Θα ήταν ένας στρατηγικός λάθος υπολογισμός για τις Ηνωμένες Πολιτείες το να απαλλάξουν την σαουδαραβική ηγεσία από την ευθύνη για την δολοφονία του Khashoggi, ειδικά εάν το έπρατταν για να αποτρέψουν αντίποινα για την ιρανική πολιτική τους. Τέτοια αντίποινα είναι απίθανα και σε κάθε περίπτωση θα είναι διαχειρίσιμα.
Φωτογραφία: Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, και ο Σαουδάραβας πρίγκιπας-διάδοχος, Mohammed bin Salman, στο Ριάντ, τον Οκτώβριο του 2018. LEAH MILLIS/REUTERS
Η θρασεία δολοφονία του δημοσιογράφου της Washington Post και κατοίκου των ΗΠΑ, Jamal Khashoggi, προκάλεσε την πιο σπάνια αντίδραση στην σύγχρονη αμερικανική πολιτική: Διακομματική συναίνεση. Και οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί στην Βουλή [των Αντιπροσώπων] και στην Γερουσία καταδίκασαν την Σαουδική Αραβία για την επιχείρηση δολοφονίας στην Κωνσταντινούπολη, με τον πάντα γλαφυρό Lindsey Graham να παροτρύνει τις Ηνωμένες Πολιτείες να «τιμωρήσουν με κόλαση» την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας.
Ωστόσο, η κυβέρνηση του προέδρου Trump έχει υιοθετήσει μια ιδιαίτερα συγκρατημένη απάντηση μέχρι στιγμής: Εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στους χαμηλού επιπέδου δράστες που πραγματοποίησαν την δολοφονία, αλλά έχει δώσει λίγες ενδείξεις ότι θα καταστήσει προσωπικά υπεύθυνο τον πρίγκιπα-διάδοχο Mohammed bin Salman.
Μια εξήγηση για αυτή την επιφύλαξη είναι ότι η διοίκηση φοβάται πως τα τιμωρητικά μέτρα της θα μπορούσαν να περιπλέξουν την πολιτική της για το Ιράν. Ανώτεροι αξιωματούχοι της διοίκησης, όπως ο υπουργός Εξωτερικών Mike Pompeo και ο υπουργός Οικονομικών Steven Mnuchin, υπογράμμισαν τέτοιες ανησυχίες σχετικά με την υπόθεση Khashoggi.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι αξιωματούχοι της διοίκησης ανησυχούν ότι με την άσκηση υπερβολικής πίεσης στο βασίλειο, θα μπορούσαν αθέλητα να «θέσουν σε κίνδυνο σχέδια για την βοήθεια από την Σαουδική Αραβία ώστε να αποφευχθεί μια διαταραχή της αγοράς πετρελαίου». Η κυβέρνηση Trump βασίζεται στο ότι η Σαουδική Αραβία θα αυξήσει την πετρελαϊκή παραγωγή της προκειμένου να αντισταθμίσει την αναμενόμενη απώλεια της προσφοράς ιρανικού πετρελαίου που θα συμβεί στις 5 Νοεμβρίου, όταν θα επιβληθούν εκ νέου οι κυρώσεις που είχαν αρθεί στο πλαίσιο της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι φέρονται να φοβούνται ότι μια προσβεβλημένη Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να υπονομεύσει αυτό το σχέδιο αρνούμενη να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου -ή ακόμη και να περικόψει την παραγωγή (έστω και παρά τα συμφέροντά της). Μια τέτοια ενέργεια θα προκαλέσει πιθανώς μια δραματική άνοδο στις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου. Ο αμερικανικός λαός θα αναγκαστεί να πληρώνει περισσότερα για καύσιμα. Οι ευρωπαϊκές χώρες που δεν είναι ικανοποιημένες με την αποχώρηση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία θα έχουν περαιτέρω κίνητρα για να υπονομεύσουν τις κυρώσεις˙ και το Ιράν θα έχει μεγαλύτερα έσοδα από όσο πετρέλαιο καταφέρει τελικά να πουλήσει. Αυτή η αλυσίδα εξελίξεων θα αποτελούσε μια θεμελιώδη πρόκληση για το όλο σχέδιο του προέδρου Trump στην αντιμετώπιση του Ιράν, το βασικό στοιχείο του οποίου είναι η αύξηση της οικονομικής πίεσης σε μια προσπάθεια αλλαγής των πολιτικών της Τεχεράνης.
