Ο Ιωάννης Συκουτρής (Σμύρνη, 1 Δεκεμβρίου 1901 — Κόρινθος, 21 Σεπτεμβρίου 1937) ήταν διακεκριμένος Έλληνας φιλόλογος. Καταγόταν από τη Χίο και φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, ενώ αργότερα δίδαξε στην Αθήνα, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το εξαιρετικής ποιότητας έργο του, στο οποίο δεσπόζουν οι εκδόσεις και οι εισαγωγές στην Ποιητική του Αριστοτέλη και το Συμπόσιο του Πλάτωνα, αλλά και για την αυτοκτονία του σε νεαρή ηλικία.
Ο Συκουτρής γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901. Τα οικονομικά μέσα της οικογένειάς του ήταν περιορισμένα αλλά οι εξαιρετικές σχολικές επιδόσεις του τού εξασφάλιζαν την οικονομική υποστήριξη της αρχιεπισκοπής Σμύρνης ώστε να κατορθώσει να ολοκληρώσει την φοίτησή του στο σχολείο.
Οι φιλολογικές του επιδόσεις φάνηκαν ήδη από τα κείμενα που έγραφε σε σχολικό περιοδικό και από την ικανότητα χειρισμού της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το 1918 αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Γκιαούρκιοϊ της Μαγνησίας.
Το 1919 γράφτηκε αναδρομικά ως δευτεροετής στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1922. Τα χρόνια των σπουδών του τα οικονομικά προβλήματα συνεχίζονταν, αλλά κάλυπτε τις ανάγκες του με την εργασία του ως βοηθού στο Σπουδαστήριο της Φιλοσοφικής Σχολής και με τα έσοδα από τις υποτροφίες του Σεβαστοπούλειου Διαγωνισμού, στον οποίον συμμετείχε δύο φορές.
Τα επόμενα δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως καθηγητής στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας και παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη ποικίλων εκφάνσεων του κυπριακού πολιτισμού και προσπάθησε να οργανώσει την πνευματική και επιστημονική ζωή του τόπου ιδρύοντας συλλόγους και εκδίδοντας το περιοδικό Κυπριακά Χρονικά.
Το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα, ενώ το 1925 αναγορεύτηκε διδάκτορας και αναχώρησε για σπουδές Κλασικής Φιλολογίας στην Γερμανία, όπου παρέμεινε μέχρι το 1929. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Λειψίας κοντά σε μεγάλους φιλολόγους όπως ο Ούλριχ Βιλαμόβιτς και ο Βέρνερ Γιαίγκερ. Εκείνα τα χρόνια ήταν τα πιο παραγωγικά σε φιλολογικές μελέτες τις οποίες δημοσίευε σε πολλά φιλολογικά περιοδικά.
Η διδακτορική του διατριβή είχε θέμα τον Επιτάφιο του Δημοσθένη για τους πεσόντες Αθηναίους οπλίτες της Χαιρώνειας, οποίος εθεωρείτο νόθο έργο και ο Συκουτρής απέδειξε ότι ήταν γνήσιος. Ενδεικτικό της φήμης που απέκτησε είναι το γεγονός ότι ο Βιλαμόβιτς τον είχε εντάξει στον φιλολογικό σύλλογο Graeca Wilamowitziana, τον οποίον αποτελούσαν φιλόλογοι οι οποίοι στις συναντήσεις του ερμήνευαν κλασικούς Έλληνες συγγραφείς. Ο Συκουτρής ήταν το μόνο μη γερμανικής καταγωγής μέλος που συμμετείχε στον σύλλογο. Εκτός από τις ποικίλες δημοσιεύσεις σε φιλολογικά περιοδικά ο Συκουτρής ανέλαβε και την έκδοση των λόγων του Δημοσθένη για τον εκδοτικό οίκο Teubner.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να διδάσκει στο Αρσάκειο και το 1930 εξελέγη υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το εναρκτήριο μάθημά του είχε το θέμα «Φιλολογία και ζωή». Παράλληλα με τις παραδόσεις μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο και τις δημοφιλείς διαλέξεις και τα σεμινάρια σε ποικίλα θέματα, όχι μόνο κλασικής, αλλά και νεοελληνικής και σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, συνέχισε το επιστημονικό του έργο.
Ανέλαβε την πρωτοβουλία για την οργάνωση της σειράς Ελληνική Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία θα περιελάμβανε σχολιασμένες και μεταφρασμένες εκδόσεις κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Το 1934 εξέδωσε τον πρώτο τόμο της σειράς, το Συμπόσιο του Πλάτωνα, και άρχισε να προετοιμάζει την έκδοση της Ποιητικής του Αριστοτέλη, η οποία εκδόθηκε το 1937 μετά τον θάνατό του.
Έκδοση του Συμποσίου και οι επιθέσεις κατά του Συκουτρή
Το 1933 του προτάθηκε η έδρα της κλασικής φιλολογία του Πανεπιστημίου της Πράγας, αλλά δεν αποδέχτηκε την θέση. Το 1934 εκδίδεται το Συμπόσιον σε επιμέλεια (μετάφραση και σχόλια) και γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό. Είναι το πρώτο έργο της Ελληνικής Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1936 υπέβαλε υποψηφιότητα για την έδρα καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή. Από εκείνη την χρονιά, και με αφορμή το κεφάλαιο της εισαγωγής του Συμποσίου που αναφερόταν στις γενετήσιες σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στην παιδεραστία, άρχισε να δέχεται πολλές επιθέσεις από ακαδημαϊκούς και εξωακαδημαϊκούς κύκλους, αρχικά από την εφημερίδα Επιστημονική Ηχώ και στην συνέχεια από διάφορους συλλόγους και από την Ιερά Σύνοδο. Για το ίδιο θέμα κατατέθηκαν εναντίον του δύο μηνύσεις.
