Η Δεκαετία του 2010 που θα Χαράξει τον Ελληνικό 21ο Αιώνα: Η Κανονικοποίηση του Καθεστωτικού (Μνημονιακού) Χαρακτήρα στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Ι

Όταν η Ελλάδα, «προσκάλεσε» τους «εταίρους» μας στην ούτω αποκαλούμενη «Ενωμένη» Ευρώπη ΚΑΙ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), να μας «σώσουν» από την επαπειλούμενη «άτακτη» χρεοκοπία όπως λίγο μετά αυτό το επιχείρημα παγιώθηκε εκ μέρους των «Μνημονιακών» πολιτικών μας, αν δεν αποδεχόμασταν την «συνδρομή» των άνω «σωτήρων» μας), και γνωρίζοντας με βάση την προηγούμενη πείρα, το τι σημαίνει η παρουσία του ΔΝΤ σε ένα «σχήμα διάσωσης» μιας Χώρας, της δικής μας εν προκειμένω, (και σημαίνει την κατεδάφιση του Κοινωνικού Κράτους και την λεηλασία της εθνικής και της (ιδίως) μικρομεσαίας ιδιωτικής περιουσίας, με την ταυτόχρονη έργω καταπάτηση του Κράτους Δικαίου), σχεδόν αμέσως το μυαλό μου πήγε στον αείμνηστο Πρόεδρο της Κύπρου Τάσο Παπαδόπουλο, ο οποίος στο ιστορικό του διάγγελμα της 7ης Απριλίου 2004, με το οποίο καλούσε τους συμπατριώτες του να καταψηφίσουν το Σχέδιο Ανάν, και ειδικότερα στη φράση του «Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω «κοινότητα» χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα».
Το γιατί το μυαλό πήγε εκεί, οφείλεται στην πεποίθησή μου, ότι η άφιξη του ΔΝΤ στην Ελλάδα, δεν υπήρχε κανείς λόγος να σημαίνει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι σημαίνει κατά κανόνα σε κάθε άλλη περίπτωση εμπλοκής του ευαγούς αυτού ιδρύματος σε άλλες χώρες : σημαίνει, αυτό ανάμενα, πέραν των γνωστών του νεοφιλελεύθερων «θεραπευτικών αγωγών» που προσφέρει ΣΕ ΚΑΘΕ ΧΩΡΑ στην οποία πηγαίνει, την ΚΑΤΑΠΑΤΗΣΗ κάθε έννοιας ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ και σεβασμού των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και της ίδιας της εθνικής κυριαρχίας του Κράτους που πέφτει στην ανάγκη του. Έψαχνα συνεπώς να βρω, αν υπήρχε είτε στα πλαίσια των ηγεσιών των τότε δύο κομμάτων εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία), είτε στα πλαίσια των πολιτικών που θα μπορούσαν να αναδειχθούν εντός των κομμάτων αυτών ως διάδοχες ηγεσίες και να διαδηλώσουν πως ουδέποτε θα δέχονταν η οικονομική κρίση να επιτραπεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για να μετατραπεί η Ελληνική Δημοκρατία και το εν αυτή Κράτος Δικαίου σε κέλυφος των Δημοκρατικών και Συνταγματικών Αρχών ως και των Κυριαρχικών της Δικαιωμάτων, αλλά, όσο προσεκτικότερα κοίταζα, τόσο περισσότερο και με κυρίευε η απογοήτευση ότι μπορούσε η Πατρίδα να περιμένει κάτι το ουσιαστικά σωτήριο από δαύτους. Και σε ό,τι αφορά την Αριστερά, την εποχή εκείνη, ούτε και ο πιο ευφάνταστος νους δεν θα μπορούσε να προβλέψει πως θάρχονταν και η ώρα της, ενός τμήματός της για την ακρίβεια, να δοκιμαστεί κι αυτή στη Μεγάλη Σκηνή των Πράξεων, απλά, για να πιστοποιήσει ΚΑΙ ΑΥΤΗ την ενίοτε μεγάλη απόσταση που χωρίζει αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε, θέλουμε και μπορούμε, από αυτό που είμαστε, θέλουμε και μπορούμε πραγματικά.