Στοιχεία στην σαουδαραβική μοναρχία γνωρίζουν πολύ καλά την εμμονή της διοίκησης με το Ιράν και φαίνεται να θέλουν να τροφοδοτήσουν τους φόβους αυτούς. Σε μια δήλωση στις 14 Οκτωβρίου, το επίσημο ειδησεογραφικό πρακτορείο της Σαουδικής Αραβίας υπαινίχθηκε το λεγόμενο «πετρελαϊκό όπλο», υπενθυμίζοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «η οικονομία του βασιλείου έχει έναν σημαίνοντα και ζωτικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία». Ο γενικός διευθυντής του σαουδαραβικής ιδιοκτησίας ειδησεογραφικού δικτύου Al Arabiya, το προχώρησε ακόμη περισσότερο, απειλώντας ότι το βασίλειο θα συμφιλιωθεί με το Ιράν αντιδρώντας στις αμερικανικές πιέσεις και προειδοποιήσεις: «Αν η τιμή του πετρελαίου φτάνοντας τα 80 δολάρια θύμωσε τον πρόεδρο Trump, κανείς δεν πρέπει να αποκλείσει ότι η τιμή θα κάνει άλμα στα 100 $, ή στα 200 $, ή ακόμα και στο διπλάσιο από αυτό το ποσό».
Ενώ η Σαουδική Αραβία όντως έχει την δυνατότητα να επιβάλει κόστη στις Ηνωμένες Πολιτείες αν δυσαρεστηθεί από έντονη δράση στην υπόθεση Khashoggi, οι απειλές της Σαουδικής Αραβίας ότι θα σαμποτάρουν την πολιτική του προέδρου Trump για το Ιράν με την χειραγώγηση της πετρελαϊκής αγοράς δεν φαίνονται αξιόπιστες, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, το Ριάντ ήταν έντονα ευαισθητοποιημένο σχετικά με τον πιθανό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο μεγαλύτερος γείτονάς του στον Περσικό Κόλπο για δεκαετίες, και η ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας ανέφερε όλο και περισσότερο ότι αντιλαμβανόταν το Ιράν ως υπαρξιακή απειλή. Ο Μπιν Σαλμάν είχε μιλήσει για το Ιράν με αυστηρούς όρους, παρομοιάζοντας την Ισλαμική Δημοκρατία με τον Χίτλερ και κατηγορώντας την ότι ακολουθεί μια «εξτρεμιστική ιδεολογία».
Πράγματι, ο πρίγκιπας-διάδοχος είχε τονίσει το επείγον της υποτιθέμενης ιρανικής απειλής, λέγοντας: «Είμαστε πρωταρχικός στόχος για το ιρανικό καθεστώς» και υποδεικνύοντας ότι το βασίλειο «δεν θα περιμένει η μάχη να γίνει στην Σαουδική Αραβία». Η εμμονή του Bin Salman με το Ιράν είναι επίσης εμφανής στην καταστροφική βομβιστική εκστρατεία του εναντίον των υποστηριζόμενων από το Ιράν ανταρτών Houthi στην Υεμένη, η οποία έχει προκαλέσει ανθρωπιστική καταστροφή και κοστίζει στην Σαουδική Αραβία τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Ο πρίγκιπας-διάδοχος εμφανίζεται πρόθυμος να συνεχίσει αυτόν τον πόλεμο όχι μέχρις ότου η ιρανική επιρροή μειωθεί απλώς ή ανασχεθεί, αλλά, όπως φέρεται να δήλωσε στον πρώην αναπληρωτή υπουργό Tony Blinken, μέχρι να «εξαλειφθεί τελείως».
Η Σαουδική Αραβία έχει περάσει χρόνια ενθαρρύνοντας την Ουάσινγκτον να αναλάβει πιο επιθετική δράση εναντίον του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης της φερόμενης προτροπής προς τον τότε υπουργό Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, να ξεκινήσει στρατιωτική δράση κατά της Τεχεράνης το 2010. Η σαουδαραβική υποστήριξη στην εκστρατεία της διοίκησης του Τραμπ κατά του Ιράν δεν αποτελεί χάρη προς τις ΗΠΑ αλλά αντικατοπτρίζει το αυθεντικό άγχος του Ριάντ σχετικά με τις προθέσεις του Ιράν. Ως εκ τούτου, η Σαουδική Αραβία είναι εξαιρετικά απίθανο να λάβει οποιοδήποτε μέτρο που σκόπιμα θα ανακουφίσει την πίεση στην Τεχεράνη, και να διαταράξει την συνεργασία του βασιλείου με την διοίκηση Trump για να αντιμετωπιστεί ο περιφερειακός αντίπαλός της.
