Ο χρηστός Φωκίων – Μια τεράστια προσωπικότητα της αρχαίας Αθήνας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

fokion
Ο Φωκίων (402 – περ. 318 π.Χ.) ήταν πολιτικός και στρατηγός της αρχαίας Αθήνας. Θεωρούνταν ο χρηστότερος δημόσιος άνδρας της εποχής του, δίκαιος, έντιμος, γενναίος και αφιλοκερδής. Το μόνο του μειονέκτημα ήταν η αντιδημοτικότητά του. Αυτό δεν εμπόδισε να εκλεγεί 45 φορές στρατηγός, πράγμα πρωτοφανές στην Αθήνα. Ούτε και το ότι ήταν εκ των ηγετών της φιλομακεδονικής παράταξης, τον εμπόδισε να πολεμήσει κατά των Μακεδόνων σε αρκετές περιπτώσεις.

Στα 84 του χρόνια ο Φωκίων, θύμα των μεταξύ των Διαδόχων διαμαχών, της κυριαρχίας των δημαγωγών και της επιπολαιότητας των Αθηναίων, καταδικάστηκε σε θάνατο για προδοσία και ήπιε το κώνειο. Λαμπρή του εικόνα διέσωσε ο Πλούταρχος.
Ο Πλούταρχος υποθέτει ότι η καταγωγή του Φωκίωνα δεν ήταν ταπεινή, όπως ισχυρίζονταν διάφοροι προγενέστεροί του, γιατί μαθήτευσε στον Πλάτωνα και στον Ξενοκράτη και διαμόρφωσε εξ αρχής άριστο χαρακτήρα. Από νεαρή ηλικία προσκολλήθηκε στον στρατηγό Χαβρία και απέκτησε μεγάλη πολεμική εμπειρία. Λειτουργούσε μάλιστα ευργετικά δίπλα στον Χαβρία που ήταν φύση περίεργη: υπό ομαλάς συνθήκας ήταν νωθρός και δυσκίνητος ενώ στη μάχη παροξυνόταν και ήταν ασυγκράτητος. Ο Φωκίων λοιπόν, όταν τον έβλεπε αδρανή, φρόντιζε να του αναθερμάνει τον ζήλο, κι όταν τον έβλεπε παράτολμο τον συγκρατούσε. Γι’ αυτό κι ο Χαβρίας τον αγαπούσε, τον προήγαγε κι έκανε το όνομά του γνωστό στους Έλληνες.
Το 376 έγινε η ναυμαχία της Νάξου κατά την οποία οι Αθηναίοι νίκησαν τους Λακεδαιμόνιους για πρώτη φορά ύστερα από την καταστροφή των Αιγός Ποταμών και ανέκτησαν την κατά θάλασσαν κυριαρχίαν. Καθοριστική ήταν η συμβολή του Φωκίωνα, στον οποίον ο Χαβρίας είχε αναθέσει την αριστερή πτέρυγα. Το όνομά του δοξάστηκε και η πόλη άρχισε να βλέπει στο πρόσωπό του ένα μελλοντικό ηγέτη.
Κατόπιν ο Χαβρίας τον έστειλε να συλλέξει τις εισφορές των νησιωτικών συμμάχων, θέτοντας στην διάθεσή του είκοσι πλοία. Ο Φωκίων παρατήρησε ότι αν ήταν να κάνει πόλεμο τα είκοσι πλοία ήταν λίγα, αν όμως πήγαινε σε συμμάχους ένα πλοίο τού ήταν αρκετό. Πήγε πράγματι με την τριήρη του μόνο, συζήτησε ήρεμα και διαλλακτικά κι επέστρεψε με πλοία πολλά και χρήματα που έστειλαν οι νησιώτες.
Ο Φωκίων πήρε δύο γυναίκες. Για την πρώτη γνωρίζουμε μόνο ότι ήταν αδελφή του γλύπτη Κηφισόδοτου. Η δεύτερη ήταν αντάξια σε σωφροσύνη και απλότητα με τον Φωκίωνα. Απέκτησε ένα γιο, τον Φώκο, που δεν διακρίθηκε, βρήκε όμως τους κατηγόρους του πατέρα του και τους τιμώρησε.
Φωκίων και Φίλιππος
Το 349 στρατεύματα του Φιλίππου Β΄ εισέβαλαν στην Εύβοια εγκαθιστώντας τυράννους κι ο Φωκίων εστάλη να τα αντιμετωπίσει. Παρά την μικρή δύναμη που είχε στην διάθεσή του, τις προδοσίες και τις λιποταξίες, κατόρθωσε να νικήσει τους αντιπάλους το 348 στις Ταμύνες, να καταλάβει το φρούριο της Ζάρητρας που βρίσκονταν σε επίκαιρη θέση στο στενότερο σημείο του νησιού και να ρυθμίσει τα πράγματα ευνοϊκά για την Αθήνα.
Το 342 ο Φωκίων οργάνωσε βοήθεια προς τα Μέγαρα και προσέδεσε την πόλη στο άρμα της Αθήνας, ενώ το 341 εξεστράτευσε πάλι στην Εύβοια.
