Ήταν απόγευμα της 1ης Απριλίου του 1902, πριν ακριβώς 114 χρόνια, στην επαρχιακή πόλη της Καλαμάτας, όταν ο φιλόλογος Ευγένιος Πολυδούρης και η γυναίκα του Κυριακή Μαρκάτου αποκτούν ένα κοριτσάκι που του δίνουν το όνομα Μαρία.
Σχεδόν 28 χρόνια μετά, στις 29 Απριλίου του 1930, έχοντας ήδη ζήσει έναν συναρπαστικό, αλλά και «ασύδοτο» για την εποχή βίο, η σπουδαία Ελληνίδα ποιήτρια, γνωστή και για τον έρωτα της με τον Κώστα Καρυωτάκη, πεθαίνει από ένεση μορφίνης στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια.
Η ίδια είχε ζητήσει λίγο νωρίτερα από τον καλό της φίλο και «αιώνιο θαυμαστή» της, Βασίλη Γεντέκο, να της προμηθεύσει το ναρκωτικό στο θεραπευτήριο όπου βρισκόταν, καθώς είχε προσβληθεί από φυματίωση.
Και ίσως αυτά τα λόγια της Ζωγράφου να συνοψίζουν καλύτερα από κάθε τι άλλο που έχει ειπωθεί ή γραφτεί για αυτήν, τον πυρήνα του χαρακτήρα και της προσωπικότητα της, που δεν είναι άλλος από την έννοια της ελευθερίας.
Αν και γεννημένη στην Καλαμάτα, στην οποία επιστρέφει σε ηλικία 16 ετών, η Πολυδούρη μεγάλωσε, λόγω των μεταθέσεων που πήρε ο καθηγητής πατέρας της, στο Γύθειο και στα Φιλιατρά.
Ο έρωτας που αναπτύσσεται μεταξύ τους από τον Ιανουάριο του 1922 που πρωτοσυναντιόνται είναι σφοδρός και το πάθος της για εκείνον καθηλωτικό. Όπως συμβαίνει όμως με τις ζωές όλων των «καταραμένων» καλλιτεχνών, δεν θα έχει το αίσιο τέλος που όλοι ονειρεύονται. (ο όρος «καταραμένη» χρησιμοποιείται στο άρθρο σε μια πιο ελεύθερη ερμηνεία, μιας και η Πολυδούρη ήταν περισσότερο μια νεο-ρομαντική, λυρική ποιήτρια)
Το ίδιο καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 1922, ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι πάσχει από σύφιλη, μια ανίατη και στιγματική για την εποχή ασθένεια, την οποία εμμέσως παραδέχεται με το ποίημα του «Ώχρα Σπειροχαίτη» (ο ιός που προκαλεί την σύφιλη).
Της ζητά να χωρίσουν λέγοντας της ότι δεν μπορεί να την παντρευτεί, σε αυτήν την κατάσταση υγείας. Εκείνη του απαντά ότι δεν μπορεί να σκεφτεί την ζωή της χωρίς εκείνον και του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο περήφανος Καρυωτάκης αρνείται αυτόν τον απαξιωτικό για εκείνον «συμβιβασμό».
Η Πολυδούρη καταρρέει. Πιστεύει ότι ο Καρυωτάκης είναι ανειλικρινής μαζί της για το θέμα της αρρώστιας και πιστεύει ότι η ιστορία αυτή είναι μια πρόφαση για να την ξεφορτωθεί. Δεν αντέχει όμως να τον χάσει από την ζωή της και έτσι συνεχίζει να διατηρεί φιλική σχέση μαζί του.
Το 1924 γνωρίζει τον Αριστοτέλη Γεωργίου, έναν νέο, όμορφο και πλούσιο δικηγόρο εκ Παρισίων με τον οποίο και αρραβωνιάζεται το 1925. Το έτος αυτό θα φέρει πολλες αλλαγές στην ζωή της. Απολύεται λόγω της ασυνέπειας της στην εργασία από την Νομαρχία Αθηνών, εγκαταλείπει την Νομική Σχόλη, στην οποία φοιτά από την εποχή που πρωτοέφτασε στην πρωτεύουσα και γράφεται στην Σχολή Θεάτρου του Εθνικού και μετέπειτα στην Δραματική Σχολή Κουναλάκη.
Τίποτα όμως απ όλα αυτά δεν μπορούν να γιατρέψουν τον καημό που έχει στην καρδιά της για τον ανεκπλήρωτο έρωτα της με τον Καρυωτάκη. Το 1926 διαλύει τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου και φεύγει για το Παρίσι, όπου και παρακολουθεί μαθήματα υψηλής ραπτικής στην σχολή Εκόλ Πιζιέ.
Εκεί, το 1928, θα εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο Σαριτέ, όπου και θα μάθει ότι έχει προσβληθεί από φυματίωση. Επιστρέφει αμέσως στην Αθήνα και εισάγεται στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Εκεί, στην τρίτη θέση απόρων βρίσκεται μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο που νοσηλεύεται για τον ίδιο λόγο και για τον όποιον η Πολυδούρη γράφει το «Βαριά Καρδιά».
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους μαθαίνει τα νέα για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός του χαμού του «αιώνιου» αγαπημένου της, αποτελεί άλλη μια ευκαιρία για «απελευθέρωση», όπως μόνο οι σπουδαίοι καλλιτέχνες μπορούν να «αξιοποιήσουν» τέτοια τραγικά γεγονότα.
