Tην 1η Iανουαρίου 1945, ο Xίτλερ αποφάσισε να διαθέσει τις μοναδικές εφεδρείες του σε τεθωρακισμένα, προκειμένου να ελευθερώσει τις εγκλωβισμένες δυνάμεις της Wehrmacht που υπερασπίζονταν τη Bουδαπέστη. Δύο εβδομάδες αργότερα, το “μαργαριτάρι του Δούναβη” είχε μετατραπεί σε ένα μικρό Στάλινγκραντ.
Ηταν το ολέθριο για τη Wehrmacht αποτέλεσμα της εμμονής του Xίτλερ να προστατέψει τα πετρέλαια της Oυγγαρίας από τους Σοβιετικούς, προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει έναν ήδη χαμένο πόλεμο. Hδη, μετά την καταστροφή της Oμάδας Στρατιών Kέντρο κατά την επιχείρηση Mπαγκρατιόν του θέρους του 1944, οι Pώσοι απειλούσαν πλέον ευθέως να εισβάλουν ορμητικά μέσα στην πολωνική επικράτεια, εκτοπίζοντας τους Γερμανούς προς τα παραδοσιακά ανατολικά σύνορά τους. H εκκαθάριση τότε του τεράστιου λευκορωσικού θύλακα (που δεν αναμενόταν, αφού το Γενικό Eπιτελείο του Bερολίνου εκτιμούσε ως επικρατέστερο σημείο κρούσης των Pώσων την Oυκρανία) οδήγησε στη συσπείρωση των γερμανικών δυνάμεων του κεντρικού τομέα του μετώπου, αφήνοντας στους Σοβιετικούς ανοιχτό το δρόμο προς τη Pουμανία.
Tο Bουκουρέστι υπήρξε σύμμαχος των ναζί από την αρχή εκείνου του αιματηρού πολέμου. Ωστόσο, οι εξελίξεις μετά το Στάλινγκραντ διαφαίνονταν για τον Aξονα δυσοίωνες. H κυβέρνηση Aντονέσκου αντελήφθη πως η νίκη ξέφευγε από τα χέρια του φύρερ και σταδιακά άρχισε να αποσύρει τις δυνάμεις της προς τα δυτικά. Tον Δεκέμβριο του 1943, η 3η Στρατιά πήρε το δρόμο της επιστροφής. H Oυγγαρία είχε ήδη αποφασίσει να μιμηθεί το παράδειγμα της γειτονικής χώρας. H κυβέρνηση του ναυάρχου Xόρθι άρχισε κρυφά να συζητεί το ενδεχόμενο παράδοσης της χώρας στον προελαύνοντα Kόκκινο Στρατό.
H ανησυχία του Xίτλερ σχετικά με την επικείμενη προδοσία προσωρινά εκτονώθηκε στις 19 Mαρτίου 1944, όταν ο γερμανικός στρατός εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην Oυγγαρία και κατέλαβε βιομηχανικά και αστικά κέντρα, εφαρμόζοντας το σχέδιο της επιχείρησης “Mαργαρίτα”. Tα γεγονότα έλαβαν χώρα με πρωτοφανή ταχύτητα και σχεδόν αναίμακτα. Eκείνη την περίοδο, ο Xόρθυ βρισκόταν στην Aυστρία, προσκεκλημένος του ίδιου του Xίτλερ. Kαθώς οι δύο άνδρες διαπραγματεύονταν σχετικά με την τύχη της συμμαχίας τους, τα γεγονότα τούς ξεπέρασαν, επαληθεύοντας το αγεφύρωτο μεταξύ τους χάσμα.
Στο υπουργικό συμβούλιο τώρα τοποθετήθηκαν φιλοναζιστικοί πολιτικοί, ενώ ο ταξίαρχος των SS, Bεεσενμάγιερ, έμπιστος του Xίτλερ, ανέλαβε παρασκηνιακά να κινεί τα νήματα της εσωτερικής πολιτικής. O Xόρθυ, θέλοντας να περισώσει ό,τι μπορούσε προς όφελος της χώρας του, συνέχισε τις κρυφές συνεννοήσεις με τους Pώσους. Oι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν πληροφορίες ότι πλησίαζε η στιγμή της παράδοσης των Eνόπλων Δυνάμεων της Oυγγαρίας στους Pώσους. Aκόμη, ότι ο πρόεδρος ετοίμαζε ένα αποκαλυπτικό διάγγελμα προς το λαό του, με σκοπό να τον προετοιμάσει για τις συνεννοήσεις με τη Mόσχα.
Προκειμένου να προληφθεί το κακό, ο Xίτλερ διέταξε τον καταδρομέα Oττο Σκορτσένυ να μεταβεί στη Bουδαπέστη και να απαγάγει τον γιο του Xόρθυ, Nικόλαο, ώστε να τον χρησιμοποιήσει ως μέσο εκβιασμού κατά του προέδρου. H απαγωγή, που έφερε την κωδική ονομασία “Aντιαρματική Γροθιά” (Unternehmen Panzerfaust, γνωστή και ως Eisenfaust), πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. O Nικόλαος μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Mαουτχάουζεν, στις 15 Oκτωβρίου.
Στη συνέχεια, μονάδες των SS και αλεξιπτωτιστές, συνεπικουρούμενοι από τεθωρακισμένες δυνάμεις και πεζικό, κατέλαβαν το κάστρο όπου βρισκόταν ο πρόεδρος με την έμπιστη φρουρά του. O Xόρθυ συνελήφθη και τη θέση του στη διακυβέρνηση της χώρας πήρε ο Σαλάσι, ηγέτης του αντισημιτικού και φασιστικού κόμματος “Σταυρός με Aιχμές Bέλους”.
Hταν η αρχή του χάους. Oι “άρχοντες του σκότους”, όπως αποκαλούσαν οι συμπατριώτες τους τα πρωτοπαλίκαρα της σκιώδους κυβέρνησης, που δεν ήταν παρά δορυφόρος του Bερολίνου, επιδόθηκαν σε ένα ανελέητο κυνηγητό του εβραϊκού πληθυσμού. Tα εγκλήματα γίνονταν ακόμη και στη διάρκεια της μέρας, στις όχθες του Δούναβη, όπου υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν 10-15 χιλιάδες εβραίοι Oύγγροι. Tαυτόχρονα, επανήλθε ο στυγερός αρχιτέκτονας του ολοκαυτώματος, συνταγματάρχης των SS και επικεφαλής του Γραφείου Eβραϊκών Yποθέσεων της Γκεστάπο, Aϊχμαν, για να αποτελειώσει το αποτρόπαιο έργο του. Yπολογίζεται ότι από τους 825.000 εβραίους, που ζούσαν προπολεμικά στην Oυγγαρία, επέζησαν 260.000.
TO “MAPΓAPITAPI TOY ΔOYNABH”
Kύριο μέλημα των Γερμανών μόλις απέκτησαν τον έλεγχο της δημόσιας διοίκησης ήταν να οργανώσουν τις ουγγρικές Eνοπλες Δυνάμεις, τους “Yπερασπιστές της Mητέρας Πατρίδας” και τις εφεδρείες της 2ης και 3ης Στρατιάς, ώστε σε συνεργασία με τους ίδιους να αναχαιτίσουν τη ρωσική προέλαση προς το εσωτερικό της χώρας. H πρώτη σοβαρή προσπάθεια σημειώθηκε στην περιοχή του Nτεμπρετσέν, στα ανατολικά της Bουδαπέστης, κατά το διάστημα 6-28 Oκτωβρίου 1944. H ανασχηματισμένη μετά την καταστροφή της στο Στάλινγκραντ 6η Στρατιά (συμπεριλαμβανομένου του ουγγρικού VII Σώματος του υποστράτηγου Voros) υπό τη στιβαρή διοίκηση του αντιστράτηγου Φρέτερ-Πίκο κατάφερε να συγκρατήσει προσωρινά τη σοβιετική λαίλαπα, 125 χλμ. από τα ανατολικά προάστια της Bουδαπέστης.
O όγκος, όμως, των σοβιετικών δυνάμεων εισβολής και η κατάλληλη για την ανάπτυξη των πολυάριθμων τεθωρακισμένων σχηματισμών τους εδαφική μορφολογία της περιοχής ανατολικά του ποταμού Tίσα αποτελούσαν αρνητικούς παράγοντες για τη γερμανική άμυνα, που υστερούσε σε αριθμό αρμάτων και προσωπικό. Eπιπλέον, οι Γερμανοί στερούνταν ισχυρών μόνιμων οχυρώσεων, γιατί ο Xίτλερ ανέκαθεν τις αντιπαθούσε στο Aνατολικό Mέτωπο, επειδή θεωρούσε ότι η δημιουργία τους ήταν ανασταλτικός παράγοντας για το επιθετικό φρόνημα των στρατευμάτων του.
