Τα φαντάσματα της στρατιωτικής δικτατορίας της Βραζιλίας – Πώς η πολιτική της λήθης οδήγησε στην άνοδο του Bolsonaro

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

bolsonaro jair
Αντί να αναπτύξει μια πολιτική μνήμης για την εποχή της δικτατορίας, όπως έπραξαν άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, η Βραζιλία επέλεξε να ακολουθήσει μια πολιτική λήθης. Αυτή η αντίδραση μπορεί να βοηθήσει για να εξηγηθεί το πώς ένας απολογητής των βασανιστηρίων και της δικτατορίας κατάφερε να ανέλθει στην εξουσία στην Βραζιλία το 2018.

Χθες η Βραζιλία όρκισε έναν νέο πρόεδρο: Τον Jair Bolsonaro , έναν ακροδεξιό βουλευτή και πρώην στρατιωτικό αξιωματούχο. Ο Bolsonaro είναι τόσο ένα φάντασμα από το παρελθόν της Βραζιλίας όσο κι ένας προφήτης του μέλλοντός της.
Έχει εκφράσει νοσταλγία για την στρατιωτική δικτατορία που κυβέρνησε την Βραζιλία από το 1964 έως τα 1985 –χρόνια των οποίων η ανάμνηση είναι πηγή πόνου για πολλούς Βραζιλιάνους. Όπως και παρόμοια καθεστώτα σε γειτονικά κράτη, η στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας κατέπνιγε την ελευθερία του λόγου και κατέστειλε βίαια την αντιπολίτευση, σκότωσε ή εξαφάνισε περίπου 475 επικριτές, συμπεριλαμβανομένων μελών της ένοπλης αντίστασης, και βασάνισε χιλιάδες ακόμη.
Βίαιες στρατιωτικές δικτατορίες κυβέρνησαν πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και του 1980. Αλλά οι περισσότερες από αυτές τις χώρες -συμπεριλαμβανομένων της Αργεντινής, της Χιλής και της Ουρουγουάης- καθιέρωσαν επιτροπές αλήθειας αφότου τελείωσε η καταστολή. Αυτές οι διαδικασίες συμφιλίωσης επέτρεψαν στις μετέπειτα κυβερνήσεις να ασκήσουν δίωξη τουλάχιστον σε ορισμένους παραβάτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και να δημιουργήσουν ένα εθνικό αφήγημα που θα μπορούσε να αρχίσει να ειρηνεύει τα δαιμόνια εκείνης της περιόδου.
Η κυβέρνηση της Βραζιλίας πήρε μια διαφορετική πορεία. Περίμενε μέχρι το 2012 για να συστήσει την επιτροπή της, δεν κατηγόρησε ποτέ κανέναν για έγκλημα σε σχέση με την δικτατορία, και δεν ενθάρρυνε σοβαρά έναν εθνικό διάλογο για το αυταρχικό παρελθόν της χώρας. Αντί να αναπτύξει μια πολιτική μνήμης, όπως έπραξαν άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, η Βραζιλία επέλεξε να ακολουθήσει μια πολιτική λήθης. Αυτή η αντίδραση μπορεί να βοηθήσει για να εξηγηθεί το πώς ένας απολογητής των βασανιστηρίων και της δικτατορίας κατάφερε να ανέλθει στην εξουσία στην Βραζιλία το 2018.
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ
Οι αυταρχικές κυβερνήσεις ήρθαν στην εξουσία σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική την δεκαετία του ’70 και του ’80 με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες τις είδαν ως προπύργιο κατά της εξάπλωσης του κομμουνισμού. Μεταξύ αυτών των καθεστώτων, η δικτατορία της Αργεντινής ήταν ιδιαίτερα διαβόητη. Μεταξύ του 1976 και του 1983, η κυβέρνηση αυτή σκότωσε τουλάχιστον 15.000 ανθρώπους, με πολλά από τα σώματα να εξαφανίζονται σε μυστικούς τάφους ή να πετάγονται από αεροπλάνα πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Στην Χιλή, η δικτατορία του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ σκότωσε ή εξαφάνισε τουλάχιστον 3.000 άτομα μεταξύ του 1973 και του 1990 και βασάνισε περίπου 35.000. Επίσης, η Ουρουγουάη υπέφερε πάνω από μια δεκαετία εξαφανίσεων, λογοκρισίας και βασανιστηρίων υπό την πολιτικοστρατιωτική δικτατορία της από το 1973 έως το 1985.
