Συμφωνία των Πρεσπών : Επικύρωση με απλή εκλογές, με ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή με απλή πλειοψηφία (των παρόντων βουλευτών);

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

img 0731Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Συμφωνία των Πρεσπών : Επικύρωση με απλή εκλογές, με ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή με απλή πλειοψηφία (των παρόντων βουλευτών);

 

Ι. ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, σε συνέντευξή του είκοσι τρία περίπου χρόνια πριν, (βλέπε βιβλίο : Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας, εκδ. ΠΟΛΙΣ, (5η έκδοση), Αθήνα, 2000, σελ. 43) διευκρίνιζε για την εκ μέρους του χρησιμοποίηση του όρου «ψευδο-δημοκρατία» : «Χρησιμοποίησα τον όρο «ψευδο-δημοκρατία», διότι ανέκαθεν πίστευα και πιστεύω ότι η λεγόμενη«αντιπροσωπευτική δημοκρατία» δεν είναι αληθινή δημοκρατία. Οι αντιπρόσωποι της ελάχιστα αντιπροσωπεύουν τους εκλογείς. Κατά κύριο λόγο, αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, ιδιαίτερα συμφέροντα, λόμπυ, κ.λπ.». Ασφαλώς, με την παράθεση αυτών των λίγων γραμμών, δεν αξιώνω ότι εξάντλησα κάθε επιχειρηματολογία αναφορικά με το αν πράγματι η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία έχει εξαντλήσει τον «Κλασικό» Κύκλο Χρησιμότητάς της κι για το αν χρειάζεται ολόκληρη η φιλοσοφία και συνεπώς η ίδια η διαδικασία αντιπροσώπευσης να επανεξεταστούν και επαναπροσδιοριστούν. Εδώ, αρκεί να σημειώσω ότι επέλεξα ένα κείμενο, ανάμεσα σε μια πληθώρα διαθέσιμων κειμένων Δυτικών αναλυτών, φιλοσόφων κ.λπ., που εδώ και δεκαετίες επισημαίνουν ακριβώς ότι αν δεν φτάσαμε στο όριο της άνω Χρησιμότητας της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, τουλάχιστον βρισκόμαστε πολύ κοντά σ’ αυτό. Μένω σε στις τελευταίες δεκαετίες, διότι μπορούμε να βρούμε και παρόμοιες (σχεδόν ταυτόσημες) τοποθετήσεις και σε απόψεις που διατυπώθηκαν και 100 και 150 χρόνια πριν, όπως, π.χ., απόψεις σαν αυτές του Μαξ Νορντάου, όταν σημείωνε (βλέπε : Νορντάου, Μαξ : Τα κατά συνθήκην ψεύδη, εκδ. Δ. ΔΑΡΕΜΑ, Αθήνα, 1965, σελ. 84-94, σελ. 95-96 -διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου στο βιβλίο) : «Ο κοινοβουλευτισμός πώς ενεργεί σήμερα; Δεν ξαναδίνει την ελευθερία κινήσεως στο άτομο, που την είχε αφαιρέσει η νομοθεσία, προς το συμφέρον της ταμιευτικής φορολογίας και του μανδαρινισμού; Δεν μεταβάλλει τον φεουδαλικό σκλάβο σε σύγχρονο πολίτη; Δεν δίνει στον κάθε πολίτη το δικαίωμα να αυτοκυβερνηθή και να καθορίζη την τύχη του μέσα στο κράτος; Την ημέρα των εκλογών, όταν ο πολίτης εκλέγει το βουλευτή του, δεν είναι ο αληθινός κυρίαρχος, που ασκεί έμμεσα τα παλαιά βασιλικά δικαιώματα, παύσεως και εκλογής υπουργών, διορισμού και απολύσεως υπαλλήλων, να ψηφίζη νόμους να επιβάλη φόρους, ή να κατευθύνη την εξωτερική πολιτική; Δεν είναι με λίγα λόγια, ένα πανίσχυρο όπλο το ψηφοδέλτιο, που να μπορεί μ’ αυτό ο φουκαράς μας ο Γιάννης (σημείωση : φανταστικό πρόσωπο που ο Νορντάου χρησιμοποιεί στο βιβλίο του, θέλοντας στο πρόσωπό του να περιγράψει τον μέσο πολίτη) να απομακρύνη την γραφειοκρατική πίεσι και αλαζονεία, που βαραίνουν επάνω του…; Βεβαίως και τα κάνη όλα αυτά ο κοινοβουλευτισμός. Αλλά –αλλοίμονον- μόνο στη θεωρία. Γιατί, στη πράξι, είναι κι’ αυτός ένα μεγάλο ψέμμα, ακριβώς όπως όλες οι άλλες μορφές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής μας… Ισχυρίζεται ο κοινοβουλευτισμός, ότι αποτελεί εγγύησι της βασικής αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Όλος ο λαός, θεωρητικά, πρέπει να πέρνη μέρος σε συνελεύσεις και να επιβάλη τις θελήσεις του. Όμως, τα άτομα τείνουν να συγκεντρώνονται σε πολιτικές μάζες, διαρκώς και μεγαλύτερες, και θάρθη κάποια μέρα που όλοι όσοι μιλούν την ίδια γλώσσα θα ιδρύσουν κοινότητες, κι αργότερα όσοι ανήκουν στην ίδια φυλή να ενωθούν για να ιδρύσουν ένα απέραντο Κράτος.ήδη στις περισσότερες χώρες η άμεση άσκησι της αυτοκυβερνήσεως από το σύνολο του λαού έχει γίνει υλικώς αδύνατη. Υποχρεώνεται λοιπόν ο λαός να μεταβιβάζη την κυριαρχία του σε ολίγους εκλεκτούς αναθέτοντάς τους την εξάσκησι των δικαιωμάτων του. Και αυτοί όμως οι ολίγοι επειδή δεν είναι δυνατόν να κυβερνήσουν απ’ ευθείας, μεταβιβάζουν την ισχύ τους σε ακόμη ολιγότερους της εκτιμήσεώς τους –τους υπουργούς- και αυτοί, τελικά, σχεδιάζουν και εφαρμόζουν τούς νόμους, επιβάλλουν φόρους ή τούς καταργούν και αποφασίζουν για την εν γένει εξωτερική πολιτική. Αλλά, κατόπιν όλων αυτών των μεταβιβάσεων πού έμεινε η κυρίαρχος λαϊκή θέλησις; Για να παραμείνη ο λαός κυρίαρχος θα έπρεπε χίλιες δυό προϋποθέσεις να γίνουν πραγματικότητες…». 

