Μνήμη Μπερτολούτσι, από τον Γιάγκο Ανδρεάδη

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

8CA350B3-98C8-44C5-B155-7D815AEF27FAΟ συγγραφέας-σκηνοθέτης Γιάγκος Ανδρεάδης γράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον πρόσφατα χαμένο σπουδαίο σκηνοθέτη Μπενάρντο Μπερτολούτσι και τη στήριξή του στους έλληνες της Ιταλίας στα χρόνια της χούντας των συνταγματαρχών.
Του Γιάγκου Ανδρεάδη*
Φτάνοντας στη Ρώμη το 1970 γνωρίσαμε ένα λαμπερό νέο που δεν ήταν ακόμα τριάντα χρόνων. Τον έλεγαν Μπενάρντο Μπερτολούτσι και όπως καταλάβαμε γρήγορα ήταν ήδη διάσημος σκηνοθέτης του ακμάζοντος ιταλικού κινηματογράφου. Οι συστάσεις μας ήταν καλές. Ανάμεσά τους το όνομα του Σαρτρ και έτσι δέχτηκε να μας βοηθήσει για να οργανώσουμε μια έκθεση ζωγραφικής που τα έσοδά της θα πήγαιναν στην αντίσταση κατά της Χούντας.
Ήταν εποχή όπου σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής αριστερής διανόησης είχε κάνει την ελληνική υπόθεση δική του. Με την συμβολή τέτοιων ανθρώπων φτιάχτηκε μια επιτροπή μεγάλου κύρους, ανάμεσά τους ο Σαρτρ, ο Λέλιο Μπάσσο, από τους αρχηγούς του αντιφασιστικού αγώνα στην Ιταλία και ο κορυφαίος ιστορικός της Τέχνης Τζούλιο Κάρλο Αργκάν, κατόπιν δήμαρχος της Ρώμης και, αν θυμούμαι σωστά, ο Αλμπέρτο Μοράβια. Τα έργα ήρθαν και από άλλες χώρες και πολλά, περισσότερα από τα μισά συγκεντρώθηκαν στην Ιταλία. Τα ονόματα των καλλιτεχνών ήταν επίσης από τα κορυφαία: Οι υπερρεαλιστές Χουάν Μιρό και Ρομπέρτο Μάττα, ο Βίκτωρ Βαζαρέλλι, πατέρας του γαλλικού στρουκτουραλισμού στην ζωγραφική, ο Τίτους Καρμέλ, οι Φράνκο Άντζελι – που ζωγράφισε ειδικά για την έκθεση μια επικών διαστάσεων αναπαράσταση της κηδείας του Πέτρουλα- και Μάριο Σκιφάνο, εκφραστές της ιταλικής Ποπ Αρτ και ο Σικελιάνος Ρενάτο Γκουτούζο, έμβλημα του ιταλικού ζωγραφικού ρεαλισμού και του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος και πατρική μορφή για πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσά τους και του Μπερτολούτσι. Η έκθεση «για την ενίσχυση της αντιστασιακής οργάνωσης Κίνημα 20 Οκτώβρη» διοργανώθηκε στην ρωμαϊκή γκαλερί Ιλ Γκαμπιάνο ( Ο γλάρος) και είχε εντυπωσιακή επιτυχία τόσο στο επίπεδο της παρουσίας του κοινού όσο και σε αυτό των πωλήσεων.
Η επιτυχία οφειλόταν σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό στον Μπερνάρντο. Αυτός βοήθησε να μαζευτούν πολλοί πίνακες. Έκανε την επαφή με την Γκαλερί και συνέβαλε αποφασιστικά στο να καταστεί η έκθεση γεγονός στα Μέσα της εποχής. Αλλά όχι μόνον αυτό. Νοιάστηκε για τις πωλήσεις και έφερε από το χέρι διάσημους επισκέπτες όπως ο πολιτικοποιημένος πατέρας του ιταλικού και διεθνούς Σπαγκέτι Γουέστερν, Σέρτζιο Λεόνε.
Είχε επίσης αποφασίσει να μας γνωρίσει ότι αγαπούσε πιο πολύ από το πάνθεο του ιταλικού κινηματογράφου, στο οποίο ήδη ανήκε. Έτσι είδαμε από κοντά τους μύθους: Τον αιχμηρό και απαισιόδοξο, αλλά τόσο ουσιαστικό Παζολίνι, με τον οποίο είχε δουλέψει ως βοηθός, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Μοράβια, στον οποίο οφειλόταν και το θέμα του «Ιλ κομφορμίστα» και τον θρυλικό Τσέζαρε Τζαβατίνι που είχε ήδη υπογράψει τα μεγάλα σενάρια του νεορεαλισμού, ανάμεσά τους τον «Κλέφτη ποδηλάτων», το «Θαύμα στο Μιλάνο» και την «Τσιοτσάρα» και διατυπώσει αυτό που ονομάστηκε το μανιφέστο του νεορεαλισμού. Θυμάμαι τις συνωμοτικές οδηγίες του φίλου μας πριν διαβούμε το κατώφλι αυτού του τελευταίου: «Ο μαέστρο είναι και – όχι σπουδαίος- ζωγράφος, αλλά εκτιμά πάρα πολύ την ζωγραφική του. Επίσης είναι και κουφός. Αν θέλετε να σας αγαπήσει πείτε του με παντομίμα ότι θαυμάζετε τους πίνακές του με τους οποίους έχει ταπετσάρει όλους τους τοίχους του σπιτιού του».
