Ο Γύλιππος υπήρξε στρατηγός των Σπαρτιατών και είναι γνωστός κυρίως για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στην Εκστρατεία στη Σικελία εναντίον του αθηναϊκού στρατού και στόλου κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Γεννήθηκε στη Λακεδαιμονία γύρω στο 450 π.Χ. και το 404 καταδικάστηκε σε θάνατο ερήμην για υπεξαίρεση λαφύρων πολέμου.
Πατέρας του ήταν ο Σπαρτιάτης στρατηγός και πολιτικός Κλεανδρίδας, που υπήρξε σύμβουλος του βασιλιά της Σπάρτης Πλειστοάνακτα. Η μητέρα του, όμως, πιθανολογείται ότι ήταν είλωτας και η καταγωγή της τοποθετούσε αυτομάτως τον Γύλιππο σε μειονεκτική θέση. Συγκεκριμένα, ο Γύλιππος χαρακτηρίζεται στα αρχαία κείμενα ως «μόθαξ». Τότε μόθακας ονομαζόταν ο μη γνήσιος Σπαρτιάτης ο οποίος όμως κηδεμονευόταν ή τρόπον τινά υιοθετείτο από έναν γνήσιο Σπαρτιάτη και στη συνέχεια, όταν ενηλικιωνόταν, εξισωνόταν με τους άλλους πολίτες και είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Κατ’ άλλους, οι μόθακες δεν χρειαζόταν να υιοθετηθούν, αλλά ήταν παιδιά ειλώτων που τύχαινε να ανατρέφονται στο σπίτι του κυρίου τους μαζί με τα δικά του παιδιά. Δεν υπάρχει βεβαιότητα για το κάτω από ποιες συνθήκες χαρακτηρίστηκε μόθακας ο Γύλιππος, γιατί όταν ήταν μικρός συνέβη ένα σοβαρό περιστατικό που του στέρησε τον πατέρα του.
Οταν, συγκεκριμένα, ο Γύλιππος ήταν σε ηλικία περίπου 4-5 ετών, δηλαδή το 445 π.Χ., ο πατέρας του, στρατηγός Κλεανδρίδας, συμμετείχε με εντολή των Εφόρων της Σπάρτης στην πολιορκία των Αθηνών ως σύμβουλος του τότε πολύ νεαρού βασιλιά της Σπάρτης, Πλειστοάνακτα. Ο Περικλής στην φάση εκείνη έδωσε από τα “μυστικά κονδύλια” σε άγνωστο αποδέκτη 10 τάλαντα (60.000 δραχμές), ποσό ιδιαίτερα υπολογίσμο -αντιστοιχούσε περίπου στον φόρο που κατέβαλλαν είκοσι μικρές πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας κάθε χρόνο στο συμμαχικό ταμείο τής Δήλου ή μετέπειτα της Αθήνας. Αυτό το ποσό διατέθηκε από τον ειδικό προϋπολογισμό που διατηρούν και σήμερα οι κυβερνήσεις διαφόρων χωρών κυρίως στο υπουργείο των Εξωτερικών τους, για πληρωμές που αφορούν αμοιβές κατασκόπων και που καλύπτονται από το απόρρητο. Ο Περικλής δεν υποχρεούτο δηλαδή να δηλώσει πού έδωσε αυτό το ποσό και το όνομα του αποδέκτη θεωρήθηκε “κρατικό απόρρητο”.
Οι Λακεδαιμόνιοι όμως υποψιάστηκαν ότι με το ποσό αυτό δωροδοκήθηκε ο Πλειστοάνακτας και Κλεανδρίδας, ώστε να αποχωρήσουν χωρίς σοβαρό λόγο από την Αττική. Κατηγόρησαν και τους δύο για χρηματισμό. Ο μεν Πλειστοάνακτας καταδικάστηκε σε πολύ υψηλό πρόστιμο και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί επειδή δεν μπορούσε να το καταβάλει -έζησε 18 χρόνια στην εξορία, προτού ανακληθεί. Ο δε Κλεανδρίδας καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο -αναζητήθηκε, αλλά δεν εντοπίστηκε. Είχε ήδη καταφύγει στην Αθήνα και από εκεί στους Θουρίους, την πανελλήνια αποικία που ίδρυσαν τα χρόνια εκείνα οι Αθηναίοι. Στους Θουρίους έζησε ως πολίτης και μάλιστα διακρίθηκε ως στρατηγός.
