Η «Εστία» παρουσιάζει: «Πως ξεφύτρωσαν από τήν κουρελαρία της προσφυγιας βιομήχανοι, εργοστασιάρχες καί εφοπλιστές – Ζεστάναμε τήν πατρίδα μας μέ τά έθιμά μας – Δέν μπορουμε νά ξεχάσουμε τόν πόνο
του 1922 κάθε Σεπτέμβριο – Οι πικραμένες καρδιές, τά σπασμένα φτερά, τά χαμένα όνειρα καί οι πυροβολημένες ελπίδες»

ΗΤΑΝ τέτοιες ημέρες τό 1922 πού καιγόταν η Σμύρνη. Πού οι Έλληνες διώκονταν από τήν Μικρά Ασία. Ηταν τέτοιες ημέρες τό 1955, πού ξέσπαγαν τά λεγόμενα «Σεπτεμβριανά». Μία ακόμη έκφανσις του εγκληματικου προσώπου της σύγχρονης Τουρκίας. Της Τουρκίας πού στόν 20ό καί στόν 21ο αιωνα παραμένει εξ ίσου βάρβαρη καί απολίτιστη μέ τήν εποχή πού οι προπάτορες των σημερινων Τούρκων κατέβαιναν από τίς στέπες. Δέν θά παραθέσουμε γεγονότα γνωστά στούς Έλληνες γιά τούς διωγμούς στήν Μικρά Ασία καί τόν Πόντο πρίν από 100 χρόνια καί στήν Πόλη πρίν από 70 χρόνια.
Θά παρουσιάσουμε ένα τεκμήριο πού από μόνο του αναδεικνύει τήν αντιπαράθεση. Μιά διήγηση της Αγάπης Μολυβιάτη, μητέρας του Πέτρου Μολυβιάτη, γιά αυτούς πού ηρθαν. Γιά τούς Έλληνες πού εδιώχθησαν από τούς Τούρκους, αλλά ερχόμενοι στήν μητέρα πατρίδα, έφεραν τόν πολιτισμό, τίς εκλεπτυσμένες του συνήθειες καί τήν ασύγκριτη δημιουργικότητά τους. Έφεραν κυριολεκτικως νέα πνοή στήν Ελλάδα, οι ξερριζωμένοι από τίς αξέχαστες πατρίδες της Ιωνίας καί του Πόντου. Καί μετά από αυτούς οι ξερριζωμένοι από τήν Κωνσταντινούπολη.
Άς μήν μακρηγορουμε. Παραθέτουμε τό κείμενο αναμνήσεων της Αγάπης Μολυβιάτη, σάν φόρο τιμης στά θύματα της κεμαλικης βαρβαρότητος καί ως αναγνώριση ταυτόχρονα των μοναδικων χαρακτηριστικων του ελληνισμου πού σάν τόν μυθικό Φοίνικα δημιουργει τήν αναγέννηση μέσα από τίς στάχτες. Γιατί όπως λέγει καί η ίδια «δέν μπορουμε νά ξεχάσουμε»… Ακολουθει τό κείμενο της Αγάπης Μολυβιάτη:
«Οι καλύβες μέ τίς τσίγγινες σκεπές πού ειχαν πρόχειρα στηθει έγιναν σπιτάκια, οι άθλιοι συνοικισμοί άρχισαν νά παίρνουν μορφή πόλεων, οι βοσκότοποι καί οι άνυδρες περιοχές πού μας ειχαν παραχωρήσει έγιναν προάστια ζηλευτά, πόλεις καί μεγαλουπόλεις μέ λαμπρά κτίρια καί μεγαλοπρεπεις Ναούς, σχολεια καί πνευματικά κέντρα υψηλου επιπέδου.
Ανάλαμψε τό φως της δικης μας ζωντάνιας καί του δικου μας πολιτισμου.
Βάφτισαν τίς νέες πόλεις μέ τά ονόματα των πατρίδων του τόπου μας, προσθέτοντας στό κάθε όνομα ένα “νέα”… Νέα Σμύρνη, Νέα Πέργαμος, Νέα.. Νέα… Νέα… Καί γέμισεν η Αττική, η Πελοπόννησος, η Θράκη, όλη η Ελλάδα μέ κόσμο γεματο ζωή.
Καί μεταφέροντας τά ήθη καί τά έθιμα του τόπου μας ζεστάναμε τίς Πατρίδες της ξενιτιας καί μερέψαμε τόν πόνο μας γιά χαμένους Παραδείσους.
