Ή την ετυμολογία της;
(ο) σηματωρός < σήμα (γενική σήματος) + -ωρός (< αρχαία ελληνική ὤρα: φροντίδα, προσοχή) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική homme des signaux) (η λέξη μαρτυρείται από το 1858)
(ναυτικός όρος) πόστο, θέση σε πολεμικό πλοίο, στην οποία ο υπεύθυνος έχει σαν έργο τη λήψη ή την αποστολή οπτικών σημάτων
(μεταφορικά) κάτι ή κάποιος που δείχνει έναρξη