Ο Μαρκιανός και η ανάκαμψη του Βυζαντίου

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Μαρκιανός (Flavius Marcianus Augustus, 392 – 27 Ιανουαρίου 457) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας (450-457), της Θεοδοσιανής δυναστείας, ο οποίος διαδέχτηκε τον Θεοδόσιο Β’. Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από ανάκαμψη του Βυζαντίου, το οποίο ο Μαρκιανός προστάτεψε από εξωτερικές απειλές και αναμόρφωσε οικονομικά.

Όμως οι απομονωτικές του πολιτικές άφησαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίς συμμάχους απέναντι στα βαρβαρικά φύλα, με αποτέλεσμα τις επιδρομές του Αττίλα στην Ιταλία και την άλωση της Ρώμης από τους Βάνδαλους.

Η Ορθόδοξη εκκλησία τον αναγνωρίζει ως άγιο.

Γεννήθηκε το 392 στην Ιλλυρία ή τη Θράκη από πατέρα στρατιώτη. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε αξιωματικός υφιστάμενος του παντοδύναμου στρατηγού Άσπαρ. Με τη βοήθεια του ο Μαρκιανός ανήλθε στο αξίωμα του Γερουσιαστή. Όταν πέθανε ο Θεοδόσιος η αδελφή του Πουλχερία τον επέλεξε ως σύζυγο και διάδοχο του. Η ανάρρησή του στο θρόνο έγινε όταν ήταν σε ηλικία 58 ετών.

Υπήρξε ο πρώτος που στέφτηκε Αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Ως αυτοκράτορας, αρνήθηκε να καταβάλει τον βαρύτατο ετήσιο φόρο στον ηγεμόνα των Ούννων Αττίλα, ο οποίος τότε στράφηκε εναντίον της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια τακτοποίησε τις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, περιορίζοντας την τότε παντοδυναμία των ευνούχων, τις καταχρήσεις των διοικητών και αρχόντων κι επέβαλε σωστή διοίκηση και διαχείριση των οικονομικών.

Ασχολήθηκε επίσης με θρησκευτικά και εκκλησιαστικά θέματα. Προήδρευσε της «εν Χαλκηδόνι» Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατά την οποία και καταδικάστηκε η αίρεση του Ευτυχή και του Νεστορίου.

Πέθανε το 457 άτεκνος, είχε όμως ήδη υιοθετήσει τον στρατηλάτη του Ιλλυρικού και μετέπειτα αυτοκράτορα της Δύσης Ανθέμιο. Όμως, ο Άσπαρ προτίμησε και πάλι έναν δικό του (και εξίσου άγνωστο όπως ο Μαρκιανός) υφιστάμενο, τον αξιωματικό Λέοντα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Μαρκιανού στις 17 Φεβρουαρίου.

Μεταρρυθμίσεις και αντίκτυπος

Η επί επτά ετών βασιλεία του Μαρκιανού, εξασφάλισε πολιτική και θρησκευτική σταθερότητα στο Βυζάντιο, ένα κράτος το οποίο μέχρι τότε ταλανιζόταν από πολιτειακή και κοινωνική κρίση. Ο Μαρκιανός πραγματοποίησε ριζικές αλλαγές σε διάφορους τομείς και διασφάλισε τη συνοχή της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης.

Το ευτύχημα για τον Μαρκιανό ήταν ότι οι Ούννοι στράφηκαν στη δύση και έτσι το κράτος δεν ήταν πλέον αναγκασμένο να πληρώνει φόρους υποτέλειας σε βαρβαρικά φύλα, όπως συνέβαινε με τους προκατόχους του Μαρκιανού. Αυτή η κίνηση του Αττίλα, επέτρεψε στην Κωνσταντινούπολη να αναπτυχθεί οικονομικά με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Έτσι ο Μαρκιανός προχώρησε σε φοροαπαλλαγές και μειώσεις φόρων, μέτρα που ευνόησαν ιδιαίτερα τα κατώτερα λαϊκά στρώματα.

Επίσης το Βυζάντιο γνώρισε δραστικές αλλαγές και σε θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση και την απονομή δικαιοσύνης. Ο Μαρκιανός πάντα φρόντιζε να διατηρεί από στρατιωτικής πλευράς ουδέτερη στάση σε συγκρούσεις που ξεσπούσαν στην Ευρώπη, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο ειρήνη και εδαφική ακεραιότητα στην επικράτειά του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής ήταν η αδράνεια που επέδειξε η Κωνσταντινούπολη όταν οι Βάνδαλοι λεηλάτησαν τη Ρώμη το 455 (επακόλουθο της δολοφονίας του Βαλεντινιανού Γ΄). Επί της βασιλείας του ακόμη, στην Κωνσταντινούπολη διεκπεραιώθηκαν πολλά δημόσια έργα που άλλαξαν την εικόνα της πόλης.

Σύνοδος της Χαλκηδόνας

Επί Μαρκιανού επικρατούσε έντονη διαμάχη ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Μονοφυσίτες. Οι μεν Ορθόδοξοι υποστήριζαν ότι ο Χριστός διέθετε δύο φύσεις, την θεϊκή και την ανθρώπινη, οι δε Μονοφυσίτες πίστευαν πως ο Χριστός είχε μόνο μία φύση, την θεϊκή. Το 451 συνεκλήθη από τον Μαρκιανό Οικουμενική Σύνοδος στην Χαλκηδόνα, όπου ο Μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε ως αίρεση. Ταυτόχρονα, η Σύνοδος της Χαλκηδόνας έβαζε τέλος στις βίαιες συγκρούσεις Μονοφυσιτών της Αλεξάνδρειας και Ορθοδόξων της Αντιόχειας, ωστόσο στάθηκε αφορμή για την αρχή ενός μακρόβιου θρησκευτικού πολέμου.

Λαβωμένοι από τη σύνοδο βγήκαν και οι παππικοί, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αποδεχθούν τον «Κανόνα 28» που έλεγε ότι η επισκοπή της Κωνσταντινούπολης, η οποία πλέον θα ονομαζόταν «πατριαρχείο», είχε σχεδόν ίσα δικαιώματα με την αντίστοιχη της Ρώμης. Αυτό προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στην επισκοπή της Ρώμης, η οποία τους επόμενους αιώνες θα προσπαθούσε ποικιλοτρόπως να εντάξει το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως στην ακτίνα επιρροής της, πολλές φορές με δόλιες μεθόδους.

Απόρροια των παραπάνω ήταν να δημιουργηθεί μία άτυπη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο επισκοπές, που θα συνεχιζόταν κλιμακούμενη και θα κατέληγε στο οριστικό σχίσμα των εκκλησιών το 1056.

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