Ξανασυναντηθήκαμε αργότερα. Η τυχαία συνάντηση έγινε στα σκαλιά των Στούντο Ροσελίνι στην πιάτσα ντελ Πόπολο της Ρώμης. Αυτός ήταν μαζί με τον Κάρλο Πόντι. Δούλευε στο μοντάζ της σπουδαίας και ενίοτε παρεξηγημένης του ταινίας «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι». Εμείς με τον Σταύρο Τορνέ μοντάραμε υλικό από γυρίσματα της κατάληψης της Νομικής του 1973. Ας προσθέσω, για να πω και κάτι για έναν αγαπημένο Έλληνα, ότι ο Σταύρος κεντούσε. Με λίγα μέτρα φιλμ και κίνηση φακού σε φωτογραφίες εφημερίδων έκανε ένα εξπρεσιονιστικό διαμάντι.
Μικρό ζωγραφικό υστερόγραφο. Ανάμεσα στα έργα της έκθεσης ήταν και κάποιο έργο του Τορναμπουόνι, σκηνογράφου αν δεν κάνω λάθος και του Βισκόντι. Είπαμε στον Σάντρο Μάντσο, συνιδιοκτήτη του Γκαμπιάνο, πως ένας έλληνας ζωγράφος ονόματι Γιάννης Τσαρούχης, συνεργάτης της Μαρίας Κάλας και του Τζεφιρέλλι, ζωγραφίζει σε ένα αντίστοιχο ύφος αλλά κατά την γνώμη μας πολύ καλύτερα. Κάπως έτσι ρίχτηκε ο πρώτος σπόρος για την μόνη επί δικτατορίας έκθεση του Τσαρούχη στο Il Gabbiano (Μάιος /Ιούνιος 1974).
Δυο λόγια για την πολιτική θέση και την τέχνη του Μπερτολούτσι, που βέβαια απηχούν προσωπική άποψη. Ήταν γραμμένος στο κομμουνιστικό κόμμα σε μια εποχή που η γοητεία της επαναστατικής ουτοπίας και του Μαοϊσμού σάρωνε την ευρωπαϊκή διανόηση. Και η θέση του αυτή ήταν και σημείο τριβής και πειραγμάτων με μας που συμπαθούσαμε το κίνημα και την εφημερίδα του «Ιλ Μανιφέστο». «Γράφτηκα στο κόμμα» μας έλεγε «τη μέρα που κατάλαβα πως διάφορα άτομα της ιταλικής αριστοκρατίας είχαν συρρεύσει στις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς».
Όμως δεν ήταν ποτέ ένα πειθήνιο όργανο. Ακόμα και όταν -είτε, ιδίως, όταν- εκφραζόταν με χιούμορ, ήταν ο άνθρωπος της αδιάκοπης υπόγειας πολιτικής και προσωπικής αγωνίας. Και αυτό καταγράφεται στις ταινίες του που συγκλονίζουν ενώ δεν κραυγάζουν ποτέ: Μεταξύ άλλων στο «Πρίμα ντε λα Ριβολουτσιόνε», στον «Κομφορμίστα», σύγχρονο περίπου με την γνωριμία μας, στο επικό «1900», στον «Τελευταίο αυτοκράτορα», αλλά ακόμα υπαινικτικά και στον «Μικρό Βούδα». Σε αυτές αλλά και σε άλλες ταινίες του, νιώθουμε έναν άνθρωπο ο οποίος συνεχώς βιώνει την συνεχή αυτή αγωνία που οφείλεται στην αίσθηση ότι ανάμεσα από την μια στο σύμβολο και το όνειρο και από την άλλη στην πραγματικότητα υπάρχει μια διαφορά έτοιμη να γίνει προσωπικό και πολιτικό χάσμα και βάραθρο. Και είναι ακόμα πιο συγκινητικό ότι ένας τέτοιος άνθρωπος ξεπέρασε αυτό το στοιχείο του για να σταθεί κοντά στον αγώνα του λαού μας.
*Ο Γιάγκος Ανδρεάδης είναι συγγραφέας σκηνοθέτης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