Γράφει ο Γιώργος Βενετσάνος
Με την ευκαιρία της ιστορικής επετείου, ας ανατρέξουμε στα γεγονότα που προηγήθηκαν. Η Ιταλία, ακολουθώντας την επεκτατική πολιτική της συμμάχου της Γερμανίας και τελούσα υπό το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι από τον Οκτώβριο του 1922, προέβη αιφνιδιαστικά, στις 7 Απριλίου 1939, σε εισβολή και ταχεία κατάληψη της Αλβανίας εντός δύο έως τριών ημερών.
Ο Αλβανός βασιλεύς Αχμέτ Ζώγου κατέφυγε αρχικά στην Ελλάδα και κατόπιν στην Αίγυπτο
Έκτοτε, η Ιταλία επιδόθηκε στη σύσφιξη σχέσεων με την αλβανική άρχουσα τάξη, καλλιεργώντας φιλοδοξίες και επεκτατικές βλέψεις προς τον ελληνικό Νότο.
Η Ελλάδα, εκείνη την εποχή, τελούσε υπό το δικτατορικό καθεστώς του βασιλέως Γεωργίου Β΄ και του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά. Η ελληνική κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με αρχηγό τον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο και υπαρχηγό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Πλατή, διέβλεπαν τον κίνδυνο εμπλοκής της χώρας σε διμέτωπο πόλεμο — με την Ιταλία από την Αλβανία και τη Βουλγαρία από τα βόρεια σύνορα. Υπό το βάρος αυτής της ανησυχίας, εκπονήθηκε ένα αμυντικό σχέδιο, το αποκαλούμενο «ΙΒ» (Ιταλία–Βουλγαρία), το οποίο διακρινόταν για τον έντονα απαισιόδοξο και ηττοπαθή χαρακτήρα του.
Τον Σεπτέμβριο του 1939, η γερμανική εισβολή στην Πολωνία σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Οι εντυπωσιακές επιτυχίες της Γερμανίας στη Δυτική Ευρώπη, την άνοιξη του 1940, ώθησαν και την Ιταλία να εξέλθει στο πλευρό του Άξονα. Στις 10 Ιουνίου 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας· η πρώτη συνθηκολόγησε στις 25 Ιουνίου, ενώ η δεύτερη συνέχισε τον αγώνα.
Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, οι ιταλικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επιθέσεις τόσο στην Αίγυπτο, προερχόμενες από τη Λιβύη, όσο και στην Ανατολική Αφρική, καταλαμβάνοντας την αγγλική Σομαλία και φθάνοντας έως την Κένυα. Τον Οκτώβριο, η Γερμανία, ενεργώντας μονομερώς, ανέλαβε την «προστασία» της Ρουμανίας, αποστέλλοντας εκεί στρατεύματα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την οργή του Μουσολίνι, ο οποίος αποφάσισε να ανταποδώσει, σχεδιάζοντας εισβολή στην Ελλάδα.
Η επιχείρηση θεωρήθηκε εκ των προτέρων εύκολη, καθώς στην Αλβανία στάθμευαν περίπου 105.000 Ιταλοί στρατιώτες, έναντι 35.000 Ελλήνων που υπεράσπιζαν τις παραμεθόριες περιοχές. Επιπλέον, σημαντικός αριθμός Αλβανών (περί τους 5.000) είχε ενταχθεί στις ιταλικές δυνάμεις, ενώ ορισμένοι Έλληνες συνωμότες αντιμετώπιζαν θετικά το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στη συμμαχία του Άξονα. Σύμφωνα με ιταλικά έγγραφα, δεν έλειψαν και οι χρηματισμοί Ελλήνων πολιτικών παραγόντων προς εξυπηρέτηση ιταλικών συμφερόντων. Παρά την απομάκρυνση του υποστράτηγου Πλατή το καλοκαίρι του 1940 λόγω ύποπτων θέσεων, ο Μεταξάς σημείωνε στο προσωπικό του ημερολόγιο την ανησυχία του για τη στάση ορισμένων υπουργών και κρατικών λειτουργών.
Στο στρατιωτικό επιτελείο, ωστόσο, επικράτησαν ψύχραιμες και ρεαλιστικές απόψεις
Το αρχικό σχέδιο «ΙΒ» αναθεωρήθηκε και διαμορφώθηκε σε «ΙΒα», το οποίο προέβλεπε αμυντική γραμμή πλησίον των συνόρων, εκμεταλλευόμενο τη μορφολογία του εδάφους που προσέφερε πλεονέκτημα στην ελληνική πλευρά.
Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού, η 8η Μεραρχία ανέλαβε την άμυνα της Ηπείρου, η 9η Μεραρχία τη Δυτική Μακεδονία, ενώ στην οροσειρά της Πίνδου, μεταξύ των ορέων Γράμμου και Σμόλικα, τοποθετήθηκε μικρή δύναμη προκάλυψης — το Απόσπασμα Πίνδου. Επικεφαλής του τέθηκε ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, γνωστός για την ανδρεία, την ευσυνειδησία και το ήθος του, ο οποίος είχε επανέλθει στην ενεργό υπηρεσία τον Αύγουστο του 1940.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η επίλεκτη ιταλική μεραρχία αλπινιστών «Τζούλια» προετοιμαζόταν στην περιοχή της Ερσέκας, στη Βόρεια Ήπειρο. Ο Δαβάκης, από την πλευρά του, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να συγκροτήσει, να εκπαιδεύσει και να εξοπλίσει την περιορισμένη δύναμη του — τμήματα του 51ου Συντάγματος Πεζικού — προκειμένου να αντιμετωπίσει την επερχόμενη ιταλική επίθεση.
Η φασιστική Ιταλία, ύστερα από σειρά σοβαρών πολιτικών και στρατιωτικών προκλήσεων, κήρυξε στις 28 Οκτωβρίου 1940 τον πόλεμο κατά της Ελλάδος, μετά την κατηγορηματική άρνηση της Ελληνικής Κυβερνήσεως να αποδεχθεί την είσοδο ιταλικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια.
Με την κήρυξη του πολέμου από τη φασιστική Ιταλία στις 28 Οκτωβρίου 1940, ύστερα από την άρνηση της Ελληνικής Κυβερνήσεως να επιτρέψει την είσοδο ιταλικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια, ξεκίνησε η ελληνοϊταλική σύρραξη. Η Ελλάδα, παρά τη σαφή υπεροπλία των δυνάμεων του αντιπάλου, αντέδρασε με αποφασιστικότητα και υψηλό ηθικό, αποδεικνύοντας την ακεραιότητα και τη γενναιότητα του ελληνικού λαού και στρατού.
Η σύρραξη διακρίνεται σε τρεις κύριες περιόδους:
Α΄ Περίοδος (28 Οκτωβρίου – 13 Νοεμβρίου 1940): Η αρχική ιταλική εισβολή αντιμετωπίστηκε με επιτυχία από τις ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες διατήρησαν τις θέσεις τους στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Β΄ Περίοδος (14 Νοεμβρίου 1940 – 6 Ιανουαρίου 1941): Η ελληνική αντεπίθεση οδήγησε στην απελευθέρωση μεγάλου τμήματος της Βορείου Ηπείρου, επιβεβαιώνοντας την ανωτερότητα της ελληνικής στρατηγικής και του ηθικού των στρατιωτών.
Γ΄ Περίοδος (7 Ιανουαρίου – 26 Μαρτίου 1941): Η σταθεροποίηση του μετώπου και η μεγάλη Εαρινή Ιταλική Επίθεση, παρά την ένταση και την κλίμακα της, κατέληξαν σε αποτυχία για τις ιταλικές δυνάμεις.
Κατά τη Γ΄ Περίοδο, η επίθεση επικεντρώθηκε στην περιοχή της Ηπείρου, με κύριο στόχο τα υψώματα 717, 731 και Κιάφε-Λουζίτ. Στις 9 Μαρτίου 1941, στις 06:30 το πρωί, δόθηκε το σύνθημα για την έναρξη της επίθεσης. Ακολούθησε σφοδρός βομβαρδισμός από το πυροβολικό του αντιπάλου, που συνοδεύτηκε από συνεχείς επιδρομές ιταλικών αεροσκαφών. Παρά την πίεση αυτή, οι Έλληνες στρατιώτες κράτησαν σταθερά τις θέσεις τους, ανακαταλαμβάνοντας υψώματα που είχαν προσωρινά καταληφθεί από τον εχθρό.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Εαρινής Ιταλικής Επίθεσης, από τις 9 έως τις 25 Μαρτίου, οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν κάθε προσπάθεια προέλασης των Ιταλών, παρά την αριθμητική και τεχνολογική υπεροχή τους. Η μάχη στο ύψωμα 731 αναδείχθηκε καθοριστική, καθώς η σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των φυσικών πλεονεκτημάτων του εδάφους, εμπόδισε οποιαδήποτε ουσιαστική πρόοδο του εχθρού.
Η Μάχη του Υψώματος 731 καταγράφεται ως σύμβολο ηρωισμού και αυτοθυσίας
Η αδιάκοπη αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων και η αποφασιστικότητα των στρατιωτών κατέδειξαν τη δύναμη του ελληνικού φρονήματος και διασφάλισαν την αποτυχία της ιταλικής επίθεσης στην Αλβανία, αφήνοντας ανεξίτηλη τη μνήμη της γενναιότητας και της αυτοθυσίας των Ελλήνων μαχητών.
Αυτά είναι σε λίγες γραμμές τα πριν και τα μετά, διδαχή για όσους θεωρούν εύκολη λεία την Ελλάδα, μάθημα σε όσους πιστεύουν ότι ο λαος μας ξεχνάει, ράπισμα σε όσους απεργάζονται την ηττοπάθεια αυτού του έθνους, που ξέρει να αμύνεται για την πατρίδα το έθνος τα Ιερά και όσια του.