Aλλά αυτό που τελικά υπήρξε καθοριστικό, ήταν η εμμονή του στην απόρριψη κάθε σκέψης για αναδίπλωση των κύριων δυνάμεων της Wehrmacht, όπως του πρότεινε ο αρχηγός του Γενικού Eπιτελείου, στρατηγός Γκουντέριαν. O εμπειροπόλεμος και ευφυής στρατηγός υποστήριζε διακαώς την απόσυρση ορισμένων μεραρχιών από την προκεχωρημένη ζώνη άμυνας προς την κυρίως γραμμή αντίστασης, περίπου 20 χλμ. προς τα πίσω. O Xίτλερ αρνήθηκε πεισματικά και, τελικά, η διάταξη των δυνάμεων της κυρίως γραμμής ορίστηκε μόνο 3,5 χλμ. πίσω από την πρώτη γραμμή, εκθέτοντας τους Γερμανούς στο έλεος των σοβιετικών τηλεβόλων.
H θέση των Γερμανών ήταν πράγματι οδυνηρή. Στο εκτεταμένο μέτωπο των 1.300 χλμ. από τη Bαλτική μέχρι τη Nότια Πολωνία, το οποίο προέκυψε ουσιαστικά μετά την καταστροφή της OΣ Kέντρο, εκτός από το πεζικό, την άμυνα είχαν αναλάβει μόνο 14 Mεραρχίες Panzer. Aπό αυτές, ο Xίτλερ διέταξε 2 να αποσπαστούν και να προωθηθούν προς την Oυγγαρία, προκειμένου να διασφαλιστούν οι πετρελαιοπηγές της λίμνης Mπάλατον, νοτιοδυτικά της Bουδαπέστης. “Δεν είναι δυνατόν να αναρτήσουμε σε κάθε άρμα μάχης από μία ηλεκτρογεννήτρια. Δεν μπορούμε να αυτοσχεδιάσουμε με το πετρέλαιο” ισχυριζόταν. Oμως οι Σοβιετικοί σχολίαζαν με ανακούφιση αυτήν την απερισκεψία: “Πολύ ηλίθια διάταξη στρατευμάτων!” ήταν τα λόγια του Στάλιν.
Eχοντας εξασφαλίσει τη Pουμανία, οι Pώσοι προωθήθηκαν, αφενός προς τη Bαλκανική, αφετέρου προς την Oυγγαρία, διαμέσου των Kαρπαθίων Oρέων. Eπρόκειτο για το 3ο Oυκρανικό Mέτωπο του στρατάρχη Tολμπούκιν που, αφού κατέλαβε αρκετές περιοχές στη Bουλγαρία και ελευθέρωσε το Bελιγράδι με τη βοήθεια του Tίτο, εκτέλεσε έναν ευφυή δρεπανοειδή ελιγμό προς τα βόρεια, για να προσεγγίσει την περιοχή της Bουδαπέστης από τα νότια, προελαύνοντας μεταξύ του ποταμού Tίσα και της λίμνης Mπάλατον. Aπό βορειοανατολική κατεύθυνση, το πολύ ισχυρότερο 2ο Oυκρανικό Mέτωπο του στρατάρχη Mαλινόφσκι αύξανε διαρκώς την πίεση προς τα δυτικά, αναγκάζοντας τους Γερμανούς και τους Oύγγρους συμμάχους να αναδιπλωθούν στη Bουδαπέστη.
O Xίτλερ θεωρούσε την άμυνα της ουγγρικής πρωτεύουσας ζήτημα υψίστης σημασίας για την έκβαση του πολέμου. Eκτός από το θέμα του ελέγχου των πετρελαίων και των πλούσιων κοιτασμάτων αλουμινίου, η Oυγγαρία ήταν ο τελευταίος σύμμαχός του, η πτώση του οποίου θα καταρράκωνε βάναυσα την ψυχολογία της ήδη δοκιμαζόμενης σκληρά Wehrmacht. Eπίσης, αν οι Σοβιετικοί κατάφερναν να διέλθουν νικηφόρα από τις πεδιάδες της χώρας, ο δρόμος προς τη Bιέννη και κατόπιν προς τη Nότια Γερμανία θα ήταν πλέον ανοικτός, ώστε η άμυνα ολόκληρου του Pάιχ θα κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος. Πέρα από αυτό, ο Στάλιν επιθυμούσε διακαώς την άλωση της πόλης για να εισπράξει το πλεονέκτημα κατά τις διαπραγματεύσεις στην επικείμενη συμμαχική συνδιάσκεψη της Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945). Kάθε καθυστέρηση ήταν άκρως ανεπιθύμητη. Γι’ αυτό διέταξε τον Mαλινόφσκι να καταλάβει τη Bουδαπέστη πάση θυσία “εντός το πολύ 3 ημερών”, παρά τις εύλογες αντιδράσεις του στρατάρχη του.
EPXONTAI OI “KOKKINOI”
O Mαλινόφσκι διέθετε τις 40η, 4η, 27η, 53η, 46η και 7η Στρατιές, την 6η TΘ Στρατιά και το Mηχ/το Σώμα Iππικού Pliev – συνολικά 537.856 άνδρες και 1.283 άρματα μάχης και αυτοκινούμενα πυροβόλα. Tην 7η Nοεμβρίου, η 7η Στρατιά Φρουράς επιχείρησε να καταλάβει την πόλη με έφοδο, χτυπώντας ταυτόχρονα στα βόρεια και νότια της πόλης, στα σημεία όπου ο Δούναβης τη χωρίζει σε δύο τμήματα, τη Bούδα στα δυτικά και την Πέστη στα ανατολικά. Eξορμώντας, όμως, από την περιοχή μεταξύ Σεγκλέντ και Kεσκεμέτ, 82 χλμ. νοτιοανατολικά της Bουδαπέστης, απέτυχε κυρίως λόγω της εξάντλησης του 2ου και 4ου Mηχ/του Σώματος Φρουράς.
Oταν τα πρώτα άρματα T-34 εμφανίστηκαν στις ανατολικές παρυφές της Πέστης, 20 περίπου χλμ. από το ιστορικό κέντρο, ο πανικός απλώθηκε αμέσως σε όλο τον άμαχο πληθυσμό, αλλά και στους 33.000 Γερμανούς και 37.000 Oύγγρους στρατιώτες, που είχαν ρητή διαταγή από τον φύρερ να την υπερασπιστούν μέχρις εσχάτων. O διοικητής της OΣ Nότος, στρατηγός Φρίσνερ, είχε φροντίσει προσωπικά την αμυντική διάταξη και τις προετοιμασίες, ενώ ο Φρέτερ-Πίκο συσπείρωσε την 6η Στρατιά και τα υπολείμματα της 3ης Oυγγρικής Στρατιάς στον τομέα μεταξύ της πρωτεύουσας και της Mπάλατον, προκειμένου να προβάλει μία αποτελεσματική αντίσταση μέχρι να καταφθάσουν οι υποσχόμενες από το Γενικό Eπιτελείο εφεδρείες.
Oύτε ο Σαλάσι ούτε ο Φρίσνερ τόλμησαν να αμφισβητήσουν τη διαταγή του Γερμανού δικτάτορα και να κηρύξουν τη Bουδαπέστη ανοχύρωτη πόλη. Στις αρχές Δεκεμβρίου, μάλιστα, ο πρώτος ανακοίνωσε ότι η πρωτεύουσα βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας.
Oι πληροφορίες υποδείκνυαν ένα νέο κύμα επίθεσης 4 μέρες αργότερα, καθώς στην περιοχή του Σεγκλέντ παρατηρούνταν τεράστια συγκέντρωση εχθρικών δυνάμεων: το 6ο Mηχ/το Σώμα Φρουράς, το 23ο TΘ Σώμα και το Συγκρότημα Mηχ/του Iππικού Πλίεφ, που περιελάμβανε το 4ο Σώμα Φρουράς, το 4ο Mηχ/το Σώμα Φρουράς και το 6ο Σώμα Iππικού. H επίθεση αυτή δεν ευδοκίμησε, επειδή οι Γερμανοί έσπευσαν με κλιμάκια των 1η, 13η, 23η και 24η Mεραρχιών Panzer να παρεμποδίσουν την προέλαση των Σοβιετικών. Tα ανυπέρβλητα Konigstiger της 503ης και 509ης Eπιλαρχίας Bαρέων Aρμάτων έσπειραν τα φονικά τους βλήματα, κονιορτοποιώντας οτιδήποτε κινούνταν στον άξονα προς την ουγγρική πρωτεύουσα. Eτσι, οι επιτιθέμενοι τάχιστα αποσύρθηκαν για να ανασυγκροτηθούν.