Οι ιστορικοί πάντως δεν συμφωνούν όλοι ότι η δωροδοκία ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός και θεωρούν ενδεχόμενο οι Σπαρτιάτες να αποχώρησαν επειδή αυτό συνέφερε την ιδιαιτέρα τους πατρίδα. Εξάλλου πολύ σύντομα η Σπάρτη υπέγραψε ειρήνη με τους Αθηναίους και, επιπλέον, αν πράγματι είχε στοιχειοθετηθεί η κατηγορία, δεν θα συνιστούσε απλό χρηματισμό, αλλά εσχάτη προδοσία και ο Πλειστοάνακτας παρά το νεαρό της ηλικίας του θα καταδικαζόταν σε αυστηρότερη ποινή από ένα απλό πρόστιμο.
Ο Κλεανδρίδας αναφέρεται ξανά σε ιστορικά βιβλία για τη δράση τους στους Θουρίους, όπου υπηρετώντας ως στρατηγός πέτυχε καίρια πλήγματα στους κατοίκους του Ταραντίνου που διεκδικούσαν γη των Θουρίων λίγο προτού ξεσπάσει ο Πελοποννησιακος ποπλεμος στην Ελλάδα και περίπου 20 χρόνια προτού εμφανιστεί στους Θουρίους ο γιος του Γύλιππος ως εκπρόσωπος των Σπαρτιατών. Ο Κλεανδρίδας ηγήθηκε νικηφόρα και σε πολέμους των Θουρίων με τους Τεριναίους και τους Λευκανούς όπως αναφέρει ο Πολύαινος.
Ο Γύλιππος στη Σικελία
Οι Αθηναίοι είχαν ξεκινήσει την άνοιξη του 415 π.Χ. για την εκστρατεία στη Σικελία με στόχο να περιορίσουν τον εκεί ηγεμονικό ρόλο των Συρακουσών που ήταν σύμμαχες της Σπάρτης. Οταν έφτασαν στη Σπάρτη πρεσβείες Συρακουσίων με έκκληση για βοήθεια εναντίον των Αθηναίων αλλά και όταν ταυτόχρονα αυτομόλησε εκεί ο Αλκιβιάδης, οι Σπαρτιάτες πείσθηκαν με όσα άκουσαν από όλες τις πλευρές ότι έπρεπε οπωσδήποτε να αναχαιτίσουν την πιθανή αθηναϊκή προέλαση στη Σικελία.
Ανέθεσαν τότε στον Γύλιππο, που ήταν ήδη γνωστός για τις στρατιωτικές του ικανότητες, να βρει με τη βοήθεια της συμμάχου τους Λευκάδας και της Κορίνθου, πλοία και πληρώματα και μάχιμους ώστε να ενισχύσουν τους Συρακουσίους.
Ο Γύλιππος βρισκόταν ακόμα στο Ιόνιο όταν έμαθε ότι οι Συρακούσες ήταν έτοιμες να παραδοθούν ή ότι είχαν παραδοθεί ήδη. Αλήθευε τελικά το πρώτο, αλλά εκείνος αποφάσισε να κινηθεί με μεγάλη ταχύτητα ούτως ή άλλως.
Ανέθεσε σε έναν Κορίνθιο στρατηγό να πλεύσει κατευθείαν στις Συρακούσες κα να ενημερώσει τους πολιορκούμενους ότι εν πλω βρισκόταν επαρκής δύναμη πλοίων και ανδρών από τη Σπάρτη και άλλες συμμαχικές πόλεις για να τονωθεί το ηθικό τους. Ο ίδιος άρχισε την προσπάθεια στρατολόγησης ανδρών αλλά και σύναψης συμμαχιών. Οι Συρακούσιοι όντως αναθάρρησαν αλλά ο Νικίας, που ήταν επικεφαλής των αθηναϊκών δυνάμεων που πολιορκούσαν την πόλη, δεν θορυβήθηκε όσο θα έπρεπε. Είχε από τους πληροφοριοδότες του την εικόνα ότι ο Γύλιππος ηγείτο ασήμαντου στόλου και στρατού και όπως έδειξε στη συνέχεια τον περιφρονούσε αν όχι ως προσωπικότητα, πάντως ως αριθμητικά μη υπολογίσιμο αντίπαλο.