Η οικονομική λογική περί σαουδαραβικής αδιαλλαξίας είναι εξίσου μη πειστική. Αν και η χρήση του «πετρελαϊκού όπλου» από την Σαουδική Αραβία θα προκαλέσει βραχυπρόθεσμα ζημιά στις ΗΠΑ και τις παγκόσμιες οικονομίες, θα επιφέρει τελικά μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία της Σαουδικής Αραβίας μεσο-μακροπρόθεσμα. Ο λόγος για αυτό δεν είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιτύχει ενεργειακή ανεξαρτησία, αλλά ότι η επιρροή της Σαουδικής Αραβίας στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου έχει μειωθεί σταθερά. Μια μεγάλη αύξηση της τιμής του πετρελαίου θα είχε ως αποτέλεσμα οι υψηλότερου κόστους παραγωγοί ενέργειας, όπως οι σχιστολιθικοί (frackers) και η εναλλακτική βιομηχανία ενέργειας, να εκμεταλλευτούν μια πιο ευνοϊκή αγορά, παράγοντας περισσότερα καύσιμα. Το καθαρό αποτέλεσμα θα ήταν να οδηγήσουν ξανά προς τα κάτω τις τιμές του πετρελαίου, ενώ ταυτόχρονα θα έκλεβαν μερίδιο αγοράς από την Σαουδική Αραβία.
Με απλά λόγια, η Σαουδική Αραβία θα κατέληγε να πωλεί λιγότερο πετρέλαιο κοντά στις σημερινές τιμές, πράγμα που σημαίνει ότι θα έχανε έσοδα. Το βασίλειο ήδη υποφέρει από χαμηλότερα από τα αναμενόμενα έσοδα, τόσο που αναγκάστηκε να μειώσει τις υπηρεσίες και τα ωφελήματα προς τον ανθίζοντα νεαρό πληθυσμό του. Με το δημόσιο χρέος να υπερβαίνει το 20%, η Σαουδική Αραβία δύσκολα μπορεί να αντέξει οικονομικά να θυσιάσει πρόσθετα πετρελαϊκά έσοδα.
Ακόμα κι αν η Σαουδική Αραβία ήταν αρκετά αυτοκαταστροφική για να συμπεριφερθεί όπως φοβάται η διοίκηση Trump, ο αντίκτυπος στην πολιτική κυρώσεων της Ουάσιγκτον μπορεί να μην είναι τόσο δραματικός όσο αναμένεται. Η άσκηση σημαντικής πρόσθετης πίεσης στο Ιράν δεν απαιτεί από κάθε σημαντικό αγοραστή ιρανικού πετρελαίου να μειώσει τις εισαγωγές του στο μηδέν ή σχεδόν στο μηδέν. Όταν η κυβέρνηση Ομπάμα εφάρμοσε παρόμοιες κυρώσεις κατά την περίοδο 2012-2015, πολλές χώρες μείωσαν τις εισαγωγές τους, αλλά άλλες μείωσαν σταδιακά τις αγορές τους με την πάροδο του χρόνου, βάσει προβολών του πετρελαϊκού εφοδιασμού. Ωστόσο, οι εξαγωγές αργού πετρελαίου και ελαφρών καυσίμων από το Ιράν μειώθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών και η Ισλαμική Δημοκρατία έχασε έσοδα δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ο στόχος της κυβέρνησης να μηδενίσει τις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν ήταν πάντα φιλόδοξος και είναι απίθανο να επιτευχθεί μέχρι την προθεσμία του Νοεμβρίου, ιδιαίτερα δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι επί του παρόντος σχετικά απομονωμένες στο [ζήτημα του] Ιράν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί ακόμη και να αντιμετωπίσουν ένα σημείο μείωσης οικονομικών και πολιτικών ωφελημάτων εάν πιέσουν υπερβολικά τους συμμάχους τους σε αυτό το πλαίσιο. Ήδη, η ΕΕ, η Ρωσία και η Κίνα έχουν ενωθεί με άνευ προηγουμένου τρόπο έχοντας την πρόθεση να παρακάμψουν τις δευτερεύουσες αμερικανικές κυρώσεις. Η αποτελεσματικότητα αυτής της προσπάθειας απομένει να φανεί.