Όταν αυτές οι δικτατορίες έπεσαν, οι διάδοχες κυβερνήσεις κινήθηκαν γρήγορα για να θεραπεύσουν τις πληγές που είχε ανοίξει η καταπίεση. Η νέα κυβέρνηση της Αργεντινής δίκασε δημοσίως τους πρώην ηγέτες και καταδίκασε πολλούς σε φυλάκιση. Μια βίαιη αντίδραση από τον στρατό οδήγησε την κυβέρνηση να περάσει νόμους αμνηστίας και να αμνηστεύσει ορισμένους δράστες στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ωστόσο, το 2005, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αργεντινής ανέτρεψε τους νόμους περί αμνηστίας, δηλώνοντάς τους αντισυνταγματικούς. Στην Χιλή, οι κυβερνήσεις μετά τον Πινοσέτ δημιούργησαν δύο επιτροπές διερεύνησης της αλήθειας: Μια αμέσως, το 1990, για την αποζημίωση των οικογενειών των νεκρών˙ και μια δεύτερη το 2003, για τον υπολογισμό του αριθμού των θυμάτων βασανιστηρίων και άλλων καταχρήσεων, και την αποζημίωσή τους. Η Χιλή άσκησε δίωξη σε παραβάτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Ουρουγουάη δημιούργησε επίσης δύο επιτροπές αληθείας, με μια να καθιερώνεται αμέσως μετά την δικτατορία το 1985 και την άλλη πολύ αργότερα, το 2001.
Οι επιτροπές αληθείας και η δίωξη [των δραστών] των εγκλημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν θα μπορούσαν να ανατρέψουν το παρελθόν, αλλά βοήθησαν να δημιουργηθεί μια προσδοκία δικαιοσύνης και λογοδοσίας σε κοινωνίες που μόλις είχαν υποφέρει δεκαετίες κατά τις οποίες η δημοκρατία και το κράτος δικαίου είχαν γίνει μια πρόφαση. Βοήθησαν επίσης να υπάρξει ένα τέλος για τους συγγενείς των θυμάτων που είχαν πεθάνει ή υπέστησαν ανεξίτηλα τραύματα.
Η Βραζιλία, αντιθέτως, δεν καθιέρωσε μια επιτροπή αλήθειας παρά το 2012, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά το τέλος της στρατιωτικής κυριαρχίας. Πριν από αυτό, μόνο μια από τις καταχρήσεις του στρατιωτικού καθεστώτος είχε οδηγηθεί σε δίκη και καταδίκη, και αυτό έγινε όταν η χρήση των βασανιστηρίων από τον στρατό έγινε εναντίον του: Το 1973, στο αποκορύφωμα της εξουσίας της δικτατορίας, οκτώ στρατιώτες και δύο αστυνομικοί βασάνισαν και σκότωσαν τέσσερις 19χρονους απλούς στρατιώτες που είχαν δει να διαπράττονται στρατιωτικές καταχρήσεις. Οι δολοφόνοι χτύπησαν τα θύματά τους φορώντας γάντια στα χέρια τους, τους μαστίγωσαν με ζώνες και σύρματα, τρύπησαν τα νύχια τους, τους χτύπησαν με έναν σιδερένιο σωλήνα, έκαναν ηλεκτροσόκ στο σώμα τους και συνέτριψαν τα κεφάλια και τα πόδια τους με μέγγενη. Οι δράστες κρίθηκαν ένοχοι τόσο για το έγκλημα όσο και για μια απόπειρα συγκάλυψης. Το γεγονός ότι το καθεστώς αναγκάστηκε να παραδεχτεί δημοσίως την αδικοπραγία σε αυτή την περίπτωση οφειλόταν στις παρασκηνιακές προσπάθειες ενός κορυφαίου προοδευτικού καθολικού επισκόπου που καταδίκαζε τα εγκλήματα. Η παρέμβαση του επισκόπου ήταν αντιπροσωπευτική ενός κινήματος μέσα σε τμήματα της Καθολικής Εκκλησίας στην Βραζιλία και σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική υπέρ της ζωηρής υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της επιστροφής στην δημοκρατία.
Αλλά οι δολοφονίες στην υπόθεση του 1973 είχαν συμβεί στο ίδιο στρατόπεδο όπου οι μπράβοι του καθεστώτος βασάνιζαν πολιτικούς κρατούμενους -και αυτά τα εγκλήματα παρέμειναν ατιμώρητα. Στους πιο γνωστούς θαλάμους βασανιστηρίων της Βραζιλίας, οι πολιτικοί κρατούμενοι υπέστησαν τρομερές κακοποιήσεις: Υφίσταντο ηλεκτροσόκ σε μια μεταλλική καρέκλα (την «καρέκλα του δράκου») και δένονταν χειροπόδαρα και αιωρούνταν από μια οριζόντια μεταλλική ράβδο. Μια επικίνδυνη αίσθηση ατιμωρησίας κυριάρχησε σε έναν στρατό που χρησιμοποίησε τόσο ελεύθερα τα βασανιστήρια και θεώρησε ότι είναι απαραίτητο κακό για να νικήσει την ένοπλη αντίσταση.