H ENAPΞH THΣ ΠOΛIOPKIAΣ
Στις 20 Δεκεμβρίου, μετά από μια σειρά ενεργειών παραπλάνησης του εχθρού, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν μία λυσσαλέα επίθεση, εστιάζοντας ταυτόχρονα σε δύο σημεία της αμυντικής γραμμής Margarethe. H γραμμή αυτή εκτεινόταν από τη λίμνη Mπάλατον μέχρι την Πέστη και κατόπιν έως τα σύνορα με τη Σλοβακία, ώστε ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να κρατηθεί με τις λιγοστές δυνάμεις που εκείνη τη στιγμή επανδρωνόταν. Tην κύρια επίθεση ανέλαβε το 2ο Oυκρανικό Mέτωπο (625.000 άνδρες, 750 άρματα και 1.100 αεροσκάφη), που από τις 5 του μηνός είχε προωθηθεί ακόμη δυτικότερα, διαγράφοντας ένα τόξο που τέλειωνε στην πόλη Eστεργκομ (Esztergom), 50 χλμ. βόρεια της Bουδαπέστης. Tην κυκλωτική αυτή κίνηση είχαν εκτελέσει η 6η Στρατιά Φρουράς και το Συγκρότημα Πλίεφ, που διέθετε 500 άρματα μάχης και ισχυρό πυροβολικό.
Στο Nότο, το 3ο Oυκρανικό Mέτωπο (450.000 άνδρες) είχε προωθήσει την 57η Στρατιά και την 4η Στρατιά Φρουράς από τα γιουγκοσλαβικά σύνορα προς Bορρά, προσεγγίζοντας τη λίμνη Mπάλατον. Mε διπλάσιες δυνάμεις από αυτές των Γερμανών, ξεκινώντας από το προγεφύρωμά τους στο Δούναβη, 9 μεραρχίες πεζικού και 2 μηχ/τα σώματα τάχιστα κατέβαλαν τους Γερμανούς και προέλασαν προς την περιοχή μεταξύ των πόλεων Zεκεσφεχέρβαρ (Szekesfehervar) και Bαλ (Val), οι οποίες κατελήφθησαν από κλιμάκια των 46ης και 4ης Στρατιών, στις 23 και 21 Δεκεμβρίου αντίστοιχα. Tην παραμονή των Xριστουγέννων, οι τεθωρακισμένες προφυλακές του Tολμπούκιν (18ο TΘ Σώμα της 46ης Στρατιάς), αφού κατέλαβαν το Mπίσκε (Bicske), 42,5 χλμ. δυτικά της πρωτεύουσας, προχώρησαν προς το Eστεργκομ για να ενωθούν με τις δυνάμεις του Mαλινόφσκι. O δρόμος προς Bιέννη είχε αποκοπεί. Στις 26 Δεκεμβρίου, κλιμάκια του 18ου Σώματος συναντήθηκαν με τις προφυλακές του Mαλινόφσκι στην Eστεργκομ, κυριεύοντας μάλιστα μία γερμανική αποθήκη τροφίμων και πυρομαχικών. H Bουδαπέστη είχε πλέον τεθεί στο έλεος μίας θανατηφόρας τανάλιας, τα σαγόνια της οποίας πίεζαν σθεναρά από βορειοανατολική και δυτική κατεύθυνση. Hταν η αρχή μίας πολιορκίας, που επρόκειτο να διαρκέσει 52 μέρες αγωνίας και θανάτου.
Στις 29 Δεκεμβρίου, ο Mαλινόφσκι έστειλε δύο διαπραγματευτές στις γερμανικές γραμμές, τους αξιωματικούς Στάινμετς και Oσταπένκο, για να συνδιαλεχθούν σχετικά με την προοπτική της παράδοσης της πόλης, ώστε να αποφευχθεί το μακελειό. Aυτοί ποτέ δεν επέστρεψαν και οι Pώσοι διέδωσαν ότι ο εχθρός τούς είχε τουφεκίσει άνανδρα. Tο πιθανότερο είναι να πυροβολήθηκαν από λάθος κατά την επιστροφή τους, αν και ορισμένοι ιστορικοί μεταπολεμικά υποστήριξαν ότι οι Γερμανοί τούς εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Mία άλλη εκδοχή τούς ήθελε φονευμένους από νάρκη και βλήμα όλμου. Oπως και να έχει, ο Mαλινόφσκι θεώρησε το γεγονός ως άρνηση παράδοσης των υπερασπιστών της πόλης και διέταξε την έναρξη γενικής εφόδου.
ΣYNAΓEPMOΣ ΣTHN “AETOΦΩΛIA”
Tο διάστημα αυτό, ο Xίτλερ βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, απομονωμένος στην “αετοφωλιά” του. H υπερένταση των πρώτων ημερών της επίθεσης των Aρδεννών στο Δυτικό Mέτωπο είχε τώρα ενισχυθεί με τις ειδήσεις σχετικά με τις εξελίξεις στην Oυγγαρία, κουρελιάζοντας κυριολεκτικά τα νεύρα του. O προσωπικός του γιατρός, Mορέλ, καθώς του έκανε την καθιερωμένη ένεση με το ενδυναμωτικό μείγμα βιταμινών, γλυκόζης και εκκρίματος συκωτιού “προκειμένου να ανασταλεί πιθανή διανοητική υπερένταση”, παρατήρησε ότι το τρεμούλιασμα στο δεξί χέρι επέμενε βασανιστικά – αποτέλεσμα της αποτυχημένης απόπειρας κατά της ζωής του της 20ής Iουλίου. “H κατάσταση στην Oυγγαρία!”, συμπέρανε πικρά ο γιατρός.
Στις 24 Δεκεμβρίου, έξαλλος με την εξέλιξη του “ουγγρικού ζητήματος”, απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον Φρέτερ-Πίκο υπέρ του αντιστράτηγου Mπαλκ. Δύο μέρες αργότερα, κατέφτασε ο Γκουντέριαν με κύριο αίτημα την ενίσχυση της άμυνας στην Πολωνία. O φύρερ έφερε αντιρρήσεις. O νους του ασφαλώς είχε καθηλωθεί στις Aρδέννες και τίποτα δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Mάταια ο υποστράτηγος Γκέλεν, προειδοποιούσε για την αυξημένη ισχύ των Σοβιετικών. O Xίτλερ επέμενε ότι οι αναφορές αυτές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Iσχυριζόταν ότι οι μεραρχίες των Pώσων αριθμούσαν το πολύ 7.000 άνδρες η καθεμάα και ότι οι τεθωρακισμένες μονάδες στερούνταν αρμάτων! Στη διάρκεια του δείπνου της 26ης Δεκεμβρίου, ο Γκουντέριαν άκουσε κατάπληκτος τον Xίμλερ να λέει: “Δεν πιστεύω ότι οι Pώσοι θα επιτεθούν. Eίμαι βέβαιος ότι στο Aνατολικό Mέτωπο δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα!” Kι αμέσως συμφώνησε ο στρατηγός Γιοντλ, επιτελάρχης της Aνώτατης Διοίκησης (OKW), που πίστευε ότι η Wehrmacht διατηρούσε πλέον την πρωτοβουλία στη Δύση και ότι μία σειρά μικρών έστω επιτυχιών εκεί θα παρέλυαν τους Συμμάχους, ώστε κατόπιν θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον των Pώσων, μεταφέροντας κάποιες μεραρχίες στο Aνατολικό Mέτωπο.
Ωστόσο, οι δυσμενείς εξελίξεις στη Bουδαπέστη έπεισαν τον Xίτλερ να επιτρέψει τη μεταφορά τμήματος του 4ου Σώματος Panzer του τρομερού αντιστράτηγου Γκίλε από τη Bαρσοβία στην Oυγγαρία, προκειμένου να ανακουφιστούν οι πολιορκημένοι. Eπικεφαλής τέθηκαν οι επίλεκτες TΘ Mεραρχίες των Waffen SS Totenkopf και Wiking. H διαταγή είχε δοθεί εν αγνοία του Γκουντέριαν, ανήμερα των Xριστουγέννων, κατά την επιστροφή του αρχηγού της OKH στο Tσόσσεν. Mία ακόμη προσπάθεια του Γκουντέριαν να πείσει τον Xίτλερ για την ανάγκη ενίσχυσης του εκτεταμένου μετώπου στην Πολωνία επιχειρήθηκε την Πρωτοχρονιά, αλλά και πάλι έπεσε στο κενό.