Το 339 ο Φίλιππος επιτέθηκε στον Ελλήσποντο και οι Βυζάντιοι ζήτησαν βοήθεια από την Αθήνα. Οι ρήτορες και οι δημαγωγοί επέβαλαν στρατηγό τον Χάρη, ο οποίος επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά και οι ρήτορες τώρα έπεισαν τον λαό ότι κακώς εστάλη βοήθεια. Τότε ο Φωκίων είπε στους Αθηναίους πως δεν πρέπει να οργίζονται με τους συμμάχους που δεν έδειχναν εμπιστοσύνη αλλά με τους στρατηγούς που δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Ο δήμος μετεστράφη και πάλι, κι έστειλε στον Ελλήσποντο τον Φωκίωνα που κατόρθωσε να σώσει το Βυζάντιο. Ο Φίλιππος αναγκάστηκε να αποχωρήσει κι ο Φωκίων συνέχισε τις επιχειρήσεις με επιτυχία, μέχρις ότου τραυματίστηκε κι επέστρεψε στην Αθήνα.
Όταν η σύγκρουση με τον Φίλιππο οξύνθηκε και γενικεύτηκε, ο Φωκίων, έχοντας καταλάβει ενδεχομένως το αναπότρεπτο της επικράτησής του, τάχθηκε υπέρ της ειρήνης. Τις παραμονές της μάχης της Χαιρωνείας (338), και ενώ αυτός έλειπε στα νησιά, ο δήμος εξέλεξε άλλους στρατηγούς για τον πόλεμο. Μόλις επέστρεψε, μίλησε στην Εκκλησία και ζήτησε να δεχτεί ο δήμος την συνθήκη ειρήνης που προσέφερε ο Φίλιππος. Ένας δημαγωγός τον επέπληξε επειδή τολμούσε να μιλά για ειρήνη ενώ οι Αθηναίοι είχαν ήδη πάρει τα όπλα. «Ναι, τολμώ» απάντησε ο Φωκίων «αν και ξέρω ότι στον πόλεμο εγώ θα κυβερνώ εσένα ενώ στην ειρήνη εσύ θα εξουσιάζεις εμένα». Δεν έπεισε όμως τον δήμο. Υπερίσχυσε ο Δημοσθένης, που συμβούλευε τους Αθηναίους να πολεμήσουν όσο το δυνατόν πιο μακριά από την Αθήνα. «Ας μην εξετάζουμε πού θα πολεμήσουμε αλλά πώς θα νικήσουμε» του απάντησε ο Φωκίων. «Για τους ηττημένους όλες οι συμφορές είναι κοντά».
Μετά την ολέθρια έκβαση της μάχης της Χαιρωνείας, έκανε διμέτωπο αγώνα αφ’ ενός κατά των ταραχοποιών που ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο με στρατηγό τον τυχοδιώκτη Χαρίδημο και αφ’ ετέρου κατά του ηγέτη της φιλομακεδονικής παράταξης ρήτορα Δημάδη που ήθελε την εν λευκώ υπογραφή συνθήκης. Απέτρεψε την στρατηγία του πρώτου αλλά υπερίσχυσε τελικά η γνώμη του τελευταίου, με αποτέλεσμα ο δήμος να μετανιώσει και πάλι για τις αποφάσεις του όταν έμαθε τους δυσβάστακτους όρους.
Όταν πέθανε ο Φίλιππος, ο Φωκίων απέτρεψε τους πανηγυρισμούς των Αθηναίων λέγοντας ότι η δύναμη των αντιπάλων τους μειώθηκε απλώς κατά ένα άτομο.
Φωκίων και Αλέξανδρος
Το 335 φημολογήθηκε ότι ο Αλέξανδρος σκοτώθηκε πολεμώντας κατά των Ιλλυριών. Η Θήβα επαναστάτησε αμέσως και ο αναβρασμός στην Αθήνα ήταν μεγάλος. Στον Δημοσθένη που μιλούσε με τα χειρότερα λόγια για τον Αλέξανδρο, ο Φωκίων είπε: «Δημιουργείς άνεμο στην πόλη, κοντά σε τόσο μεγάλη πυρκαγιά».
Ο Αλέξανδρος κατέβηκε αστραπιαία, κατέλαβε και ισοπέδωσε την Θήβα και ζήτησε από τους Αθηναίους την παράδοση των αντιμακεδόνων ρητόρων. Στον πανικό και την αμηχανία της η εκκλησία στράφηκε προς τον Φωκίωνα και τον κάλεσε επανειλημμένα ονομαστικά. «Εδώ μας έφεραν αυτοί οι άνθρωποι» είπε. «Τώρα ας παρακαλέσουμε τον νικητή. Αρκεί στους Έλληνες η Θήβα για να θρηνούνε». Το περί ειρήνης ψήφισμα του δήμου εστάλη στον Αλέξανδρο που το απέρριψε περιφρονητικά. Δεύτερο ψήφισμα κόμισε ο ίδιος ο Φωκίων κι ο Αλέξανδρος το δέχτηκε γιατί ήξερε την εκτίμηση που του είχε ο Φίλιππος. Ο Φωκίων καταπράυνε τον Αλέξανδρο συμβουλεύοντάς τον να τερματίσει των πόλεμο κατά Ελλήνων και να επιζητήσει την δόξα στρεφόμενος κατά των βαρβάρων, ό,τι δηλαδή ήταν η επιθυμία του Αλέξανδρου.
