Ο Παναγιώτης Δαγκλής (Αταλάντη, 30 Αυγούστου 1853 – Αθήνα, 9 Μαρτίου 1924) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε στην Αταλάντη σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του ιδίου. Γιος του υποστρατήγου πεζικού Γεωργίου Π. Δαγκλή (1809-1896).
Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και ονομάστηκε ανθυπασπιστής πυροβολικού το 1877. Μετά από ένα εξάμηνο, έλαβε μέρος στα πολεμικά επεισόδια του 1878, με τις τόσο ευνοϊκές εθνικές συνέπειες, προβιβάστηκε σε ανθυπολοχαγό και υπηρέτησε σε μονάδες πυροβολικού στην επαρχία. Υπολοχαγός το 1880 και λοχαγός το 1883, στάλθηκε στο Βέλγιο (Βρυξέλλες, Λιέγη) για μετεκπαίδευση με δικά του έξοδα στο πυροβολικό την περίοδο 1883 -1. Με την επιστροφή του, το 1884, τοποθετήθηκε ως υπασπιστής στο επιτελείο του Γάλλου υποστρατήγου Βίκτωρ Βοσσέρ, αρχηγού της Γαλλικής Οργανωτικής Στρατιωτικής Αποστολής (1884-1887), που μετακλήθηκε από την κυβέρνηση Τρικούπη.
Κατά το διάστημα 1889 – 1895 υπηρέτησε ως καθηγητής της Πυροβολικής και της Περιγραφικής Γεωμετρίας στη Σχολή Ευελπίδων και στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Ταγματάρχης από το 1892, έγινε υψηλόβαθμο μέλος της Εθνικής Εταιρείας και προσέφερε τις υπηρεσίες του στο γνωστό προπαρασκευαστικό έργο των εθνικών αγώνων της Εταιρείας. Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1897 ως επιτελάρχης της 1ης Ταξιαρχίας του Στρατού της Ηπείρου. Μετά τον πόλεμο, επανήλθε για ένα διάστημα στη Σχολή Ευελπίδων. Μετά την αναδιοργάνωση του στρατού και τη συγκρότηση της Γενικής Διοικήσεως Στρατού, ο ταγματάρχης Π. Δαγκλής τοποθετήθηκε στο Επιτελείο της Γεν. Διοικήσεως ως διευθυντής του Τμήματος Πυροβολικού.
Το 1902 προβιβάστηκε σε αντισυνταγματάρχη και το 1903 τοποθετήθηκε ως υποδιοικητής του υπό τον πρίγκηπα Νικόλαο 1ου Συντάγματος Πυροβολικού. Από το 1904 μετατέθηκε στο νέο Σώμα των Γενικών Επιτελών της 1ης Μεραρχίας (Λαρίσης), στην οποία υπηρέτησε μέχρι το 1909. Κατά το διάστημα αυτό προώθησε το από το 1893 επινοημένο σχέδιο λυόμενου ορειβατικού πυροβόλου 7,5 εκ., γνωστού ως πυροβόλο Schneider-Δαγκλή, από τα ονόματα της κατασκευάστριας πολεμικής βιομηχανίας και του σχεδιαστή του.
Συνταγματάρχης το 1907, ανέλαβε κατά την τελευταία περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα την απόρρητη υπηρεσία του Διευθυντή του Ανατολικού Τμήματος του Μακεδονικού Κομιτάτου (Φεβρ. 1908) και της Πανελληνίου Οργανώσεως (Σεπτ. 1908), η οποία το διαδέχτηκε και στην οποία υπάχθηκε και η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως. Ο Δαγκλής προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες στις δύο οργανώσεις για τη διάσωση του αλύτρωτου ελληνισμού μέχρι τον Νοέμβριο του 1909. Μετά το Στρατιωτικό Κίνημα του Αυγούστου 1909 και τα νέα οργανωτικά στρατιωτικά μέτρα, μεταξύ των οποίων ήταν και η κατάργηση του Σώματος Γενικών Επιτελών, ο Δαγκλής, όπως και όλοι όσοι υπηρετούσαν σε αυτό, επανήλθαν στα όπλα τους. Ανέλαβε τότε τη διοίκηση της Σχολής Ευελπίδων (1910) και στη συνέχεια, τη διοίκηση της 1ης Μεραρχίας (Λαρίσης), την αρχηγία της Χωροφυλακής (1911) και τέλος, τη διοίκηση της 2ης Μεραρχίας (Αθηνών).