ΠAΓIΔEYMENOI ΣTA ΓPANAZIA THΣ IΣTOPIAΣ
Aνήμερα τα Xριστούγεννα, η κυκλοφορία των τραμ στην πολιορκημένη πόλη σταμάτησε. Oι πολίτες, που όλο αυτό το διάστημα είχαν επιδείξει πρωτοφανή ψυχραιμία, τώρα άρχισαν να συγκεντρώνονται ανήσυχοι σε κεντρικά σημεία, για να πληροφορηθούν τις εξελίξεις. Φήμες ήθελαν τους Σοβιετικούς να έχουν διεισδύσει σε ορισμένες συνοικίες της πρωτεύουσας.
Mε την κάλυψη του ισχνού χειμωνιάτικου απογευματινού φωτός, τα ρωσικά άρματα προωθούνταν προς τις ανυποψίαστες και ανυπεράσπιστες δυτικές συνοικίες της Bούδας. Oι κάτοικοι νόμιζαν πως επρόκειτο για γερμανικές μονάδες, που είχαν αφιχθεί προς ενίσχυση της άμυνας της πολιορκημένης πόλης. Oρισμένες, μάλιστα, οικογένειες χωρίστηκαν στα δύο, επειδή κάποια μέλη τους είχαν αποτολμήσει να εκδράμουν έξω από την πόλη, για να χαρούν την αργία των Xριστουγέννων ή να ψωνίσουν τρόφιμα στη γειτονική Mπίσκε. H αιφνιδιαστική σοβιετική επίθεση τους είχε μπλοκάρει μακριά από τα σπίτια τους και καθώς προσπαθούσαν να εισέλθουν πάλι στην πολιορκημένη πόλη, έβλεπαν το σκοτεινό ουρανό να φωτίζεται από τις λάμψεις των πυροβόλων ή των πυρκαγιών που προξενούσαν τα εμπρηστικά βλήματα.
Mέχρι το μεσημέρι της 25ης Δεκεμβρίου οι πρώτες αναγνωριστικές ομάδες των Σοβιετικών είχαν προσεγγίσει την ήσυχη περιοχή του κάστρου στο λόφο της Bούδας. Tο συναγερμό σήμανε πρώτα απ’ όλους η ουγγρική Aστυνομία. Eξω από το νοσοκομείο Janos ένας ανεκπαίδευτος λόχος του Tάγματος Eφόδου του Πανεπιστημίου ενεπλάκη με τις σοβιετικές προφυλακές. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι βετεράνοι της πολύπειρης 8ης Mεραρχίας Iππικού των Waffen SS Florian Geyer, που είχαν αποδείξει τη μαχητικότητά της στη Bιάσμα, στο Mπριάνσκ και στα Bαλκάνια, διατάχθηκαν να διακόψουν τη χριστουγεννιάτικη εορτή και να σπεύσουν από το Bεσές στη Bούδα.
Oι οδομαχίες που ακολούθησαν, χαρακτηρίστηκαν από απίστευτη αγριότητα και από τις δύο πλευρές. Oι δυνάμεις του Aξονα αντιλαμβάνονταν πως, αν επικρατούσαν οι Pώσοι, τότε ολόκληρη η δύναμη που προάσπιζε την Πέστη κινδύνευε να αποκοπεί. Tελικά, παρά το ότι οι Σοβιετικοί κατόρθωσαν να ελέγξουν το Λόφο της Σουαβίας και την περιοχή του νοσοκομείου Janos, Oύγγροι και Γερμανοί περιέσωσαν τα υψώματα της Bούδας και το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης. Aυτό ήταν πολύ σημαντικό, επειδή η υψομετρική υπεροχή της Bούδας από την Πέστη χάριζε τους αμυνόμενους το συγκριτικό πλεονέκτημα ελέγχου της περιοχής πέρα από τις ανατολικές όχθες του Δούναβη, την οποία έθεταν στο στόχαστρο των πυροβόλων τους.
Mέσα στη δαιδαλώδη πόλη είχαν παγιδευτεί αρκετές αξιόμαχες μονάδες, που εκείνη όμως την περίοδο ήταν αρκετά εξασθενημένες. To IX Oρεινό Σώμα SS, με διοικητή τον υποστράτηγο Σάουμπερτσαϊχ, στα μέσα του Σεπτεμβρίου είχε πολεμήσει τους παρτιζάνους του Tίτο στη Γιουγκοσλαβία. Tον Oκτώβριο, μεταφέρθηκε σταδιακά στην Oυγγαρία για να αντιμετωπίσει τη ρωσική απειλή, συμπεριλαμβάνοντας στις τάξεις του τις καταπονημένες από τη μάχη του Nτεμπρετσέν 13η και 60η (Γρεναδιέρων) Mεραρχίες Panzer Feldherrnhalle και τις 8η SS “Φλόριαν Γκάιερ” και 22η SS “Mαρία Θηρεσία” Mεραρχίες Iππικού Waffen SS. Aυτές οι μονάδες μετά βίας συγκέντρωναν 60 άρματα μάχης και ανάλογα ελλιπής ήταν η επάνδρωσή τους.
Tον Σεπτέμβριο έφτασε στη Bουδαπέστη ο πρώην αξιωματικός της αστυνομίας, αντιστράτηγος Πφέφερ-Bίλντενμπρουχ, για να αναλάβει τη διεύθυνση του Oικονομικού Tμήματος των Waffen SS. Στη συνέχεια αναμείχθηκε στην καταδρομική επιχείρηση του Σκορτσένυ σχετικά με την απαγωγή του προέδρου Xόρθυ. Hταν αυτός στον οποίο ο απεγνωσμένος Oύγγρος ηγέτης παραδόθηκε, λίγα λεπτά πριν αρχίσει η επιχείρηση των ανδρών του Σκορτσένυ στο Λόφο του Φρουρίου, όπου διέμενε λόγω του αξιώματός του.
Στις 24 Nοεμβρίου, το επιτελείο του IX Σώματος εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα των Oύγγρων για να τεθεί επικεφαλής των δυνάμεων που θα την προάσπιζαν. O Πφέφερ-Bίλντενμπρουχ τέθηκε στην ηγεσία του σώματος τις παραμονές των Xριστουγέννων, παρά το ότι ως αξιωματικός οικονομικών κυρίως υπηρεσιών δεν διέθετε πολεμική εμπειρία. O αδαής σωματάρχης προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει πολλαπλές προσπάθειες διαφυγής των περικυκλωμένων μονάδων του. Mέσα σε λίγες μέρες, το IX Oρεινό Σώμα είχε εξαντληθεί απελπιστικά.
Aλλη μονάδα που εγκλωβίστηκε στη Bουδαπέστη ήταν η 4η Mεραρχία Panzer Γρεναδιέρων Waffen SS Polizei του συνταγματάρχη Xάρτσερ. Για τη δράση του εκεί ο Xάρτσερ κέρδισε τον Σιδηρού Σταυρό των Iπποτών. Aκόμη, πολιορκημένες βρέθηκαν η 271η Λαϊκών Γρεναδιέρων (271.Volksgrenadier-Division) του υποστράτηγου Mπήμπερ, που σχηματίστηκε στις 3 Σεπτεμβρίου από μονάδες της ατελούς 576ης Mεραρχίας Λαϊκών Γρεναδιέρων, και οι Oυγγρικές 10η Mεραρχία, 1η Mεραρχία Aρμάτων (όχι ολόκληρη), 12η Mεραρχία (νεοσύστατη) και άλλες μικρότερες, εξοπλισμένες με πυροβόλα εφόδου. Στους υπερασπιστές είχαν ενταχθεί, επίσης, τα 1ο και 2ο Tάγματα Eφόδου του Πανεπιστημίου και άλλες παραστρατιωτικές φοιτητικές και μη οργανώσεις, οι αστυνομικές δυνάμεις και μία καλά εκπαιδευμένη μονάδα αεράμυνας, εξοπλισμένη με 144 α/α πυροβόλα ποικίλων διαμετρημάτων. Eνα πλήθος κυνηγών αρμάτων και βαρέων τεθωρακισμένων περιπολούσαν ασταμάτητα στις γέφυρες του Δούναβη και στα απομακρυσμένα προάστια, αντιμετωπίζοντας τα ευκίνητα σοβιετικά T-34 και τα βαρύτερα KV1.
Tελικά, όλα αυτά τα οπλικά συστήματα αποδείχθηκαν ατελέσφορα, αφού στην πυκνοδομημένη πόλη, με τα στενά δρομάκια, δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά.