Αλλά όταν ο σχετικά μετριοπαθής στρατηγός Ernesto Geisel έγινε ο τέταρτος στρατιωτικός πρόεδρος το 1974, φοβήθηκε μια αμφισβήτηση από τους βασανιστές και τους σκληροπυρηνικούς διοικητές τους στον στρατό. Άρχισε να φιλελευθεροποιεί το καθεστώς χαλαρώνοντας την λογοκρισία και μειώνοντας την καταστολή. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η κυβέρνηση κήρυξε έναν Νόμο περί Αμνηστίας το 1979. Επέτρεψε την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και την επιστροφή των πολιτικών αντιπάλων από την εξορία -αλλά, με έναν πολιτικό συμβιβασμό, προστάτεψε επίσης από την άσκηση δίωξης κατά των υπευθύνων για πράξεις βασανιστηρίων υπό δικτατορία. Αυτή η αμνηστία ισχύει μέχρι σήμερα και εμπόδισε την Βραζιλία να εντρυφήσει στο παρελθόν της με τον τρόπο που η Αργεντινή, η Χιλή και η Ουρουγουάη αντιμετώπισαν το δικό τους.
ΠΟΛΥ ΛΙΓΑ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ
Η δικτατορία της Βραζιλίας έφτασε στο τέλος της τον Μάρτιο του 1985, έχοντας απαξιωθεί τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Και αυτό που δεν θα έκανε η νέα κυβέρνηση, το επιχείρησαν οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: Τέσσερις μήνες μετά την ορκωμοσία του πολίτη πολιτικού José Sarney ως προέδρου, ένα βιβλίο με τίτλο Brasil: Nunca mais (Βραζιλία: Ποτέ ξανά) άρχισε να εμφανίζεται στα ράφια των καταστημάτων στην χώρα. Είχε δημοσιευθεί και διανεμηθεί μέσω μιας μυστικής, μη κυβερνητικής εκστρατείας υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συντονίστηκε από την Καθολική Εκκλησία. Χρησιμοποιώντας πληροφορίες από στρατιωτικά αρχεία, το βιβλίο αποκάλυψε για πρώτη φορά την σοβαρότητα και την έκταση της καταστολής της δικτατορίας. Η Αρχιεπισκοπή του Σάο Πάολο δημοσιοποίησε ανοιχτά έναν κατάλογο 444 βασανιστών που ταυτοποίησαν οι ερευνητές του βιβλίου. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους συνέχισαν να εργάζονται για την αστυνομία ή τον στρατό, αλλά περιστασιακά καταδεικνύονταν από ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το «Βραζιλία: Ποτέ Ξανά» έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή βιβλία μη-φαντασίας στην ιστορία της Βραζιλίας. Σύμφωνα με τα λόγια του ανώνυμου συγγραφέα της εισαγωγής, το βιβλίο είχε αποκαλύψει ότι «μια σκοτεινή πραγματικότητα κρατιόταν μυστική στα μπουντρούμια της παρατεταμένης πολιτικής καταπίεσης». Αλλά ένα βιβλίο δεν είναι μια επιτροπή αλήθειας: Ο πολιτικός του αντίκτυπος ήταν περιορισμένος και οι συγγραφείς του φάνηκαν να δέχονται τον συμβιβασμό που ενυπήρχε στον νόμο περί Αμνηστίας όταν έγραψαν: «Δεν είναι η πρόθεση αυτού του έργου να συλλέξει στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν σε μια βραζιλιάνικη Νυρεμβέργη. … Στην αναζήτηση της δικαιοσύνης, ο λαός της Βραζιλίας δεν είχε ποτέ ως κίνητρο τα αισθήματα εκδίκησης».
Στο βαθμό που η χώρα προχώρησε, η επιλογή των εκλεγμένων Προέδρων της εξέφρασε αυτό. Ο Fernando Henrique Cardoso, που εξελέγη το 1994, ήταν ένας αντίπαλος του στρατού του οποίου το think tank είχε βομβαρδιστεί από δεξιούς τρομοκράτες υπέρ της δικτατορίας το 1976. Ως πρόεδρος ίδρυσε μια επιτροπή που αναγνώρισε επίσημα την ευθύνη της δικτατορίας για τους θανάτους και τις εξαφανίσεις των αντιπάλων της και που αποζημίωσε τις οικογένειές τους. Ο Luiz Inácio Lula da Silva, πρόεδρος από το 2003 έως το 2011, είχε παρόμοιο υπόβαθρο, έχοντας φυλακιστεί για έναν μήνα υπό την δικτατορία λόγω της ανοιχτής αντιπολίτευσής του. Η διοίκησή του ενέκρινε την δημοσίευση της πρώτης επίσημης έκθεσης για τις βιαιοπραγίες κατά των αντιπάλων του καθεστώτος.