ΙΙ

Έτσι, αν με ρωτούσε κάποιος, τι θεωρώ ως την πλέον σημαντική εξέλιξη τα τελευταία τρία χρόνια, (από την τυπική «έξοδο» της Χώρας από τα Μνημόνια) είναι τούτο : το πόσο ανέλπιστα λίγος χρόνος απαιτήθηκε, ώστε αυτό που αποκαλείται «Μνημονιακή Περίοδος», να έχει σχεδόν λησμονηθεί, και κυρίως οι συνέπειές της. Η λέξη «Μνημόνια», δεν αναφέρεται παρά σπάνια, και αναφέρομαι ΚΥΡΙΩΣ στην καθημερινότητα των πολιτών, ως εάν η «Μνημονιακή Περίοδος» να αποτελεί ένα «ιστορικό» γεγονός του απώτερου παρελθόντος, ως εάν ό,τι είχε βιώσει τότε ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ, δεν ήταν και τέτοιας σπουδαιότητας για τις ζωές των απλών πολιτών και της ίδιας της Χώρας, και ως εάν, ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ, να μην βρισκόμαστε ΕΝΤΟΣ αυτής της «Περιόδου», η οποία, τυπικά (μονάχα), λήγει το 2060, και έως τότε, θα διέπει την οικονομική, κοινωνική ΚΑΙ πολιτική ζωή της Χώρας, ΕΚΤΟΣ και αν, πράγμα μη ορατό επί του παρόντος, κάτι συμβεί και οι υφιστάμενες μνημονικές δεσμεύσεις καταργηθούν.
Πώς συνέβη αυτό το όντως θαύμα; Αυτό συνέβη μέσω της «Κανονικοποίησης» της Μνημονιακής Αθλιότητας, η οποία επεβλήθη με την ταυτόχρονη αναμφισβήτητη πολιτική νίκη του Παλαιοκομματισμού, αυτού που μας έφερε στα Μνημόνια, αυτού που συνέβαλε στην εγκαθίδρυσή τους, αυτού που μετέτρεψε τη Χώρα σε ερείπια οικονομικά και κοινωνικά, αυτού που διέλυσε την ίδια την Δημοκρατία, εν ονόματι του Μνημονιακού Συμφέροντος (και ό,τι αυτό εκπροσωπεί) το οποίο βάφτισε «Εθνικό (Γενικό) Συμφέρον», αυτού που αυτοπροβάλλεται ως «Μονόδρομος» για τη σωτηρία της Πατρίδας, αυτού, που όντως, μετέτρεψε την Εθνική Κρίση σε ΔΙΚΗ ΤΟΥ ευκαιρία να αναγεννηθεί από τις στάχτες του, όταν κάποια στιγμή, στις εκλογές του 2012, τα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), μετά βίας υπερέβησαν αθροιστικά το 1/3 των συνολικών ψήφων, με τις προοπτικές τους να εμφανίζονταν ακόμα πιο ζοφερές, αν δεν έρχονταν ουρανόθεν, το πλέον θορυβώδες αντιμνημονιακό Αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που σύντομα θα μεταπηδούσε κι αυτό στο Μνημονιακό Τόξο του πολιτικού συστήματος και εν τέλει θα ενσωματώνονταν στο Παλαιοκομματικό Σύστημα κυριολεκτικώς διασώζοντάς το από τον πολιτικό του αφανισμό).
Άλλωστε, η ίδια η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη, λόγω των ΑΓΟΡΑΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ δημοσιονομικών και οικονομικών κριτηρίων που ισχύουν σ’ αυτή και των συνεπειών της μη επίτευξης και κυρίως της διατήρησής τους, προδικάζει και το τι μπορούμε να αναμένουμε ως προοπτική, σε συνδυασμό πάντα με το πώς ο καθείς αξιολογεί τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να παραμένει «όρθια» στο εξαιρετικά ανταγωνιστικό και απαιτητικό υπερνεοφιλελεύθερο «γήπεδο» του ευρώ, όχι πλέον με τα προ του 2010 δεδομένα, αλλά με αυτά που δημιουργήθηκαν εντός του Μνημονιακού Καθεστώτος. Βεβαίως, κάποιος μπορεί να επισημάνει την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, ότι τα παραπάνω κριτήρια, ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΟΥΝΤΑΙ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΆ, είναι ζήτημα πόσες χώρες τα ικανοποιούν, ακόμα δε και η Γερμανία! Αλλά, αυτή η πραγματικότητα, ΟΥΔΟΛΩΣ απέτρεψε την Ελλάδα να αποφύγει την είσοδό της στα Μνημόνια, λόγω του ελλείμματός της, κοντά στο 14% (και σε ό,τι αφορά το χρέος της, να θυμίσω πως την περίοδο εκείνη θεωρούνται «διαχειρίσιμο», εξ ου και καμία κουβέντα δεν γίνονταν δεκτή για την αναδιάρθρωσή του), σε μια περίοδο που λόγω της διεθνούς κρίσης, ακόμα και οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, παρουσίαζαν ελλείμματα καθόλου ευκαταφρόνητα για τα δεδομένα των (ισχυρών τους) οικονομιών, αλλά, που παρ’ όλα αυτά, ενώ ΠΛΗΘΟΣ χωρών της Ευρωζώνης πληρούσαν τα κριτήρια να υπαχθούν σε «προγράμματα» ανάλογα με τα εφαρμοσθέντα στην Ελλάδα (Μνημόνια), εν τούτοις, αυτό δεν συνέβη παρά επιλεκτικά για τις πιο (πολιτικά) ευάλωτες χώρες του Νότου Ελλάδα, Πορτογαλία και Κύπρο και με την Ελλάδα να «πρωταγωνιστεί» ως προς την βαρβαρότητα των επιβληθέντων Μνημονιακών μέτρων. Όμως, ακόμα και αν θα πληροί η Χώρα κατά τα επόμενα χρόνια, όλα τα άλλα κριτήρια (αυτά δηλαδή του Μάαστριχτ), αυτό το δημόσιο χρέος του άνω του 200% του ΑΕΠ (καθαρό επίτευγμα των Μνημονίων), ΣΥΝ το επίσης δυσθεώρητο ιδιωτικό χρέος των κοντά 250 δις ευρώ (κι αυτό καθαρό επίτευγμα των Μνημονίων), το οποίο κάποια στιγμή, μέρος του τουλάχιστον, θα μετατραπεί σε δημόσιο χρέος, άμεσα ή έμμεσα (π.χ., μέσω ενδεχομένων νέων ανακεφαλαιοποιήσεων των Τραπεζών), μόνο αν είμαστε αιθεροβάμονες θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε ως «διαχειρίσιμο» μέγεθος και ότι κάποια στιγμή δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε αυτή την πραγματικότητα, αλλά, από πολύ πιο δυσχερή θέση από εκείνη του 2010. Και το ερώτημα, ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΝ οι Μνημονιακές δεσμεύσεις μας, δεν είναι το ΑΝ αυτή η συνάντηση με το Μοιραίο θα συμβεί, αλλά. ΠΟΤΕ θα συμβεί.
Στο παρόν άρθρο, ΔΕΝ θα εστιάσουμε στα οικονομικά χαρακτηριστικά των Μνημονίων, τόσο ως πρόδρομα χαρακτηριστικά που μας οδήγησαν σε αυτά, (αν όντως αυτά ευθύνονταν για να οδηγηθούμε στα Μνημόνια, πράγμα που τουλάχιστον εκ μέρους μου αμφισβητείται), όσο και ως συνέπειές τους. Το παρόν άρθρο, εστιάζει στην «πολιτική κληρονομιά» των Μνημονίων, δηλαδή, στο πόσο και πώς επηρέασαν την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και, ασφαλώς, στις συνέπειες αυτού του γεγονότος. Τα οποία οικονομικά τους χαρακτηριστικά, που θα αναφερθούν εδώ όλως ενδεκτικά, απλώς θα μνημονευθούν ως παραδείγματα ισχυροποιητικά των ισχυρισμών μου αναφορικά με τα πολιτικά χαρακτηριστικά των Μνημονίων και τις συνέπειές τους στην Ελληνική Δημοκρατία.
Οι βασικές μας παραδοχές εν προκειμένω είναι, πως όταν μιλάμε για ένα Κράτος, κανείς δανειστής (πόσο μάλλον ΙΔΙΩΤΗΣ δανειστής) δεν νομιμοποιείται να αιτείται από το «Κράτος-οφειλέτη», τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο, από το να αποπληρώσει την προς αυτό οφειλή του. Κι αυτή την «νομιμοποίηση», ένα Κράτος Δικαίου, δεν αναμένει μονάχα να την «λάβει υπόψη» του (ή την «σεβαστεί») ο οποιοσδήποτε δανειστής του, αλλά, την επιβάλλει το ίδιο, ως αναγκαστικό κανόνα των «συναλλαγών» του μαζί του. Βεβαίως ο κάθε δανειστής, δικαιούται να τυγχάνει της αναγκαίας πληροφόρησης για την γενική οικονομική κατάσταση του Κράτους-οφειλέτη και των προοπτικών του, των ασκούμενων πολιτικών (σε καμία όμως περίπτωση να τις υποδεικνύει, πός μάλλον να τις εγκρίνει, διότι αυτό αποτελεί ΑΝΕΚΧΩΡΗΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ), όπως επίσης και δικαιούται, όταν η εν γένει οικονομική πορεία του Κράτους να μην τον ικανοποιεί, να αποσύρει το ενδιαφέρον του για τη χρηματοδότησή του, και, δυνάμει των όρων της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης και του Δικαίου που την διέπει, να κάνει χρήση των σχετικών υπέρ αυτού προνοιών. Ακόμα όμως και αν το Κράτος-οφειλέτης εκ λόγων ανωτέρας βίας (π.χ., μια διεθνής κρίση), βρεθεί σε προσωρινή αδυναμία εκπλήρωσης των δανειακών του υποχρεώσεων, τότε, δυνάμει των συνήθων κρατούντων χρηστών ηθών και της καλής πίστης στις συναλλαγές, οι δυο πλευρές έρχονται ΑΜΕΣΑ σε συνεννόηση για διευθέτηση των σχετικών με την αποπληρωμή όρων, και ή συμφωνούν ή λύνουν την μεταξύ τους συνεργασία, οι δε όποιες μεταξύ τους διαφορές, επιλύονται δικαστικώς. Μια ακόμα θεμελιώδης παραδοχή, που γίνεται εν προκειμένω, είναι πως όταν μιλάμε για ΙΔΙΩΤΕΣ ΠΙΣΤΩΤΕΣ κρατικών οντοτήτων, και μάλιστα αναπτυγμένων οικονομικά Χωρών, όπως η Ελλάδα, αυτοί οι «ιδιώτες», είναι συνήθως μεγάλες τράπεζες και άλλα Funds (Ταμεία), οι οποίοι, αδιάφορο αν μιλάμε για ντόπιους ή ξένους «ιδιώτες», βρίσκονται σε «ανοικτή επικοινωνία» με τις κυβερνήσεις τους. Για παράδειγμα, η απαλλαγή των ιδιωτών δανειστών από το ελληνικό χρέος το 2010, με βάση το επιβληθέν στη Χώρα μας Μνημονιακό Καθεστώς, δεν έγινε «έτσι απλά» επειδή το ζήτησαν «κάποιες τράπεζες», κι «έτσι απλά» κάποιες Κυβερνήσεις είπα «οκ, θα αναλάβουμε εμείς το ελληνικό χρέος), χωρίς να υπάρξουν διεργασίες και διαβουλεύσεις μεταξύ των ξένων ΙΔΙΩΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΩΝ που κατείχαν το ελληνικό χρέος (π.χ., γερμανικές και γαλλικές τράπεζες -και άλλες ασφαλώς) και των κυβερνήσεών τους (π.χ. της γερμανικής, γαλλικής, κ.λπ,), ώστε οι τελευταίες ακολούθως να αρχίσουν να ασκούν πιέσεις στην ελληνική Κυβέρνηση για αποδοχή του «σχήματος» αυτού χρηματοδότησης, με τους γνωστούς όρους.
Όντως, η χειρότερη, η πλέον επικίνδυνη και η αθλιότερη κληρονομιά της Μνημονιακής Περιόδου, την οποία αποδεχτήκαμε δια της μη αποποιήσεώς της, και άρα αποδεχτήκαμε και τα επαχθή της (οικονομικά, κοινωνικά ΚΑΙ πολιτικά) «βάρη» της, και εξακολουθούμε να την αποδεχόμαστε, είναι κυρίως η αθλιότητα που είχε (έχει) να κάνει με τα όσα δεινά επέφερε στην ίδια την Δημοκρατία και την Εθνική Κυριαρχία της Πατρίδας μας, πολύ περισσότερο και από τα ίδια τα οικονομικά και κοινωνικά δεινά των Μνημονίων, των οποίων οι συνέπειες, ως προς το περιεχόμενο και το μέγεθός τους, ασφαλώς, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν παρά ως συνέπειες «αντάξιες» των δεινών που φέρνει ένας πόλεμος και μια Κατοχή της Χώρας από Ξένη Δύναμη.
