί λοιπόν συνήθως είναι που μας γνωστοποιούν πως “εκρήγνυνται” από αγανάκτηση, πως “καταρρέουν” απ’ τον πόνο του άλλου, πως “δεν το αντέχουν πια” και ζητάνε πολιτικό αίμα.
Δεν τους πιστεύω, διόλου, αν είχαν τέτοια συλλογική συνείδηση, τόσο βαθιά ενσυναίσθηση, τέτοια αντίληψη για την πολιτική άλλα θα έκαναν. Με κυρίαρχα το να φρόντιζαν να εξοστρακιστεί απ’ τη μέση νοοτροπία η διαπλοκή, το αλισβερίσι, ο “κατάλληλος γνωστός”, το να φρόντιζαν να υπάρχουν κοινοί κανόνες για όλους , ίσα δικαιώματα για όλους σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής κοινωνικής λειτουργίας.
Πριν τις πλημμύρες, πριν τις φωτιές, πριν τις τραγωδίες, όχι μετά.
Αυτοί οι ανθρωπότυποι “θρηνούν” και “πενθούν” δημόσια για τα καμένα και τους νεκρούς όχι στ’ αλήθεια για τα καμένα και τους νεκρούς, αλλά επειδή πέρασε απ’ το μυαλό τους μήπως ήταν Δικό τους το καμένο σπίτι και Δικός τους ο νεκρός.
“Θρηνούν” και “πενθούν” μήπως και είχαν την ατυχία να έχουν πάει αυτοί οι ίδιοι την περασμένη Δευτέρα βόλτα στο Μάτι. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως δεν γνωρίζουν το φαρισαϊσμό και την ιδιοτέλεια της σκέψης τους, είναι πεισμένοι πως αυτό είναι η συμπόνια, αυτό είναι η θλίψη για τη συμφορά και την οδύνη του συνανθρώπου, νομίζουν πως αυτό είναι η ενσυναίσθηση.
Καθρέφτη κοιτάνε. Χρήστες της γλώσσας είναι, λέξεις στη σειρά βάζουν.
“Η βοήθεια στο συνάνθρωπο είναι στις βασικές μας αρχές”.
“Πόσο λυπάμαι που χάθηκαν τόσες ανθρώπινες ψυχές”.
Οι ίδιοι που δημιούργησαν το ιδεολογικό υπόβαθρο ώστε να βγει απ’ τη δημόσια κουβέντα η έννοια του δημόσιου χώρου ως κοινού αγαθού,
οι ίδιοι που διαμόρφωσαν και συντήρησαν το λειτουργικό κοινωνικό και υπηρεσιακό υπόστρωμα ώστε να χτιστούν χιλιόμετρα από μάντρες κλεισίματος της διόδου πρόσβασης (διόδου ζωής την περασμένη Δευτέρα) στον αιγιαλό, είναι οι ίδιοι ακριβώς “βαθιά θλιμμένοι” που τα λένε αυτά.
Οι ίδιοι που εξαπολύουν μύδρους κατά του ανίκανου δημόσιου υπάλληλου (χάριν τραγικής επικαιρότητας λέγε με πυροσβέστη) και είπαν θεσμικό όχι πριν λίγους μήνες, μέσα στο 2018, στην ψηφοφορία στη Βουλή για μονιμοποίηση των πενταετών πυροσβεστών.
Οι ίδιοι που δεν ήθελαν τόσα χρόνια και δεν προχωρούσαν τη σύνταξη δασικών χαρτών ώστε να μη θιγούν τα αυθαίρετα σε δάση και ρέματα, ώστε κάθε δασική πυρκαγιά να είναι συνώνυμη της οικοπεδοποίησης.
Οι ίδιοι που θεοποιούν κάθε τι το ιδιωτικό και αντιστρατεύονται το δημόσιο (χάριν αληθείας λέγε με νεοφιλελεύθερο).
Ενώ ταυτόχρονα, την ίδια ακριβώς στιγμή, εύχονται τη Δευτέρα, την ώρα της φωτιάς να υπήρχε σχεδόν ένας Δημόσιος ένστολος Υπάλληλος έξω από κάθε σπίτι στην Κινέττα και το Μάτι. Έκαναν ό,τι χρειάζονταν βέβαια, σε επίπεδο επιρροής ή επιβολής, για να μην υπάρχει κανένας κρατικός έλεγχος την εποχή που το σπίτι χτίζονταν.
Κανένας κανόνας καλής πολεοδόμησης, καμία προστασία αιγιαλού και φυσικού περιβάλλοντος, καμία αστική υποδομή οδοποιίας και συνάθροισης δεν έπρεπε να μπει στην κουβέντα όταν φύτρωναν οικισμοί πλάι στο κύμα και δίπλα στο δάσος.
Με λίγα λόγια δεν τους πιάνεις πουθενά, μονά-ζυγά δικά τους.
Επειδή στον στρεβλό κόσμο της “αγίας οικογένειάς τους” αυτή ήταν η αλήθεια, “έτσι γίνονταν τα πράγματα”. Το μοντέλο βόλευε πολιτικά και κοινωνικά, άρα η πραγματικότητα όφειλε να ακολουθήσει.
Έτσι πίστευαν.
Νόμιζαν πως θα μπορούσαν να τη φέρουν για πάντα στα μέτρα τους. Και σ’ ένα μεγάλο βαθμό τα είχαν καταφέρει.
Μέχρι την άθλια περασμένη Δευτέρα…
Και αντί σιωπής και σεβασμού συνεχίζουν…
Έτσι κάνουν πάντα τη στιγμή του πραγματικού προβλήματος οι δυστυχείς ανόητοι. Κάνουν το πρόβλημα (του άλλου βέβαια) ευκαιρία, είναι ιδεολογικό το θέμα.
Πάρα πολύ επικίνδυνοι.