Όμως, αρκούν οι αναφορές σε τρίτους. Εκείνο που μπορώ να σημειώσω, είναι πως ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές αφετηρίες από τις οποίες ξεκινούν οι σχετικές αναλύσεις, εκεί όπου υπάρχουν τέτοιες διαφορές, σχεδόν, το «σύμπτωμα» της «ασθένειας» είναι περίπου κάτι σαν αυτό που περιγράφεται στο παραπάνω κείμενο του Καστοριάδη, δηλαδή, όχι απλά η αποξένωση του αντιπροσώπου από τον εντολέα του, αλλά και η υπηρέτηση συμφερόντων σε βάρος των συμφερόντων του εντολέα του. Ειδικώς δε, η εισαγωγή τεχνοκρατών σε κυβερνήσεις, αναφέρομαι σε μη εκλεγμένα στελέχη (κυβερνητικά και όχι μόνο) τα οποία ως Δούρειοι Ίπποι έρχονται να επιβάλλουν αντιλαϊκές και αντιδημοκρατικές πολιτικές και εν συνεχεία να τις διεκπεραιώσουν, χωρίς βεβαίως να είναι υπόλογοι έναντι του Λαού παρά μονάχα έναντι των πολιτικών που τους εκχωρούν τη σχετική εξουσία και αναλαμβάνουν βεβαίως να νομοθετούν τις επιλογές τους, αποτελεί μια εξέλιξη (όχι πρόσφατη, είναι αλήθεια), η οποία δρα ακόμα πιο διαλυτικά στη Δημοκρατία, τους θεσμούς της και τη λειτουργία της. Ενδεικτικά, ο Mark Mazower(Σκοτεινή Ήπειρος, Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001, σελ. 295), αναφερόμενος στη περίοδο αμέσως μετά τη λήξη του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, σημειώνει προβληματισμούς που τους ξανασυναντούμε και δεκαετίες αργότερα. «Οι Γερμανοί σχολιαστές είχαν ιδιαίτερη επίγνωση των κινδύνων που ελλόχευαν σε μια κοινωνία η οποία είχε περάσει από το ένα άκρο –του πολιτικού φανατισμού και της βίας- στην παθητικότητα και στην απάθεια. Μια κοινωνία που σπαρασσόταν κάποτε από τους ταξικούς αγώνες, έμοιαζε τώρα να έχει αποκοιμηθεί. Ο Καρλ Μπράχερ εφιστούσε την προσοχή στην «επίφοβη εικόνα μιας γυμνής τεχνοκρατίας», που οδηγούσε σε μια «αυταρχική ανασύνθεση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Χωρίς ενεργούς πολίτες, η Ευρώπη θα εκφυλιζόταν σε μια «αυτάρεσκη ειδημονοκρατία», που θα εναπόθετε όλη της την πίστη σε διαχειριστικές ελίτ. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας τόνιζε ότι η τεχνική και η επιστήμη είχαν γίνει οι ίδιες ένα είδος ιδεολογίας, «η οποία εισχωρεί στη συνείδηση της αποπολιτικοποιημένης μάζας του πληθυσμού». Στα τέλη του 20ουαιώνα, ήδη το φαινόμενο της πολιτικής απάθειας μεταβλήθηκε σε ένα σταθερό χαρακτηριστικό του πολιτικού γίγνεσθαι. «Εκεί όπου ο ύστερος εικοστός αιώνας όντως διέφερε από τις προγενέστερες περιόδους ήταν στο γεγονός ότι η πολιτική δεν θεωρούνταν πια ο πρωτεύων στίβος της προσωπικής εκπλήρωσης ή δράσης. Η απάθεια των ψηφοφόρων και η αποχή τους αυξήθηκαν ενώ οι εγγεγραμμένοι στα κόμματα μειώθηκαν. Οι τάξεις αυτών που οι Ισπανοί αποκαλούσαν pasotas[περαστικοί, αδιάφοροι] πλήθυναν. Στο Βέλγιο, την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Βρετανία τα σκάνδαλα της διαφθοράς κλόνισαν την εμπιστοσύνη του κοινού αλλά δεν προκάλεσαν τίποτα που να μοιάζει με «κρίση της δημοκρατίας» κατά τα μεσοπολεμικά πρότυπα, διότι η τότε κρίση ήταν κι εκείνη προϊόν μιας εποχής όπου ο κόσμος πίστευε ακόμα στον ιδεολογικό και λυτρωτικό χαρακτήρα της πολιτικής και προσέβλεπε σε κολεκτιβιστικές λύσεις…» (Mark Mazower, όπ., σελ, 340) Όμως, αυτή η ατόνηση των δημοκρατικών αντανακλαστικών ατόμων και κοινωνιών, συνιστούν και τη μεγαλύτερη όσο και πιο επικίνδυνη κρίση της δημοκρατίας. Η δημοκρατία που έχασε τα αντανακλαστικά της, είναι ώριμη για να λεηλατηθεί. 