Ποτέ άλλοτε η διατύπωση πως η Ελλάδα κατ’ εκείνη την περίοδο βρίσκονταν σε «πόλεμο», δεν κυριολεκτούσε, σε αντίθεση με τους συνήθεις «πολέμους» που οι πολιτικοί αρέσκονται να αναφέρονται, όταν έχουν την ανάγκη να υπογραμμίσουν τις «ηρωικές» τους μάχες υπέρ του Λαού και του Εθνικού Συμφέροντος. Όπως το είχε θέσει ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ Γεώργιος Φλωρίδης, κατά τη συζήτηση στη Βουλή (6/5/2010) του πρώτου Μνημονίου, «Η χώρα ή είναι σε πόλεμο και χρησιμοποιεί κανόνες πολέμου, ή αλλιώς δεν μπορεί να αισθάνονται κάποιοι ότι πηγαίνουν σε μία σχολική εκδρομή!» (Πρακτικά συζήτησης στη Βουλή της 6/5/2010, σελ. 6728). Κι όμως, κι αυτές οι ολέθριες οικονομικές συνέπειες, ίσως και να ελάμβαναν μια ερμηνεία που θα περιορίζονταν μονάχα στα οικονομικά χαρακτηριστικά τους, αν δεν υπήρχε ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ και η άλλη συνέπεια των Μνημονίων, που δεν είχε καμία σχέση με τους λόγους που προβλήθηκαν για την επιβολή τους, (η αντιμετώπιση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, αρχικά, και πολύ σύντομα του δημοσίου χρέους), αλλά κυρίως, δεν είχαν καμία σχέση με ό,τι ένας δανειστής μπορεί να επιβάλλει ως όρο σε ένα δανειζόμενο Κράτος, και ένα δανειζόμενο Κράτος να αποδεχτεί ως όρους ενός δανειστή του. Και αυτός ο όρος που ΔΕΝ μπορεί να υποβάλλει (και επιβάλει) ένας δανειστής σε ένα Κράτος που δανείζεται απ’ αυτόν, αλλά και το Κράτος δεν δύναται να τον αποδεχτεί, είναι εκείνος ο όρος που πλήττει την Εθνική του Κυριαρχία και την ουσία του Καταστατικού του Χάρτη, δηλαδή, το Σύνταγμά του, (τόσο σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό του, όσο και σε ό,τι αφορά τα της λειτουργίας των Πολιτειακών του Θεσμών).
Μάλιστα, η άνω, η τόσο συχνή αναφορά κατά την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, ότι δηλαδή, ως Χώρα, «βρισκόμασταν σε πόλεμο», ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΣ, αποτελούσε ένα είδος «τεστ» για τις συνειδησιακές αντοχές του Παλαιοκομματισμού, ώστε τουλάχιστον ενώπιον μιας τέτοιας δεινής «πολεμικής» καταστάσεως, έστω και την ύστατη στιγμή, αυτή η πολιτική «συνείδηση», θα εξεγείρονταν προκειμένου να υπερασπίσει, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ την ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, κάτι που προσωπικά δεν αντιλήφτηκα να συμβαίνει ΜΕ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ, (οι περιστασιακές, απλώς, υπήρξαν θλιβερές), οι οποίες και διέσωσαν την προοπτική ανάκτησης του κύρους του άνω Κράτους Δικαίου.
Στην Ελλάδα, τα Μνημόνια έγιναν αποδεκτά από τη Νομοθετική ΚΑΙ Εκτελεστική Εξουσία, (δυνάμει μιας Κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της οποίας η βούληση βρίσκονταν σταθερά σε μια κατάδηλη δυσαρμονία με την συντριπτικά πλειοψηφούσα λαϊκή βούληση), αλλά, ακολούθως, έγιναν αποδεκτά (κατά περίπτωση) ΚΑΙ από την ελληνική Δικαιοσύνη, ως μη όφειλαν, αφού δια των Μνημονίων, όχι μόνο επεβλήθησαν πέραν κάθε αμφιβολίας όροι δανειστών που ακολούθως ψηφίστηκαν και κατέστησαν νόμοι του Κράτους επί προφανή ζημία του, ακόμη και ΚΑΘ’ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ (τα γνωστά «λάθη» τους) ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΖΗΜΙΩΣΑΝΤΕΣ, αλλά, υπαγορεύθηκαν ως προς το περιεχόμενό τους, και επιδιώχθηκε η τέτοια επιβολή τους, δι΄ εμφανών, δημοσίων πιέσεων (ενίοτε εξευτελιστικών) επί της βούλησης των αρμοδίων Πολιτειακών Θεσμών, ιδίως επί του Νομοθέτου και της Κυβέρνησης, πράξεις δηλαδή, που πλήττουν ευθέως κυριαρχικά δικαιώματα του Ελληνικού Κράτους, τα οποία είναι ΑΝΕΚΧΩΡΗΤΑ σε κάθε Ξένη Δύναμη, υπό οιονδήποτε μανδύα και αν αυτή εμφανίζεται, αλλά και δεν νομιμοποιούνται ακόμα και όταν το Εθνικό Πολιτικό Σύστημα Εξουσίας τα εκχωρεί, είτε ευρισκόμενο υπό πίεση και απειλή, είτε όχι (πόσο μάλλον σ’ αυτή τη τελευταία περίπτωση).
Αν και «όλος ο κόσμος βοούσε κατά την περίοδο εγκαθίδρυσης του Μνημονικού Καθεστώτος, για το «ποιος γράφει τα Μνημόνια», μη έχοντας καμία αμφιβολία ότι τα Μνημόνια γράφονται από τους δανειστές και απλώς διεκπεραιώνονταν από την ελληνική Κυβέρνηση και την απ’ αυτήν ελεγχόμενη -την κάθε φορά- πλειοψηφία στη Βουλή, ΟΛΩΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ, είναι χαρακτηριστικό πως κατά την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου στις 6/5/2010, ο τότε Αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας (και της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης) Αντώνης Σαμαράς, εστιάζοντας σε μια αναφορά του Μνημονίου, στην οποία σημειώνονταν επί λέξει ότι «…το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος για το 2008 και το 2009 ήταν σημαντικά χειρότερο από αυτό που είχε ανακοινώσει η προηγούμενη κυβέρνηση οδήγησε σε απώλεια εμπιστοσύνης, σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και μείωση της ανάπτυξης και της απασχόλησης», (ΦΕΚ 65/6.5.2010, σελ. 1335), είπε απευθυνόμενος στη Βουλή : «… Είναι πρώτη φορά που βλέπω σε νομοσχέδιο ατόφια κομματική προπαγάνδα. Είναι απαράδεκτο! Ενοχοποιείτε την παράταξή μας σε ένα νομοσχέδιο με το οποίο προσπαθείτε –υποτίθεται- να εξασφαλίσετε ευρύτερη συμπαράταξη. Τέτοιου είδους γραπτά μέσα σε κείμενο αντικειμενικό. Ο απόλυτος πράσινος υποκειμενισμός! Και θέλετε εμείς να το ψηφίσουμε»; (Αντώνιος Σαμαράς, Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, (Πρακτικά συζήτησης στη Βουλή 6.5.2010, σελ. 6765). Όμως, η απάντηση που έλαβε από τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, εμφανίζει ακόμα και τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, να φαίνεται ότι αγνοούσε, (αν και όπως δηλώνει ο πρωθυπουργός, κατωτέρω, ήταν κάτι που το γνώριζε), πως το Μνημόνιο ήταν κείμενο γραμμένο από την Τρόικα! Ο τότε πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, του απάντησε ότι, (οι υπογραμμίσει είναι δικές μου) «Πράγματι, στην εισηγητική έκθεση, το μνημόνιο που επισυνάπτεται, μιλάει, εξ απαλών ονύχων βεβαίως, για τις ευθύνες της προηγούμενης Κυβέρνησης… Αναφέρεται με πολύ ήπιους τόνους. Και βρήκατε αυτά εσείς, κύριε Σαμαρά, ως δικαιολογία για να μην ψηφίσετε. Ξέρετε όμως ότι δεν το έχει γράψει το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα αυτό. Το έχει γράψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το έχει γράψει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μαζί, και η τρόικα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Όχι εμείς». (Γεώργιος Παπανδρέου, Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, (Πρακτικά συζήτησης στη Βουλή 6.5.2010, σελ. 6766). Τόσο απλά η ομολογία περί των αληθών συντακτών του Μνημονίου! Τώρα, το να πιστέψω, ότι η Τρόικα ΤΗΝ ΜΟΝΗ ουσιαστική παρέμβαση που έκανε στο κείμενο του Μνημονίου, ήταν τέτοιες «επουσιώδεις» παρεμβάσεις και πέραν τούτων ουδέν, αυτό, ασφαλώς, δεν καταπίνεται ως επιχείρημα ούτε από ένα παιδί. ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον μόνο καημό που είχαν, ήταν να παίξουν τον ρόλο της ελληνικής πολιτικής αντιπολίτευσης προς την προηγούμενη κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή! Όχι δα! Ακριβώς δε, την ίδια διατύπωση χρησιμοποίησε και ο τότε υπουργός Οικονομικών κατ΄ εκείνη την ημερήσια συζήτηση στη Βουλή, όταν αναφερόμενος στο ίδιο θέμα επανέλαβε κι αυτός ότι «…Υπάρχει Έλληνας πολίτης που να μην το πιστεύει αυτό; Αυτό δεν είναι καν μια φράση που έχει γράψει ελληνική Κυβέρνηση. Είναι φράση την οποία έγραψαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εμείς θα έπρεπε να είχαμε γράψει πολύ χειρότερα από αυτό, γι’ αυτά τα οποία παραλάβαμε». (Γεώργιος Παπακωνσταντίνου, υπουργός Οικονομικών, (Πρακτικά συζήτησης στη Βουλή, σελ. 6792).
Το ζήτημα όμως, ποιος, τι και πώς νομοθετεί, είναι ζήτημα αναγόμενο στο (πυρηνικό) Κυριαρχικό Δικαίωμα του Κράτους, και τούτο το Δικαίωμα, δεν δικαιούται, το ίδιο το Κράτος να το εκχωρήσει. Ακόμα και όταν Εθνική Κυριαρχία εκχωρείται, αυτό γίνεται υπό όρους μη βλαπτικούς για το Εθνικό Συμφέρον και υπό όρους που προβλέπουν πέραν κάθε αμφιβολίας εγγυήσεις που τούτο το «Εθνικό Συμφέρον», είναι όντως «Συμφέρον» και όχι ζημία. Π.χ., αυτό συνέβη με την προσχώρησή μας στην (αρχικά) ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) όπως αυτή έκτοτε μετεξελίχτηκε, όμως, εδώ, καταστατικά, υπάρχει ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΚΑΙ «ΙΣΟΠΟΣΗ» («ποσοτικά» και «ποιοτικά»), εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ-ΜΕΛΩΝ, έτσι ώστε, κανένα Κράτος-Μέλος να μην αποκτά δεσπόζουσα κυριαρχική θέση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι των άλλων (η μετεξέλιξη της ΕΟΚ ανωτέρω, ενώ ασφαλώς, το αυτό ισχύει και για την Ευρωζώνη). Τώρα, το γεγονός ότι η άνω ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ πρόνοια περί «ΙΣΟΤΙΜΙΑΣ» ΚΑΙ «ΙΣΟΝΟΜΙΑΣ» των Κρατών-Μελών της ΕΕ, έχει μετατραπεί σε θλιβερή καρικατούρα της πραγματικότητας, αυτό είναι ένα άλλο πολύ σοβαρό πρόβλημα, για το τι σημαίνει ΠΡΟΟΠΤΙΚΑ αυτή η κατάσταση για το κάθε Κράτος-Μέλος, και τι θα όφειλε το κάθε Κράτος-Μέλος να πράξει, όμως, ως θέμα ξεφεύγει του αντικειμένου του παρόντος άρθρου.
Οι διαδικασίες οι ίδιες, της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος, (πέραν των άλλων πιέσεων), ιδίως της Νομοθετικής Εξουσίας, υπαγορεύθηκαν από τις απαιτήσεις της Τρόικα (δηλαδή της Γερμανίας) : το αν θα δίνονταν ή όχι επαρκής χρόνος στη Βουλή για τη μελέτη των προτεινομένων μέτρων, αυτό, καθορίζονταν από το «κατεπείγον» του πράγματος, όπως αυτό ετίθετο από την Τρόικα, και περαιτέρω ενισχύονταν η σχετική πίεση, με τις καταστροφικές συνέπειες για τη Χώρα, αν ένα τέτοιο κατεπείγον νομοσχέδιο δεν ψηφίζονταν hic et nunc, εδώ και τώρα! Η γνώση του νομοθετήματος, εκ μέρους του νομοθέτη, ακόμα και η πλήρης του άγνοια περί αυτού, ήταν ένα ζήτημα μάλλον «παρεπόμενο», για τη Τρόικα, η οποία κατά τα 2/3, εκπροσωπούσε την «Ευρώπη», την Ευρώπη των παντοίων «Δυτικών Κεκτημένων», που τόσο πολύ προβάλλονται στον υπόλοιπο κόσμο ως «πρότυπα».
