Η Σοφία Αντωνιάδη (1895-1972) ήταν Ελληνίδα βυζαντινολόγος. Ήταν η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια σε ολλανδικό πανεπιστήμιο και από τις λίγες Ελληνίδες που κατείχαν θέση σε ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο.
Γεννήθηκε στις 31 Ιουλίου 1895 στον Πειραιά. Η καταγωγή της ήταν από την Κρήτη, με την παράδοση να αναφέρει πως ήταν απόγονος της βυζαντινής οικογενείας των Μελισσηνών. Ο πατέρας της Ανδρέας ήταν δικηγόρος στον Πειραιά, ενώ η μητέρα της, ανήκε σε γνωστή οικογενεία των Αθηνών. Ολοκλήρωσε την βασική της εκπαίδευση παρακολουθώντας μαθήματα στην Ελληνογαλλική Σχολή της Αικατερίνης Διαμαντοπούλου. Έλαβε το απολυτήριο της (bacalauréat) από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών.
Το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων καθυστέρησε τις σπουδές της, και έτσι μετέβη στο Παρίσι για να σπουδάσει στην Σορβόννη, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα ελληνικής και γαλλικής φιλολογίας, και πήρε το πτυχίο (licence) της στις κλασικές σπουδές το 1920.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1922, εξέδωσε το «Θυσία του Αβραάμ», ενώ την περίοδο 1924-1926 έδωσε σειρά διαλέξεων σχετικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου. Το 1930, υπό την επίβλεψη του Ουμπέρ Περνό (Hubert Pernot), καθηγητή του Πανεπιστημίου του Παρισιού, απέκτησε το διδακτορικό της δίπλωμα με την διατριβή « L’ Ėvangile de Luc. Esquisse de grammaire et de style » (Το Ευαγγέλιο κατά Λουκά), καθώς και τη συνοδευτική διατριβή « Pascal traducteur de la Bible » (Ο Πασκάλ ως μεταφραστής της Βίβλου).
Το 1935, σε ηλικία 35 ετών, εξελέγη έκτακτη καθηγήτρια παλαιοχριστιανικής, μεσαιωνικής και νεοελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Λάιντεν, στη θέση του Ολλανδού Βυζαντινολόγου Ν. Κ. Χέσελινγκ. Το 1951 έγινε τακτική καθηγήτρια στην ίδια έδρα, ενώ από το 1948 είχε εκλεγεί στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ στην έδρα της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.
Δίδαξε στην Ολλανδία για 25 χρόνια, εκτός από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν και επέστρεψε στην Ελλάδα. Αποχώρησε από την πανεπιστημιακή της σταδιοδρομία το 1955 όταν και ανέλαβε την θέση της διευθύντριας στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας. Έμεινε στην θέση αυτή μέχρι το 1966, όταν και επέστρεψε στην Αθήνα.
Απεβίωσε στις 25 Ιανουαρίου 1972 στην Αθήνα.
Έργο
Εξέδωσε διδακτικό εγχειρίδιο για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, στα ολλανδικά, ενώ το 1939 εξέδωσε τόμο σχετικά με την θέση της λειτουργίας στην παράδοση των ελληνικών γραμμάτων (« Place de la liturgie dans la tradition de lettres grecques »). Σε αυτόν τον τόμο απέδειξε ότι η ορθόδοξη λειτουργία έχει τις ρίζες της στην κλασική και μετακλασική φιλολογία. Ακόμη, δημοσίευε άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, ενώ συμμετείχε και σε διεθνή συνέδρια.
Από την θέση που κατείχε στο Ινστιτούτο της Βενετίας συνέβαλε στην αναστήλωση και ανακαίνιση διάφορων κτιρίων, όπως αυτού της Φλαγγινείου Σχολής και του Ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, όπου ίδρυσε μουσείο. Προχώρησε ακόμη στην έκδοση του περιοδικού «Θησαυρίσματα», και στην οργάνωση της Βιβλιοθήκης του Ινστιτούτου.
Βραβεύσεις
Το 1950 τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Ευποιίας, και με το παράσημο του Τάγματος του Φοίνικος, ενώ η Ακαδημία Αθηνών την εξέλεξε αντεπιστέλλον μέλος της. Όταν αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο του Λάιντεν, οι συνάδελφοι και φοιτητές της, της αφιέρωσαν τιμητικό τόμο με τίτλο «Αντίδωρον».