Ο Ιωάννης Τσιγάντες-Σβορώνος (1897 – 14 Ιανουαρίου 1943) ήταν Έλληνας στρατιωτικός. Απότακτος αξιωματικός του φιλοβενιζελικού κινήματος του 1935, ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια της Κατοχής στα πλαίσια της οργάνωσης Μίδας 614. Σκοτώθηκε από τις ιταλικές αρχές Κατοχής στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου του 1943.
Φωτογραφία: By Macedon-40 – Έργο αυτού που το ανεβάζει, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=29903013
Ο Ιωάννης Τσιγάντες γεννήθηκε στην Τούλτσεα της Ρουμανίας την 1η Δεκεμβρίου 1897 και ήταν αδελφός του, επίσης αξιωματικού, Χριστοδούλου Τσιγάντε. Πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και πρωταγωνίστησε στην ίδρυση της Ελληνικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΕΣΟ).
Το 1935 συμμετείχε ως λοχαγός στο κίνημα του 1935. Τη νύχτα της 2ας προς 3ης Μαρτίου, διέφυγε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όπου υπηρετούσε και κινήθηκε προς το Πέραμα, βέβαιος ότι το κίνημα είχε αποτύχει. Εκεί συνελήφθη, προφυλακίστηκε και καταδικάστηκε από Έκτακτο Στρατοδικείο σε «ισόβια δεσμά» για εσχάτη προδοσία, στις 31 Μαρτίου 1935, μαζί με τον αδελφό του αντισυνταγματάρχη Χ. Τσιγάντε, τον συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη και τον αντισυνταγματάρχη Στεφανάκο. Η ποινή αυτή είχε ως συνέπεια την στρατιωτική καθαίρεση των παραπάνω που έγινε δημόσια, στις 2 Απριλίου του 1935, στο χώρο των στρατώνων Πεζικού, στο Γουδί, (σήμερα Πάρκο της Ελευθερίας).
Με την παλινόρθωση της βασιλευομένης δημοκρατίας έλαβε αμνηστία, όμως δεν ανακλήθηκε στο στρατό όταν άρχισε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 με το βαθμό που είχε αλλά υποβιβάστηκε στην τάξη του οπλίτη όπως και ο αδερφός του. Μετά όμως το θάνατο του Μεταξά η κυβέρνηση του Εμμ. Τσουδερού που είχε μετακινηθεί στην Κρήτη, με πρόταση του διαδόχου Παύλου τον επανέφερε στον βαθμό που κατείχε καθώς και όσοι συμμετείχαν στο κίνημα του 1938.
Στη διάρκεια της Κατοχής διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου και προήχθη αναδρομικώς σε ταγματάρχη, εντασσόμενος σε κύκλο στελεχών συνεργαζόμενων με τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες (ΜΟ4), με σκοπό την οργάνωση αντίστασης από τα αστικά κόμματα, ως αντίβαρο του ΕΑΜ στην Ελλάδα.
Η αντιστασιακή δράση του και ο θάνατός του
Το καλοκαίρι του 1942 οι συμμαχικές δυνάμεις στη Βόρεια Αφρική βρίσκονταν σε πολύ δυσχερή θέση μετά από την επίθεση του Ρόμελ. Τότε το Βρετανικό Γενικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή διέταξε την ομάδα «Προμηθέας II», την οποία ήλεγχε η SOE στην Αθήνα, να προβεί σε γενικευμένες δολιοφθορές, που θα είχαν ως συνέπεια την καθυστέρηση ανεφοδιασμού των γερμανικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική, και στον αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου. Ο αποκλεισμός της διώρυγας ήταν εγχείρημα υψίστης σημασίας που όμως δεν επετεύχθη. Τότε αποφασίστηκε η οργάνωση ανεξάρτητης αποστολής με τη συγκρότηση μιας εννιαμελούς οργάνωσης με επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιγάντε, η οποία εκτός από τον αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου θα επιδίωκε τη συλλογή και τη διαβίβαση πληροφοριών, την ίδρυση ενός συμβουλίου που θα συντόνιζε τον αγώνα και τη συγκρότηση ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα.
Στα τέλη του Ιουλίου του 1942 η αποστολή έφτασε στην Ελλάδα με αγγλικό σκάφος το οποίο την αποβίβασε σε όρμο της Μάνης. Ο Τσιγάντες εμφανισθείς ως εκπρόσωπος των Άγγλων και μεταφέροντας 12.000 χρυσές λίρες, έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη της οργάνωσης Μίδας 614 και ξεκίνησε επαφές με όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους και με αντιστασιακές οργανώσεις προκειμένου να επιτευχθεί κάποια μορφή συνεργασίας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως συνεργάτης του ήλθε σε επαφή με 37 άτομα ενώ ο ίδιος με όχι λιγότερα από 300 άτομα., μεταξύ των οποίων καθηγητές πανεπιστημίου και τον εκδοτη Δημήτρη Λαμπράκη. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα καθώς από τη μια διάφορες οργανώσεις θεωρούσαν ότι η αποστολή του Τσιγάντε είχε γίνει γνωστή στις αρχές Κατοχής και υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθούν και από την άλλη προκαλούσε ο τρόπος που συνεργάτες του ξόδευαν τις λίρες που είχαν φέρει μαζί τους.