Ειδικώς, ο άνω εξευτελισμός της Ελληνικής Δημοκρατίας από την Τρόικα, αυτό το έγκλημα, θα αρκούσε ώστε να μηδενίσει ακόμα και αν τα Μνημόνια ήταν πράγματι «ευκαιρία» για τη Χώρα, ήταν πράγματι μέτρα που μας γλύτωσαν από την «καταστροφή» και μας «απογείωναν» (τουλάχιστον οικονομικά)! Το βάρος αυτού του ανείπωτου εξευτελισμού της, ήταν στα μάτια πολλών, και πάντως των δικών μου, αρκετό ώστε να οδηγήσει στην ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ κατάρρευση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, καθ’ όλη την περίοδο της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος. Δεν χρειάστηκε για το έργο αυτό η φανερή σύμπραξη της Διεύθυνσης του ΔΝΤ ή της γερμανικής Κυβέρνησης και των ταπεινών της ενεργουμένων στην Ευρώπη που φέρουν τον τίτλο των «εταίρων» : άρκεσε η παρουσία δύο-τριών υπαλλήλων και ένα πειθήνιο πολιτικό σύστημα εξουσίας εδώ στη Χώρα μας! Η μοντέρνα εκδοχή της αποικιοκρατίας, εδώ και πολύ καιρό, διεθνώς, έχει λάβει ακριβώς αυτή τη μορφή. Βεβαίως υπάρχουν και οι «απείθαρχοι» : εκεί, πράγματι, είναι ακόμα αναγκαία και οι στρατοί, και τα πολεμικά πλοία και η πολεμική αεροπορία.
Από τη στιγμή όμως που μια Δημοκρατία δέχεται να λειτουργεί υπό καθεστώς εξευτελισμού των Θεσμών της και το χειρότερο, να έχει πετύχει την κανονικοποίηση αυτού του εξευτελισμού διά της μη καταργήσεως των συνεπειών αυτού του εξευτελισμού (περιλαμβανομένης της νομοθεσίας που παρήχθη υπ’ αυτό το καθεστώς), τότε, στη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, αυτή η Δημοκρατία έχει πάψει να υπάρχει, και ό,τι υπάρχει είναι ένα Καθεστώς (το Μνημονιακό στη περίπτωσή μας), το οποίο απλώς ιδιοποιείται τη λέξη Δημοκρατία.
Και είναι ακριβώς η άνω «κατάδυση» στο ποτάμι της Λήθης, που γίνεται αφόρητη, αν κανείς σκεφτεί, πως αυτό που ζούμε σήμερα, δεν είναι παρά το Μνημονιακό Καθεστώς, υπό τον μανδύα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Μια «Γ’ Ελληνική Δημοκρατία», η οποία κατά την περίοδο της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος, 2010-2018, (αρχή, και (τυπικό) «τέλος» των Μνημονίων), αποτέλεσε τον ξεκάθαρο στόχο των Δυνάμεων εκείνων (κυρίως της Γερμανίας) που το επέβαλαν, πλήττοντας, εξόν από την ελληνική εθνική οικονομία (δημόσια και ιδιωτική), και την ίδια.
Ζούμε, από το τυπικό «τέλος» των Μνημονίων, μέσα σε μια ψευδαίσθηση «επαναφοράς στην κανονικότητα», και κυρίως της οικονομικής ΚΑΙ «Συνταγματικής» «κανονικότητας», «αποκαθαρμένοι» από τις προ του 2010 «αμαρτίες» μας, ενώ στη πραγματικότητα ό,τι βιώνουμε, είναι η «Κανονικόποιηση» της Μνημονιακής Αθλιότητας, της Μεγάλης Απάτης (ομιλώ για την Συνισταμένη Απάτη, ως άθροισμα άλλων επί μέρους), που μας οδήγησαν στο αχρείαστο από κάθε άποψη «2010», αλλά και σε ό,τι ακολούθησε. Αυτή η Μεγάλη Απάτη και τα Μεγάλα Εγκλήματα που προηγήθηκαν ώστε να εντάξουν τη Χώρα στο Μνημονιακό Καθεστώς και εκείνα που το ακολούθησαν, και ακόμα χειρότερο, η Θεσμική τους Κάλυψη, αποτελούν το άγος που θα μας κατατρέχει ως Χώρα και ως Λαό, έως ότου, με κάποιο τρόπο, επέλθει η κάθαρση.
Ένα «2010», που ομολογούνταν και τότε και ακολούθως στη συνέχεια, πως δεν ήταν η Ελλάδα που είχε ανάγκη σωτηρίας με τα Μνημόνια, ήταν οι ΙΔΙΩΤΕΣ ΞΕΝΟΙ πιστωτές της, οι οποίοι τα επέβαλαν χρησιμοποιώντας τις Κυβερνήσεις τους, (κυρίως τη Γερμανία), η οποία, ασφαλώς όχι χάριν ενός ελλείμματος (μαγειρεμένο κι αυτό) του κρατικού προϋπολογισμού της Ελλάδας, και μάλιστα σε μια περίοδο (2008-2009) που τα ελλείμματα και άλλων «υγιών» και ισχυρών οικονομιών της Ευρώπης είχαν επίσης εκτιναχτεί πέραν των συνήθων ορίων, ως αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης, ήθελε οπωσδήποτε να βρεθεί ένα «εξιλαστήριο θύμα» στο οποίο θα «χρεώνονταν» ακόμα και η πιθανή υπονόμευση της «υγείας» του ευρώ, εξ ου και η σχεδόν πάντα «δίδυμη» αναφορά «ανακούφισης» ότι η τα Μνημόνια έσωσαν την Ελλάδα ΚΑΙ το ευρώ, αλλά και η ανάγκη, οπωσδήποτε να βρεθεί ένα «εξιλαστήριο θύμα», το οποίο δια της σκληρότητας των μέτρων που θα βίωνε ως αντίτιμο της «ανεμελιάς» και της «απείθειάς» του στα «συμφωνημένα κριτήρια» δημοσιονομικής πειθαρχίας της Συνθήκης του Μάαστριχτ, θα αποτελούσε ένα «παράδειγμα» του τι θα έπρεπε να περιμένει και κάθε άλλη Χώρα (και ο λαός της), αν δεν συμμορφώνονταν προς την άνω δημοσιονομική πειθαρχία, και το μήνυμα αυτό είχε ως αποδέκτες, ασφαλώς, εκτός άλλων Χωρών, κυρίως την Ιταλία, την Ισπανία, αλλά, και την Γαλλία, της οποίας ο τότε Πρόεδρος Φρανσουά Ολάν, αλλά και ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε, που και που, με τα λόγια πάντα, έλεγαν και καμιά κουβέντα που δεν ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένη προς το Βερολίνο, όμως, αυτός ο «βήχας» έπρεπε να κοπεί έγκαιρα, και κόπηκε, με την Γαλλία και Ιταλία να τίθενται σε ξεκάθαρη ομαλή τροχιά πέριξ του Βερολίνου. Αυτό το Βερολίνο, το οποίο αρχής γενομένης από την επανένωση των δύο Γερμανιών, άρχισε σιγά-σιγά να μετατρέπεται στη «μαύρη τρύπα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθαρό δημιούργημα της σταδιακής κατάρρευσης των «πυρηνικών» Αρχών και Στόχων των Ιδρυτικών της Κειμένων (με κυριότερη ίσως αυτή της Συνθήκης της Ρώμης του 1957), που σταδιακά άρχισαν να λαμβάνουν ολοένα και πιο αγοραίο και οικονομίστικο νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο, μια «μαύρη τρύπα», η οποία λόγω της «μάζας» της σε σχέση τη «μάζα» των υπολοίπων «εταίρων», έθεσε τον μεν εαυτό της στη θέση του ευρωπαϊκού «συστήματος», τους δε «εταίρους» στη θέση των δορυφόρων της, που ανά πάσα στιγμή, απειλούνται οσάκις «ατακτούν» απέναντί της, να εξαφανιστούν (οικονομικά και πολιτικά) εντός αυτής της «μαύρης τρύπας».
Αρκεί, σε συνέχεια των ανωτέρω, να υπογραμμίσουμε αυτό πια που σήμερα είναι γνωστό, πως τα χρήματα των Μνημονίων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ανακατευθύνθηκαν προς τα ταμεία των ίδιων των δανειστών, ή, κάποια απ’ αυτά, καθόλου ευκαταφρόνητα, για ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών (των οποίων οι κρουνοί προς τη χρηματοδότηση της οικονομίας ήταν σχεδόν κλειστοί), ενώ, τα πλέον εμβληματικά επιχειρήματα ότι τα χρήματα των Μνημονίων πήγαν για πληρωμές μισθών (των δημοσίων υπαλλήλων και της λειτουργίας του Κράτους) και των συντάξεων, απεδείχθη ένα μεγάλο ψέμα. Τούτων δοθέντων, αυτό σημαίνει πως το Ελληνικό Κράτος, όντας εκτός αγορών, ήταν σε θέση να «επιζεί», ότι μισθοί και συντάξεις πληρώνονταν, και επομένως, τα Μνημονιακά δάνεια, αποτέλεσαν μια καθαρή επιλογή απεμπλοκής των ιδιωτών δανειστών και υποκατάστασής τους με θεσμικά δάνεια (διακρατικά, ευρωπαϊκά και κατά ένα μέρος από το ΔΝΤ), με το τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, με μια άνευ προηγουμένου υπερχρέωση σε βαθμό ώστε το δημόσιο χρέος που μας έβαλε στα Μνημόνια να φαντάζει ένας επιθυμητός και εν ταυτώ με τα νυν ισχύοντα άπιαστος στόχος (!), και με την μακροχρόνια δέσμευση του εθνικού πλούτου αλλά και την υποθήκευση του αντίστοιχου ιδιωτικού.
Αν θα θέλαμε επιγραμματικά να διατυπώσουμε αυτό που συνέβη, είναι ότι κανονικοποίηθηκε και νομιμοποιήθηκε η κατάδηλη υπεροχή και επικράτηση, «…του οικονομικού επί του θεσμικού, που επηρέασε, καίρια, το σύνολο σχεδόν της κρατικής δράσεως και σηματοδότησε την συνακόλουθη υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και του Κοινωνικού Κράτους» όπως πολύ ορθά διατυπώθηκε από τον πρώην Πρόεδρο του ΣτΕ Νίκο Σακελλαρίου, στην επιστολή παραιτήσεώς του από το αξίωμά του, κατά Μήνα Μάιο του 2018, (https://www.kathimerini.gr/society/964542/deite-olokliri-tin-epistoli-paraitisis-toy-nikoy-sakellarioy/)
Όλες οι άνω «Κανονικοποιήσεις» περιεβλήθησαν το κύρος του «δεδικασμένου» στο μέτρο και το βαθμό που, όντας γνωστά ως γεγονότα, εν τούτοις τα δικαστήρια τα αγνόησαν όταν έλεγχαν την συνταγματικότητα των Μνημονίων. Κάθε δικαστική απόφαση που κρίνει την συνταγματικότητα ενός Μνημονιακού νόμου, ΑΝ ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΥΠΟΨΗ ΤΟΥ, υπό ποιες συνθήκες συντάχθηκε ο νόμος (αν δηλαδή, αποτελεί κείμενο ΓΝΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΠΙΕΣΗ ΚΑΙ ΞΕΝΟ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟ), ΑΝ ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΥΠΟΨΗ ΤΟΥ υπό ποιες συνθήκες ψηφίστηκε, δηλαδή, αν ψηφίστηκε με βάση κοινοβουλευτικές διαδικασίες που εγγυώνται την ύπαρξη αναγκαίου χρόνου ΜΕΛΕΤΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ, από τους βουλευτές των προτεινομένων μέτρων, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΠΙΕΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ), και ΑΝ ΔΕΝ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΥΠΟΨΗ ΤΟΥ την ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ των Μνημονίων στο Κράτος Δικαίου και υπό ποίες συνθήκες η Ελληνική Δημοκρατία ΥΠΟΧΡΕΩΘΗΚΕ να λειτουργήσει κατά την διαδικασία εγκαθίδρυσης της Μνημονιακής Νομοθεσίας, τότε, κάθε τέτοια απόφαση, συγκροτείται ως τέτοια, επί βάσεως που ΑΓΝΟΕΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, ΟΠΩΣ ΤΑ ΑΜΕΣΩΣ ΑΝΩΤΕΡΩ, και συνεπώς, σε πρώτη ευκαιρία θα πρέπει να αναθεωρηθεί ή και καταργηθεί από κάποιο άλλο δικαστήριο, με πληρέστερη ΓΝΩΣΗ περί τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την «Συνταγματικότητα» ενός Νόμου.
«Κανονικοποιήθηκε», επίσης, η ίδια η Λήθη του Τρόμου που βίωσε ο Λαός, κατά την περίοδο της πιο άθλιας Προπαγάνδας που διέχεε καθημερινώς όχι μονάχα τον Τρόμο, μα την αναγκαιότητα του Τρόμου, όταν ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, αυτός ο Λαός, επί μια τουλάχιστον οκταετία, βίωνε την διαρκή αφαίμαξη των εισοδημάτων του, την απώλεια των περιουσιών του, και την ίδια στιγμή, διαρκώς νέοι φόροι έτρεφαν διαρκώς την Αθλιότητα, την αδυναμία να υπομένει αυτή την διαρκή εξαθλίωση που οδήγησε χιλιάδες στην αυτοκτονία, εκατοντάδες χιλιάδες στην υποχρεωτική μετανάστευση στο εξωτερικό, στην κατάθλιψη, στον πόνο, στην ταπείνωση, στη διάλυση οικογενειών. Σε ένα βαθμό, οφείλεται και στην «Κανονικοποίηση» του αισθήματος αυτοενοχοποίησης του Λαού, ότι δήθεν ζούσε «καταναλωτικά», «σπάταλα», «πέραν των δυνατοτήτων του», και άλλα τέτοια, αθλιότητες κι αυτές, σαν τα άλλα επιχειρήματα, πως τάχατες μπήκαμε στα Μνημόνια διότι αν δεν μπαίναμε, δεν θα είχε το Κράτος να πληρώσει μισθούς και συντάξεις.