Ο Συκουτρής ανέτρεψε όλα τα επιχειρήματα των αντιπάλων με δημοσίευμά του «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου. Τα κείμενα και οι κολουροπώλαι, 1937». Απογοητευμενος από τον κοινωνικό του περίγυρο και την πολεμική που δέχτηκε, κλείστηκε στον εαυτό του και τελικά οδηγήθηκε στην αυτοκτονία.
Αυτοκτονία
Ο Ιωάννης Συκουτρής αυτοκτόνησε στην Κόρινθο στις 21 Σεπτεμβρίου του 1937. Τον εντόπισε νεκρό το επόμενο πρωί ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Κεντρικόν» όπου διέμενε. Λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του είχε περπατήσει στον Ακροκόρινθο.
Η κηδεία του έγινε από το Πρώτο Νεκροταφείο στις 22 Σεπτεμβρίου, παρουσία της συζύγου του, λίγων καθηγητών του Πανεπιστημίου και μαθητών του. Αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι πέθανε από συγκοπή, αλλά αργότερα έγινε γνωστό ότι είχε πάρει δηλητήριο.
Ο Συκουτρής είχε παντρευτεί την Χαρά Πετυχάκη με την οποία δεν είχαν παιδιά.
Το έργο του
Ο Συκουτρής δημοσίευσε πλήθος μελετών για ποικίλα θέματα και, παρά τη σύντομη ζωή του, η επίδραση του γραπτού και προφορικού λόγου του στα πνεύματα της εποχής αλλά και στους μεταγενέστερους υπήρξε μεγάλη.
Σε ό,τι αφορά την κλασική αρχαιότητα, ο Συκουτρής συνέγραψε μελέτες όπως, μεταξύ άλλων, «Κριτικά εις Αντιφώντα (1925), «Ο ψευδολουκιάνειος Ωκύπους (1929)», «Και πάλιν ο Επιτάφιος του Δημοσθένους» (1931), «Επιστολές των Σωκρατικών» (1931), «Πλατωνικός Ευαγγελισμός» (1932), «Θεοκρίτεια» (1933). Επιπλέον, ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με θέματα βυζαντινής φιλολογίας.
Το διδακτορικό που ολοκλήρωσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είχε θέμα βυζαντινής φιλολογίας («Μιχαήλ Ψελλού, Βίος και Πολιτεία του οσίου Αυξεντίου κατά πρώτον εκδιδόμενος») και μία από τις σημαντικότερες μελέτες του ήταν η ανακοίνωσή του για τα προβλήματα της βυζαντινής επιστολογραφίας. Συνέγραψε κριτικές και συμβουλές σε κείμενα του Προκοπίου, του Μιχαήλ Ψελλού και του Λέοντος διακόνου.
Ασχολήθηκε επίσης και με θέματα λογοτεχνίας (όπως τα άρθρα του «Γραμματολογία» και «Κριτική», που συνέταξε για την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια το 1929 και το 1931) και ειδικότερα νεοελληνικής φιλολογίας, στην οποία η συμβολή του ήταν πολύ σημαντική τόσο με μελέτες, όπως η ερμηνεία του Δωδεκάλογου του Γύφτου του Κωστή Παλαμά ή το άρθρο για τις κριτικές εκδόσεις νεοελληνικών κειμένων, όσο και με θεωρητικά κείμενα για τη βιβλιογραφία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1933-1934), τις κριτικές εκδόσεις νεοελληνικών λογοτεχνημάτων (1935) και την αναγκαιότητα της διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, την οποία θεωρούσε αναγκαία για την κατανόηση της κλασικής γραμματείας. Είχε μάλιστα προτείνει το 1932 την ίδρυση αυτόνομης έδρας Νεοελληνικής Φιλολογίας, η οποία έως τότε ήταν ενιαία με την έδρα Μεσαιωνικής Φιλολογίας.
Σε κρίσεις του για τον Συκουτρή, ο Τέλλος Άγρας έγραψε ότι «έζησεν αδιάκοπα με υψωμένο το θερμόμετρο», ο Άγγελος Σικελιανός τον θρήνησε με σονέτο, ενώ την επιβίωσή του διείδε προφητικά με στίχους του ο Κωστής Παλαμάς.
Η βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών φέρει το όνομά του.
Εργογραφία
– Κυπριακά Χρονικά, 1924. Περιοδικό.
– Φιλολογία και ζωή, 1931. Εναρκτήρια ομιλία. (= Philologie et vie, Budapest 1938)
– Υπόμνημα προς την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών: (αντί χειρογράφου), 13 Δεκεμβρίου 1933
– Δημοσθένους Λόγοι. Μετάφραση στα Γερμανικά.
– Πλάτωνος,Συμπόσιον, κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήναι 1934
– Αριστοτέλους, Περί Ποιητικής. Μετάφρασις υπό Σίμου Μενάρδου. Εισαγωγή, κείμενον και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή. Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήναι 1937 (έκδοση μετά θάνατο)
Φωτογραφία από: eranistis
wikipedia