Από τότε ο Αλέξανδρος τιμούσε εξαιρετικά τον Φωκίωνα. Και ως απόδειξη της εκτίμησής του τού έστειλε κάποτε εκατό τάλαντα, γιατί, έλεγε μόνο αυτόν θεωρούσε καλόν και έντιμο. «Ας με αφήσει λοιπόν και να φαίνομαι και να είμαι έντιμος» απάντησε ο Φωκίων. Οι απεσταλμένοι, έχοντας δει την μεγάλη φτώχεια του σπιτικού του Φωκίωνα, έμειναν έκπληκτοι αλλά τα χρήματα τελικά επεστράφησαν. Ο Αλέξανδρος αγανάκτησε κι έγραψε στον Φωκίωνα ότι δεν θεωρεί φίλους του αυτούς που δεν τον έχουν ανάγκη. Τότε ο Φωκίων ζήτησε και πέτυχε την απελευθέρωση ορισμένων προσώπων που ο Αλέξανδρος είχε φυλακίσει.
Το 324 έφτασε στην Αθήνα ο Άρπαλος, ο ταμίας του Αλεξάνδρου –μαζί με το ταμείο. Διέφθειρε τους πάντες πλην Φωκίωνος. Κι ενώ οι πάντες κατηγορούσαν τον Άρπαλο για ν’ αποσείσουν τις υπόνοιες, μόνο ο Φωκίων κάπως τον υπερασπίστηκε και μάλιστα φρόντισε για το παιδί του όταν ο Άρπαλος πέθανε.
Ο Λαμιακός πόλεμος
Το 323 έφτασε στην Αθήνα η είδηση του θανάτου του Αλέξανδρου. Οι αντιμακεδόνες ρήτορες και στρατιωτικοί ξεσήκωναν τον λαό σε επανάσταση με εμπρηστικούς λόγους ενώ ο Δημάδης προσπαθούσε να τον συγκρατήσει λέγοντας πως αν ήταν νεκρός ο Αλέξανδρος, θα είχε γεμίσει όλη η οικουμένη από την μυρωδιά του. Ο Φωκίων είπε «Αν είναι σήμερα νεκρός, θα είναι κι αύριο και μεθαύριο. Ώστε ας αποφασίσουμε με ηρεμία». Μάταια. Ο δήμος αποφάσισε πόλεμο.
Στρατηγός αυτού του πολέμου ψηφίστηκε ο Λεωσθένης, με τον οποίο, καθώς και με τους αντιμακεδόνες ρήτορες, ο Φωκίων είχε συνεχείς συγκρούσεις. Όταν διαμαρτυρήθηκε για τον πόλεμο, ο Λεωσθένης τον ρώτησε τί είχε κάνει τόσα χρόνια για τους Αθηναίους ως στρατηγός. «Μεγάλο καλό» απάντησε ο Φωκίων. «Να ενταφιάζονται οι πολίτες στα δικά τους νεκροταφεία». Κι άλλη φορά του είπε : «Τα λόγια σου, νεαρέ μου, μοιάζουν με κυπαρίσσια. Επιβλητικά και ψηλά αλλά χωρίς καρπούς». Στον Υπερείδη, που τον ρώτησε πότε επί τέλους θα συμβουλεύσει τους Αθηναίους να πολεμήσουν, απάντησε «Όταν αρχίσουν να συνεισφέρουν οι πλούσιοι και σταματήσουν να κλέβουν το δημόσιο χρήμα οι ρήτορες».
Όταν ο Λεωσθένης ολοκλήρωσε την προετοιμασία του, η πόλη εντυπωσιάστηκε και κάποιοι ζήτησαν την γνώμη του Φωκίωνα. «Καλή για δρόμο ενός σταδίου [192 μέτρα], φοβάμαι όμως τον δόλιχο δρόμο [πολλαπλάσιος του σταδίου]. Δεν έχουμε ούτε χρήματα ούτε πλοία ούτε στρατιώτες».
Η απαισιοδοξία του φάνηκε αρχικά να διαψεύδεται. Ο Λεωσθένης νίκησε τους Βοιωτούς συμμάχους των Μακεδόνων κ’ ύστερα, στις Θερμοπύλες, τον ίδιο τον Αντίπατρο, που κατέβηκε από την Μακεδονία με ανεπαρκείς δυνάμεις, και τον ανάγκασε να κλειστεί στο φρούριο της Λαμίας περιμένοντας ενισχύσεις. Ο Λεωσθένης τον πολιόρκησε αλλά σε μια συμπλοκή τραυματίστηκε θανάσιμα ενώ οι σύμμαχοί του είχαν ήδη αρχίσει να εγκαταλείπουν το στρατόπεδο. Νέος στρατηγός ορίστηκε ο Αντίφιλος, άνδρας συνετός και γενναίος, που νίκησε σε ιππομαχία τον Αντίπατρο και τον Λεοννάτο που είχε έρθει με ενισχύσεις από την Ασία. Ο Λεοννάτος έπεσε στην μάχη και ο Αντίπατρος κατέλαβε απρόσβλητες από το ιππικό θέσεις και περίμενε νέες ενισχύσεις.