ΙΙΙ

Μιας και όπως είπαμε, εδώ εστιάζουμε στο ζήτημα της κακοποίησης της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και των Κυριαρχικών Δικαιωμάτων του ελληνικού Κράτους, και όχι στα οικονομικά προσχήματα υπαγωγής της Χώρας στο Μνημονιακό Καθεστώς, εν τούτοις, ας μας επιτραπεί να κάνουμε μια μικρή παρέκκλιση, εστιάζοντας σε ορισμένες πολιτικές πτυχές της συζήτησης στη Βουλή κατά την αποφράδα 6η Μαΐου 2010, όταν συζητιόταν το πρώτο Μνημόνιο, αλλά, και κάποιες επίσης πολιτικές πτυχές όταν η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ζητούσε τη ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής στις αρχές Νοεμβρίου 2009.
Στις προγραμματικές της λοιπόν δηλώσεις στη Βουλή (16-18.9.2009), η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ζητά τη ψήφο εμπιστοσύνης του Σώματος. Η συζήτηση διεξάγεται εντός των συνήθων σε τέτοιες περιπτώσεις πλαισίων. Μια Κυβέρνηση με νωπό τον εκλογικό της θρίαμβο, (ΠΑΣΟΚ), μια Αξιωματική αντιπολίτευση με νωπή την εκλογική της ήττα, (ΝΔ), και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, (κοντά στις 10 μονάδες), τι άλλο μπορούν να πουν εξόν από τα συνήθη σε τέτοιες περιπτώσεις; Τίποτα κατά την άνω συζήτηση, δεν προοιώνιζε, παρά την επιμονή των ομιλητών στην οικονομική κατάσταση της Χώρας, (πάντα «άσχημη» για τους «μεν», πάντα «όχι άσχημη» (ή «όχι τόσο άσχημη») για τους «δε»), ότι σε λίγους μονάχα μήνες, η Ελλάδα, ουσιαστικά, θα είχε περάσει, με πρόσχημα το έλλειμμα του προϋπολογισμού της, στον έλεγχο των ξένων δανειστών της.
Εδώ, οι λέξεις έχουν τη σημασία τους. ΕΛΕΓΧΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Είναι άλλο πράγμα το ένα, άλλο το άλλο. Όχι μονάχα ως λέξεις, μα και ως νομικό περιεχόμενο. Ακριβώς ό,τι ΔΕΝ συνέβη στην Ελλάδα, ή, άλλαις λέξεσι, συνέβη ακριβώς το αντίθετο!
Διαβάζοντας τα πρακτικά των προγραμματικών δηλώσεων, υπήρξε μια παρέμβαση, η οποία μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ήταν η παρέμβαση του -τότε- βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Δημητρίου Αβραμόπουλου, ο οποίος μιλώντας στη Βουλή στις 18.10.2009, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων των προγραμματικών δηλώσεων, είπε μεταξύ άλλων, ότι στο τέλος : «…του 2010 θα υπάρξει ένα αδιαπέραστο τείχος. Όσοι ασχολούνται με την ελληνική οικονομία στην Ευρώπη και στον κόσμο το θεωρούν πλέον βέβαιο. Η χώρα μας κινδυνεύει να μπει σε αναγκαστική διαχείριση. Ο προϋπολογισμός του 2011 και οι δημόσιες δαπάνες κινδυνεύουν να τεθούν σε προληπτικό έλεγχο. Κάθε ευρώ που θα ξοδεύεται πρώτα θα εγκρίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Θα χρειαστεί περιστολή δαπανών ύψους 25.000.000.000 ευρώ, δανεισμός πάνω από 70.000.000.000. Τι πρέπει να κάνετε; Το γνωρίζετε. Αυτό που είχαμε εμείς ως Κυβέρνηση προεκλογικά προτείνει : Ριζική αναδιάρθρωση του κράτους…» (Βουλή, πρακτικά συνεδρίασης 18.10.2009, σελ.118).
Υπογραμμίζω την ημερομηνία των δηλώσεων αυτών : 18 Οκτωβρίου του 2009! Και επίσης, υπογραμμίζω το σημείο εκείνο της δήλωσης αυτής, που λέει ότι «Όσοι ασχολούνται με την ελληνική οικονομία στην Ευρώπη και στον κόσμο το θεωρούν πλέον βέβαιο…». Δεν θα έδινα και ιδιαίτερη σημασία στα άνω λεχθέντα, αν δεν προέρχονταν από έναν πολιτικό που θεωρείται ότι είναι αρκούντως έως πάρα πολύ ενήμερος για ό,τι ισχυρίζεται και ασφαλώς, ανήκει σε αυτό που αποκαλούμε με «ηγετικό προφίλ». Ειδικώς δε σε ό,τι αφορά την εμπλοκή του ΔΝΤ στην Ελλάδα, αυτό που αρκετά αργότερα ήρθε στο φως της δημοσιότητας, για τις «υπόγειες» διεργασίες που συντελούνταν μεταξύ του Διευθυντή του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν και του Γεωργίου Παπανδρέου, κατ’ εκείνη την περίοδο, δεν μπορεί παρά να ενισχύουν την άποψη ότι ΤΑ ΠΑΝΤΑ ήταν ήδη διευθετημένα, ακόμα και πριν τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου του 2009, προκειμένου η Ελλάδα να παίξει τον «ρόλο» της, για τον οποίο είχε ΗΔΗ επιλεγεί, του «εξιλαστήριου Θύματος», και μάλιστα «θύματος» επαίσχυντου, που με πράξεις της είχε «μολύνει» την «αγνότητα» και «καθαρότητα ήθους» της Ευρωζώνης και των λαών της, και που με τη θυσία της, θα καταπράυνε την οργή του Δικαίου και των Αγορών! Εξ ου και ο δημόσιος, πρωτοφανής, διεθνής χλευασμός, μιας Χώρας και του Λαού της, με τις Κυβερνήσεις-«εταίρους» μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση να επικροτούν ουσιαστικά τα ανωτέρω δια της μη καταδίκης τους, ακόμη και εν ονόματι ενός επίπλαστου «(συν)εταιρικού πνεύματος»! Και φυσικά, αυτή η αίσθηση του «σημαδεμένου παιχνιδιού», επιβεβαιώνεται όταν, όχι πολύ μετά την παραπάνω δήλωση, υπήρχαν τέτοιες δηλώσεις από θεσμικά πρόσωπα και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, που αντέφασκαν πλήρως, με την προοπτική η Ελλάδα να εισέλθει στα Μνημόνια, (ή, εν πάση περιπτώσει, σε Μνημόνια «τύπου ΔΝΤ»), ακόμα και λίγες εβδομάδες πριν αυτό καταστεί πραγματικότητα. Όπως, π.χ., η γνωστή Δήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ζώνης του Ευρώ, στις 25 Μαρτίου 2010 (η Δήλωση αυτή είναι ενσωματωμένη ως Παράρτημα Ι στον Νόμο 3845/2010 (Πρώτο Μνημόνιο) – ΦΕΚ 65/6.5.2010, σελ. 1330 κι εξής), με την οποία επικροτούνταν τα μέχρι τότε ληφθέντα μέτρα εκ μέρους της νέας Κυβέρνησης (του ΠΑΣΟΚ δηλαδή), χαρακτηρίζοντάς τα ως «επαρκή», με απλά δηλαδή ελληνικά, πώς δεν χρειάζονταν κάτι περισσότερο απ’ αυτά.
Ένα σχόλιο πάνω στην ανωτέρω Δήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων είναι απαραίτητη. Ίσως κάποιος/α με ρωτήσει : είναι η μοναδική; Η απάντηση είναι : Όχι! Μάλιστα, κι όταν βρεθήκαμε εντός των Μνημονίων, τέτοιες Δηλώσεις, με το αυτό περίπου περιεχόμενο, είχαμε εκ νέου. Όμως, το γεγονός αυτό, ουδόλως αναιρεί τη σημασία της επισήμανσής τους, αφού αναδεικνύει ένα κλίμα και μια μεθόδευση η οποία δεν μπορεί να αγνοήσει τέτοια γεγονότα, όπως οι άνω Δηλώσεις, που ασφαλώς έχουν την πολιτική τους σημασία.
Το ζήτημα του «προσχεδιασμένου παιχνιδιού», όπως αυτό εκδηλώθηκε με τα Μνημόνια σε βάρος της Ελλάδας, προκύπτει και από άλλες ισχυρές ενδείξεις, όπως η απάντηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με την ιδιότητά του ως Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, στην ερώτηση του δημοσιογράφου Στέλιου Κούλογλου, σε διαδικτυακή συνέντευξή του στο Tvxs.gr, λίγο πριν τις ευρωεκλογές του 2009 (7/6/2009), αν, εξέταζε (ο Γ. Παπανδρέου) το ενδεχόμενο «παγώματος του χρέους», η οποία ήταν η εξής : «Πιστεύω πως αν ζητήσουμε κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα για την Ελλάδα να έρθει το ΔΝΤ και η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να μας πει: “Έτσι είστε; Τότε θα αποφασίσουμε εμείς για το μέλλον της δική σας οικονομίας, θα βάλουμε αυτούς τους όρους…”. Και μπορεί να είναι πάρα πολύ σκληροί όροι. Και θα έλεγα αδίκως σκληροί, ιδιαίτερα για τα φτωχότερα και τα μεσαία στρώματα της χώρας μας. Ιδιαίτερα το ΔΝΤ δεν έχει τη φήμη ούτε για την κοινωνική του δικαιοσύνη, ούτε βεβαίως και για την αποτελεσματικότητά του. Το να πηγαίνει σε αναπτυσσόμενες χώρες και να λέει πως “επειδή έχετε πολλά δάνεια θα πρέπει να κόψετε και το πρώτο που θα κόψετε θα είναι η Παιδεία” παραδείγματος χάρη, αυτές είναι οι επίσημες πράξεις, που ουσιαστικά κόβουν το μέλλον της χώρας. Μπορεί αυτή η χώρα να μαζέψει κάποια λίγα χρήματα για ένα ή δύο χρόνια αλλά ουσιαστικά καταδικάζει τη χώρα αυτή στην υπανάπτυξη σε μόνιμη βάση. Άρα δεν έχουμε κανένα λόγο εμείς να μπούμε σε μια τέτοια διαπραγμάτευση που πιθανώς θα διολισθήσει σε όρους που θα είναι αρνητικοί για την πορεία της χώρας μας» (https://tvxs.gr/news/internet-mme/otan-o-giorgos-papandreoy-elege-sto-tvxsgr-pos-dnt-einai-katastrofi). Σημειώσατε, πως στην παραπάνω απάντηση του Γ. Παπανδρέου, που την έδινε μόλις τέσσερις μήνες πριν γίνει πρωθυπουργός, το ΔΝΤ, «έπαιζε» ως προοπτική, ΗΔΗ πριν τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2010. Και όταν λέω «έπαιζε», αναφέρομαι ότι «έπαιζε» από το κόμμα εκείνο (και ασφαλώς οι απόψεις του Αρχηγού, αποτελούν ex officio και απόψεις του κόμματός του), που όλες οι ενδείξεις, το έφεραν ως βέβαιο νικητή των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, όπως και έγινε, το κόμμα που έχοντας την άποψη -ήδη από την προεκλογική περίοδο- ότι η οικονομία της Χώρας, λίγο απείχε από το να καταλήξει στο ΔΝΤ, εν τούτοις, το κεντρικό προεκλογικό του σύνθημα ήταν ότι «λεφτά υπάρχουν», ενώ, ως φαίνεται, ήδη από τότε, η συμμετοχή του ΔΝΤ «έπαιζε» ως «μονόδρομος» στο όποιο χρηματοδοτικό σχήμα στήριξης της Ελλάδας επρόκειτο να υιοθετηθεί, και το ερώτημα είναι γιατί «ΔΝΤ» ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ;
Αν στο άνω ερώτημα προστεθούν και δύο ακόμα, εξίσου σημαντικά, γιατί καμία διαπραγμάτευση ουσιαστική διαπραγμάτευση δεν έγινε με τους ΙΔΙΩΤΕΣ δανειστές, οι οποίοι ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ δεν θα «άντεχαν» το κόστος της απώλειας του λαβείν τους, και, ΕΞΙΣΟΥ, ΑΝ ΟΧΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ έναντι όλων των άλλων επιχειρημάτων, ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ, ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΔΕΝ αξιοποίησαν ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΕΙΔΙΚΑ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΥ/ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ), χάριν του Εθνικού ημών Συμφέροντος, ΟΥΤΕ ΠΡΙΝ, ΟΥΤΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ, θέματα ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΛΕΙΨΑΝ, και πάνω στα οποία η Ελλάδα, θα μπορούσε να «εκβιάσει», όχι «χάρες», μα σεβασμό τουλάχιστον σε ό,τι θεωρείται «Ευρωπαϊκό Κεκτημένο»; Και βεβαίως, μπορεί ο καθένας να αναπτύξει το όποιο του επιχείρημα, υπέρ ή κατά σχετικά με τον άνω ισχυρισμό μου, μονάχα, μην αρχίσει να ηθικολογεί για το ζήτημα του «εκβιασμού». Αυτό, δεν θα γίνονταν δεκτό, ακόμα και αν ετίθετο ως ένα καθαρά ακαδημαϊκό ερώτημα, χωρίς η Ελλάδα να βρίσκεται σε κανένα Μνημόνιο, πόσο μάλλον, όταν η λέξη «εκβιασμός» ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΜΑΣ, έλαβε το πλήρες του περιεχόμενο, λόγω και έργω, σε ό,τι βιώσαμε ως Μνημονιακή πραγματικότητα. Όλο το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, εδώ και αρκετές πλέον δεκαετίες, έχει μεταμορφωθεί σε ένα «παιχνίδι ΑΓΟΡΑΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ εκβιασμών» μεταξύ των «εταίρων», στα πλαίσια ενός ΟΜΟΛΟΓΗΜΕΝΟΥ αγοραίου παιγνίου «δούναι και λαβείν». Τουλάχιστον όταν μιλάμε για την υπεράσπιση του Εθνικού μας Συμφέροντος, δεν θα διαρραγούν ανεπανόρθωτα οι «καλοί τρόπο», το savoir vivre όσων δίνουν εξαιρετική σημασία στην ετικέτα των πραγμάτων.