Η προσωπική μου άποψη είναι ότι όχι απλά το φτάσαμε το άνω όριο Χρησιμότητας, αλλά και το αφήσαμε ήδη πίσω μας. Κρίση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, ας περιοριστώ εδώ στις προσωπικές μου απόψεις, δεν σημαίνει πονά δόντι κόβω κεφάλι. Σημαίνει, πως ήρθε η ώρα Βουλή και Λαός να συντονιστούν περισσότερο αποτελεσματικά στο ζήτημα της θωράκισης της Δημοκρατίας και της Λαϊκής Κυριαρχίας. Ξεφεύγοντας από το επίπεδο της γενικής ακαδημαϊκής προσέγγισης του ζητήματος και εστιάζοντας στην καθ’ ημάς ελληνική πραγματικότητα, μονάχα κάποιος που αρνείται να δει και να ακούσει, αρνείται ομοίως να αποδεχτεί την πιο θλιβερή πραγματικότητα που βιώνουμε από το 2010 έως σήμερα : την έξαρση της Αδηφαγίας της Αθλιότητας που καταβρόχθισε την Συνταγματική και Δημοκρατική Νομιμότητα και Τάξη της Χώρας, αφήνοντας στη θέση τους σκελετούς. Η Κρίση μεταβλήθηκε πράγματι σε πρώτης τάξεως ευκαιρία, όχι να ξεριζωθούν τα αίτια που την προκάλεσαν (ήτοι, αυτά που συγκροτούν την Θεσμική  [συχνά να αποτελεί αυτό που λέμε ανήθικον μεν, νόμιμο δε] και Παραθεσμική Διαχρονική Αθλιότητα της Μεγαλοδιαπλοκής σε όλους τους τομείς), αλλά, να είναι και τα μόνα που διασώθηκαν και ενδυναμώθηκαν. Δεν είναι θέμα του παρόντος άρθρου να αναλύσω το πώς μπορεί να συμβεί, κατά την άποψή μου, ο συντονισμός Βουλής και Λαού που μόλις παραπάνω ανέφερα. Αρκούμαι να σημειώσω την γενική μου επ’ αυτού τοποθέτηση που είναι : με την συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης εθνικών αλλά και σημαντικών αποφάσεων και του Λαού μέσω δημοψηφισμάτων, ένα μοντέλο λειτουργίας της Δημοκρατίας, περίπου όπως αυτό της Ελβετίας.