Το 1911 προβιβάστηκε σε υποστράτηγο κατ’ απόλυτον εκλογήν. Τον Αύγουστο του 1912 τοποθετήθηκε αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού (Γενικού Επιτελείου Στρατού) και από την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου, αρχηγός του Επιτελείου του Στρατού της Θεσσαλίας-Μακεδονίας. Από τη θέση του επιτελάρχη του Γενικού Στρατηγείου Θεσσαλίας διηύθυνε τη σχεδίαση των επιχειρήσεων, παρακολούθησε τη νικηφόρα πορεία του στρατού και εισήλθε μαζί με τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο στη Θεσσαλονίκη. Μετά τη λήξη της εκστρατείας στο μακεδονικό χώρο, χρησιμοποιήθηκε ως τεχνικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στις συζητήσεις του Λονδίνου (Νοέμβριος 1912-Ιανουάριος 1913).
Το Σεπτέμβριο του 1913 τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος και στη συνέχεια, προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο. Από τα τέλη του 1914 ο Π. Δαγκλής είχε αποφασίσει να αποσυρθεί και να στραφεί στην πολιτική υπό τη σημαία του κόμματος των Φιλελευθέρων, πολιτευόμενος στην Ήπειρο. Την ίδια περίοδο αναφέρεται ότι ασχολείται και με το άθλημα του Μπριτζ. Την απόφαση αυτή πραγματοποίησε, αφού είχε διαφανεί ο διχασμός, μετά τις εκλογές του 1915, στις οποίες έλαβε μέρος και εκλέχθηκε βουλευτής Ιωαννίνων. Αποστρατεύθηκε τον Ιούλιο του 1915 σε ηλικία 62 ετών. Στην κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών (10 Αυγ. 1915-23 Σεπτ. 1915). Στις νέες εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 απείχε.
Τον Ιούλιο του 1916 ανέλαβε την προεδρία του Εθνικού Συνδέσμου των Ελλήνων Επιστράτων και από την εκδήλωση του βενιζελικού Κινήματος Εθνικής Αμύνης (Χανιά, Σεπτέμβριος 1916) προσχώρησε σε αυτό και ορίστηκε μέλος της τριμελούς Επαναστατικής Προσωρινής Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (17 Σεπτεμβρίου 1916). Με γαλλικό πολεμικό πλοίο πήγε στην Κρήτη και στις 26 του ίδιου μήνα, εγκαταστάθηκε με τη λοιπή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, συμμετέχοντας υπεύθυνα στο πολιτικό και διοικητικό έργο της και στη συγκρότηση του Στρατού Εθνικής Άμυνας, σε συνεργασία με τις γαλλικές δυνάμεις που είχαν αποβιβαστεί στη Μακεδονία.
Μετά την επικράτηση του επαναστατικού καθεστώτος της Θεσσαλονίκης, την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου και το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου (14 Ιουνίου 1917), μολονότι ήταν έφεδρος, ανακλήθηκε στην ενέργεια και διορίστηκε αρχηγός του Στρατού (20 Ιανουαρίου 1918), με καθήκοντα ευρύτατα αλλά όχι επιχειρησιακά, αφού την ανώτατη επιχειρησιακή ευθύνη στο μέτωπο είχαν οι συμμαχικές αρχές. Από την αρχηγία του Στρατού απαλλάχθηκε το Νοέμβριο του 1918 και αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Τον Οκτώβριο του 1920 αποστρατεύθηκε και πάλι.
Στις βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 πέτυχε να εκλεγεί βουλευτής. Μετά την αναχώρηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ανέλαβε την προεδρία της Διευθύνουσας Επιτροπής του κόμματος των Φιλελευθέρων. Τη θέση αυτή διατήρησε σε όλο το δραματικό χρονικό διάστημα που επακολούθησε, ακόμη και μετά τη διενέργεια των εκλογών της Δ΄ Εθνικής (Συντακτικής) Συνέλευσης (16 Δεκ. 1923). Στις 22 Φεβρουαρίου 1924 παραιτήθηκε από την προεδρία του κόμματος των Φιλελευθέρων (αφού δεν τελεσφόρησε ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό την προεδρία του στις 10 Ιανουαρίου του 1924, επειδή οι Δημοκρατικοί Φιλελεύθεροι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν) και στις 9 Μαρτίου 1924 πέθανε στην Αθήνα έπειτα από σύντομη ασθένεια.