Στην θάλασσα οι Μακεδόνες υπερτερούσαν και καταναυμάχησαν τον νεότευκτο αθηναϊκό στόλο στην Αμοργό στις άρχές του 322. Η εξαχρείωση των δημαγωγών είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό που ένας απ’ αυτούς, ο Στρατοκλής, κατέπλευσε μια μέρα στον Πειραιά από τον στόλο κι ανήγγειλε νίκη λαμπρή. Δυο μέρες οι Αθηναίοι πανηγύριζαν οπότε κατέφθασαν τα λείψανα του στόλου. Κι αντιμέτωπος με την οργή του δήμου, ο Στρατοκλής είπε: «Σας πείραξε που διασκεδάζατε δυο μέρες ;»
Από τον νικηφόρο στόλο των Μακεδόνων μια δύναμη αποβιβάστηκε στον Ραμνούντα και λεηλατούσε τα παράλια της Αττικής. Ο μόνος διαθέσιμος στρατηγός ήταν ο Φωκίων κι ανέλαβε να τους αντιμετωπίσει παρά τις μέχρι τότε αντιρρήσεις του. Αλλά η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Τάξη καμιά δεν υπήρχε κι όλοι του έδιναν γνώμες και συμβουλές. «Ω Ηρακλή» είπε ο Φωκίων «πόσο πολλούς στρατηγούς βλέπω και πόσο λίγους στρατιώτες!» Τελικά τους παρέταξε κατά των Μακεδόνων αλλά ένας νεαρός βγήκε από την γραμμή προκλητικά. Μόλις όμως βγήκε κι ένας Μακεδόνας, ο νεαρός έσπευσε να επανέλθει στην παράταξη. «Δεν ντρέπεσαι» του είπε ο Φωκίων «να εγκαταλείψεις δυο θέσεις ; αυτήν που σου όρισε ο στρατηγός σου κι αυτήν που πήρες μόνος σου ;» Παρ’ όλα αυτά επιτέθηκε κατά των εχθρών και τους κατανίκησε.
Τέλος, έφτασε ο Κρατερός, όνομα λαμπρό, με πολλές ενισχύσεις. Στην Κραννώνα της Θεσσαλίας το καλοκαίρι του 322 οι Μακεδόνες νίκησαν και οι σύμμαχοι διαλύθηκαν. Ο Αντίπατρος κι ο Κρατερός βάδισαν κατά της Αθήνας. Ο Δημοσθένης, ο Υπερείδης και οι άλλοι αντιμακεδόνες εγκατέλειψαν την πόλη κι έντρομος ο δήμος έστειλε πρέσβεις στον Αντίπατρο τον Φωκίωνα και τον Δημάδη. «Αν μ’ ακούγατε όταν σας συμβούλευα, δεν θα τα είχαμε αυτά τώρα» είπε ο Φωκίων αναλαμβάνοντας την αποστολή.
Συνάντησε τον Αντίπατρο στην ακρόπολη της Θήβας, την Καδμεία, και πριν απ’ όλα ζήτησε να μη προχωρήσει άλλο αλλά όλες οι συνομιλίες και συμφωνίες να γίνουν εκεί, στην Βοιωτία. Ο Κρατερός διαμαρτυρήθηκε ότι αυτό δεν ήταν δίκαιο για τους Βοιωτούς συμμάχους τους, να μείνει δηλαδή ο στρατός στην Βοιωτία εις βάρος τους, αλλά ο Αντίπατρος τον παρακάλεσε : «Ας κάνουμε αυτή την χάρη στον Φωκίωνα». Αλλά οι όροι που έθεσε ήταν βαρείς : το δημοκρατικό πολίτευμα καταργούνταν. Μακεδονική φρουρά θα εγκαθίστατο στην Μουνυχία. Οι αντιμακεδόνες αρχηγοί θα παραδίνονταν στους νικητές. Η Αθήνα θα πλήρωνε τα πολεμικά έξοδα και πρόστιμο για την αποστασία.
Ο Φωκίων προσπάθησε να περισώσει ό,τι ήταν δυνατόν. Κατόρθωσε να πείσει τον Αντίπατρο να εξοριστούν οι δευτερεύοντες αντιμακεδόνες στην Πελοπόννησο και όχι, όπως προβλεπόταν αρχικά, εκτός της μεταξύ Ταινάρου και Κεραυνίων ορέων χώρας, εκτός Ελλάδος δηλαδή. Αλλά όταν ζήτησε από τον Αντίπατρο να μην εγκατασταθεί Μακεδονική φρουρά στην Μουνυχία, τον ρώτησε αυτός αν εγγυάται πως οι Αθηναίοι δεν θα αποστατήσουν και πάλι. Ο Φωκίων έμεινε αμίλητος και ο Αντίπατρος του είπε: «Θέλουμε να σου κάνουμε, Φωκίωνα, όλες τις χάρες εκτός από εκείνες που θα καταστρέψουν κι εμάς κι εσένα».
Τον Σεπτέμβριο του 322 άρχισε η εφαρμογή των όρων της συνθήκης. Μακεδονική φρουρά κατάλαβε την Μουνυχία. Το πολίτευμα έγινε ολιγαρχικό –πολίτες θεωρούνταν πλέον μόνο όσοι περιουσία άνω των δύο χιλιάδων δραχμών. Οι υπόλοιποι στερήθηκαν από όλα τα πολιτικά τους δικαιώματα, μπορούσαν όμως να πάνε στην Θράκη, όπου τους δόθηκε γη. Ο Υπερείδης και τρεις ακόμη αντιμακεδόνες ηγέτες συνελήφθησαν στην Αίγινα και θανατώθηκαν. Ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε στον Πόρο.