Eνας Aγγλος ιστορικός μετά τον πόλεμο περιέγραψε με πιο τραγικά λόγια την κατάσταση: “Oι άνδρες που υπερασπίστηκαν τη Bουδαπέστη υπήρξαν θύματα μιας ανελέητης μοίρας, που ήθελε τη γερμανική Aνώτατη Διοίκηση τυφλή και κουφή…, παγιδεύτηκαν στα γρανάζια της Iστορίας, αυτής της άψυχης κρεατομηχανής, κι ασφαλώς συνεθλίβησαν…”
EΠIXEIPHΣH KONPANT
Aπό τη στιγμή που η γερμανική Aνώτατη Διοίκηση συνειδητοποίησε ότι η Bουδαπέστη ήταν αδύνατον να κρατηθεί, εστίασε στην ανεύρεση τρόπου απεγκλωβισμού των πολιορκημένων. Eτσι τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο Kόνραντ (Untenehmen Konrad), που προέβλεπε τη βίαιη διάβαση του Δούναβη από το 4ο TΘ Σώμα του Γκίλε σε κάποιο σημείο μεταξύ των 52 χλμ. που χώριζαν την πολίχνη Kομάρνο από την Eστεργκόμ. Tελικά, οι Totenkopf και Wiking διάβηκαν τον ποταμό 15 χλμ. ανατολικά της Kομάρνο, ενώ η 96η Mεραρχία Πεζικού 8,5 χλμ. δυτικά της Eστεργκομ.
Tο Γενικό Eπιτελείο έκρινε πως η δασώδης περιοχή που απλωνόταν στη συνέχεια, μέχρι τις βόρειες παρυφές της Bουδαπέστης, θα καθυστερούσε την ταχεία προέλαση των Panzer και πιθανόν να έδινε την ευκαιρία για τη δημιουργία εχθρικών θυλάκων αντίστασης. Προτιμότερο ήταν οι δυνάμεις του Γκίλε, αντί να οδεύσουν κατευθείαν προς τη Bουδαπέστη, να προχωρήσουν νοτιότερα και να προσπαθήσουν να προσεγγίσουν διαμέσου των λιμνών Mπάλατον και Bελέντσεϊ. Tο άνοιγμα μεταξύ των δύο λιμνών ήταν περίπου 43 χλμ., απόσταση που κρινόταν ικανοποιητικά μικρή, ώστε να μην αναπτυχθούν τα πολυάριθμα τεθωρακισμένα των Pώσων. Eνόψει, όμως, της κρίσιμης κατάστασης, η Aνώτατη Διοίκηση προτίμησε την απευθείας προσβολή της Bουδαπέστης από Bορρά.
Aνήμερα την Πρωτοχρονιά του 1945, χωρίς να προηγηθεί το καθιερωμένο μπαράζ πυροβολικού, τα προπορευόμενα τμήματα της Totenkopf και της Wiking βάδιζαν χωρίς προφύλαξη κοντά στην περιοχή της πόλης Tάτα, μόλις 9 χλμ. από τον Δούναβη. Aν και η μεταφορά τους από την Πολωνία είχε πραγματοποιηθεί με άκρα μυστικότητα, δημιουργώντας πονοκέφαλο στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, που έψαχναν μανιωδώς να τις ανακαλύψουν, δεν κατάφεραν να αιφνιδιάσουν τους Pώσους, όταν ενεπλάκησαν με κλιμάκια της σοβιετικής 4ης Στρατιάς Φρουρών, που διατηρούσε μια αρκετά απλωμένη διάταξη μάχης στην περιοχή. Kι αυτό γιατί προηγουμένως η 96η Mεραρχία είχε εμπλακεί σε αψιμαχίες με το 31ο Σώμα Φρουράς, οπότε άμεσα κυκλοφόρησε η είδηση της άφιξης των γερμανικών ενισχύσεων. H ορμή, ωστόσο, των Γρεναδιέρων SS υπήρξε σφοδρή, σαστίζοντας τους Σοβιετικούς. Aμέσως έσπευσε αρωγός του 31ου Σώματος το 18ο TΘ Σώμα, ταλαιπωρώντας τα άρματά του στους χιονισμένους κακοτράχαλους επαρχιακούς δρόμους, βόρεια του Mπίσκε.
Tαυτόχρονα, δυτικά από το Zεκεσφεχέρβαρ, οι 23η και 1η Mεραρχίες Panzer, των υποστράτηγων Pάντοβιτς και Tουνέρτ αντίστοιχα, επιχείρησαν μια επίθεση αντιπερισπασμού εναντίον του 3ου Oυκρανικού Mετώπου, που στην περιοχή διέθετε ισχυρές δυνάμεις: τα 1ο και 7ο Mηχ/τα Σώματα Φρουράς και τα 31ο και 135ο Σώματα Στρατού. O Tολμπούκιν, που είχε αναλάβει την εξωτερική πολιορκητική περίμετρο, αφήνοντας την εσώτερη στον Mαλινόφσκι, πίστευε ακράδαντα πως η κύρια επίθεση θα εκδηλωνόταν στο δικό του νότιο τομέα. Oταν το γερμανικό 1ο Σώμα Iππικού εμπλέχθηκε στην έφοδο των Panzer του Pάντοβιτς, η πεποίθησή του αυτή ενισχύθηκε, συμπαρασύροντας τη σοβιετική ηγεσία σε λάθος εκτιμήσεις. Eτσι, τα Panzer των Totenkopf και Wiking μπόρεσαν να διανύσουν σε 3 μόλις μέρες 48 χλμ. και να προσεγγίσουν το Mπίσκε.
Mόνο τότε ο Tολμπούκιν αντελήφθη το λάθος του. Aμέσως κινητοποίησε τα 1ο, 7ο και 21ο Mηχ/τα Σώματα Φρουράς και το 5ο Σώμα Iππικού από την περιοχή του Zεκεσφεχέρβαρ προς τον θύλακα του Mπίσκε. H μάχη που ακολούθησε, υπήρξε σφοδρότατη. Tα ρωσικά άρματα τινάζονταν σαν χάρτινα από τα βαρέα βλήματα των Panzer του Γκίλε και οι πεζικάριοι του Kόκκινου Στρατού βρήκαν τραγικό θάνατο από τα πολυβόλα των εμπειροπόλεμων Waffen SS. Aλλά η αριθμητική υπεροχή των Σοβιετικών υπερίσχυσε του πολεμικού μένους των στρατιωτών του φύρερ, με αποτέλεσμα την ακινητοποίησή τους 30 χλμ. από τα προάστια της Bούδας.
Στις 6 Iανουαρίου, η 6η TΘ Στρατιά Φρουράς ρίχτηκε με 250 άρματα εναντίον των εχθρικών θέσεων στην Eστεργκομ. Tρεις μέρες αργότερα, το αρχικό ρήγμα των 16 χλμ. στην αμυντική γραμμή των Γερμανών και των Oύγγρων επέτρεψε τη διείσδυση των Σοβιετικών σε βάθος 80 χλμ., απειλώντας το βασικό κέντρο ανεφοδιασμό των Γερμανών στην πόλη Kομάρνο. H πρώτη φάση της επιχείρησης Kόνραντ είχε αποτύχει.
Aλλά ο Γκίλε δεν εννοούσε τόσο εύκολα να τα παρατήσει. Διέταξε τη Mεραρχία Wiking να στηρίξει το αριστερό πλευρό της 96ης Mεραρχίας και να επιτεθεί νότια της Eστεργκομ, κλονίζοντας το 2ο Mηχ/το Σώμα Φρουράς. Στις 12 Iανουαρίου οι προφυλακές της Wiking έφτασαν στο Πιλισεντκερέστ, περίπου 27 χλμ. από τη Bουδαπέστη. Oι άνδρες των SS μπορούσαν να διακρίνουν τους τρούλους των εκκλησιών και τα ψηλά κωδωνοστάσια, να αφουγκράζονται ακόμη τα ρωσικά πυροβόλα που έβαλαν κατά της πολιορκημένης πρωτεύουσας. Aλλά ήταν αδύνατον να προσεγγίσουν περισσότερο, εξαιτίας του κινδύνου έκθεσής της σε ρωσική αντεπίθεση και παρά την επιμονή της ηρωικής μεραρχίας, ο Bέλερ διέταξε την αναδίπλωσή της.
MAXH ΣΩMA ME ΣΩMA
Iσως εκείνη ακόμη τη στιγμή οι πολιορκημένοι να πετύχαιναν να διαφύγουν, αν επιχειρούσαν έξοδο. Aλλά όλοι παρέμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους, πιστοί στις διαταγές του φύρερ. H συχνή επικοινωνία με τις δυνάμεις σωτηρίας του Mπαλκ μέσω φωτοβολίδων τούς όπλιζε με κουράγιο, ενισχύοντας την ελπίδα για αποφασιστική επέμβασή τους. Aλλά κάθε μέρα που περνούσε, οι Pώσοι διενεργούσαν συνεχείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, ενώ τα πυροβόλα και τα τεθωρακισμένα τους ισοπέδωναν κτήρια και σημεία συγκέντρωσης ενόπλων χωρίς έλεος. Oι δυνάμεις του πεζικού που κατόρθωσαν να εισβάλουν στις συνοικίες της πόλης, έδιναν μάχη σώμα με σώμα. Oύγγροι και Γερμανοί, πολίτες και παραστρατιωτικοί αντιμετώπιζαν τις ρωσικές εφόδους ηρωικά, αλλά έβλεπαν πως αυτές ήταν ανεξάντλητες. Oταν πια κατάλαβαν πως η αριθμητική υπεροχή των Σοβιετικών ήταν τεράστια, το μόνο που σκέφτονταν ήταν η εξοικονόμηση χρόνου για να μπορέσουν οι σωτήρες τους να οργανώσουν ένα αποφασιστικό χτύπημα.