IV

Όμως, φοβούμαι ότι έχω υπερβεί τα όρια που ο ίδιος έθεσα, ώστε το παρόν άρθρο να περιοριστεί εντός των ορίων της πολιτικής προσέγγισης του θέματός του.
Εδώ, χρειάζεται μια διευκρίνιση : Δεν προτίθεμαι να υπεισέλθω σε νομικά επιχειρήματα, σχετικά με το υπό διερεύνηση ζήτημα, αφού δεν είμαι νομικός.
Ποια είναι όμως εκείνη η εικόνα που ως απλός πολίτης προσελάμβανα ως παράσταση και πάνω στην οποία θεμελίωνα την κάθε φορά την άποψή μου ότι η Ελληνική Δημοκρατία καταλύονταν μεθοδικά καθ’ όλη την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, ήτοι, από τον Μάιο του 2010 έως και τον Αύγουστο του 2018, ημερομηνία «εξόδου» από τα Μνημόνια επισήμως, ημερομηνία οριστικής ολκκήρωσης, κατ’ εμέ, και της διαδικασίας «κανονικοποίησης» της Αθλιότητας που πρεσβεύουν;
Είναι η εικόνα της σύντομης περιόδου που προηγήθη της άφιξης της Τρόικα στην Ελλάδα, περίοδος κατά την οποία, άρχισε να εμπεδώνεται σταδιακά μια εικόνα ενός λαού «διαφθαρμένου», εικόνα που έτεινε να διαδοθεί -και εν τέλει αυτό συνέβη- και εκτός συνόρων.
Είναι η εικόνα της σύντομης περιόδου που προηγήθη της άφιξης της Τρόικα στην Ελλάδα, περίοδος κατά την οποία, άρχισε να εμπεδώνεται σταδιακά μια εικόνα ενός λαού που ζούσε «με δανεικά» και «πέραν των δυνατοτήτων» του, σε «βάρος των άλλων» (των φορολογούμενων πολιτών των Κρατών εκείνων που μετείχαν στο πακέτο «διάσωσης» της Ελλάδας).
Είναι η εικόνα που κατίσχυσε, έπειτα, καθ’ όλη την περίοδο εγκαθίδρυσης των Μνημονίων στην Ελλάδα, στα πλαίσια μιας επιστημονικής, γκεμπελικού περιεχομένου προπαγάνδας υπέρ των Μνημονίων, ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε», ότι όντως αυτός ο λαός ήταν άξιος των εναντίον του μομφών, πως χάριν αυτού και κατόπιν των διαρκών του πιέσεων προς τις εκάστοτε κυβερνήσεις του, το Κράτος υπερχρεώθηκε, και ιδού τώρα, αυτός ο λαός ήρθε η ώρα να πληρώσει τον λογαριασμό.
Είναι η εικόνα μιας πολιτικής Εξουσίας – θύματος ενός λαού ως ο ανωτέρω περιγραφόμενος, μιας Εξουσίας αδύναμης να αντιδράσει στις παράλογες αξιώσεις του.
Είναι η εικόνα μιας Βουλής να ψηφίζει με διαδικασίες του κατεπείγοντος Μνημόνια εκατοντάδων σελίδων -με τα συμπαραρτούμενά τους-, όταν ο χρόνος δεν επαρκούσε ούτε καν για μια απλή ανάγνωσή τους.
Είναι η εικόνα, ενός Κοινοβουλίου να ψηφίζει τα Μνημόνια και στη συνέχεια τους εφαρμοστικούς τους νόμους, υπό καθεστώς εσωτερικής μα και εξωτερικής πίεσης και με το ανάθεμα να κρέμεται επί των κεφαλών των βουλευτών ότι θα ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για ό,τι οι δανειστές απειλούσαν ότι θα μας συμβεί (άτακτη χρεοκοπία, έξοδος από το ευρώ κ.λπ.).
Είναι η εικόνα ενός διεθνούς περίγυρου, κυρίως εκ μέρους του Βερολίνου, των ευρωπαϊκών -και κυρίως των γερμανικών- ΜΜΕ, αλλά και πολιτικών και αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να κατατρομοκρατούν και απειλούν τη χώρα και τον λαό της μα και τους θεσμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας, για τις συνέπειες που θα υποστούν αν δεν ψηφιστούν τα Μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι.
Είναι η εικόνα μιας εσκεμμένης εκ μέρους των δανειστών (κυρίως του Βερολίνου και του ΔΝΤ, με το δεύτερο να αποτελεί το άλλοθι για την καταπάτηση κάθε δημοκρατικού και πολιτικού ευρωπαϊκού Κεκτημένου) εξευτελισμού και ευτελισμού των λειτουργιών των θεσμών της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Είναι η εικόνα μιας βαθειάς αναντιστοιχίας μεταξύ βούλησης του ελληνικού λαού και των εκάστοτε δημιουργούμενων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών που με τον οποιοδήποτε τρόπο τελικώς υπερψήφιζαν τα εκάστοτε Μνημόνια, μια αναντιστοιχία που ισοδυναμούσε με την άρση της εμπιστοσύνης του λαού προς τους εκπροσώπους του, αλλά και των εκπροσώπων που αρνούνταν να καταθέσουν την πληρεξουσιοδότηση που τους παρεσχέθη, ως όφειλαν.
Είναι η εικόνα της βαθειάς περιφρόνησης της βούλησης του ελληνικού λαού, όταν ακόμα και με δημοψήφισμα αναίρεσαν τις αξιώσεις των δανειστών, και ένα υπερήφανο ΟΧΙ, μετατράπηκε σε ένα επαίσχυντο ΝΑΙ.
Είναι η εικόνα και ο ήχος της βοής που έφτανε στα μάτια και τα αυτιά μου, ότι τα Μνημόνια και οι εφαρμοστικοί τους νόμοι, γράφονταν από τα χέρια των ίδιων των δανειστών, οι οποίοι ΔΕΝ αξιούσαν μονάχα «τα λεφτά τους πίσω», μα επέβαλαν και ποιες κοινωνικές τάξεις, και με ποιο τρόπο θα έπρεπε το ελληνικό Κράτος να εξοικονομήσει τα χρήματα αυτά, δηλαδή, επενέβαιναν ακόμη και σε εντελώς τεχνικά θέματα εφαρμογής των νόμων! Πολύ πρόχειρα ανακαλώ στη μνήμη μου, τις αντιρρήσεις της Τρόικα για τις περίφημες «100» δόσεις διευκόλυνσης των υπερήμερων οφειλετών (προς Δημόσιο, Ασφαλιστικά Ταμεία, ΟΤΑ κ.λπ.)! Δηλαδή, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν είχε «δικό της χώρο άσκησης της εθνικής της κυριαρχίας» ούτε καν σε τέτοια εξόχως διαδικαστικά ζητήματα! Ή, τα περίφημα «προαπαιτούμενα» προκειμένου να λαβαίνουμε τη κάθε φόρα την κάθε πολυπόθητη δόση από τα Μνημονιακά δάνεια, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είχε να κάνει με χρήματα που ΑΜΕΣΩΣ θα πήγαιναν σε αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων, δηλαδή στις τσέπες των δανειστών, πάντα συνοδεύονταν με αφόρητες πιέσεις και εκβιασμούς! Μέχρις αυτού ο Εξευτελισμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, που συντελούνταν εν μέση ημέρα, αλλά, ως φαίνεται, ορισμένοι δεν ήθελαν να βλέπουν τίποτα σχετικό μ’ αυτό! Ούτε όλοι οι Έλληνες Δικαστές φαίνεται πως έβλεπαν ότι «κάτι δεν πήγαινε καλά» με τον συνταγματικά οφειλόμενο «σεβασμό» των Λειτουργιών της Ελληνικής Δημοκρατίας, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ, αυτό θα αποτυπώνονταν στις αποφάσεις τους, ένα «σεβασμό», όχι ηθικοπλαστικό μα ως παράγοντα έννομες συνέπειες σε βάρος των «ασεβών»!
Είναι η εικόνα των υπαλλήλων της Τρόικα να επισκέπτονται τα υπουργεία και να συνομιλούν ως ίσοι προς ίσους (αν όχι ως ανώτεροι τούτων) με τους Έλληνες υπουργούς, και να αξιώνουν οι ίδιοι οι υπουργοί και όχι μόνο οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες να τους ενημερώνουν.
Είναι η εικόνα των υπουργών, ακόμα χειρότερη από την παραπάνω, να επισκέπτονται τους υπαλλήλους της Τρόικα στο ξενοδοχείο τους, προκειμένου, όπως και παραπάνω, να τους ενημερώνουν.
Είναι η εικόνα των αρχηγών των κομμάτων, να συνεδριάζουν υπό την προεδρία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, και να σκέφτονται αν επιτρέπεται λόγω του προχωρημένου της ώρας, να ενοχλήσουν τον επικεφαλής υπάλληλο της Τρόικα προκειμένου να του ζητήσουν την άποψή του επί ενός «σοβαρού» (προφανώς θέματος), επί του οποίου όμως δεν αρκούσε η άποψη της πολιτειακής ηγεσίας της Χώρας! Η πολιτική ηγεσία του τόπου να ξενυχτά και να σκέφτεται αν μπορεί να ενοχλήσει έναν υπάλληλο των δανειστών!
Είναι οι «φήμες» πως ισχυρά εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα εδώ στην Ελλάδα, μέσω εκπροσώπων τους -κυρίως νομικών γραφείων-, είχαν επαφές με τους υπαλλήλους της Τρόικα προκειμένου να «περάσουν» διάφορα αιτήματα τους μέσω των Μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων.
Είναι η εικόνα μιας κατάστασης πραγμάτων, κατά την οποία, το κάθε Μνημόνιο «χτίζονταν» πάνω στα κοινωνικά και οικονομικά ερείπια του προηγουμένου του, ο όγκος των οποίων σταθερά αυξάνονταν.
Είναι η εικόνα μιας κατάστασης πραγμάτων, κατά την οποία τα Μνημόνια, δεν επέβαλαν μονάχα όρους ταμειακής φύσης ώστε να διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση των χρημάτων των δανειστών, μα και όρους που μετέβαλαν την ίδια την συνταγματικά κατοχυρωμένη μορφή του πολιτεύματος σε ό,τι αφορά το Κοινωνικό Κράτος και την αποστολή του, και όρους που αφαιρούσαν από το Κράτος και τα θεσμικά του όργανα όχι τόσο ζητήματα που είχαν να κάνουν με την οικονομική αύξηση των μακροοικονομκών μεγεθών, μα κυρίως με το περιεχόμενο της οικονομικής ανάπτυξης.
Είναι η εικόνα ενός Κράτους και της Κυβέρνησής του, που η μόνιμη επωδός για οποιοδήποτε δίκαιο αίτημα εξανθρωπισμού της Μνημονιακής νομοθεσίας, ήταν «να δούμε τι θα πει και η Τρόικα» (αργότερα : οι «θεσμοί» -άλλη υποκρισία και τούτη).
Είναι εκείνη η εικόνα όπου βλέπαμε, ακούγαμε και διαβάζαμε, πως τα Μνημόνια διέπονταν από μια (ή : και από μια) τιμωρητική λογική που ήταν ενσωματωμένη στα μέτρα που επέβαλαν, όμως, ουδείς ποτέ «κοστολόγησε» τις συνέπειες αυτών των καθαρά τιμωρητικών μέτρων και να διερευνηθεί η νομιμότητά τους.
Είναι η εικόνα ενός Κράτους (και επομένως μιας πολιτικής ηγεσίας, της Δημοκρατίας της ίδιας μα και του λαού της), που από τους ίδιους του εκπροσώπους του, ομολογούνταν ότι είχε καταστεί «πειραματόζωο», με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει από άποψη συνταγματικής νομιμότητας, ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΑΥΤΗΣ, από άποψη συνεπειών και γι’ αυτούς που το έχουν καταστήσει τέτοιο, και από εκείνους που το αποδέχονται και δια των ενεργειών τους συμβάλλουν κιόλας στην επιτυχία αυτού του εγχειρήματος.
Το παραπάνω «τοπίο» που ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ περιγράφω ανωτέρω, ναι, με είχε οδηγήσει όλα αυτά τα χρόνια στην πεποίθηση πως η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία λειτουργούσε έκτοτε ψιλώ ονόματι ενώ έργω είχε καταλυθεί. Τα Μνημόνια στη δική μου συνείδηση, ήταν καταργημένα από άποψη νομιμότητας, πριν καν φτάσουν στη διαδικασία ψήφισής τους στη Βουλή. Το ότι και ως προς το περιεχόμενό τους ήταν καταργημένα από άποψη νομιμότητας, αυτό είναι ένα επόμενο ζήτημα που εδώ τουλάχιστον παραβλέπουμε από την άποψη της διερεύνησής του.
Όσοι είμασταν παρόντες σε τούτη η Χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια των Μνημονίων, και διαθέτουμε μνήμη μα και τη νοημοσύνη ενός τυπικού ενήλικα, ασφαλώς, όλα τα παραπάνω τα είδαμε, τα ακούσαμε, τα βιώσαμε. Τα είδαμε, τα ακούσαμε, και τα βιώσαμε, και τούτο ανεξάρτητα από την ερμηνεία που ο καθένας δίνει στα γεγονότα αυτά.
Στις παραπάνω σκέψεις μου, θεμελιώνεται ο ισχυρισμός μου, ότι η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία είχε καταλυθεί κατά τη διάρκεια της εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, καταλύονταν συστηματικά με κάθε νέο Μνημόνιο.
Η περίφημη «έξοδος» από τα Μνημόνια, δεν είναι άλλο παρά η «κανονικοποίηση» της Αθλιότητας που πρεσβεύουν και ο έλεγχος -όχι εποπτεία»- που ασκείται μέσω αυτών.
Οι Μνημονιακές δεσμεύσεις ισχύουν, η ενισχυμένη μνημονιακή εποπτεία συνεχίζεται, ενώ προστέθηκε και μια ακόμα «ασφαλιστική» δικλείδα υπέρ των δανειστών, ότι η χώρα θα πρέπει να διατηρεί πλεονάσματα έως το 2060, ένας όρος, που ουδέποτε έχει τεθεί σε άλλη περίπτωση δανεισμού Χώρας, εκ μέρους οποιουδήποτε δανειστή, ένας όρος αδύνατος ακόμη και για τέτοιες ισχυρές οικονομίες όπως π.χ. η γερμανική, εδώ στην Ευρώπη. Τότε γιατί τέθηκε; ΠΩΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΡΙΝΕΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΟΡΟ; «ΣΥΝΗΘΗ»; «ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟ»; ΠΩΣ; Αυτός ο όρος τέθηκε, διότι ακριβώς γνωρίζουν ότι είναι αδύνατο να τηρηθεί και επομένως, πάντα θα βρίσκεται ένας καλός τρόπος να δηλώνουν οι δανειστές το ποιος έχει τον πάνω και τελευταίο λόγο σε τούτη τη χώρα, όταν θα απειλούν, σε περίπτωση απόκλισης από τον παραπάνω όρο, να επιβάλλουν μέτρα και νέα Μνημόνια, ή ακόμα, και να ανταλλάσσουν, αν το φέρει το πράγμα, Μνημόνια με πιθανές εθνικές μας παραχωρήσεις σε κρίσιμα γι’ αυτούς ζητήματα, («αυτούς» : δηλαδή το Βερολίνο πρωτίστως), όπως λέγεται ότι συνέβη με την κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί και κυρίως λυθεί, αν λυθεί, η τρέχουσα κρίση με την Τουρκία, μα την Γερμανία, να δείχνει από τώρα τις προθέσεις της.

