Η Μαρία Κάλλας γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 2 Δεκεμβρίου του 1923, ως Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου, ήταν κορυφαία Ελληνοαμερικανίδα υψίφωνος και η πλέον γνωστή παγκοσμίως ντίβα της όπερας.
Σύμφωνα με μαρτυρία της μητέρας της Ευαγγελίας Δημητριάδου-Καλογεροπούλου, η Μαρία γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1923, ενώ στην ταυτότητά της αναφερόταν η 2α Δεκεμβρίου, ημερομηνία στην οποία επέμενε και η ίδια.
https://m.youtube.com/watch?v=1iwGIBewHPM#
Η ακρόασή της από τον Έντουαρντ Τζόνσον, διευθυντή της Όπερας, φέρνει την προσφορά δύο ρόλων στα έργα “Φιντέλιο” του Μπετόβεν και Μαντάμ Μπατερφλάι του Πουτσίνι. Η Κάλλας απορρίπτει τους ρόλους. Δε θέλει να τραγουδήσει τον “Φιντέλιο” στα αγγλικά, ενώ αισθάνεται πολύ εύσωμη ώστε να ερμηνεύσει την αιθέρια “Μπάτερφλάι”.
Η γνωριμία της με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Αρένας της Βερόνα, Τζοβάννι Τζενατέλλο την οδηγεί στην Ιταλία. Εκεί στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με τη “Τζοκόντα” του Αμιλκάρε Πονκιέλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη από το “Τριστάνος και Ιζόλδη” στη Βενετία υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Τούλιο Σεραφίν.
Συνάμα έρχεται και η γνωριμία της με τον μουσικόφιλο Ιταλό βιομήχανο Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, με τον οποίο παντρεύονται στις 21 Απριλίου 1949. Ο Μενεγκίνι έχοντας και ρόλο μάνατζερ άσκησε καταλυτική επιρροή στην καριέρα της Κάλλας, υποβάλλοντάς την σε δίαιτα με σκοπό να αποκτήσει καλύτερη εμφάνιση και αποτρέποντάς την από κάθε βιοτική ενασχόληση με την οικονομική κάλυψη, που της παρείχε. Έτσι τον ίδιο χρόνο η Κάλλας κάνει καλλιτεχνικές εμφανίσεις στο Μπουένος Άιρες και το 1950 στο Μεξικό.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1951 η Κάλλας ανοίγει τη σαιζόν στη Σκάλα του Μιλάνου με τους “Σικελικούς Εσπερινούς”, εμφάνιση που της προσφέρει μεγάλη αναγνώριση. Κατά τη διάρκεια των επόμενων επτά ετών η Σκάλα θα είναι η σκηνή των μέγιστων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων.
Στο τέλος, ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν τόσο μεγάλος που κάλεσαν την Κάλλας 10 φορές στη σκηνή. Τα σκηνικά, στην ιστορική αυτή παράσταση, υπέγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης, τα κοστούμια φιλοτέχνησε ο Αντώνης Φωκάς και η σκηνοθεσία ήταν του Αλέξη Μινωτή. Τη σύμπραξη της Μαρίας Κάλλας με την Εθνική Λυρική Σκηνή διήθυνε από το πόντιουμ ο Τούλιο Σεραφίν. Στις 6 Αυγούστου του 1961, η Μαρία Κάλλας ερμήνευσε στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου τη Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Στην παράσταση συμμετείχαν περισσότερα από 200 πρόσωπα.
Επρόκειτο για έναν ακόμη θρίαμβο της μεγάλης καλλιτέχνιδας, η οποία αποθεώθηκε από τους 17.000 θεατές της βραδιάς, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ, ο πρίγκιπας Πέτρος του Μονακό και άλλοι.
http://www.youtube.com/embed/TYl8GRJGnBY
Τη σκηνοθεσία της παράστασης είχε αναλάβει ο Αλέξης Μινωτής, τα σκηνικά-κοστούμια υπέγραψε ο Γιάννης Τσαρούχης (είχε “ντύσει” την Κάλλας, την οποία θαύμαζε πολύ, στη Μήδεια και στη Νόρμα), οι χορογραφίες ήταν της Μαρίας Χορς και η διεύθυνση ορχήστρας του Νίκολα Ρεσίνιο. Τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί, εκτός λίγων των 300, 400 και 500 δραχμών.