ΙΙ. ΕΚΛΟΓΕΣ ή ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ;

Η απάντηση στο άνω ερώτημα, προκύπτει αβίαστα από όσα ήδη επισημάνθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, ώστε να μη χρειάζεται καν να τη διατυπώσω. 

Όμως, αισθάνομαι την ανάγκη να πω δυο λόγια για τα κόμματα εκείνα, ανάμεσα στα οποία και η Αξιωματική Αντιπολίτευση, τα οποία ζητούν από τη κυβέρνηση να μη κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά, να προκηρύξει εκλογές και η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει να επαναδιαπραγματευτεί τη Συμφωνία.

Ασφαλώς και διαφωνώ πλήρως. 

Πρώτα απ’ όλα, συνεπεία των αντιλήψεών μου που διατύπωσα παραπάνω, για τα δημοψηφίσματα, αντιλήψεις που κατ’ επανάληψη έχουν διατυπωθεί σε άρθρα μου στο παρελθόν, πρόσφατο και απώτερο.

Δεύτερον, διότι εκλογές με κύριο λόγο προκήρυξής τους ένα σοβαρό εθνικό θέμα, δεν νοούνται, ΕΚΤΟΣ αν θα αποτελεί το ΜΟΝΑΔΙΚΟ περιεχόμενο του προεκλογικού προγράμματος των κομμάτων, πράγμα όχι μόνο απίθανο μα και εντελώς παράλογο. Γιατί να γίνουν εκλογές αν πρόκειται να αποτελεί το μοναδικό περιεχόμενο του προεκλογικού προγράμματος και να μην γίνει Δημοψήφισμα; Κι επειδή δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι προφανές ότι απλά χρησιμοποιείται ως πρόσχημα η θέση πως το εθνικό θέμα επιβάλλει εκλογές, στις οποίες, ασφαλώς, θα διατυπωθούν συνολικά προεκλογικά προγράμματα, και μάλιστα, επειδή όλη η προσοχή θα είναι στραμμένη σε ένα ζήτημα (στο εθνικό θέμα), θα παροραθούν όλες οι άλλες κρίσιμες πτυχές του προεκλογικού προγράμματος, που ενδέχεται όχι μόνο να μην γίνονται αποδεκτές, αλλά, ακόμα και να απορριφθούν οι αποδεκτές θέσεις του κόμματος για το εθνικό θέμα, ακριβώς διότι την ίδια στιγμή, το εκλογικό σώμα διαπιστώνει να προτείνονται πολιτικές εξαιρετικά κρίσιμες για την οικονομία και την κοινωνία, που δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές, έστω και αν η θέση για το εθνικό θέμα γίνεται αποδεκτή.