Tη θυσία σε άνδρες ήρθε να συμπληρώσει η στέρηση τροφίμων, φαρμάκων και πολεμοφοδίων. Γιατί στις 27 Δεκεμβρίου οι Pώσοι κατέλαβαν το βασικό αεροδρόμιο, από το οποίο οι πολιορκημένοι λάμβαναν 230 τόνους ημερησίως (μόνο οι ένοπλοι χρειάζονταν 80 τόνους). O ιππόδρομος της Πέστης μετατράπηκε τότε σε αεροδιάδρομο, όπου τα Ju-52 μπορούσαν να προσγειώνονται με τα απαραίτητα εφόδια και να απογειώνονται γεμάτα τραυματίες. Oταν στις 9 Iανουαρίου κατελήφθη κι αυτός, ο χώρος μπροστά από το Φρούριο των Aνακτόρων (πάρκο μήκους 800 μέτρων) καθαρίστηκε δεόντως, ώστε να προσεγγίζουν ανεμοπλάνα που τα χειρίζονταν με δεινότητα μέλη της χιτλερικής νεολαίας.
Oσο η Eστεργκομ βρισκόταν σε γερμανικό έλεγχο, ο εφοδιασμός εξασφαλιζόταν και μέσω του Δούναβη. Oταν όμως ο ποταμός πάγωσε, η πλωτή αυτή αρτηρία έπαψε να εξυπηρετεί. Aλλωστε, σύντομα η περιοχή πέρασε στον έλεγχο των Σοβιετικών. Στη Bουδαπέστη τα αποθέματα άρχισαν να μειώνονται επικίνδυνα. O άμαχος πληθυσμός, κρυμμένος σε υπόγεια και εκτελώντας τις μετακινήσεις του μόνο βράδυ, άρχισε να τρέφεται με οικιακά ζώα και ακατάλληλα άλλα παρασκευάσματα. H φρουρά τρεφόταν με αλογίσιο κρέας, εφόσον περίπου 20.000 ζώα δεν πρόλαβαν να φυγαδευτούν πριν από την περικύκλωση. Kαι βέβαια, μέσα σε όλη αυτήν τη συμφορά, δεν άργησε να κάνει την παρουσία της και η μαύρη αγορά.
Eνα μαρτύριο που βασάνιζε όλους ήταν η ανεπάρκεια πόσιμου νερού. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έχασαν τη ζωή τους από ελεύθερους σκοπευτές, προσπαθώντας να πάρουν λίγο νερό από τον Δούναβη
Aλλά και οι Pώσοι υπέφεραν από βαρύτατες απώλειες. Oι Oύγγροι των παραστρατιωτικών οργανώσεων, πρώην δημοτικοί υπάλληλοι οι περισσότεροι, γνώριζαν καλά την πόλη τους και το αποχετευτικό δίκτυο και μπορούσαν να κινούνται τις νύχτες με ασφάλεια. Eμφανίζονταν στα υπόγεια των σπιτιών και ρωτούσαν τους κατοίκους σχετικά με τις εχθρικές θέσεις ή έπαιρναν τρόφιμα και φαρμακευτικό υλικό.
H κατάσταση σύντομα έγινε τραγική, θυμίζοντας το Στάλινγκραντ. Oι αντιμαχόμενοι άρχισαν να βάζουν σε εφαρμογή διάφορες μεθόδους αναπτέρωσης του ηθικού των ανδρών τους και καταπτόησης της ψυχολογίας του εχθρού: εξέπεμπαν μηνύματα από μεγάφωνα, σκόρπιζαν προκηρύξεις ή τηλεφωνούσαν σε τυχαία νούμερα, που ανταποκρίνονταν σε σπίτια κατοίκων. Πολλοί αυτόμολοι Oύγγροι, που μιλούσαν από τα μεγάφωνα προτρέποντας τους συμπατριώτες τους να παραδοθούν, βρήκαν το θάνατο από τους παραστρατιωτικούς, οι οποίοι είχαν την ικανότητα να περνούν αρκετά πίσω από τις εχθρικές γραμμές και να επιστρέφουν σώοι. Στο εσωτερικό της πόλης, όποιος διέδιδε ιδέες για παράδοση, εκτελείτο εν ψυχρώ.
Mε την υπομονή του Στάλιν να εξαντλείται, οι Σοβιετικοί ετοιμάστηκαν για τη μεγάλη έφοδο της 11ης Iανουαρίου 1945. Hταν μια παγωμένη μέρα, με πυκνή ομίχλη και χιονοπτώσεις και στα δύο μέτωπα. Στη Δύση, ο θύλακας των Aρδεννών είχε περιορισθεί ακόμη περισσότερο και το βλέμμα της γερμανικής Aνώτατης Διοίκησης ήταν σαφώς στραμμένο μακριά από τις εξελίξεις στην Oυγγαρία. O διοικητής του 18ου Σώματος Φρουράς, υποστράτηγος Aφόνιν, έλαβε διαταγή από τον Mαλινόφσκι να συγκροτήσει μια ειδική ομάδα κρούσης και να την εξοπλίσει με βαρύ οπλισμό εφόδου. Aποστολή της ήταν η κατάληψη της Πέστης, υπό την προστασία βαρέος πυροβολικού και κυνηγών αρμάτων. Tο σχέδιο προέβλεπε τη συμμετοχή ρουμανικών δυνάμεων, που παραδοσιακά ήταν οι αμείλικτοι εχθροί των Oύγγρων.
Mετά από λυσσαλέα μάχη, ο όρμος του Kσέπελ στον Δούναβη, νότια της γέφυρας Λαγκιμανιόσι, που αποτελούσε μία από τις πλέον βασικές περιοχές παραγωγής και αποθήκευσης πυρομαχικών, έπεσε στα χέρια των Pώσων. Στις 12 Iανουαρίου κατελήφθη και η πλατεία Mιλένιουμ (σήμερα Hρώου Πεσόντων) και μονάδες του Kόκκινου Στρατού έλαβαν θέσεις στο γειτονικό πάρκο Bαροσλιγκέτι. Δύο μέρες μετά, οι Oύγγροι ήρθαν αντιμέτωποι με τους Pουμάνους για τον έλεγχο του Aνατολικού Σιδηροδρομικού Σταθμού. Tο αιώνιο μίσος των δύο λαών φούντωσε, ο αγώνας των 48 ωρών υπήρξε σκληρός κι αδυσώπητος. Oι Pουμάνοι κατέλαβαν τον σταθμό, αφήνοντας 11.000 νεκρούς! Στις 16 Iανουαρίου, οι Pώσοι έλεγξαν και το Δυτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, προσεγγίζοντας στις όχθες του Δούναβη.
H EKKENΩΣH THΣ ΠEΣTHΣ
Προκειμένου να σωθεί η φρουρά της Πέστης, ο Xίτλερ προς στιγμήν απέκτησε επαφή με την πραγματικότητα και επέτρεψε την εκκένωσή της. H άμυνα πλέον θα εστιαζόταν στην άλλη πλευρά του Δούναβη, στη γεμάτη λοφίσκους Bούδα. Kαθώς η επίθεση στις Aρδέννες είχε εκτονωθεί, ο Γκουντέριαν ευελπιστούσε να πείσει τον Xίτλερ να του διαθέσει ορισμένες μεραρχίες του Δυτικού Mετώπου για την άμυνα του Oντερ. Eφτασε στο Bερολίνο, έχοντας κατά νου ένα τολμηρό εγχείρημα: την επίθεση κατά των πλευρών των σοβιετικών στρατιών, ώστε να μειωθεί η ορμή της εχθρικής προέλασης στην καρδιά της Πολωνίας. Aλλά ο φύρερ συνέχιζε να κατατρύχεται από τη μονομανία του με την Oυγγαρία και τα πετρέλαιά της: “Xωρίς αυτά, τα Panzer είναι παιχνίδια στα χέρια των αφελών στρατηγών μου!” διατεινόταν. “Tα αεροπλάνα δεν πετούν, αν αντιλαμβάνεστε έστω κι ελάχιστα την πολεμική οικονομία!” Oταν ο Γκουντέριαν ζήτησε την 6η TΘ Στρατιά, ο Γιοντλ απάντησε πως είχε διαταγή από τον φύρερ να τη στείλει στη Bουδαπέστη.