V

Αλλά αν, όπως ισχυρίζομαι, η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία έχει ήδη καταρρεύσει, και ό,τι βιώνουμε μετά το «τέλος» των Μνημονίων, είναι κατ’ ουσίαν η ενσωμάτωση της «κανονικοποίησης» της (Μνημονιακής) Αθλιότητας στη καθημερινή μας ρουτίνα της ζωής, τότε, αυτό το ερώτημα που τίθεται είναι : και τώρα τι;
Η απάντηση φαντάζει περίπλοκη, ίσως και γόρδιος δεσμός. Με βάση αυτό το τελευταίο, ίσως κάποιος πει, πώς πάντα υπάρχει κάποιο ξίφος σαν αυτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου που λύνει και τα πιο δύσκολα προβλήματα. Αυτό είναι αληθές, όμως η πραγματική λύση δεν βρίσκεται στο ξίφος, αλλά στο χέρι που το κρατά. Ξίφη υπάρχουν πολλά, κι αν δεν έχεις, μπορείς να το κατασκευάσεις ο ίδιος. Το πρόβλημα είναι το χέρι. Και όχι το οποιοδήποτε χέρι. Μα το χέρι ενός Ηγέτη. Και όχι του όποιου Ηγέτη, ιδίως μάλιστα σε εποχές όπου τα ΜΜΕ και η προπαγάνδα τους, μπορούν να κατασκευάζουν κατά παραγγελία, ανά πάσα στιγμή, τον «κατάλληλο» «ηγέτη» για την «κατάλληλη» περίσταση, ούτε «Ηγέτες» που αναφέρονται σαν τέτοιοι λόγω κάποιου διοικητικής φύσης τίτλου που κατέχουν, μα ενός όντως Ηγέτη, μη «κατασκευασμένου».
Το πόση σημασία έχει το ζήτημα της Ηγεσίας, το είδαμε και με το δημοψήφισμα του 2015. Ο λαός έδωσε τότε ένα πανίσχυρο ξίφος στην τότε Κυβέρνηση, ένα ξίφος όμως, δυσανάλογα βαρύ για να μπορέσει να το σηκώσει, πόσο μάλλον να το χρησιμοποιήσει η ηγεσία εκείνης της Κυβέρνησης. Αποτέλεσμα υπήρξε η γελοιοποίηση ΚΑΙ του ξίφους ΚΑΙ του χεριού που προσπαθούσε να το κρατήσει.

Αυτό που θα συμβεί από εδώ και πέρα, δεν μπορεί κανείς να το προδικάσει. Μπορούν να συμβούν τα πάντα. Μπορεί πράγματι, ο ελληνικός λαός, να έχει όντως αποδεχτεί αυτό που εδώ έχουμε αποκαλέσει «κανονικοποίηση της Αθλιότητας». Μπορεί, κάποια στιγμή στο μέλλον, να «χτυπηθεί» από μια «αφύπνιση» της συλλογικής του μνήμης, κάτι όχι συχνό, όχι όμως και αδύνατο, και να επιχειρήσει, με τρόπο και αποτέλεσμα πάντως μη προβλέψιμο, να αναβιώσει την χαμένη του «εθνική τιμή», «εθνική αξιοπρέπεια» και «εθνική κυριαρχία», με την προϋπόθεση βεβαίως, πως θεωρεί τα παραπάνω ως όντως «απωλεσθέντα», διαφορετικά, κανείς δεν πρόκειται να αναζητήσει κάτι αν θεωρεί ότι τίποτα δεν έχει χαθεί. Ήδη, όσοι σήμερα (2021) είναι είκοσι ετών, το 2010 ήταν εννέα ετών και το 2016 ήταν 15 ετών), όσοι σήμερα είναι 25 ετών, το 2010 ήταν 14, όσοι το 2035 θα είναι είκοσι χρονών, το 2010 ήταν αγέννητοι, ενώ, κάθε χρόνος που προστίθεται, τόσο θα αυξάνει και ο αριθμός των πολιτών που από την λεγόμενη «Μνημονιακή Περίοδο», θα έχουν όλο και πιο αμυδρές αναμνήσεις, που με την «βοήθεια» και των συστημικών ΜΜΕ, θα γίνεται περισσότερο αμυδρή. Θα ζουν ένα «σήμερα», αγνοώντας ότι κατ’ ουσίαν δεν θα ζουν παρά ένα «χτες» που έχει προδιαγράψει το εκάστοτε «σήμερα» έως τουλάχιστον και το 2060! Αυτό που λέμε «γίγνεσθαι» για την Ελλάδα της οποίας το «δρομολόγιο» προς το αύριο (τουλάχιστον αυτό μέχρι του 2060) έχει ήδη προγραμματισθεί από τους Δανειστές της (δηλαδή το Βερολίνο), πολύ απλά ΔΕΝ ισχύει, διότι δεν υπάρχει τίποτα να «γίνει» ως εκδήλωση εθνικών δράσεων και πρωτοβουλιών που θα ανακαλύπτονταν ΕΚΤΟΣ του επιβληθέντος πλαισίου έως το 2060, διότι το επιβληθέν πλαίσιο είναι ορισμένο και πάντοτε η κάθε δυνατότητα μετατροπής του, θα τελεί υπό την έγκριση και καλή διάθεση του Βερολίνου (α!, ναι! και των λοιπών «εταίρων»-δανειστών μας). Έχω, σε κάθε περίπτωση, μικρή εμπιστοσύνη στις «προβλέψεις», ακόμα και στις «εκτιμήσεις» για μελλοντικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, κυρίως για τις μακροπρόθεσμες.
Προσπαθώ να δω τα πράγματα όχι όπως θα ήθελα να είναι ή να εξελίσσονται, μα όπως είναι -σύμφωνα με την δική μου αντίληψη. Δεν μου διαφεύγει καθόλου λοιπόν, πως αυτό που ονόμασα παραπάνω «κανονικοποίηση» της Αθλιότητας, πιθανώς για πάρα πολύ κόσμο, να αποτελεί απλώς «κανονικοποίηση» όχι της Αθλιότητας μα μιας νέας πραγματικότητας, και να κυριαρχεί το «ας δούμε από εδώ και πέρα τι κάνουμε».
Αυτό το «ας δούμε από εδώ και πέρα τι κάνουμε», σε αρκετά άρθρα μου το έχω απορρίψει ως λογική, διότι, είναι κάτι που εξυπηρετεί συνήθως όλους εκείνους που έχουν κάθε λόγο να μην αναλυθούν οι αιτίες που διαμόρφωσαν το παρόν μα και θα διαμορφώσουν και το μέλλον (έστω σε κάποιο βαθμό). Το «ας δούμε από εδώ και πέρα τι κάνουμε», επίσης περιέχει και ένα παραλογισμό, αφού αυτό που μας λέει, είναι ότι μπορείς να σχεδιάσεις κάτι εξ αρχής αγνοώντας τις αιτίες του ιδίου αυτού πράγματος που επιχειρείς να σχεδιάσεις και έχει ήδη δοκιμαστεί στη πράξη με τα όποια του αποτελέσματα, και με τις αιτίες του μοιραία να βρίσκονται στο παρελθόν, και η γνώση των οποίων είναι αναγκαία, όχι για λόγους παρελθοντολογίας, μα για λόγους «σχεδιαστικούς». Εκτός αν μιλάμε για μια εφεύρεση! Κι όμως, ουσιαστικά, αυτό το «επιχείρημα» φαίνεται να κυριαρχεί, εξ ου και το καθόλου παράδοξο γεγονός της «κανονικοποίησης» των αιτιών στρέβλωσης που οδήγησαν σε κρίσεις κατά το παρελθόν, και επομένως της διαρκούς επανεμφάνισής τους και των συνεπειών τους, ακόμη και της κρίσης εντός της οποίας αυτή τη στιγμή εξακολουθούμε να ζούμε. Το ίδιο συνέβη και με το «2010», αναφορικά με το ερώτημα γιατί φτάσαμε σ’ αυτό. Αυτό θα το πληρώσουμε, γι’ ακόμα μια φορά. Κι αυτή την κυκλικότητα της επανεμφάνισης των ίδιων και ίδιων προβλημάτων, θα εξακολουθούμε να τη βιώνουμε και να την πληρώνουμε, έως ότου, «κάτι» ή «κάποιος/α» εμφανιστεί στο μέλλον (κοντινό -όπως εύχομαι-, η μακρινό -όπως απεύχομαι), που θα θέσει την πορεία αυτής της χώρας και αυτού του λαού σε νέες ράγες.
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία θα επανεγκαθιδρυθεί, όταν θα έχει την εξουσία να ανακτήσει την πλήρη εθνική της κυριαρχία έναντι των Μνημονιακών Δεσμεύσεων, όταν όντως τα Μνημόνια θα καταργηθούν με νόμο, και η Ελληνική Δημοκρατία να αποδώσει τα νόμιμα στους δανειστές της διακανονίζοντας τις υποχρεώσεις της με βάση το εθνικό συμφέρον, όταν θα αξιώσει από τους δανειστές της τις οφειλόμενες αποζημιώσεις για τα ομολογημένα από τους ίδιους «λάθη» τους, όταν το επαχθές και επονείδιστο χρέος που δημιουργήθηκε ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ εντός των Μνημονίων διαγραφεί, όταν το πριν τα Μνημόνια χρέος διαγραφεί κατά το τμήμα εκείνο που οι δανειστές κατά παράβαση των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών δανειοδοτούσαν τη χώρα εξυπηρετώντας σκοπιμότητες και συμφέροντα «πελατών» τους, όχι πάντως του ελληνικού λαού, και όταν τολμήσει επί τέλους, να αξιώσει όσα δικαιούται από τη Γερμανία από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κατοχικό δάνειο κ.λπ.).
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία θα επανεγκαθιδρυθεί, όταν θα έχει την εξουσία να πατάξει στο εσωτερικό, όλη της Μεγα-Αθλιότητα : μεγαλοδιαφθορά, μεγαλοδιαπλοκή, μεγαλοφοροδιαφυγή, μεγαλοεισφοροδιαφυγή κ.λπ. κι εκείθεν, αρχίζοντας όμως υποχρεωτικά από την Μεγα-Αθλιότητα, αρχίσει να την περιορίζει και στο παρακάτω τμήμα του «ψαριού».
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία θα επανεγκαθιδρυθεί, όταν θα έχει την εξουσία να επιβάλλει ουσιαστική διάκριση των πολιτειακών Εξουσιών και κυρίως να πάψουν οι δίαυλοι επηρεασμού της μιας Εξουσίας από την άλλη.
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία θα επανεγκαθιδρυθεί, όταν θα έχει την εξουσία να επιβάλλει ένα Κράτος Δικαίου μακριά από πολιτικές και άλλες επιρροές.
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία θα επανεγκαθιδρυθεί, όταν θα έχει την εξουσία να επιβάλλει ένα Κοινωνικό Κράτος στην υπηρεσία της Κοινωνίας και όχι όργανο εξυπηρέτησης πελατειακών κομματικών «πελατών».
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία θα επανεγκαθιδρυθεί, όταν επί τέλους, ο λαός, θα καταστεί συνδιαμορφωτής των εξελίξεων της Χώρας, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, διεθνών, εκφράζοντας τη θέλησή του, μέσω δημοψηφισμάτων για σημαντικά ζητήματα, με το αποτέλεσμά τους να είναι για το Κράτος.
Μέχρι τότε, θα βιώνουμε ό,τι σήμερα βιώνουμε. Και μέχρι τότε, ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ, προέχει η ΕΓΚΑΙΡΗ αποτίναξη του Μνημονιακού Καθεστώτος, δια της καταργήσεως των εν ισχύει νόμων του, εκείνων που κατέλυσαν το Σύνταγμα, το Κοινωνικό Κράτος, την Εθνική Κυριαρχία, την ίδια δηλαδή την Δημοκρατία. Όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό, τόσο το καλύτερο, όσο πιο αργότερα, τόσο πιο δύσκολα θα είναι τα πράγματα.