Κι ύστερα, από λίγο σχετικά διάστημα, άρχισαν νά ξεφυτρώνουν σιγά σιγά από αυτή τήν κουρελαρία -όπως μας έλεγαν τότε- οι βιομήχανοι καί οι εργοστασιάρχες, οι παγκοσμίου φήμης εφοπλιστές, οι διεθνους φήμης καλλιτέχνες, οι διάσημοι συγγραφεις μέ τά ανώτατα βραβεια, γιά νά αποδείξουμε ότι καί στίς πιό δύσκολες περιπτώσεις μπορει ο άνθρωπος νά δημιουργήσει καί νά διαπρέψει, όταν ξεκινήσει μέ τά εφόδια θέληση, αυτοπεποίθηση, επιμονή καί υπομονή, προσπάθεια καί φιλέργεια.
Μας λένε ότι πρέπει νά ξεχάσουμε. Τό θέλουμε καί εμεις. Ειναι άλλωστε πολύ πικρό νά ζεις καί νά ξαναζεις μέ τίς πικρές μνημες.
Αλλά δέν τό μπορουμε.
Όλον τόν υπόλοιπο χρόνο καταφέρνουμε νά κοιμηθουμε όπως όπως τόν πόνο μας.
Μά τουτες τίς μέρες, παραμερίζονται όλες τίς προσπάθειες γιά νά ορθωθει ολοζώντανο τό 1922.
Γινόμαστε οι νέοι εκείνης της εποχης μέ τίς πικραμένες καρδιές, μέ τά σπασμένα φτερά, μέ τά χαμένα όνειρα, τίς πυροβολημένες ελπίδες, μέ τόν ζωντανό θάνατο των πάντων.
Καί θά ηταν ασέβεια νά μήν θρηνήσεις, νά μήν παραπονεθεις, νά μήν υψώσεις τήν καυτερή σου διαμαρτυρία, νά μήν βροντοφωνήσεις τό πελώριο καί αναπάντητο ΓΙΑΤΙ;
Άς μας επιτραπει νά κρατήσουμε τουτες τίς μέρες δικές μας, καταδίκες μας, μέ τίς πικρές μας μνημες, μέ τόν ασίγαστο πόνο μας, μέ τίς ανεπούλωτες πληγές.
Ειναι χρέος, χρέος ιερό πρός τούς εαυτούς μας, πρός τούς χαμένους μας Παραδείσους, πρός τούς άταφους νεκρούς μας.
Ειναι τιμητική ενθύμηση, ειναι ιερή λειτουργία καί μνημόσυνο.
Άς μας επιτραπει νά μαζευόμαστε έτσι σάν καί σήμερα, μέ συγκεντρωμένη τή σκέψη, σέ ένα σημειο, σέ μιά εποχή, νά θρηνήσουμε μέ τόν ίδιο πόνο, σεμνά καί αθόρυβα ό,τι χάσαμε. Ειναι υπέρτατο καθηκον, ειναι οφειλή καί αδυσώπητος ανάγκη.
Οι νεκροί δέν πεθαίνουν όσο τούς θυμόμαστε.
Νέκρωση ειναι η απάρνηση καί η λήθη.
Άς μας επιτραπει νά διατηρήσουμε ζωντανή τήν μνήμη τους όσο υπάρχουμε καί όσο ζουμε.
Καί τυλιγμένοι στό βαρύ πένθος μας νά τούς ψέλνουνε τό “Αιωνία αυτων η μνήμη”.
Αγάπη Μολυβιάτη
14 Σεπτεμβρίου 1987»

Κάπως έτσι το εμπνεύστηκαν και οι ασκούντες σήμερον στην εξουσία , λοιπόν <> δηλαδή, στις ποιο δύσκολες περιπτώσεις μπορεί ο άνθρωπος να δημιουργήσει και να διαπρέψει, όταν ξεκινήσει με τα εφόδια θέληση, αυτοπεποίθηση, επιμονή και υπομονή, προσπάθεια και φιλεργία.
Γιατί ιστορικά τα πάντα επαναλαμβάνονται, ο χρόνος μας προσπερνά, οι συνήθειες καλές η κακές δεν εξαφανίζονται και πάντοτε ανάμεσά μας μια κατηγορία επεξεργάζεται την πιστή εφαρμογή τους.
Τότε ως γεγονός η προσφυγιά, στο σήμερα ως γεγονός η απληστία, το αθέμιτο κέρδος-όφελος, ο διαχωρισμός ανώτεροι και κατώτεροι.
Και όμως όλοι άνθρωποι του ίδιου θεού που χρόνος, ποιος να το σκεφτεί άρπαγες!