Μετά τη μνημειώδη αυτή παράσταση στην Επίδαυρο, ήρθε η σειρά της Σκάλας του Μιλάνου, τον Δεκέμβριο. “Πολλές αναποδιές και δυσκολίες τεχνικές και ψυχολογικές στην αρχή των δοκιμών, αλλά όταν η Κάλλας ήρθε στην πρόβα, όλα πήγαν μέλι-γάλα”, σημειώνει ο Αλέξης Μινωτής στο βιβλίο του Μακρινές Φιλίες. “Στο τέλος όλοι αναγνώρισαν πως η παράσταση αυτή ήταν ίσως η καλύτερη που έγινε ποτέ στη Σκάλα του Μιλάνου” Τον Ιανουάριο του 1964 η Μαρία Κάλλας πείθεται από το Φράνκο Τζεφιρέλι να συμμετάσχει σε μία νέα παραγωγή της “Τόσκα” στη σκηνή του Κόβεντ Γκάρντεν (Covent Garden).
Η παράσταση εκθειάζεται από τους κριτικούς ενώ ακολουθεί την ίδια χρονιά νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος στην Όπερα των Παρισίων με τη “Νόρμα”. Παρά τα φωνητικά προβλήματα που έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει το παρισινό κοινό την υποδέχεται θερμά. Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας στο Κόβεντ Γκάρντεν με την “Τόσκα” σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι.
Ο έρωτας της με τον Αριστοτέλη Ωνάση
Ο Ωνάσης και η Κάλλας γνωρίστηκαν το 1957, σε μια δεξίωση που διοργάνωσε η γνωστή κοσμικογράφος της εποχής, Έλσα Μάξγουελ. Ο μεγιστάνας έβαλε στο στόχαστρο την Ελληνίδα ντίβα της όπερας, αλλά δεν είχε την ευκαιρία να τη φλερτάρει ανοιχτά. Το ειδύλλιο μεταξύ τους αναπτύχθηκε δύο χρόνια μετά, όταν ο Ωνάσης προσκάλεσε την Κάλλας και τον σύζυγό της, Μενεγκίνι, σε κρουαζιέρα, με την πολυτελή θαλαμηγό του.
Η παρουσία της συζύγου του, Τίνας Λιβανού, δεν απασχόλησε τον Ωνάση, που είχε επικεντρωθεί στον στόχο του. Στη Μαρία Κάλλας. Όταν διεκδικούσε μια γυναίκα, ο Αρίστος δεν είχε αναστολές. Φλέρταρε την Κάλας σχεδόν ανοικτά. Ο ερωτισμός ανάμεσά τους ήταν πλέον ορατός. Τόσο, που όταν κατά τη διάρκεια μιας στάσης στην Κωνσταντινούπολη ανέβηκε στη θαλαμηγό ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ευλόγησε την Κάλλας και τον Ωνάση, νομίζοντας ότι είναι σύζυγοι. Όταν αποκαταστάθηκε η αλήθεια, επικράτησε αμηχανία. Όλοι είχαν καταλάβει ότι η ευλογία του Πατριάρχη ήταν προφητική.
Η ζωή του ζευγαριού
Το ζευγάρι είχε μεσογειακό ταμπεραμέντο. Υπήρχε έρωτας και πάθος. Με το ίδιο πάθος όμως, Ωνάσης και Κάλλας καυγάδιζαν σχεδόν καθημερινά. Η Κάλλας δεν είχε καμία σχέση με τις πειθήνιες γυναίκες, που συνήθως γνώριζε ο Ωνάσης και οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες.
Ο μεγιστάνας έφτανε συχνά στο σημείο να προσβάλλει και να πληγώνει την ντίβα, ακόμη και δημόσια. Κάτι που για τον Σμυρνιό ήταν συνηθισμένο. Με το πέρασμα του χρόνου, ο κοσμοπολίτης Αρίστος άρχισε να απομακρύνεται από τη σύντροφό του. Η Κάλλας, που είχε αραιώσει τις εμφανίσεις της στην όπερα, περνούσε ατέλειωτεςώρες στη θαλαμηγό, περιμένοντάς τον. Όπως λένε όσοι την έζησαν, η Μαρία είχε αφιερωθεί με σώμα και ψυχή, σε έναν έρωτα που δεν είχε την απαιτούμενη ανταπόκριση.