Ο Φωκίων ηγέτης της Αθήνας
Κατά τον Πλούταρχο, ενόσω ζούσε ο Αντίπατρος, ο Φωκίων υπήρξε υποδειγματικός ηγέτης. Κατόρθωσε ν’ ανακληθούν πολλοί από την εξορία, πολιτευόταν με ηπιότητα και νομιμότητα, έκρινε τους πάντες αξιοκρατικά και καθησύχαζε τους επαναστατημένους. Το εντυπωσιακότερο ήταν ότι γερνούσε μέσα στην φτώχεια, αποκρούοντας συνεχώς τις χρηματικές προσφορές του διοικητή της μακεδονικής φρουράς και τις ποικίλες παρασκηνιακές παρεμβάσεις του Αντίπατρου.
Αντίθετα, ο άλλος αρχηγός της φιλομακεδονικής παράταξης, ο Δημάδης, ήταν ο πιο διεφθαρμένος Αθηναίος. Ο Αντίπατρος είχε δηλώσει ότι από τους δύο φίλους που είχε στην Αθήνα, τον Φωκίωνα και τον Δημάδη, τον μεν ένα δεν μπορούσε να τον πείσει να δεχτεί χρήματα, τον δε άλλο όσα και να του έδινε δεν μπορούσε να τον χορτάσει.
Ο διοικητής της μακεδονικής φρουράς Μένυλλος ήταν μετριοπαθής και φίλος του Φωκίωνα. Τα πράγματα από οικονομικής απόψεως πήγαιναν καλά για τους Αθηναίους. Παρ’ όλα αυτά δυσφορούσαν και ζητούσαν από τον Φωκίωνα να μεσιτεύσει στον Αντίπατρο ώστε να αποσυρθεί η φρουρά. Ο Φωκίων το απέφευγε είτε γιατί δεν πίστευε ότι θα πείσει τον Αντίπατρο είτε γιατί θεωρούσε ότι η φρουρά είχε συνετίσει τους Αθηναίους. Τότε ανάλαβε την αποστολή ο Δημάδης, που πήγε με τον γιο του στην Μακεδονία και παρουσιάστηκε στον Αντίπατρο ζητώντας την ανάκληση της φρουράς και εκτρεπόμενος μάλιστα σε απειλές. Για κακή του τύχη είχαν πέσει στα χέρια του Αντίπατρου επιστολές του Δημάδη προς τον Περδίκκα στις οποίες τον παρακαλούσε να έρθει στην Μακεδονία και την Ελλάδα «που κρεμόταν από παλιά και σάπια κλωστή» εννοώντας τον Αντίπατρο. Ο Δημάδης και ο γιος του θανατώθηκαν χωρίς πολλές διατυπώσεις.
Η διάσταση Πολυπέρχοντα–Κασσάνδρου
Στις αρχές του 319 ο Αντίπατρος πέθανε, έχοντας ορίσει αντιβασιλέα («Επιμελητή των βασιλέων») και στρατηγό αυτοκράτορα τον ηλικιωμένο Πολυπέρχοντα. Ο γιος του Αντίπατρου Κάσσανδρος δεν το ανέχθηκε και άρχισε τις ενέργειες για ν’ ανατρέψει την κατάσταση. Έστειλε αμέσως στην Αθήνα τον πιστό του Νικάνορα που ανέλαβε φρούραρχος της Μουνυχίας πριν γίνει γνωστός ο θάνατος του Αντίπατρου. Όταν τελικά ο θάνατος μαθεύτηκε, πολλοί Αθηναίοι κατηγορούσαν τον Φωκίωνα ότι ήταν εν γνώσει του γεγονότος και το είχε αποσιωπήσει. Ο Φωκίων αδιαφόρησε για τις κατηγορίες και κατόρθωσε ώστε ο Νικάνωρ να φέρεται με ηπιότητα και να ευεργετεί μάλιστα τους Αθηναίους.
Σχηματίστηκαν τώρα δύο συνασπισμοί των Διαδόχων : Ο Πολυπέρχων και η βασιλική οικογένεια, ο Ευμένης και τα υπολείμματα των οπαδών του Περδίκκα αφ’ ενός και οι Αντίγονος, Πτολεμαίος, Κάσσανδρος αφ’ ετέρου.
Για να εξουδετερώσει την επιρροή του Κάσσανδρου στην Ελλάδα, ο Πολυπέρχων εξέδωκε διάταγμα με το οποίο καταργούνταν τα ολιγαρχικά πολιτεύματα που είχε επιβάλει ο Αντίπατρος μετά τον Λαμιακό πόλεμο, και ανακαλούνταν οι εξόριστοι.
Παρά την ολιγαρχική του σύνθεση, ο δήμος απαίτησε από τον Νικάνορα να αποχωρήσει από την Μουνυχία βάσει του διατάγματος του Πολυπέρχοντα. Αυτός όμως, πιστός στον Κάσσανδρο, όχι μόνο δεν έφυγε αλλά κατέλαβε και τα τείχη και τον λιμένα του Πειραιά. Οι Αθηναίοι κατηγόρησαν τον Φωκίωνα για την φιλία του και την εμπιστοσύνη προς τον Νικάνορα και στο σημείο αυτό ο Πλούταρχος έχει κάποιους ενδοιασμούς για την ορθότητα της συμπεριφοράς του Φωκίωνα.