Το 1928 κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή, «Οι τρίλλιες που σβήνουν », ενώ το επόμενο έτος κυκλοφορεί και η δεύτερη δουλειά της, «Ηχώ στο Χάος». Κι όμως, συγκλονισμένη από την απώλεια, καταπονημένη από την ασθένεια, η Πολυδούρη δεν είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Το 1929 θα γράψει αναφερόμενη προφανώς στον εραστή που την εγκατέλειψε με τέτοιον τρόπο, «Αὐτὸς ποὺ αὐτοκτονεῖ γιατὶ τοῦ ἦρθε μιὰ μεγάλη λύπη στὴ ζωή, αὐτὸς εἶνε ἕνας ἀνάξιος τῆς ζωῆς, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν ἔχη δεχτῆ καθόλου. Εἶνε ἕνας μικρόψυχος. Ἑξαιρῶ ὅσους αὐτοκτονοῦν γιατί εἶνε ἄρρωστοι, εἴτε σωματικά, εἴτε ψυχικά. Φυσικὰ εἶνε ταπεινωτικὸ νὰ ζῆ κανεὶς στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, κι᾿ ὅμως νὰ ζῇ!»
Έχει ήδη φτάσει Απρίλιος του 1930. Φήμες λένε ότι ο Άγγελος Σικελιανός, φίλος της που την εκτιμά πολύ, διαθέτει τα χρήματα για την νοσηλεία της στον Χρηστομάνο όπου και την μεταφέρει. Άλλοι λένε ότι ενεργείται έρανος από φίλους της και το «Βήμα», κάτι που όταν το μαθαίνει η Πολυδούρη έξαλλη ζητά να σταματήσει. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι την φροντίδα της έχει αναλάβει η πάντα πιστή σε αυτήν αδερφή της Βιργινία και άλλοι ότι αυτός που τελικά την φρόντισε ήταν ο πρώην αρραβωνιαστικός της.
Όπως και να χει η Πολυδούρη αργοπεθαίνει. Ζητά από έναν φίλο της να την προμηθεύσει με ενέσιμη μορφίνη, η οποία και θα δώσει την χαριστική βολή. Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου «σβήνει» στην κλινική. Θα κηδευτεί την ίδια μέρα στο Α Νεκροταφείο.
Γράφει για εκείνην την ημέρα ο Άγγελος Τερζάκης στο «Βήμα». «Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι, που δεν μοιάζει με τίποτα, το πένθος αυτό των νέων για τους νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται. Είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα».
Μην βιαστείτε να νιώσετε λύπηση για την Πολυδούρη. Είναι αλαζονικό να νιώθουμε στεναχώρια για αυτούς που ακολούθησαν την καρδιά τους και έζησαν την ζωή τους ελεύθεροι. Και όντως η Πολυδούρη έζησε μια έντονη, μποέμ ζωή, πέρα από συμβάσεις και καταπιέσεις.
Παρέα με άντρες, κάτι που τότε φάνταζε «εξώλης και προώλης», με ένα τσιγάρο στο χέρι, στο διαμέρισμα της στην οδό Μεθώνης, στην «αβαντ γκαρντ» καλλιτεχνική περιοχή των Εξαρχείων, πίνοντας και γλεντώντας με φίλους της, σπουδαίους καλλιτέχνες και διανοούμενος, ενεργή στα κοινωνικά κινήματα και ζητήματα, η Πολυδούρη έζησε μια ζωή που λίγες γυναίκες του μεσοπολέμου είχαν την ευκαιρία.
Κι αν ακόμη αυτό το άρθρο, όπως και τα πιο πολλά άρθρα για εκείνη, ασχολείται πιο πολύ με την συναρπαστική ζωή της και τον ρομαντικό έρωτα της με τον Καρυωτάκη παρα με τα ποιήματα της, αυτό δεν μπορεί να υποτιμήσει το καλλιτεχνικό της έργο που είναι ακόμη πιο σπουδαίο.
Η «Αφιέρωση», το «Γιατί μ Αγάπησες», το «Ήρθα μια Μέρα», το «Όλα θα Σβήσουν», το «Παρίσι», το «Σαν Πεθάνω», το «Σωτηρία», το «Ένα βράδυ στον Σταθμο» και τόσα ακόμη ποιήματα και κάποια πεζά.
Η Πολυδούρη είναι μια από τις σημαντικότερες γυναίκες ποιήτριες της Ελλάδας. Επηρεασμένη και αυτή όπως οι περισσότεροι σύγχρονοι της από τον ρομαντισμό και τους «καταραμένους» ποιητές της Γαλλίας, η Πολυδούρη γράφει με λυρισμό για το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής (decadance).
Ακολουθώντας τους αγαπημένους της Μπωντλαίρ, Βερλαίν, Μαιτερλίγκ, αλλά και τους Έλληνες Ζαν Μωρεά και ασφαλώς τον Καρυωτάκη, η Πολυδούρη ασχολείται με τα δυο κύρια θέματα, τον έρωτα και τον θάνατο, με έντονες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις στην γραφή της.
Αν και αρκετοί εντοπίζουν τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες στο έργο της, τα ποιήματα της είναι γεμάτα συναίσθημα, συγκίνηση αλλά και σαρκασμό. Γεμάτα όπως ήταν και η ζωή της.
Η επιμελήτρια της έκδοσης των ποιημάτων της Χριστίνα Ντουνιά έιπε κάποτε σε μια συνέντευξη της: «Ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Η βιογραφία ωστόσο, όταν δεν χρησιμοποιείται λαθεμένα για να ερμηνεύσει το κείμενο, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά με ποικίλους τρόπους στην ανάγνωσή μας».
Και πρόσθεσε, «Μας ενδιαφέρει η ζωή της Πολυδούρη; Ναι, γιατί η ζωή της τρέφει με τόσο συγκλονιστική ειλικρίνεια την ποίησή της, ώστε δεν είναι εύκολο να απομονώσουμε το έργο της, όσο και αν μπορεί κάλλιστα να σταθεί αυτόνομο και ανεξάρτητο».