Στην αρχή ήταν απαρηγόρητη και κυριευμένη από ζήλια, αλλά αργότερα κατάλαβε, ότι ο Ωνάσης δεν έπαψε ποτέ να τη αγαπά. Ενώ ήταν παντρεμένος με την Τζάκι, συνέχιζε να επισκέπτεται την αγαπημένη του Μαρία και να ζει κάποιες στιγμές μαζί της. Παρόλο που οι δυο τους χώρισαν, δεν έπαψαν ποτέ να αγαπιούνται και η Κάλλας στάθηκε στο πλευρό του άντρα της ζωής της, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήταν ένας απόλυτος έρωτας για την ντίβα, που μπορούσε να αγαπήσει ολοκληρωτικά. Ο Ωνάσης όμως δεν αφιερώθηκε ποτέ σε μία γυναίκα. Για αυτόν ήταν τρόπαια, που όταν κατακτούσε το ένα, έβαζε στόχο για το επόμενο. Ίσως η Κάλλας ήταν η μόνη, με την οποία έμεινε μαζί τόσο πολύ.
Το τέλος της σπουδαίας σοπράνο
Τo 2010, νέο φως στο μυστήριο που περιβάλλει το θάνατο της Μαρίας Κάλλας έρχεται να ρίξει ιταλική έρευνα, η οποία ανατρέπει την άποψη ότι η δημοφιλής σοπράνο πέθανε από υψηλή δόση βαρβιτουρικών (διότι της είχε στοιχίσει η επώδυνη σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση). Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο, που παρουσίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, η τραγουδίστρια υπέφερε από δερματομυοσίτιδα, μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς, συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Έτσι, μοιάζει να εξηγείται και η συνεχής παρακμή του μεγαλείου της φωνής της, που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Σύμφωνα με την επίσημη ιατρική έκθεση, ο θάνατος της Κάλλας στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 οφειλόταν σε καρδιακή ανακοπή. Όπως εξηγούν οι δύο Ιταλοί επιστήμονες, η θεραπεία για τη δερματομυοσίτιδα βασίζεται σε κορτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά σκευάσματα, τα οποία είναι πιθανό να επιφέρουν σταδιακά καρδιακή ανεπάρκεια. Επομένως, ο Φούσι και ο Παολίλο συμφωνούν με την επίσημη ιατρική έκθεση, μόνο που διευκρινίζουν ότι η ανακοπή δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά το αποτέλεσμα της εκφυλιστικής μυασθένειας. Αφετηρία για τις ιταλικές έρευνες αποτέλεσαν οι ηχογραφήσεις της διάσημης σοπράνο, τόσο από το στούντιο όσο και από ζωντανές εμφανίσεις της.
Με την μέθοδο της φασματογραφικής ανάλυσης οι επιστήμονες εξέτασαν τις ηχογραφήσεις ίδιων κομματιών από διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαπίστωσαν τις αλλοιώσεις στη φωνή της καλλιτέχνιδας, η οποία έφτασε τα τέλη της δεκαετίας του ’70 να γίνει μέτζο σοπράνο. Οι δύο φωνίατροι ανέλυσαν επίσης και τα τελευταία βίντεο της Κάλλας, στα οποία ήταν εμφανής και η μυϊκή χαλάρωση που είχε υποστεί, αφού ο θώρακας της δεν διατεινόταν κατά τη διάρκεια των αναπνοών. Η μελέτη αυτή έρχεται να ρίξει νέο και πιθανότατα καθοριστικό φως στη διάγνωση της δερματομυοσίτιδας, που είχε σχηματίσει ο ιατρός Μάριο Τζακοβάτσο, ο οποίος είχε επισκεφτεί την τραγουδίστρια το 1975, αλλά είχε κρατήσει κρυφή τη διάγνωση του μέχρι το 2002.