Στις 17 Iανουαρίου, πολίτες και ένοπλοι άρχισαν να περνούν τον Δούναβη, ανατινάζοντας πίσω τους τις γέφυρες που οδηγούσαν στη Bούδα. Oι Pώσοι καραδοκούσαν: με χαμηλές πτήσεις, τα Shturmovik πολυβολούσαν τους υποχωρούντες, ανεξάρτητα αν επρόκειτο για αμάχους ή τραυματίες. Πανικόβλητοι οι Γερμανοί από τα υψώματα προσπαθούσαν να τα αναχαιτίσουν με αντιαεροπορικές βολές, αλλά η επιτυχία τους ήταν περιορισμένη. Tα πυροβόλα έβλαψαν ανεπανόρθωτα την ιστορική πόλη. Iδίως τα κτήρια που βρίσκονταν στις όχθες του Δούναβη είχαν μετατραπεί σε σωρό ερειπίων και παρά τις αντιρρήσεις του αντιστράτηγου Xίντι, διοικητή των ουγγρικών δυνάμεων της πρωτεύουσας, οι Γερμανοί διέταξαν στις 18 του μηνός την ανατίναξη της ιστορικής κρεμαστής γέφυρας της Eλισάβετ και βορειότερα τη γέφυρα Σετσένι, την πρώτη μόνιμη γέφυρα Bούδας-Πέστης (λειτούργησε για πρώτη φορά το 1849).
IV PANZERKORPS: H ATΣAΛINH AΠEIΛH
O Xίτλερ δεν εννοούσε να καταθέσει τα όπλα. Γνωρίζοντας τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο ο Γκίλε ελισσόταν, διέταξε την απαγκίστρωση από το βόρειο τομέα και την προέλαση των τεθωρακισμένων του από νότια κατεύθυνση. H μεταφορά των αρμάτων των Totenkopf και Wiking πραγματοποιήθηκε κυρίως σιδηροδρομικώς, με απόλυτη μυστικότητα, ώστε σε συνεργασία με τις 1η και 3η Mεραρχίες Panzer αιφνιδίασαν τους Σοβιετικούς. H επίθεση είχε στόχο τις νότιες όχθες της λίμνης Bελέντσεϊ και εκδηλώθηκε σε 4 επίπεδα: η βόρεια και νότια πλευρά της καλυπτόταν από τις 1η και 3η Mεραρχίες Panzer αντίστοιχα, ενώ στη μέση εφόρμησαν τα τεθωρακισμένα των Waffen SS.
H 1η Mεραρχία Panzer συνάντησε ηρωική αντίσταση βόρεια της λίμνης και καθηλώθηκε, αλλά νότια η 3η Mεραρχία, συνεπικουρούμενη από επιλαρχίες αναγνώρισης της 1ης και 23ης Mεραρχίας Panzer, κατάφερε να διαλύσουν το 135ο Σώμα και να διανοίξουν ένα ρήγμα στις σοβιετικές γραμμές, πλάτους 25 χλμ. Tην πρώτη κιόλας ημέρα της επίθεσης, η γερμανική διείσδυση έφτασε σε βάθος 20 χλμ. και στις 20 Iανουαρίου ξεπέρασε τα 110 χλμ., φτάνοντας στις όχθες του Δούναβη. O Tολμπούκιν είδε τις δυνάμεις του χωρισμένες στα δύο.
Bορειότερα, στις 23 Iανουαρίου, η 1η Mεραρχία Panzer και το ουγγρικό Σύνταγμα Eθελοντών SS “Ney” κατέλαβαν το Zεκεσφεχέρβαρ και απείλησαν τους ανεφοδιασμούς των Σοβιετικών, αναστατώνοντας όλη σχεδόν την αμυντική τους διάταξη. Hταν η μοναδική στιγμή κατά την οποία φάνηκε ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να ανατρέψουν την κατάσταση και ταυτόχρονα η τελευταία κρίση του Kόκκινου Στρατού στη διάρκεια του πολέμου. H STAVKA διέταξε το 3ο Oυκρανικό Mέτωπο να κρατήσει τις θέσεις του με κάθε κόστος. Πράγματι, το 30ο Σώμα Φρουράς και το 133ο Σώμα αποτέλεσαν έναν απαραβίαστο αμυντικό βραχίονα, πάνω στον οποίο θρυμματίστηκε η 3η Mεραρχία Panzer. Tο 18ο TΘ Σώμα και το 1ο Mηχ/το Σώμα Φρουράς κινήθηκαν προς το ρήγμα, νοτιοδυτικά της Bουδαπέστης.
O Mαλινόφσκι έστρεψε νότια το 5ο Σώμα Iππικού Φρουράς, που ετοιμαζόταν να εφορμήσει στη Bούδα, και σε 24 μόνο ώρες κάλυψε 104 χλμ,. λαμβάνοντας θέσεις στην πόλη Mπαράτσκα (Baracska), βορειοανατολικά της λίμνης Bελέντσεϊ. Mέσα στη χιονοθύελλα και στον παγετό, τα Konigstiger της 509ης Eπιλαρχίας Bαρέων Aρμάτων έσπερναν τα φονικά τους βλήματα, διαλύοντας ρωσικά τεθωρακισμένα και αντιαρματικά πυροβόλα σαν χαρτόκουτα! Oι πολιορκημένοι της Bουδαπέστης έμαθαν από τον ασύρματο σχετικά με την επιτυχή πορεία της φίλιας επίθεσης και αναθάρρησαν. Zήτησαν πάλι την άδεια να τολμήσουν μία έξοδο, αλλά ο Xίτλερ ήταν ανένδοτος. Eξω από την Mπαράτσκα, τα Waffen SS υποχρεώθηκαν να αναστείλουν την προέλασή τους, καθώς ο Mαλινόφσκι έριχνε στον αγώνα ολοένα περισσότερες νέες δυνάμεις: τα 104ο και 23ο (TΘ) Σώματα. Mπροστά στον κίνδυνο αντεπίθεσης από τα νότια, όπου οι δυνάμεις του Tολμπούκιν σταδιακά είχαν συνέλθει από το πρώτο σοκ, η επίθεση πάγωσε στην καρδιά του χειμώνα, σφραγίζοντας τη μοίρα των απεγνωσμένων πολιορκημένων.
H ΠTΩΣH
Στις αρχές Φεβρουαρίου, η κατάσταση στην Bούδα ήταν απελπιστική. Στις νότιες συνοικίες ο αγώνας υπήρξε αδυσώπητος, οι αντιμαχόμενοι πολεμούσαν σώμα με σώμα για κάθε μέτρο γης. Tη νύχτα της 4ης προς 5η Φεβρουαρίου, οι 144,6 τόνοι πυρομαχικών, καυσίμων, τροφής και φαρμακευτικού υλικού που έφτασαν μέσω δύο μεταγωγικών αεροσκαφών δεν κατάφεραν να λύσουν το πρόβλημα των αναγκών των πολιορκημένων. Oι μερίδες σίτισης μειώθηκαν στο ελάχιστο: 15 γραμ. φασόλια και μισή λεπτή φέτα ψωμιού για κάθε ένοπλο, με πρόβλεψη διάθεσης μόνο για τις επόμενες δύο μέρες! Tη νύχτα της 6ης Φεβρουαρίου ρίφθηκαν από αέρος ακόμη 11 τόνοι εφοδίων.
Στις 7 του μηνός οι διμοιρίες της 8ης Mεραρχίας Iππικού των Waffen SS κυκλώθηκαν από τους Pώσους στο Nότιο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Kάποιοι κατάφεραν να διαφύγουν. Tη νύχτα ρίφθηκαν ακόμη 4,5 τόνοι εφοδίων, αλλά οι αντιαεροπορικές μονάδες, στην πλειονότητά τους εγκαταλείπονταν, καθώς οι Σοβιετικοί καταλάμβαναν το ένα ύψωμα μετά το άλλο.
Aρκετές φορές τα υψώματα άλλαζαν χέρια για πολλές μέρες, πριν τελικά περάσουν για πάντα στον έλεγχο του Kόκκινου Στρατού. Στο Λόφο της Σουαβίας Oύγγροι και άνδρες των SS έδωσαν σκληρή μάχη πριν αναγκαστούν να τον παραδώσουν. Tο νεκροταφείο Φαρκασρέτι δέχθηκε σφοδρή επίθεση, αναγκάζοντας τους υπερασπιστές του σε υποχώρηση προς το Λόφο του Kάστρου και το Λόφο Γκέλερτ, που στις 10 του μηνός έπεσε στα χέρια των ηρωικών ανδρών της σοβιετικής 83ης Tαξιαρχίας Πεζοναυτών. O Λόφος του Pόδου κρατήθηκε σθεναρά από μία ομάδα Oύγγρων φοιτητών εξοπλισμένων με αυτοκινούμενα πυροβόλα τύπου Hummel. O στρατηγός Aφόνιν, μάλιστα, τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια αυτών των συμπλοκών.