Τότε έφτασε στην Αττική ο γιος του Πολυπέρχοντα Αλέξανδρος ακολουθούμενος από τους εξόριστους, τους στερημένους από τα πολιτικά τους δικαιώματα και από ξένους. Συγκροτήθηκε «εκκλησία παμμιγής και άτακτος» που καθήρεσε τον Φωκίωνα. Ο Αλέξανδρος πάντως διαπραγματευόταν φανερά με τον Νικάνορα ερήμην των Αθηναίων και ήταν βέβαιο ότι ήθελε την Μουνυχία, τα τείχη και τον Πειραιά για λογαριασμό του.
Ο Φωκίων συνάντησε τον Αλέξανδρο και του συνέστησε να μη παραδώσει τα φρούρια στους Αθηναίους πριν καταπολεμηθεί ο Κάσσανδρος. Εν τω μεταξύ ο ρήτορας (συκοφάντης κατά Πλούταρχον) Αγνωνίδης, που είχε ευεργετηθεί από τις περί εξορίστων ρυθμίσεις του Φωκίωνα, κατηγόρησε τον Φωκίωνα και τους λοιπούς ολιγαρχικούς για προδοσία. Κάποιοι ολιγαρχικοί έφυγαν ενώ ο Φωκίων με άλλους κατέφυγαν στον Αλέξανδρο. Αυτός τους δέχτηκε με ευμένεια και τους έστειλε στον πατέρα του, γράφοντάς του ότι δεν έπρεπε να πάθουν τίποτα ο Φωκίων και οι σύντροφοί του γιατί συμφωνούσαν μαζί του και υπόσχονταν συνεργασία. Συγχρόνως η –δημοκρατική πλέον– εκκλησία έστειλε πρεσβεία στον Πολυπέρχοντα κατηγορώντας τον Φωκίωνα και τους ολιγαρχικούς.
Κατηγορούμενοι και κατήγοροι συνάντησαν τον Πολυπέρχοντα στην Φωκίδα. Ο Επιμελητής έδειξε αμέσως τις διαθέσεις του θανατώνοντας ένα από τους συντρόφους του Φωκίωνα και διακόπτοντας πολλές φορές τον ίδιο, μέχρι που τον διέταξε να σιωπήσει. Και, παρά την επιστολή του γιου του, έστειλε δέσμιους τον Φωκίωνα και τους άλλους στην Αθήνα για μια δίκη με προαποφασισμένο, κατά Πλούταρχον, αποτέλεσμα.
Η δίκη
Στις αρχές Μαΐου του 318 μακεδονικό απόσπασμα έφερε τους κατηγορούμενους στο μεγάλο θέατρο του Διονύσου για να δικαστούν. Οι νέοι δημοκρατικοί άρχοντες γέμισαν την εκκλησία με πλήθος από το οποίο δεν έλειπαν στερημένοι από τα πολιτικά τους δικαιώματα, ξένοι, δούλοι, ακόμα και γυναίκες. Διαβάστηκε επιστολή του βασιλιά Φίλιππου του Αρριδαίου που δήλωνε ότι αυτός μεν διαπίστωσε ότι οι κατηγορούμενοι ήταν προδότες, άφηνε όμως στους Αθηναίους την απόφαση, μια και τώρα ήταν ελεύθεροι και αυτόνομοι. Ύστερα διαβάστηκε το κατηγορητήριο που έλεγε πως ο Φωκίων και οι άλλοι ήταν υπεύθυνοι για την υποδούλωση της πατρίδας και την κατάλυση της δημοκρατίας μετά τον Λαμιακό πόλεμο.
Στην θέα του Φωκίωνα οι εντιμότεροι πολίτες σκέπαζαν τα μάτια τους κι έσκυβαν το κεφάλι δακρυσμένοι. Κάποιος σηκώθηκε και είπε ότι αφού τόσο σπουδαίο ζήτημα δίκαζαν, έπρεπε να αποχωρήσουν οι ξένοι και οι δούλοι. Του απάντησε η κραυγή «κάτω οι ολιγαρχικοί και οι μισόδημοι».
Ύστερα σηκώθηκε να απολογηθεί ο Φωκίων αλλά ο θόρυβος ήταν τόσος που δεν ακουγόταν. Ο θόρυβος σταματούσε όταν σταματούσε να μιλά ο Φωκίων κι άρχιζε πάλι όταν ξανάρχιζε αυτός να μιλά. Μόνο οι σπασμωδικές κινήσεις του κορμιού του γίνονταν αντιληπτές από όλους. Κάποια στιγμή πρόλαβε και είπε: «Θέλετε να μας σκοτώσετε δίκαια ή άδικα ;» «Δίκαια» του απάντησαν. «Και πώς θα γίνει αυτό αν δεν μας ακούσετε ;» Και πάλι άρχισε ο θόρυβος και πλησιάζοντας ο Φωκίων προς το πλήθος μπόρεσε να πει : «Ομολογώ ότι μου αξίζει ο θάνατος για την πολιτεία μου. Αυτούς όμως γιατί θα τους σκοτώσετε ενώ δεν σας έβλαψαν σε τίποτα ;» «Γιατί είναι φίλοι σου». Ύστερα σηκώθηκαν κάποιοι για να τον υπερασπιστούν αλλά μόλις το πλήθος αντιλαμβανόταν τις προθέσεις τους, τους διέκοπτε με κραυγές.
