Ο Τ. Γιαννίτσης έγραψε για το θέμα των αποθεμάτων που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ τα εξής:
«Στην Ελλάδα, τα αποθέματα κινούνταν στο 1,05% του ΑΕΠ το 2023 (μέσος όρος 1,2% την περίοδο 2017–2020 και 1,7% με τα έτη της πανδημίας) – ενώ το 2024 εκτινάχθηκαν στο 4,1%, με μερική αποκλιμάκωση στο 2ο τρίμηνο του 2025. Εάν τα αποθέματα ήταν «λογικά» (π.χ. 1,5% του ΑΕΠ), τότε το 2024 θα καταγραφόταν ύφεση ~0,9% αντί για ανάπτυξη 2,3% – ενώ στο 1ο εξάμηνο του 2025, ο ρυθμός ανάπτυξης θα ήταν 1,2% αντί 2%».
Εν προκειμένω, η διαφορά των αποθεμάτων με το παρελθόν είναι τεράστια, της τάξης του 3% του ΑΕΠ ή πάνω από 7 δις € – αυξάνοντας ανάλογα το ρυθμό ανάπτυξης και το ΑΕΠ. Επομένως, ο Τ. Γιαννίτσης έχει δίκιο να το υποδεικνύει.
Η ΕΛΣΤΑΤ τώρα απάντησε με ένα μακροσκελές κείμενο, το οποίο μάλλον περιπλέκει παρά αποσαφηνίζει το γεγονός – αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι, τα υπολογίζει στα τρίμηνα με τη μέθοδο της παραγωγής και όχι της δαπάνης όπως ο Τ. Γιαννίτσης, ενώ συμπληρώνει πως τα στοιχεία αποθεμάτων είναι προσωρινά και τα οριστικά με τη μέθοδο της δαπάνης θα είναι διαθέσιμα στη δεύτερη εκτίμηση του ΑΕΠ που θα ανακοινώσει στα μέσα Οκτωβρίου του 2025.
Επομένως, τότε θα δούμε τι είναι αυτά τα επιπλέον 7 δις € στο ΑΕΠ και που προσωρινά έχουν καταχωρηθεί ως αποθέματα – σημειώνοντας όμως ότι, οι δύο μέθοδοι υπολογισμού του ΑΕΠ, αυτοί της παραγωγής και της δαπάνης, οφείλουν να καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, εάν τα στοιχεία είναι διαθέσιμα και αξιόπιστα.
Τα παραπάνω σημαίνουν πως είτε θα αναθεωρηθούν ο ρυθμός ανάπτυξης και το ΑΕΠ προς τα κάτω, είτε αυτά τα 7 δις € θα κατανεμηθούν σε άλλες κατηγορίες δαπανών, είτε κάτι μεταξύ των δύο – είτε βέβαια θα επιβεβαιωθούν ως πρόσθετα αποθέματα.
Αμέσως μετά δύο σταθεροί υποστηρικτές της κυβέρνησης, καθηγητές οικονομικών, στήριξαν την ΕΛΣΤΑΤ με ανάλυση τους που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, «σύμφωνα με μελέτη τους η συσχέτιση πληθωρισμού και αποθεμάτων είναι αρνητική – δηλαδή πως όταν μειώνεται ο πληθωρισμός, περιορίζονται τα αποθέματα, οπότε δεν υπάρχει καμία ανωμαλία».
Ειδικότερα έγραψαν πως «οι επιχειρήσεις (σ.σ. εμπορικές, μεταποίησης κλπ.), αξιοποιώντας την χρηματοδοτική δυνατότητα που τους δίνει ο πληθωρισμός, αυξάνουν τις αποθεματοποιήσεις τους. Αντιθέτως, όταν εκτιμούν ότι μειώνεται ο πληθωρισμός (αλλά πάντως δεν έρχεται αποπληθωρισμός), μειώνουν τα αποθέματά τους. Εξάλλου, εφόσον δεν προβλέπεται να υπάρξουν ιδιαίτερες πιέσεις κόστους, οι επιχειρήσεις παράγουν περισσότερο, χωρίς να φοβούνται ότι τα προϊόντα που δεν θα πουληθούν άμεσα, θα χάσουν την αξία τους».
Το επιπλέον συμπέρασμα εδώ είναι ενδεχομένως πως οι επιχειρήσεις, εάν ισχύουν τα νούμερα για τα αποθέματα, προβλέπουν πληθωρισμό – εναλλακτικά βέβαια, προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Αμέσως μετά απάντησε ο Ι. Στουρνάρας, επίσης υποστηρικτής της κυβέρνησης αφού προσβλέπει είτε στην ανανέωση της θητείας του, είτε στην προεδρία μίας κυβέρνησης συνεργασίας, λέγοντας πως δεν υπάρχουν πλέον αστερίσκοι στα ελληνικά στοιχεία και ότι, «τα αποθέματα εξισορροπούν προσωρινά την απόκλιση των στοιχείων μεταξύ προσφοράς και ζήτησης – ενώ όταν οριστικοποιούνται τα στοιχεία, τα αποθέματα κατανέμονται στα βασικά συστατικά της συνολικής ζήτησης».
Επιβεβαιώνει δηλαδή έμμεσα ότι, οι δύο μέθοδοι υπολογισμού του ΑΕΠ, αυτοί της παραγωγής και της δαπάνης, οφείλουν να καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα – εάν τα στοιχεία είναι διαθέσιμα και αξιόπιστα.
Τέλος, απάντησε και ο Κ. Χατζηδάκης μιλώντας στην ΕΡΤ, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι «αυτό που έχει υποστηριχθεί είναι άστοχο και εθνικά επικίνδυνο» – μία κατηγορία που θεωρούμε επιεικώς απαράδεκτη, ειδικά από το συγκεκριμένο υπουργό.
Κατά την άποψη μας τώρα, ο Τ. Γιαννίτσης έχει δίκιο σε αυτά που διαπίστωσε, πόσο μάλλον στο ότι, τα 7 δις € ή το 3% του ΑΕΠ είναι μεγίστης σημασίας – αφού εάν δεν ισχύει, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης και το ΑΕΠ θα είναι πολύ χαμηλότερα, κάτι που σίγουρα θα έκθετε την κυβέρνηση (στα αποθέματα έχουμε και εμείς αναφερθεί, σε επιτροπές με το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής).
Δεν έχει δίκιο όμως στο ότι τα περιέγραψε ως «Greek Statistics», πριν ακόμη οριστικοποιηθούν – αν και η «σπουδή» των φιλοκυβερνητικών, της κυβέρνησης και της ΕΛΣΤΑΤ να απαντήσουν, δημιουργεί πολλές υποψίες.
Η αλήθεια βέβαια θα φανεί στα μέσα Οκτωβρίου, όταν δεν θα πρόκειται πλέον για προσωρινά στοιχεία, με άγνωστη κατανομή και οι δύο μέθοδοι θα συγκλίνουν – ελπίζοντας να μην υπάρξουν αλχημείες και να ερευνηθούν πολύ προσεκτικά.
Σε κάθε περίπτωση, είναι απαράδεκτο να κατηγορεί η ΕΛΣΤΑΤ τον Τ. Γιαννίτση ότι, διακινεί με ελαφρότητα θεωρίες συνωμοσίας, με υπονοούμενα – πόσο μάλλον όταν είναι υποχρεωμένη να απαντάει σε όλους και να αποδεικνύει την εγκυρότητα των τρόπων υπολογισμού της, κάτι που ασφαλώς δεν έκανε με την πολυσέλιδη απάντηση της, διδασκαλικής μορφής.
Βασίλης Βιλιάρδος