VI

Δεν είναι επίσης, λίγοι, όσοι κατά την περίοδο της εγκαθίδρυσης των Μνημονίων, είχαν ομιλήσει περί προδοσίας. Όμως, είναι ανάγκη να φύγουμε από το θυμικό. Πότε μια πράξη, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ, ως πράξη προδοσίας;
Πάντα με βάση την πολύ σχετική γνώση του απλού πολίτη, που οδηγεί την αντίληψη και τη σκέψη μου, κατέφυγα στον ισχύοντα Ποινικό Νόμο, στο άρθρο 134 του οποίο, που αναφέρεται στην «Εσχάτη Προδοσία», καταχωρίζει ως στοιχεία εμπίπτοντα στην έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, την προσπάθεια, «…με βία ή απειλή βίας να καταλύσει, να μεταβάλει, να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού ή να αποστερήσει…. τον Πρωθυπουργό, την Κυβέρνηση η τη Βουλή από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα…», ενώ, μεταξύ των Θεμελιωδών αρχών και θεσμών του πολιτεύματος, θεωρούνται μεταξύ των άλλων και «…γ) το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης… στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους… η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα».
Έχοντας υπόψην ότι συνιστά την προσωπική μου αντίληψη των πραγμάτων, για ό,τι συντελέστηκε κατά τη διάρκεια εγκαθίδρυσης του Μνημονιακού Καθεστώτος, έχω να κάνω τις ακόλουθες επί του θέματος αυτού παρατηρήσεις : Το ότι το «δημοκρατικό πολίτευμα» της Χώρας, κατέστη, στην καλύτερη περίπτωση «προσκαίρως» ανενεργό, (οπότε και θα αρκούσε αυτή η περίπτωση προκειμένου να έχει ισχύ το άνω άρθρο), κατά δε την δική μου αντίληψη, είναι «ανενεργό» όσο διαρκεί το Μνημονιακό Καθεστώς, και θα διαρκεί, όσο θα διαρκούν οι Μνημονιακές δεσμεύσεις, σε κάθε δε περίπτωση, εκείνες που θα έπρεπε να αποτελούν την αποκλειστική ευθύνη του Ελληνικού Κράτους να τις υιοθετήσει ή όχι, αυτό νομίζω, λίγοι είναι που δεν θα το παραδεχτούν, ότι δηλαδή, η Ελληνική Δημοκρατία είχε πάψει να λειτουργεί δυνάμει των Συνταγματικών επιταγών κατά την ανωτέρω περίοδο. Όμως, κι αν τίποτα από τα ανωτέρω δεν ισχύει, θα χρειαστεί όντως μεγάλο απόθεμα υποκρισίας να υποστηρίξει κάποιος ότι η υποχρέωση της στήριξης του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, κατ’ επιταγήν του άνω άρθρου («…με βία ή απειλή βίας να καταλύσει, να μεταβάλει, να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές…) ή ότι δεν παραβιάστηκε (σύμφωνα με το ίδιο άρθρο) «η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα», οπότε, ΘΑ ΑΡΚΟΥΣΑΝ αυτές οι δύο αναφορές, ώστε ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ επ’ αυτών να θεμελιωθεί η κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας», ΩΣ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ και όχι ως εξατομικευμένη κατηγορία κατά προσώπων, πράγμα που για να συμβεί, απαιτείται η προηγούμενη σε βάθος διερεύνηση των καθέκαστα ατομικών εμπλοκών, προκειμένου να υπάρξει τέτοια εξατομικευμένη ευθύνη. Τέτοια όμως διερεύνηση ΔΕΝ έγινε ΠΟΤΕ.
Πολλοί, συνιστούν, να μην χρησιμοποιούνται «βαριές» εκφράσεις και «λέξεις». Συμφωνώ, και συμφωνώ μάλιστα εξ ιδιοσυγκρασίας. Όμως, εδώ, δεν αναφέρομαι σε πρόσωπα, αναφέρομαι σε γεγονότα. Στα γεγονότα αυτά, πρόσωπα εμπλέκονται, όμως, όσο στο μεγάλο ερώτημα «πώς μπήκαμε στα Μνημόνια» και τι ακολούθησε έκτοτε, ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΜΦΑΝΗΣ ΑΡΝΗΣΗ της «επίσημης» Πολιτείας να το διαλευκάνει μέσω μιας εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής, ώστε να «ανοίξουν» (υποχρεωτικά) «όλα τα στόματα», ελληνικά ΚΑΙ ξένα, όσο αυτό το ερώτημα παραμένει αναπάντητο, τόσο και η λέξη «προδοσία», θα υπάρχει ως διατύπωση να πλανάται στο αέρα (επί δικαίων και αδίκων είναι αλήθεια), εξαιτίας ΤΩΝ ΔΕΙΝΩΝ που προκάλεσαν τα Μνημόνια, όχι μόνο στην οικονομία, όχι μόνο στη Κοινωνία, μα και στην ίδια τη Δημοκρατία και ό,τι περιέχεται στη λέξη αυτή.
Σε κάθε όμως περίπτωση, έχουν δει το φως της δημοσιότητας δημοσιεύσεις και προφορικές τοποθετήσεις, που τοποθετούνται αναλυτικά στο ζήτημα της κατάλυσης της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, και μάλιστα, τοποθετήσεις σχετικά με το αν διαπράχτηκε ή όχι το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Κάποιες από αυτές τις τοποθετήσεις είναι αρκούντως αναλυτικές από νομική άποψη, ενώ, ενίοτε διατυπώνονται από εγνωσμένου κύρους νομικούς, είτε φέρουν την ακαδημαϊκή, είτε την πολιτική ιδιότητα, είτε και τις δυο μαζί.
Όπως όμως και να έχει το πράγμα, η θέση μου είναι πως Η ΑΡΝΗΣΗ να διερευνηθεί το πώς και γιατί φτάσαμε στα Μνημόνια αλλά και το τι ακολούθησε την είσοδο της Χώρας σ’ αυτά, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ των διαδικασιών και των ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΤΟΥΣ, θα αποτελεί μια διαρκή χαίνουσα πληγή, και είναι ζήτημα χρόνου, κάποια στιγμή, να «εκραγεί» η σημερινή φαινομενικά ηρεμία, κάτω από κάποια «κατάλληλη» αρνητική συγκυρία.
Άλλωστε, όπως προσωπικά εκτιμώ, ο χρόνος της «ανεμελιάς», δεν θα είναι μακρύτερος από εκείνον που προηγήθηκε του «ΑΘΛΙΟΥ 2010», όταν η Χώρα θα βρεθεί ΚΑΙ ΠΑΛΙ μπροστά ΣΤΑ ΙΔΙΑ προβλήματα, πολύ όμως οξύτερα τώρα, τα οποία είχαν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της επιβολής των Μνημονίων. Έτσι, το χρέος, θεωρώ ότι δεν θα μπορούμε για πολύ ακόμα να το θεωρούμε «βιώσιμο» (ήδη κάποιοι, όχι τυχαίοι άνθρωποι, μιλάνε για βιωσιμότητα του χρέους ως κάπου εκεί γύρω στο 2030), το Ασφαλιστικό ποτέ δεν θα πάψει να επανέρχεται στο προσκήνιο, όσες διαβιώσεις και αν δίνονται έπειτα από κάθε ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» ότι «λύνει» το πρόβλημα τουλάχιστον για μισό αιώνα μπροστά (παρόμοια διαβεβαίωση έχουμε και με την τελευταία ασφαλιστική μεταρρύθμιση της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη), ενώ οι «ανάγκες» της ανταγωνιστικότητας, δεν θα παύουν να διευρύνουν συνεχώς την «επικράτεια» του εργασιακού μεσαίωνα, για να μείνω μονάχα σε τρία ενδεικτικά ζητήματα. Το πότε, μια «μεγάλη αφύπνιση της Μνήμης» που, έστω και προσωρινά, θα θέσει στο περιθώριο την εξουσία της Λήθης, θα αρκέσει να αποδοθεί η Δικαιοσύνη για τα τουλάχιστον απαράγραπτα εγκλήματα του παρελθόντος, αφού βέβαια διερευνηθούν ως προς το ζήτημα της εξατομίκευσης των ευθυνών για την τέλεσή τους, και αφού ασφαλώς διερευνηθεί η τέλεσή τους ώστε να διαπιστωθεί η φύση τους αλλά και το μέγεθός τους, αυτό είναι όντως, ένα ερώτημα με καθόλου προβλέψιμη την απάντησή του. Άλλωστε, η Ιστορία, για τις Μεγάλες της Εξελίξεις, τις Μεγάλες της Καμπές, τις Μεγάλες της Στροφές, τα Μεγάλα της Πίσω και Εμπρός, ποτέ, μα ποτέ, δεν εκδίδει προηγούμενα «Δελτία Τύπου» για να προαναγγέλλει αυτές τις Μεγάλες Εξελίξεις. Ουδέ καν όσμωση υπάρχει για τον «κατά προσέγγιση» χρόνο της εκδήλωσή τους. Αν αυτό συνέβαινε, ασφαλώς, ο Λουδοβίκος και η γυναίκα του, ή ο Τσάρος και όλη του η οικογένεια, και όλοι οι Λουδοβίκοι και Τσάροι σε όλες τις Ιστορικές Περιόδους, θα είχαν κατορθώσει τουλάχιστον να διατηρήσουν τα κεφάλια τους πάνω στους ώμους τους, εγκαταλείποντας έγκαιρα τον τόπο του προσωπικού τους δράματος.
Τώρα, το ότι η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, είχε φτάσει στα όρια της κοινωνικής νομιμοποίησής της πριν το 2010, αυτό ας καταγραφεί ως μια (τουλάχιστον) προσωπική μου αντίληψη των πραγμάτων. Από την άλλη, αφού οι εκλογές επιτρέπονται, αυτό δεν σημαίνει ότι η Δημοκρατία λειτουργεί κάπως; Και αρκεί να είμαστε ευτυχείς με αυτό το «κάπως»; Για άλλους αρκεί. Για άλλους όχι. Σημασία έχει πώς διαμορφώνονται οι πολιτικοί και κομματικοί συσχετισμοί τη κάθε φορά. Αν αυτοί διαμορφώνονται κατά τρόπο που ευνοεί αυτό το «κάπως», τότε, ναι, θα ζούμε σε μια «κάπως» Δημοκρατία. Όπως και γίνεται δηλαδή : με τον λαό να αρκείται να μετέχει στο άνω εκλογικό παίγνιο, όπου οι πάντες σχεδόν κοροϊδεύουν τους πάντες (σχεδόν), κι έτσι κάπως πορευόμαστε, και στον οποίο λαό να προσφέρεται ένα «πακέτο διακυβέρνησης», το οποίο κατά κανόνα ο καθένας αποδέχεται αν σε κάποια του σελίδα αναφέρει κάτι που τον ικανοποιεί προσωπικά, και από εκεί και πέρα, στη λογική που ισχύει «take it or leave it» (αυτή είναι η συσκευασία των εκλογικών προγραμμάτων), το υιοθετεί ή το απορρίπτει, έστω και αν κάποιες σελίδες πριν ή κάποιες σελίδες μετά, από εκείνη που οδήγησε τον πολίτη στο να το υιοθετήσει (να το «ψηφίσει»), μπορεί να υπάρχουν άλλα πράγματα δυσμενή για άλλους του ίδιου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου μ’ αυτόν, ή και την ίδια την Χώρα, ή ακόμα και αν υπάρχουν «ψιλά γράμματα» ή διφορούμενες εκφράσεις που ουσιαστικά ούτε αυτά που νομίζει ότι υπάρχουν ισχύουν.

VII

Το Μάθημα που ελήφθη από το «Ελληνικό Πείραμα», είναι σαφές και σημαντικό. Ναι, εντός της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δυνατή η ουσιαστική κατάλυση κάθε είδους «Δυτικού» Κεκτημένου, όπως Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κοινωνικά Δικαιώματα, Εθνική Κυριαρχία, Συντάγματα, και εν τέλει ό,τι δίνει περιεχόμενο στη λέξη «Δυτικού Τύπου Δημοκρατία», εν ονόματι ενός «συμφέροντος», το οποίο εν ανάγκη θα κατασκευαστεί ή διογκωθεί έως εκεί που χρειάζεται, και το οποίο θα διαδοθεί από την προπαγάνδα της Αθλιότητας ως «Ύψιστο», έστω και αν πρόκειται για ένα συγκυριακό οικονομικό, αγοραίο πρόβλημα.
Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδα, ένα πρόβλημα ρευστότητας, μπορούσε να αντιμετωπιστεί αν το επιθυμούσαν οι «εταίροι» ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ, (και σε κάθε περίπτωση, η πρώτη εξ αυτών, η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου), με άλλους τρόπους……. Συνεχίζεται

ΔΗΜΟΦΙΛΗ