Αλλά μέσα σε οκτώ χρόνια, η διοίκηση του Λούλα δεν βρήκε ούτε ένα σώμα εξαφανισθέντα -και πιο σημαντικό, ούτε ο Καρντόσο ούτε ο Λούλα θα εξέταζαν να άρουν την αμνηστία που προστατεύει τους δράστες [εγκλημάτων κατά] των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την δίωξη. Ο Λούλα, ειδικότερα, ήταν πραγματιστής και δεν ήθελε να δημιουργήσει ανατριχίλες στον στρατό. Πέρα από μια μικρή ομάδα μη κυβερνητικών οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγγενών των νεκρών και εξαφανισθέντων, υπήρξε μικρή δημόσια πίεση για την ανατροπή του νόμου περί Αμνηστίας. Εν τω μεταξύ, οι υπερασπιστές της δικτατορίας αντιστάθηκαν στην ανάκληση στο κοινό και στα δικαστήρια. Χωρίς καμία δημόσια κατακραυγή, η εθνική συνέλευση της Βραζιλίας δεν είχε κανένα κίνητρο να εξετάσει το θέμα. Το 2010, ο δικηγορικός σύλλογος της Βραζιλίας ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο να ανακαλέσει την προστασία των βασανιστών σύμφωνα με τον νόμο περί Αμνηστίας, αλλά το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα.
Η Βραζιλία απέκτησε τελικά την Επιτροπή Εθνικής Αλήθειας το 2012 υπό την πρόεδρο Ντίλμα Ρουσέφ, η οποία ως νεαρή επαναστάτρια το 1970 είχε υποστεί 22 ημέρες βασανιστηρίων σε μια μονάδα ανάκρισης, και μετά δύο χρόνια ως πολιτική κρατούμενη. Η επιτροπή αλήθειας επιφορτίστηκε με την διερεύνηση των θανάτων και των εξαφανίσεων που διεξήγαγαν οι ένοπλες δυνάμεις. Αλλά δεν διέθετε ποινικές εξουσίες και δεν μπορούσε να αναγκάσει τον στρατό να παραδώσει έγγραφα σχετικά με τις θέσεις των εξαφανισθέντων. Όπως και οι προκάτοχοί της, η Ρουσέφ αντιτάχθηκε στην αναθεώρηση του Νόμου περί Αμνηστίας επειδή δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τον στρατό. Και όπως οι συγγραφείς του Brasil: Nunca mais, εξέφρασε την αποδοκιμασία της για οποιαδήποτε παρόρμηση προς την «εκδίκηση».
ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ;
Για 40 χρόνια, η Βραζιλία έχει υποστηρίξει έναν Νόμο περί Αμνηστίας που υιοθετήθηκε από ένα στρατιωτικό καθεστώς το οποίο χρησιμοποίησε την ισχύ του για να αυτοανακηρυχθεί ως άτρωτο από την λογοδοσία. Πράγματι, στην Βραζιλία ορισμένοι παρατηρητές αναφέρουν τον νόμο του 1979 ως «αυτοαμνηστία» για τον στρατό. Εξαιτίας αυτού, η χώρα απέφυγε να συμμετάσχει σε μια εθνική συζήτηση για την ιστορία της και απέκλεισε την δυνατότητα δικαιοσύνης για τα θύματα και τις οικογένειές τους. Σύμφωνα με τον Paulo de Tarso Vannuchi, πρώην επικεφαλής της Ειδικής Γραμματείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Βραζιλία, «Δεν έχουμε πλέον μεγάλα κοινωνικά κινήματα που να συζητούν το στρατιωτικό καθεστώς».
Οι ένοπλες δυνάμεις της Βραζιλίας δεν αντιμετώπισαν ποτέ το γεγονός ότι η δικτατορία αποκόπηκε από την δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Ως εκ τούτου, ο στρατός δεν αποδέχεται καμία ευθύνη για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι σε κάθε περίπτωση έμφορτη στην κοινωνία της Βραζιλίας. Τα βασανιστήρια στις φυλακές και στα αστυνομικά τμήματα της Βραζιλίας προηγήθηκαν της δικτατορίας και εξακολουθούν να αποτελούν μείζον πρόβλημα. Πολλοί Βραζιλιάνοι αποδέχονται τέτοιες πρακτικές ως κανονικές και θεωρούν τις καταγγελίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως ειδική συνηγορία για την προστασία εγκληματιών.