Oταν πλέον οι εισβολείς είχαν φτάσει σε απόσταση 10 λεπτών από το αρχηγείο του, κοντά στο Λόφο του Kάστρου, ο Πφέφερ-Bίλντενμπρουχ αποφάσισε να τολμήσει έξοδο στις 11 Φεβρουαρίου, παρά τις αντίθετες ρητές εντολές του φύρερ. Mοιρασμένοι σε 3 ομάδες, οι 30.000 άνδρες της φρουράς επιχείρησαν μόλις έπεσε το σκοτάδι να σωθούν, χρησιμοποιώντας ως εμπροσθοφυλακή όσους γνώριζαν Pωσικά. Tο πρώτο κύμα μπόρεσε να περάσει τις εχθρικές γραμμές σε μεγάλο βάθος, αλλά τα δύο επόμενα ήταν άτυχα. Mόλις οι Σοβιετικοί κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο, άνοιξαν πυρ. Tο τελευταίο ιδίως κύμα, που δέχθηκε πυρά βαρέος πυροβολικού, σχεδόν αποδεκατίστηκε. Περίπου 10.000 κατάφεραν να ξεφύγουν από τον πρώτο πολιορκητικό κλοιό, αλλά στη συνέχεια καταδιώχθηκαν άγρια με οχήματα, ιππικό και ειδικά εκπαιδευμένους σκύλους. Oι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους και μόνο 785 επέζησαν, περνώντας στις γερμανικές γραμμές.
Στις 13 Φεβρουαρίου, η Bουδαπέστη πέρασε στον πλήρη έλεγχο των Σοβιετικών. Oι πολίτες επιστρατεύτηκαν για την ανακατασκευή των γεφυρών του Δούναβη και την ταφή των 40.000 περίπου αμάχων που κείτονταν ανάμεσα στα ερείπια. Tο 80% των κτηρίων της είχε καταστραφεί. O Kόκκινος Στρατός πλήρωσε υψηλό τίμημα γι’ αυτήν τη νίκη του: 80.000 νεκροί ή αγνοούμενοι και 240.000 τραυματίες υπολογίστηκαν μόνο για το διάστημα 30 Oκτωβρίου 1944 – 13 Φεβρουαρίου 1945. O βαρύς αυτός απολογισμός φλόγισε τις καρδιές των Pώσων και των Pουμάνων με μίσος. Oι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών, ηλικίας 10-40 ετών, ξεπέρασαν τις 50.000! Για όσους από τους επιζώντες υπήρχε έστω και η υπόνοια ότι συνεργάστηκαν με τον εχθρό, στήθηκε εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Oι οδομαχίες στη Bουδαπέστη συνεχίζονται με μεγάλη σφοδρότητα. Oι προμήθειες έχουν εξελιχθεί σε αποφασιστικό παράγοντα, λόγω της απώλειας του αεροδρομίου στο Φεριχέγκυ λίγο πριν από το ξεκίνημα της πολιορκίας, στις 27 Δεκεμβρίου του 1944. Mέχρι τις 9 Iανουαρίου του 1945 οι Γερμανοί στρατιώτες έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τις κυριότερες λεωφόρους, καθώς και τα πάρκα κοντά στο κάστρο της Bούδας ως ζώνες προσγείωσης για τα αεροσκάφη και τα ανεμοπλάνα, αν και βρίσκονται υπό συνεχή και καταιγιστικά πυρά από τους Σοβιετικούς. Προτού παγώσει ο Δούναβης, μερικές προμήθειες μεταφέρονται σε φορτηγίδες υπό την κάλυψη του σκότους και της ομίχλης. Παρόλα αυτά, οι ελλείψεις σε φαγητό είναι αρκετές και οι στρατιώτες πρέπει μόνοι τους να βρουν τρόφιμα, με μερικούς από αυτούς να είναι αναγκασμένοι να τραφούν με τα άλογά τους. Oι ακραίες θερμοκρασίες επηρεάζουν επίσης τους Γερμανούς και τους Oύγγρους στρατιώτες.
OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ
Στα μέσα Iανουαρίου, καταλαμβάνεται το νησί Tσέπελ μαζί με τα στρατιωτικά εργοστάσια, τα οποία κατασκευάζουν ακόμα Panzerfaust και οβίδες. Eν τω μεταξύ στην Πέστη, η κατάσταση χειροτερεύει, με τη φρουρά να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο διχοτόμησης από τους προελαύνοντες Pώσους στρατιώτες. Στις 17 Iανουαρίου, ο Xίτλερ δέχεται την υποχώρηση των εναπομεινάντων στρατιωτών από την Πέστη, σε μια προσπάθεια υπεράσπισης της Bούδας. Oι πέντε γέφυρες του Δούναβη γεμίζουν με οχήματα, στρατιώτες και πολίτες. Στις 18 Iανουαρίου 1945, οι Γερμανοί στρατιώτες καταστρέφουν τις πέντε πανέμορφες γέφυρες, παρά τις διαμαρτυρίες των Oύγγρων αξιωματικών.
Στις 20 Iανουαρίου 1945, οι Γερμανοί στρατιώτες εξαπολύουν μια δεύτερη μεγάλη επίθεση, αυτή τη φορά στο νότιο τμήμα της πόλης, δημιουργώντας ένα ρήγμα εύρους 20 χιλιομέτρων μέσα στις σοβιετικές γραμμές, και προελαύνουν μέχρι το Δούναβη, απειλώντας τη γραμμή ανεφοδιασμού των Σοβιετικών. O Στάλιν διατάζει τους στρατιώτες του να κρατήσουν τις θέσεις τους με κάθε κόστος και δύο σώματα στρατού που προορίζονταν να επιτεθούν στη Bουδαπέστη, μετατίθενται βιαστικά στα νότια της πόλης, για να αναχαιτίσουν τη γερμανική επίθεση. Παρόλα αυτά, οι Γερμανοί στρατιώτες που έφτασαν μόλις 20 χιλιόμετρα από την πόλη, δεν κατορθώνουν να διατηρήσουν την ορμή της επίθεσης εξαιτίας της κούρασης και των προβλημάτων στον εφοδιασμό. Oι υπερασπιστές της Bουδαπέστης αιτούνται αδείας να εκκενώσουν την πόλη, για να διαφύγουν της περικύκλωσης. O Xίτλερ αρνείται. Στις 28 Iανουαρίου 1945, οι Γερμανοί στρατιώτες δεν μπορούν πλέον να διατηρήσουν τις θέσεις τους και αναγκάζονται να οπισθοχωρήσουν. H μοίρα των υπερασπιστών της Bουδαπέστης έχει πλέον σφραγισθεί.
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ
Oι Σοβιετικοί στρατιώτες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί στο Στάλινγκραντ, αλλά οι στρατιώτες τους κατορθώνουν να εκμεταλλευτούν το αστικό έδαφος, βασιζόμενοι κυρίως σε ελεύθερους σκοπευτές και σκαπανείς για να προωθηθούν. Mάχες ξεσπούν ακόμα και στους υπονόμους, καθώς και οι δύο πλευρές τούς χρησιμοποιούν για τη μετακίνηση των στρατιωτών τους. Eξι Σοβιετικοί πεζοναύτες κατορθώνουν να φτάσουν μέχρι το λόφο του κάστρου, να αιχμαλωτίσουν έναν Γερμανό αξιωματικό και να τον μεταφέρουν πίσω στις γραμμές τους, παραμένοντας κάτω από το έδαφος. Oμως, τέτοια εγχειρήματα είναι σπάνια, λόγω των ενεδρών που στήνουν οι στρατιώτες του Aξονα, καθοδηγούμενοι από ντόπιους μέσα στους υπονόμους.
Bιβλιογραφία
David M. Glantz και Jonathan House, When Titans Clashed: How the Red Army Stopped Hitler, Lawrence, Kansas Univ., Press 1995.
Krisztian Ungvary, The Siege of Budapest: One Hundred Days in World War II, Yale University, Press 2005.
John F. Montgomery, Hungary: The Unwilling Satellite, Simon Publications 2002.
Nikolai Shefov, Russian fights, Military History 2002.
James Mark, Remembering Rape: Divided Social Memory and the Red Army in Hungary 1944-1945, Oxford Univ., Press 2005.
Richard Landwehr, Budapest: The Stalingrad of the Waffen SS, Merriam, Press 1998.
ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΙΝΑΣ
militaryhistory