Ο Γύλιππος όμως αύξησε ταχύτατα τις δυνάμεις του. Πήγε αρχικά στους Θούριους ελπίζοντας ίσως ότι επειδή ο δήμος της πόλης (μιας πόλης όχι αμιγώς αθηναϊκής) όφειλε πολλά στον πατέρα του, θα εμπιστευόταν και τον ίδιο, οπότε θα πειθόταν εύκολα να συμπλεύσει και να συμμαχήσει μαζί του. Οι Θούριοι όμως δεν είδαν συναισθηματικά το όλο ζήτημα και έφυγε άπραγος, για να καταλήξει στην Ιμέρα, στη δυτική Σικελία. Από εκεί και από άλλες πόλεις πέτυχε να συγκεντρώσει 1.500 άνδρες στους οποίους προσέθεσε και τα πληρώματα των τριήρεών του, δηλαδή περίπου άλλους τόσους. Κατευθύνθηκε λοιπόν από ξηράς με 3.000 άνδρες πεζός προς την ανατολική Σικελία και μπόρεσε να μπει στις Συρακούσες εντυπωσιακά, ουσιαστικά αιφνιδιάζοντας τους Αθηναίους.
Το μοιραίο τείχος
Τις επόμενες μέρες άρχισαν από τους αντιπάλους να καταβάλλονται φρενήρεις προσπάθειες και από τις δύο πλευρές για να υψωθούν δύο τείχη με ακριβώς τον αντίθετο στόχο: οι μεν Αθηναίοι, αφού με το στόλο τους στο λιμάνι είχαν αποκόψει τον ανεφοδιασμό των Συρακουσών από θαλάσσης, επεδίωκαν τώρα να τις απομονώσουν και από ξηράς, ώστε να μην ανεφοδιάζονται από το βόρειο και δυτικό τμήμα της Σικελίας.
Ο Γύλιππος απεναντίας επεδίωκε να χτίσει ένα τείχος που να αποκόπτει τους Αθηναίους και να μην έχουν τρόπο να ολοκληρώσουν το δικό τους τείχος. Καθημερινά δίνονταν μάχες κατά τις οποίες εν μέσω ξιφών και βελών η κάθε πλευρά πάσχιζε να οικοδομεί το τείχος που τη συνέφερε και να γκρεμίζει το τείχος του αντιπάλου της. Κάθε παράταξη έκανε κυριολεκτικά ό,τι προλάβαινε και από τα δύο, φροντίζοντας ταυτόχρονα να πολεμά.
Από πολιορκητές, πολιορκημένοι
Τελικά ο Γύλιππος κατάφερε να υψώσει το τοίχος που ήθελε, χρησιμοποιώντας μάλιστα τις πέτρες που είχαν φέρει οι Αθηναίοι για να υψώσουν το δικό τους. Αυτό είχε την τραγική συνέπεια οι Αθηναίοι να μεταβληθούν σταδιακά οι ίδιοι σε πολιορκημένους. Το τείχος του Γύλιππου τους απέκοπτε από ανεφοδιασμό από την ξηρά και ήταν υποχρεωμένοι για να βρουν νερό ή τροφή να μετακινούνται μόνον με το στόλο τους στα παράλια. Αυτό τους εξέθετε σε πολλές φθορές, γιατί οι Συρακούσιοι διέθεταν δυνάμεις που επιτίθεντο στον αθηναϊκό στόλο κάθε φορά που απομακρυνόταν για να βρει προμήθειες σε μια άλλη ακτή.
Ηταν πια χειμώνας του 414 προς 413 π.Χ. και σε λίγους μήνες η Αθήνα θα αντιμετώπιζε πια έναν διμέτωπο. Οι Σπαρτιάτες θα τείχιζαν τη Δεκέλεια και θα πολιορκούσαν ασφυκτικά την πόλη των Αθηναίων. Παράλληλα θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καταστρέψουν το ισχυρό της σημείο, δηλαδή το ναυτικό της. Εντούτοις, επειδή οι Αθηναίοι ήξεραν πως αν εγκατέλειπαν τη Σικελική Εκστρατεία θα έχαναν και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και αν όχι αυτόν, σίγουρα όλες τις συμμάχους τους πόλεις που θα αποστατούσαν θεωρώντας τους πια ανίσχυρους, επέμειναν στην ψευδοπολιορκία των Συρακουσών στέλνοντας και άλλες δυνάμεις, κυριολεκτικά από το υστέρημά τους. Οι δυνάμεις ήταν αρκετές, αλλά άργησαν να φτάσουν.