Η εκλογή του Bolsonaro είναι το τελευταίο σύμπτωμα της πολιτικής της λήθης στην Βραζιλία. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας του Κογκρέσου του 2016 που οδήγησε στην μομφή κατά της προέδρου Ρουσέφ, ο Bolsonaro αφιέρωσε την ψήφο του εναντίον της προέδρου στον βασανιστή της: Τον συνταγματάρχη Carlos Alberto Brilhante Ustra, ο οποίος διοικούσε το κέντρο ανακρίσεων όπου η Ρουσέφ κρατείτο το 1970. Ο Bolsonaro εξέφρασε την περιφρόνησή του για την ειδική Γραμματεία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και έκανε έκκληση για εκκαθάριση των αριστερών της Βραζιλίας. Η εκλογή του απειλεί τη μετριοπαθή, επίπονη πρόοδο της Βραζιλίας προς την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.
Ο Bolsonaro θα αναλάβει την εξουσία εν μέσω ενός βίαιου πολέμου κατά των ναρκωτικών και λίγο μετά από ένα ακόμα έτος ρεκόρ σχετικά με δολοφονίες (63.880 το 2017). Υποστηρίζει την λήξη της απαγόρευσης κατοχής όπλων (η οποία ισχύει σήμερα για όλους, πλην της αστυνομίας, των δικαστών και των εισαγγελέων) και δήλωσε ότι οι αστυνομικοί που σκοτώνουν πολίτες πρέπει να απαλλάσσονται από διώξεις. Κάποιοι παρατηρητές φοβούνται ότι ο Bolsonaro θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα του προέδρου των Φιλιππίνων, Ροντρίγκο Ντουτέρτε, ο οποίος συγχωρεί την εξωδικαστική δολοφονία υποτιθέμενων διακινητών και χρηστών ναρκωτικών.
Ο Μπολσόναρο έχει ήδη αρχίσει να επαναστελεχώνει την κυβέρνηση με νυν ή συνταξιούχους αξιωματικούς του στρατού, αναστρέφοντας μια μεταδικτατορική τάση να αποφεύγεται η συμμετοχή των ενόπλων δυνάμεων στο υπουργικό συμβούλιο. Από τις 22 θέσεις του υπουργικού συμβουλίου που έχει συμπληρώσει έως τώρα, πέντε έχουν πάει σε σημερινούς ή συνταξιούχους αξιωματικούς. Ο εκλεγμένος αντιπρόεδρος Hamilton Mourão είναι επίσης στρατηγός εν αποστρατεία. Μια κυβέρνηση γεμάτη με μέλη του στρατού δεν τα πάει καλά με την λογοδοσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Υπάρχει μια εξαίρεση από αυτές τις ανησυχητικές τάσεις. Σε μια πολιτικά πανούργα κίνηση, ο Bolsonaro επέλεξε τον πρώην ομοσπονδιακό δικαστή Sérgio Moro για να διευθύνει ένα διευρυμένο και ισχυρότερο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο Moro ήταν ο εξαιρετικά σεβαστός και δημοφιλής δικαστικός προϊστάμενος της «Επιχείρησης Car Wash», της έρευνας για την διαφθορά και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που ξεκίνησε το 2014 και είχε ως αποτέλεσμα την φυλάκιση του Lula και εξεχόντων επιχειρηματικών ηγετών. Ο έλεγχος της διαφθοράς υποδεικνύει ότι θα μπορούσε να ασκηθεί πραγματική πίεση στην παράδοση της Βραζιλίας να αφήνει ατιμώρητους τους πλούσιους και τους ισχυρούς.
Τώρα, ο Μόρο μπορεί να γίνει ο νομικός, πολιτικός ή ακόμα και ηθικός μοχλός για μια χώρα που τρεκλίζει προς τα πίσω. Αυτός ίσως να είναι η τελευταία γραμμή άμυνας για την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε μια Βραζιλία υπό την ηγεσία ενός προέδρου που αναθυμάται, και ακόμη και λαχταρά, μια από τις πιο σκοτεινές και λιγότερο δημοκρατικές εποχές της χώρας.
Ο KENNETH P. SERBIN είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο From Revolution to Power in Brazil: How Radical Leftists Embraced Capitalism and Struggled with Leadership (University of Notre Dame Press, forthcoming 2019).
foreignaffairs

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