Τέλος, ήρθε η ώρα της απόφασης. Κάποιοι πρότειναν να βασανιστούν οι κατηγορούμενοι πριν θανατωθούν αλλά ο Αγνωνίδης, που πρωτοστατούσε στην δίκη, έκρινε πως ήταν βάρβαρο το πράγμα και είδε επί πλέον ότι ο αρχηγός του μακεδονικού αποσπάσματος αντέδρασε έντονα ακούγοντας την πρόταση. «Για τον Φωκίωνα δεν προτείνω τέτοιο πράγμα» είπε και ακούστηκε από το πλήθος : «Σωστά! Γιατί αν βασανίσουμε τον Φωκίωνα, εσένα τί πρέπει να σε κάνουμε;» Τελικά ο Φωκίων και τέσσερις άλλοι καταδικάστηκαν δι’ ανατάσεως των χειρών σε θάνατο. Σε θάνατο επίσης, αλλά ερήμην, καταδικάστηκαν μερικοί που πρόλαβαν να φύγουν.
Πηγαίνοντας προς την φυλακή ο όχλος τους λοιδορούσε αλλά το πρόσωπο του Φωκίωνα ήταν απαθές όπως ήταν και όταν εκλεγόταν στρατηγός. Στον γιο του Φώκο άφησε παραγγελία να μη κρατά κακία στους Αθηναίους. Κι όταν είχαν πιει το φαρμάκι όλοι οι άλλοι και δεν έμεινε για τον Φωκίωνα, ο δήμιος ζήτησε χρήματα για ν’αγοράσει όσο ακόμα χρειαζόταν. Ο Φωκίων παρακάλεσε τότε ένα φίλο του να δώσει τα χρήματα λέγοντας : «Ούτε να πεθάνει μπορεί κανείς στην Αθήνα, αν δεν πληρώσει». Οι νεκροί ρίχτηκαν άταφοι πέρα από τα σύνορα της Αττικής.
Λίγο καιρό αργότερα τα γεγονότα ανάγκασαν τους Αθηναίους να μετανιώσουν. Έστησαν τότε χάλκινο ανδριάντα στον Φωκίωνα και κήδεψαν τα οστά του –που τα είχε θάψει κρυφά η γυναίκα του στο σπίτι τους– με δημόσια δαπάνη. Ο Αγνωνίδης καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.

fokion tafi pinakas
Η ταφή του Φωκίωνα του Νικολά Πουσέν (1648). Κάρντιφ, National Museum

Αποτίμηση
Η προσωνυμία με την οποία ο Φωκίων έμεινε στην Ιστορία είναι «χρηστός». Η αφιλοκέρδεια και η απλότητά του ήταν παροιμιώδεις. Το ίδιο και η πραότητα και η δικαιοσύνη του. Βοηθούσε ακόμα και τους αντιπάλους του. Όταν κατηγορήθηκε επειδή υπερασπίστηκε στο δικαστήριο έναν φαύλο, απάντησε ότι οι έντιμοι δεν χρειάζονται βοήθεια. Κανείς δεν τον είδε να γελά ή να κλαίει, να λούζεται σε δημόσια λουτρά ή να είναι ντυμένος με πολυτέλεια.
Στις εκστρατείες βάδιζε ξυπόλυτος και γυμνός –στρατηγός ων– κι όταν έριχνε ένα μανδύα πάνω του σήμαινε πως έκανε βαρυχειμωνιά. Καταδεχτικός και φιλάνθρωπος, έδειχνε σκυθρωπός και τα πυκνά του φρύδια ήταν αντικείμενο αστειοτήτων. «Αυτά τα φρύδια [δηλ. η σκυθρωπή του όψη] δεν σας λύπησαν ποτέ» είπε κάποτε. «Αλλά τα γέλια κάποιων άλλων πολλές φορές έκαναν την πολιτεία να κλάψει».
Αλλά όσο σοβαρός ήταν άλλο τόσο πνεύμα είχε. ‘Οταν ένας φυλακισμένος συκοφάντης παρακάλεσε να τον δει, πήγε στην φυλακή. Στους φίλους του που προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν, ο Φωκίων είπε : «Αφήστε με. Σε ποιο άλλο μέρος μπορεί κανείς να τον δει με περισσότερη ευχαρίστηση ;»
Οι πολιτικές του πεποιθήσεις ήταν οπωσδήποτε συντηρητικές. Ο Φωκίων έβλεπε ως παραμόρφωση της αθηναϊκής πολιτικής ζωής το ότι οι ρήτορες (Δημοσθένης, Λυκούργος, Υπερείδης) δημηγορούσαν ασταμάτητα και πρότειναν νόμους επί νόμων, ενώ οι στρατηγοί (Λεωσθένης, Χάρης) φρόντιζαν να ισχυροποιηθούν με την διοίκηση και τον πόλεμο. Ο Φωκίων ήθελε να αποκαταστήσει το αρχαίο πολίτευμα του Σόλωνα, του Αριστείδη και του Περικλή, όπου ο ηγέτης συνδύαζε τις πολιτικές με τις πολεμικές αρετές.
Αλλά η όλη του πολιτεία δείχνει ότι, αν και νομιμόφρων, δεν ήταν θιασώτης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η δράση του ήταν ένας συνεχής αγώνας με τον δήμο, τον οποίο προσπαθούσε να τιθασεύσει και να συνετίσει και ο οποίος προσέτρεχε σ’ αυτόν κάθε φορά που παρουσιαζόταν ανάγκη, παρά την μόνιμη διάσταση που υπήρχε μεταξύ τους.
