Υπάρχει κάτι σχεδόν τρομακτικά αθώο σε αυτό το εξώφυλλο των «ΕΙΚΟΝΩΝ». Όχι μόνο γιατί το βλέμμα του γαμπρού και η γλύκα της νύφης μαρτυρούν έναν άλλο χρόνο, λιγότερο δηλητηριασμένο από τις υστερίες του μέλλοντος, αλλά κυρίως γιατί ξέρουμε πια ποιο «Σαμαράκι» ετοιμαζόταν. Ήταν ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι που δεν πρόλαβε να «γεράσει». Ένα παιδί που γεννήθηκε επώνυμο και έζησε ανώνυμα. Και έφυγε όπως έζησε: με απόλυτη διακριτικότητα, σαν υπότιτλος στο δράμα των άλλων.

Ο θάνατος σήμερα δεν είναι πια γεγονός, είναι δεδομένο. Δεν συμβαίνει. Απλώς αποσύρεται. Η Λένα Σαμαρά δεν ζήτησε ποτέ φως. Ίσως γι’ αυτό το πρόσωπό της, τώρα που έχει φύγει σχεδόν 40 μέρες, φωτίζεται από μέσα.

Η απώλεια, όταν δεν επιτελείται θεαματικά, επιστρέφει στον οντολογικό της ρόλο: δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή του μυστηρίου. Στη Βίβλο, ο Θεός καλεί τους μάρτυρες της παρουσίας Του μέσα από την απουσία Του: «ουκ εν τω σεισμω ο Κύριος», λέει στον Γ’ Βασιλειών, «ουκ εν πυρί… καί μετά τό πυρ, φωνή αύρας λεπτης». Μέσα απ’ αυτή τη φωνή –σχεδόν αφωνία– μίλησε και για της ζωή της η Λένα.
Ο πατέρας της υπήρξε Πρωθυπουργός, υπουργός, ιστορικός πολιτικός ηγέτης. Όλα πάνω του είναι δημόσια. Όλα πάνω της ήταν σιωπή. Η σχέση πατέρα και κόρης, όταν διασχίζεται από ένα τέτοιο συμβολικό ασύμμετρο, συχνά γίνεται τόπος μαρτυρίου. Αλλά και λύτρωσης. Όπως ο Χριστός έζησε ως Υιός του Ανθρώπου με τρόπο κρυπτικό (το λεγόμενο messianic secret των Ευαγγελίων), έτσι και εκείνη ίσως έζησε ως κόρη ενός «άντρα της Ιστορίας» χωρίς ποτέ να διεκδικήσει Ιστορία για τον εαυτό της. Ακριβώς γι’ αυτό, με την αναχώρησή της, την ιδιοποιήθηκε πλήρως.
Όταν πεθαίνει κάποιος νέος, δεν πεθαίνει μόνο το άτομο: πεθαίνει και μια υπόσχεση. Όχι απαραίτητα μια υπόσχεση πολιτική ή προσωπική. Αλλά η υπόσχεση ότι ο κόσμος έχει ακόμη μπροστά του μέλλον να διαχειριστεί. Ότι υπάρχει χρόνος.
Η Λένα Σαμαρά —γεννημένη στην καρδιά μιας τόσο ιστορικής πολιτικής οικογένειας, τρισέγγονη της Πηνελόπης Δέλτα— είχε κάθε λόγο να ζήσει μέσα στην ταραχή του ονόματος. Κι όμως, παρέμεινε στο περιθώριο του θορύβου. Σαν προσευχή που ψιθυρίζεται. Σαν ποίημα που κανείς δεν ζήτησε να διαβαστεί δημόσια. Η κοινωνία που θεοποιεί την αυτοπροβολή, που μετατρέπει την προσωπικότητα σε προϊόν, δεν είχε ευτυχώς χώρο γι’ αυτό το κορίτσι. Το σώμα της δεν έγινε εικόνα. Ο θάνατός της δεν έγινε meme. Και γι’ αυτό, ίσως, ήταν πραγματικός.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: «Ο Θεός τά πάντα ήδει, αλλ’ επί τη φωνη ηλθεν». Δηλαδή, δεν ήρθε επειδή δεν γνώριζε. Ήρθε επειδή Του μίλησαν. Η Λένα, που από τις φωτογραφίες που βλέπουμε πια μοιάζει σαν να μην φώναξε ποτέ, ήταν ίσως αυτό το είδος φωνής που δεν χρειάζεται ήχο. Μια σιγή με ρυθμό. Μια ύπαρξη που ακουμπά την παρουσία όχι με τα ντεσιμπέλ της, αλλά με την αγνότητά της. Όταν πέθανε, κι όταν εκεί κάπως «μας συστήθηκε», μας ανάγκασε να στραφούμε προς τα μέσα. Να κοιτάξουμε τη ζωή όχι όπως παρουσιάζεται, αλλά όπως χάνεται.
Το εξώφυλλο των «Εικόνων» από το 1990, με την τίτλο «Έτοιμο το Σαμαράκι», λοιπόν διαβάζεται πια ως θλιβερή ειρωνεία. Τι είναι ποτέ έτοιμο; Η μητέρα, ο πατέρας, η οικογένεια — κανείς δεν είναι έτοιμος να αποχαιρετήσει το παιδί του. Η Εκκλησία αποφεύγει τη λέξη «θάνατος» και μιλά για «κοίμηση». Όχι για να μειώσει την απώλεια, αλλά για να υποδείξει ότι το νόημα της ζωής δεν τελειώνει με την ανακοπή της καρδιάς. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Ουκ ειναι θάνατον τοις πιστεύουσι, αλλά μετάθεσιν». Η Λένα μετατέθηκε — όχι μόνο στη μνήμη της οικογένειάς της, αλλά και στην υποκειμενική ενοχή όλων μας, όσων αφήνουμε τους ήσυχους ανθρώπους να περνούν απαρατήρητοι.
Ο θάνατος αυτός δεν έγινε δημόσιος επειδή αφορά μια γνωστή οικογένεια. Είναι δημόσιος επειδή είναι κοινός. Δεν χρειάζεται να είσαι Σαμαράς για να πονάς. Η κόρη του Αντώνη Σαμαρά πέθανε όπως κάθε κόρη: ως πληγή που δεν επουλώνεται ποτέ. Η κοινωνία οφείλει να σταθεί σ’ αυτή την πληγή. Όχι με άκομψες βιογραφίες και βιαστικά συλλυπητήρια. Αλλά με το βάρος της σιωπής. Με την αναγνώριση πως υπάρχουν ζωές που δεν φωτίζονται ποτέ – και γι’ αυτό ακτινοβολούν.
Το κορίτσι εκείνο στο εξώφυλλο —που γεννήθηκε λίγα χρόνια μετά από αυτή την γαμήλια τελετή— δεν θα μάθει ποτέ πόσο τρυφερά την κουβαλούσε αυτή η φωτογραφία. Η Λένα δεν πρόλαβε να μεγαλώσει δημόσια. Όμως πρόλαβε να ζήσει με τρόπο που μας επιστρέφει σε ό,τι έχουμε ξεχάσει: στην ιερότητα του αφανισμένου. Στην αγιότητα του ελάχιστου. Στην υπόσχεση μιας ζωής που δεν καταμετρήθηκε, δεν ζυγίστηκε, δεν αξιολογήθηκε. Μόνο αγκαλιάστηκε — και χάθηκε.
Ας είναι αιωνία λοιπόν η μνήμη της. Στο φως που δεν φαίνεται. Στο φως που είναι.