Όλα τα προεκλογικά προγράμματα, είναι του τύπου «take it or leave it». (Σας θυμίζει κάτι αυτό;) Όμως, ένα εθνικό θέμα, δεν μπορεί να τίθεται προς κύρωση από το Λαό σε αυτή τη βάση, που υποκρύπτει κομματική σκοπιμότητα και πολιτικό εκβιασμό. Δηλαδή, είναι σα να λέει ένα κόμμα στο Λαό : «συντάσσομαι με τις απόψεις σου, με την προϋπόθεση ότι κι εσύ θα δεχτείς πολιτικές που δεν αποδέχεσαι»! Δεν μπορεί τα εθνικά θέματα να αποτελούν αντικείμενο τέτοιας μικροπολιτικής και μικροκομματικής συναλλαγής, που ακόμα και αν δεν τίθενται με αυτή τη πρόθεση, εν τούτοις, έτσι ερμηνεύονται. 

Κλείνω το παρόν άρθρο, με μια τοποθέτηση σε μια θέση που άκουσα πρόσφατα, γιατί δεν μπορεί ένα δημοψήφισμα να δώσει λύση, σε αντίθεση με τη Βουλή. Η άποψη αυτή ισχυρίστηκε ότι το μειονέκτημα ενός ενδεχόμενου Δημοψηφίσματος για τη Συμφωνία των Πρεσπών, βρίσκεται στο στη Συμφωνία περιλαμβάνονται πολλές λεπτομέρειες οι οποίες δεν «συλλαμβάνονται» σε μια μονολεκτική απάντηση του τύπου «Ναι» ή «Όχι». Η απάντησή μου είναι απλή : Μα και η Βουλή, τελικώς, με ένα Ναι ή Όχι θα αποφανθεί επί της άνω Συμφωνίας, αφού βεβαίως λάβουν οι βουλευτές υπόψη όλες τις κρίσιμες λεπτομέρειες θετικές και αρνητικές που πάντως συγκροτούν ένα τελικό «ισοζύγιο» στις σταθμίσεις τους ώστε η «καθαρή διαφορά» θετικών και αρνητικών να καταλήγει σε ένα καταληκτικό Ναι ή Όχι. Ακριβώς το ίδιο θα πράξει και ο λαός όταν με ένα Ναι ή Όχι σε ένα δημοψήφισμα θα κληθεί να αποφανθεί επί της Συμφωνίας. Εκτός αν, υπονοείται ότι ο λαός στερείται της πνευματικής διαύγειας και ικανότητας αντίληψης σύνθετων καταστάσεων και των συνεπειών τους, σε αντίθεση με 300 εκ των τουλάχιστον 6-7 εκατομμυρίων πολιτών-ψηφοφόρων, τα οποία εκατομμύρια είναι σε θέση να διαμορφώνουν έγκυρη γνώμη μονάχα επί δευτερευουσών και πλέον εύπεπτων ζητημάτων. Βέβαια έχω ακούσει και άλλες επιχειρηματολογίες εναντίον των δημοψηφισμάτων, όμως μένω στην παραπάνω. Άλλωστε όλες οι αντιρρήσεις, δεν παρουσιάζουν μεγαλύτερο βαθμό σοβαρότητας από ό,τι το παραπάνω επιχείρημα.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