Παράλληλα όπως σημειώνει ο Γεώργιος Ζαλοκώστας σε έργο του για την περίοδο της Κατοχής, ο Τσιγάντες είχε κινήσει υποψίες σε πολλούς κύκλους γιατί μιλούσε περί ουδέτερου κινήματος, μη χρωματισμένου εναντίον του Βασιλέως Γεωργίου. Άλλωστε ο ίδιος είχε συμμετάσχει στο κίνημα του 1935 ενώ πάλι οι δημοκρατικοί δεν του συγχωρούσαν πως είχε τεθεί υπό τις εντολές της βασιλικής κυβερνήσεως του Καΐρου. Ακόμα και ο παλιός συνεργάτης του Στέαφανος Σαράφης ήταν επιφυλακτικός μαζί του θεωρώντας τον μάλιστα αποστάτη και δεν πείστηκε να συνεργαστεί μαζί του παρά στα τέλη του 1942 λόγωτης μεσολάβησης του κοινού φίλου τους Δημήτριου Ψαρρού. Αλλά και ο ίδιος, λόγω της τόλμης του, δεν ελάμβανε όλα τα μέτρα προστασίας. Αυτόν είχε παραλάβει ο Άγγελος Έβερτ τον οποίον και εφοδίασε με πλαστή ταυτότητα υπαστυνόμου. Σε αντάλλαγμα δε αυτού ο Τσιγάντες απέστειλε στο Κάιρο μία έκθεση – ύμνο υπέρ του Έβερτ την οποία αυτούσια συμπεριέλαβε σε βιβλίο του ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Στις 14 Ιανουαρίου του 1943 ιταλικό στρατιωτικό απόσπασμα περικύκλωσε το κρησφύγετο του, σε υπόγειο διαμέρισμα πολυκατοικίας επί της οδού Πατησίων στον αριθμό 86, στο κέντρο της Αθήνας (πλησίον της ΑΣΟΕΕ). Ο Τσιγάντες επιδεικνύοντας ταυτότητα αξιωματικού της Αστυνομίας Πόλεων, δεν κατάφερε να πείσει τους Ιταλούς. Τελικά, και αφού προηγουμένως έκαψε τα αρχεία του, συνεπλάκη μαζί τους και έχασε τη ζωή του αν και πρόλαβε να τραυματίσει τρεις καραμπινιέρους, εκ των οποίων ο ένας υπέκυψε στα τραύματά του.
Ενάμισι μήνα μετά, ακολούθησε αρκετά περίεργα η λεγόμενη εξάρθρωση των ασυρματιστών (ομάδα του Τσιγάντε), ενώ εκ των λιρών που κατείχε ανευρέθηκαν και παραδόθηκαν για φύλαξη από τον λοχία Δημήτριο Γυφτόπουλο στον Ευάγγελο Μανδρούλια (“Αλεξανδρινό”) μόνο 800.
Μετά θάνατο προήχθη σε αντισυνταγματάρχη ως «πεσών επί του πεδίου της μάχης». Στο κτίριο όπου σκοτώθηκε ο Ιωάννης Τσιγάντες τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα το 1984.
Το μυστήριο
Υπήρχε ένας μυστηριώδης προδότης στην ιστορία του Τσιγάντε, ο οποίος τηλεφωνούσε κάθε φορά στις κατοχικές αρχές και υποδείκνυε τα κρησφύγετά του, όμως ο Τσιγάντες πάντοτε κατάφερνε να ξεφεύγει, εκτός της μοιραίας στιγμής στο διαμέρισμα της Πατησίων. Μάλιστα, το τελευταίο τηλεφώνημα, σύμφωνα με πηγές από την Ελληνική Αστυνομία, ανθρώπων που ήταν κοντά στους κατακτητές αλλά έδιναν πληροφορίες στους αντιστασιακούς, έγινε από άγνωστη γυναίκα, η οποία όμως μπορεί να ήταν βαλτή για να μη βρεθεί ποτέ ο πραγματικός προδότης.
Αν και έγιναν διάφορες έρευνες μεταπολεμικώς, ακόμα και με παραγγελία της Βουλής των Ελλήνων, δε στάθηκε δυνατό μέχρι σήμερα να εξακριβωθεί ποιος πρόδωσε τον Τσιγάντε, έχοντας γίνει στην κυριολεξία η σκιά του.
wikipedia