Σαράντα πέντε φορές εξελέγη στρατηγός κι ούτε σε μια ψηφοφορία παραβρισκόταν. Έστελναν και τον φώναζαν για να τον χειροτονήσουν. Δεν κολάκευε τον δήμο ποτέ. Οι λόγοι του ξεσήκωναν θύελλα στην εκκλησία. Όταν κάποτε ήρθε χρησμός από τους Δελφούς που έλεγε πως ένας μόνο διαφωνεί με όλη την πόλη, ο Φωκίων σηκώθηκε και είπε στους Αθηναίους να μη κοπιάζουν, αυτός ήταν, γιατί τίποτα δεν ενέκρινε απ’ όσα γίνονταν. Και κάποια φορά που οι Αθηναίοι έτυχε να τον ακούν αδιαμαρτύρητα και επιδοκιμαστικά, στράφηκε προς τους φίλους του απορημένος και ρώτησε : «Μήπως είπα τίποτα κακό και δεν το κατάλαβα;»
Οι λόγοι του ήταν υποδείγματα περιεκτικότητας και συντομίας. Κάποτε που τον ρώτησαν στο θέατρο γιατί ήταν σκεφτικός, απάντησε : «Σκέφτομαι τί να περικόψω από τον λόγο μου».
Αναφέρθηκαν ήδη συγκρούσεις του με τον Δημοσθένη. Κάποτε ο ρήτορας του είπε : «Θα σε σκοτώσουν οι Αθηναίοι αν εκμανούν», κι ο Φωκίων «Κι εσένα αν βάλουν μυαλό». Όταν σηκωνόταν να μιλήσει ο Φωκίων, ο Δημοσθένης έλεγε στους φίλους του «Νά η κοπίδα των λόγων μου».
Ως ολιγαρχικός ήταν κι αυτός φιλολάκων. Έστειλε τον γιο του στην Σπάρτη για να πάρει μιαν ιδέα της σπαρτιατικής αγωγής, πράγμα που επίσης δυσαρέστησε τους Αθηναίους. Αλλά όταν ο Δημάδης του πρότεινε να εισηγηθούν στον δήμο το λακωνικό πολίτευμα, η νομιμοφροσύνη του, η παρρησία του και η γνώμη που είχε για τον ομόφρονά του δημαγωγό, του υπαγόρευσαν την απάντηση : «Πολύ θα σου ταίριαζε να προτείνεις συσσίτια και να επαινείς τον Λυκούργο, με τα αρώματα που βρωμοκοπάς και με τέτοια [πολυτελή] χλαμύδα». Κι όταν κάποιος που παρίστανε τον φιλολάκωνα έχοντας αφήσει τεράστια γενειάδα, μίλησε κολακεύοντας το εξοργισμένο με τον Φωκίωνα πλήθος, αυτός τον έπιασε από τα γένεια λέγοντας : «Γιατί δεν ξυρίζεσαι λοιπόν;»
Αν και στρατηγός ήταν μονίμως υπέρ των ειρηνικών διευθετήσεων. Σε μια διαφορά με τους Βοιωτούς, οι Αθηναίοι ήθελαν πόλεμο αντί διαιτησίας κι ο Φωκίων συμβούλευσε να πολεμήσουν με τα λόγια, στα οποία ήταν καλύτεροι, κι όχι με τα όπλα στα οποία ήταν κατώτεροι. Η κατευθυντήρια αρχή της πολιτικής του ήταν : «Ή θα είσαι δυνατός ή θα είσαι φίλος των δυνατών».
Ίσως η εν γένει στάση του να μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετη στα αθηναϊκά συμφέροντα. Αλλά είχε κατανόησει ότι η Αθήνα δεν ήταν πια δυνατή. Είδαμε άλλωστε πιο πάνω ότι συμβούλευσε τον Αλέξανδρο του Πολυπέρχοντα να μη παραδώσει τα φρούρια στους Αθηναίους πριν καταπολεμηθεί ο Κάσσανδρος, ο άνθρωπος δηλαδή με τον οποίο είχε ταυτίσει την τύχη του. Δεν ήθελε να γίνει η Αθήνα πεδίο μάχης μεταξύ των αντιμαχομένων Διαδόχων, όπως και έγινε αργότερα, επί Δημητρίου Πολιορκητή, με τόση ταλαιπωρία και εξευτελισμό των Αθηναίων.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης και ιδίως ο Πλούταρχος διέσωσαν λαμπρή την εικόνα του Φωκίωνα. Δεδομένου ότι έγραψαν διακόσια τουλάχιστον χρόνια από τον θάνατό του, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι η γνώμη για τον Φωκίωνα είχε πια αποκρυσταλλωθεί. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν όσα γράφουν, ειδικά ο Πλούταρχος, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή είναι προσαρμογές και επινοήσεις κατά το πρότυπο των θουκυδίδειων δημηγοριών, αλλά είναι βέβαιο ότι το τέλος του Φωκίωνα «θύμισε στους Έλληνες αυτό του Σωκράτη, γιατί ολόιδια ήταν η αμαρτία και η δυστυχία που βρήκε την πόλη».
wikipedia

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