Ο Γύλιππος στο μεταξύ εκμεταλλεύθηκε το χειμώνα για να συγκεντρώσει και άλλες ενισχύσεις με τις οποίες επανεμφανίστηκε στις Συρακούσες την άνοιξη του 413 π.Χ. Τώρα όλοι συμμαχούσαν μαζί του πολύ πιο εύκολα. Οι Συρακούσιοι έφθειραν στο μεταξύ συστηματικά τα πλοία των Αθηναίων, τα οποία έτσι κι αλλιώς ήταν σε κακή κατάσταση γιατί τα πληρώματα δεν είχαν τρόπο να τα συντηρήσουν και να κάνουν αναγκαίες επισκευές από τις φυσικές φθορές, πόσο μάλλον από τις πολεμικές. Οι Συρακούσιοι κατάφεραν μάλιστα να καταλάβουν ένα ακρωτήριο στο στόμιο του λιμανιού από το οποίο πλέον μπορούσαν να ελέγξουν την είσοδο και έξοδο από αυτό. Τώρα οι Αθηναίοι ήταν πολιορκημένοι όχι μόνον από τη στεριά αλλά και από τη θάλασσα.
Οι ενισχύσεις υπό τον Δημοσθένη έφτασαν τέλη καλοκαιριού του 413 π.Χ. αλλά οι Αθηναίοι ήταν ήδη πλέον σε απελπιστική θέση. Όταν μάλιστα μια νύχτα δόθηκε μάχη στη στεριά, οι Συρακούσιοι, πιθανόν με τις εντολές του Γύλιππου ή ίσως άλλου στρατηγού, φώναζαν αθηναϊκά συνθήματα μόλις κινδύνευαν και έτσι γλίτωναν, με αποτέλεσμα ο αθηναϊκός στρατός να μην διακρίνει αν σκότωνε συμμάχους ή εχθρούς και να τελεί σε κατάσταση πανικού. Η μάχη στην ξηρά έληξε με καταστροφή των Αθηναίων αλλά και η ναυμαχία στον κόλπο των Συρακουσών απέβη μεγάλη ήττα. Σημαντικό ρόλο σε όλα αυτά σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς έπαιξε και η αναποφασιστικότητα του Νικία, αλλά και το γεγονός ότι ήταν βαριά άρρωστος (από τα νεφρά του) και παρότι είχε ζητήσει από τους Αθηναίους να τον αντικαταστήσουν, εκείνοι τον διέταξαν να μείνει.
Όταν οι Αθηναίοι παραδόθηκαν το Σεπτέμβριο του 413 π.Χ. οι περισσότεροι Συρακόσιοι ήθελαν να σκοτώσουν αμέσως τους δύο επικεφαλής. Ο Γύλιππος ζήτησε να τους παραδώσουν σε εκείνον για να τους μεταφέρει στη Σπάρτη, επειδή ήταν τρόπαια πολέμου και ειδικά ο Δημοσθένης ήταν ο άνθρωπος που είχε στοιχίσει στην πατρίδα του τη νεολαία της (εννοώντας τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου στη Σφακτηρία).
Δεν είναι γνωστό ποια ήταν τα κίνητρα του Γυλίππου και ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι μπορεί να συγκινήθηκε από τις εκκλήσεις των Αθηναίων ή ότι όντως ήθελε να παραδώσει τους στρατηγούς στη Σπάρτη για να τους έχουν ομήρους προς διαπραγμάτευση με τους Αθηναίους. Πάντως οι Συρακούσιοι τον προσέβαλαν και υπαινίχθηκαν ότι είχε προσωπικούς λόγους να θέλει να γλιτώσει τους δύο στρατηγούς. Ακούστηκε επίσης η φράση ότι ο Νικίας είναι τόσο πλούσιος που “αν δεν τον εκτελέσουμε αμέσως, θα δωροδοκήσει τους φρουρούς του και θα δραπετεύσει”.
Οταν ο Γύλιπος επέμεινε να μην εκτελεστούν, οι Συρακούσιοι εκδήλωσαν όλη την αντιπάθειά τους μιλώντας για τους άξεστους τρόπους του, την εξαθλιωμένη κατά τη γνώμη τους εμφάνισή του, τα μακριά του μαλλιά, τη φιλαργυρία του, δηλαδή τα οικονομικά κίνητρά του κ.λπ.