Η πολιτική της διοίκησης Τραμπ για το Ιράν κινδυνεύει να αποτύχει, αλλά όχι λόγω των επιπέδων της πετρελαϊκής παραγωγής της Σαουδικής Αραβίας. Οι προοπτικές της πολιτικής εξαρτώνται πολύ περισσότερο από ακριβώς αυτούς τους συμμάχους, στην Ευρώπη και το P5 + 1, που η διοίκηση αποξένωσε μέσω της μονομερούς απόσυρσής της από την πυρηνική συμφωνία, παρά την συνεχή τήρηση των όρων της από το Ιράν. Η μετατόπιση του δυναμικού και σύνθετου στρατηγικού υπολογισμού του Ιράν απαιτούσε ιστορικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα παρουσίαζαν ένα σταθερό, ενωμένο μέτωπο. Αυτό θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά τις ιρανικές πολιτικές που η διοίκηση στοχεύει να αλλάξει.
Ωστόσο, η διοίκηση Τραμπ έδωσε στο Ιράν στρατηγικό πλεονέκτημα διασπώντας αυτή την ενότητα, στηριζόμενη αντ’ αυτής σε μονομερείς απειλές και πιέσεις, χωρίς παράλληλα να προσφέρει μια βιώσιμη πορεία για την διπλωματία. Η προσέγγιση της Ουάσιγκτον τροφοδότησε την αντίληψη μεταξύ των ηγετών του Ιράν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προτίθενται να επιδιώξουν αλλαγή καθεστώτος. Η ανάφλεξη των ιρανικών αντιλήψεων περί απειλών έχει αμετάκλητα καταλάβει πολύτιμο διαπραγματευτικό χώρο, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσφέρουν αξιόπιστες διαβεβαιώσεις που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν παραχωρήσεις.
Θα ήταν ένας στρατηγικός λάθος υπολογισμός για τις Ηνωμένες Πολιτείες το να απαλλάξουν την σαουδαραβική ηγεσία από την ευθύνη για την δολοφονία του Khashoggi, ειδικά εάν το έπρατταν για να αποτρέψουν αντίποινα για την ιρανική πολιτική τους. Τέτοια αντίποινα είναι απίθανα και σε κάθε περίπτωση θα είναι διαχειρίσιμα. Όμως, το αποτέλεσμα της υπόθεσης Khashoggi είναι στην πραγματικότητα πολύ σχετικό με την πολιτική των ΗΠΑ για το Ιράν -ίσως όχι ακριβώς με τον τρόπο που φαίνεται να πιστεύουν οι Αμερικανοί ανώτεροι αξιωματούχοι.
Όπως δήλωσε πρόσφατα ο υπουργός Άμυνας, Jim Mattis, σε σχέση με την δολοφονία του Khashoggi, «Η αποτυχία οποιουδήποτε έθνους να συμμορφωθεί με τους διεθνείς κανόνες και το κράτος δικαίου υπονομεύει την περιφερειακή σταθερότητα σε μια εποχή που είναι πιο αναγκαία». Στο παρελθόν, το να επιδεικνύεται ότι το Ιράν είναι αντίθετο προς τους διεθνείς κανόνες ήταν σημαντικό για την κινητοποίηση της διεθνούς πίεσης εναντίον της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Στον βαθμό που οι σύμμαχοι των ΗΠΑ φαίνεται να δρουν με τρόπο παρόμοιο με το Ιράν -αλλά χωρίς [να αντιμετωπίζουν] μια επίπληξη που να έχει νόημα- ο στόχος του περιορισμού των ιρανικών απειλών προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ, και η αξιόπιστη υποστήριξη όσων αντιμετωπίζουν αδικίες στο εσωτερικό του Ιράν, θα είναι ακόμη πιο δύσκολα.
Ο ANDREW MILLER είναι πρώην διευθυντής για την Αίγυπτο στο National Security Council, νυν αναπληρωτής διευθυντής Πολιτικής στο Project on Middle East Democracy και εξωτερικός μελετητής στο Carnegie Endowment for International Peace.
Η SAHAR NOWROUZZADEH διετέλεσε διευθύντρια για το Ιράν στο National Security Council από το 2014 έως το 2016 και είναι σήμερα ερευνητική συνεργάτις στο Κέντρο Επιστημών και Διεθνών Υποθέσεων Belfer της Σχολής Kennedy του Πανεπιστημίου Harvard.
foreignaffairs