Οι δύο στρατηγοί τελικά εκτελέστηκαν και ο Γύλιππος αναχώρησε από τις Συρακούσες για τη Σπάρτη χωρίς οι Συρακούσιοι να αναγνωρίσουν έστω και τυπικά τη συμβολή του στην επιβίωσή τους όταν κινδύνευαν με αφανισμό. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή τον απαξίωσαν τελείως και όταν επέστρεψε στην πατρίδα του αναγκάστηκε να απαντήσει σε διάφορες καταγγελίες Συρακουσίων για φιλαργυρία και ίσως χρηματισμό. Πάντως αν πράγματι ανακρίθηκε κατά την επιστροφή του, σίγουρα κρίθηκε αθώος, γιατί συνέχισε να υπηρετεί στο στρατό και να είναι πολίτης με πλήρη δικαιώματα.
Το σκάνδαλο με τα λάφυρα
Όταν περίπου δέκα χρόνια μετά, το 404 π.Χ., ο ο Δεκελικός Πόλεμος έληξε με ήττα των Αθηναίων και των συμμάχων τους, ο Γύλιππος επανεμφανίζεται στην ιστορία. Συγκεκριμένα, ο Λύσανδρος ως ναύαρχος των νικητών Σπαρτιατών πήρε πολλούς θησαυρούς από τις ηττημένες πόλεις και τα νησιά του Αιγαίου, αλλά και πολλά προσωπικά δώρα -ήταν ηγετική φυσιογνωμία και αρκετοί επεδίωκαν την εύνοιά του. Οπως ήταν το έθιμο της πατρίδας του, όλα αυτά μπήκαν σε σακιά και σφραγίστηκαν.
Ο Λύσανδρος μετά τη Σηστό και τη Λάμψακο συνέχισε την θαλάσσια πορεία προς τον επόμενο στόχο του, τη Σάμο, και ανάθεσε τη μεταφορά των λαφύρων πίσω στη Σπάρτη, στον Γύλιππο. Εκείνος, όπως τον κατηγόρησαν αργότερα, άνοιξε τα σακιά από κάτω (γιατί από πάνω ήταν σφραγισμένα) και αφαίρεσε λίγο από όλα, δηλαδή μικρό τμήμα των χρημάτων και των ασημικών από κάθε σακί. Ύστερα, σύμφωνα με τους κατηγόρους του, φύλαξε το θησαυρό σε μια κρύπτη κάτω από τη στέγη του σπιτιού του, ξανάραψε τα σακιά και τα παρέδωσε στους εφόρους της Σπάρτης, αγνοώντας ότι μέσα σε κάθε σακί υπήρχε μικρή επιγραφή με καταμετρημένο το αρχικό περιεχόμενό του.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο εκείνος που κατέδωσε τον Γύλιππο ήταν ένας υπηρέτης του, που είπε στις αρχές αινιγματικά ότι “κάτω από τη στέγη του κυρίου μου μαζεύονται πολλές κουκουβάγιες” (εννοώντας τη σφραγίδα της κουκουβάγιας επάνω στα περισσότερα νομίσματα της εποχής). Ο θησαυρός που έλειπε από τα σακιά ήταν αξίας 300 ταλάντων σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αλλά 30 σύμφωνα με τον Διόδωρο.
Η καταδίκη
Οι αρχές καταδίκασαν τον Γύλιππο ερήμην σε θάνατο. Το όνομά του έκτοτε δεν ξανακούστηκε και παρότι μία πηγή αναφέρει ότι τον καταδίκασαν σε θάνατο από πείνα και πέθανε, εικάζεται ότι μάλλον διέφυγε -οι περισσότεροι δηλαδή αναφέρουν την ερήμην καταδίκη σε θάνατο. Όλοι δε οι ιστορικοί συνδέουν την υπεξαίρεση με το βεβαρημένο τρόπον τινά οικογενειακό ιστορικό του, δηλαδή παραβάλλουν τη συμπεριφορά του με του πατέρα του, που είχε επίσης καταδικαστεί για οικονομικές ατασθαλίες και που αυτές αμαύρωσαν την θετική στρατιωτική σταδιοδρομία του.