Διονύσιος Λαυράγκας: Ο θεμελιωτής του ελληνικού μελοδράματος

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Διονύσιος Λαυράγκας (17 Οκτωβρίου 1860 – 18 Ιουλίου 1941) ήταν Έλληνας συνθέτης, ο οποίος ανήκει στην λεγόμενη Επτανησιακή μουσική Σχολή, αν και πολλοί (περιορισμένα) τον κατατάσσουν και στην εθνική μουσική σχολή. Ο Δ. Λαυράγκας θεωρείται ο θεμελιωτής του ελληνικού μελοδράματος.

Το συνθετικό του έργο απετέλεσαν κυρίως συμφωνική μουσική, μελοδράματα καθώς και τραγούδια, περισσότερο καντάδες. Έγραψε έργα, για βιολί, πιάνο, καθολική λειτουργία και άσματα θείας λειτουργίας. Θεωρείται επίσης από τους πρώτους συνθέτες που στα έργα τους ενσωμάτωσαν στοιχεία ελληνικής δημοτικής μουσικής.

Ο Διονύσιος Λαυράγκας γεννήθηκε στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας το 1860 από γονείς εύπορους αριστοκρατικής καταγωγής. Ήταν γιος του Σπυρίδωνα Λαυράγκα από το Ληξούρι και της Κασσάνδρας το γένος Ραζή από το Αργοστόλι. Οι ρίζες της οικογένειας Λαυράγκα χρονολογούνται από το 13ο αιώνα και περιλαμβάνουν σημαντικές προσωπικότητες. Ο Διονύσιος Λαυράγκας σπούδασε με ιδιαίτερα μαθήματα ξένες γλώσσες και σύντομα έδειξε την κλίση του στη μουσική.

Τις πρώτες μουσικές σπουδές του τις έλαβε στην γενέτειρά του από τον Λάζαρο Σεράο στο βιολί και τον σπουδαίο Ιταλό μαέστρο και πιανίστα Γεδεών Ολιβιέρι. Ο Κεφαλλονίτης όμως δάσκαλός του Νικόλαος Μεταξάς-Τζανής διέκρινε στον μικρό του μαθητή ένα σπάνιο μουσικό ταλέντο και τον διαπαιδαγώγησε μουσικά με αγάπη και θερμό ενδιαφέρον. Αυτός του ενέπνευσε την αγάπη για τη μελοδραματική τέχνη και τον προώθησε στις ορχήστρες των ιταλικών μελοδραματικών θιάσων που επισκέπτονταν το Αργοστόλι, να παίρνει μέρος ως βιολονίστας.

Για τον δάσκαλό του ο Διονύσιος Λαυράγκας λέει στα Απομνημονεύματά του: «Όσοι τότε μάθαμε τέσσαρες νότες περάσαμε από τα χέρια του». Και από τα Απομνημονεύματά του μαθαίνουμε πως μόλις 15 ετών τόλμησε να αναπληρώσει τον δάσκαλό του στις πρόβες της Νόρμα διευθύνοντας την ορχήστρα ενός ιταλικού μελοδραματικού θιάσου. Πολύ νωρίς άρχισε να συνθέτει και τραγούδια που έγιναν δημοφιλέστατα και τραγουδιούνταν από τους κανταδόρους του νησιού. Από έφηβος ήταν εξαιρετικά δημιουργικός.

Εκτός του ότι συνέθετε πολλά τραγούδια, χορωδιακά, βαλς, πόλκες, μαζούρκες κ.α., που τα έπαιζε η Φιλαρμονική του Αργοστολίου, έγραφε ποιήματα, λυρικά και σατιρικά άρθρα για τις τοπικές εφημερίδες, μετέφραζε από τα ιταλικά, που γνώριζε καλά, διηγήματα, ποιήματα, κωμωδίες και συγχρόνως κάθε Κυριακή εξέδιδε μια μικρή σατιρική εφημερίδα, την Έγνοια μας.

Το 1882 πήγε στη Νάπολη για να σπουδάσει ιατρική, σύμφωνα με την επιθυμία της μητέρας του. Προτίμησε όμως να παρακολουθήσει μαθήματα αρμονίου με τον Μάρκο Σκαράνο και πιάνου με τον Λάουρο Ρόσι και τον Πάολο Σεράο στο ωδείο Σαν Πιέτρο α Μαΐέλα.

«Στο κονσερβατόριο σπούδαζε τότε και ο Ναπολέων Λαμπελέτ. Έκαμα τη γνωριμία του τις πρώτες ημέρες της αφίξεώς μου στη Νάπολη, ένα βράδυ στο Καφέ-Τούρκο. Επτανήσιοι κι οι δύο στην άνθηση της νεότητας, βρεθήκαμε να ‘χουμε τις ίδιες καλλιτεχνικές αντιλήψεις, γι’ αυτό η πρώτη απλή μας γνωριμία δεν άργησε σε λίγες μέρες να εξελιχθή σε στενή φιλία, τόσο που αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε και να αλληβοηθούμεθα στη μελέτη μας… Η ειλικρίνεια της φιλίας μας διετηρήθη αναλλοίωτη έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του».

Έτσι παρουσιάζει τη φιλία του με τον Λαμπελέτ στα Απομνημονεύματά του ο Λαυράγκας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Νάπολι, πάντα δημιουργικός έγραψε γύρω στις 20 τετράφωνες φούγκες με τέσσερα διάφορα αντιθέματα. Μία μάλιστα από αυτές χρησιμοποιήθηκε από τον καθηγητή του Σκαράνο σε μια δική του λειτουργία, αφού προσάρμοσε τα λόγια του Sanctus και εκτελέσθηκε με μεγάλη ορχήστρα στην εκκλησία του Αγίου Φερδινάνδου. Και βέβαια παρακολουθούσε ανελλιπώς τις μελοδραματικές παραστάσεις στο φημισμένο θέατρο Σαν Κάρλο.

Μετά τη Νάπολι ο Διονύσιος Λαυράγκας επέστρεψε για λίγους μήνες στο Αργοστόλι και στη συνέχεια αναχώρησε για το Παρίσι (1885), όπου κατόπιν διαγωνισμού έγινε δεκτός στο κονσερβατουάρ.

Στην αρχή ως ακροατής παρακολούθησε σύνθεση στην τάξη του Λεό Ντελίμπ, στη συνέχεια ως κανονικός σπουδαστής αρμόνιο στην τάξη του Θ. Ντυμπουά, σύνθεση-ενορχήστρωση στην τάξη του Ζυλ Μασνέ και εκκλησιαστικό όργανο με τον κορυφαίο καθηγητή Σεζάρ Φρανκ.

Στο Παρίσι γεύτηκε και το είδος της συμφωνικής ορχήστρας που ήταν άγνωστο στην Ιταλία.

Ανάδειξη

Ως διευθυντής ορχήστρας ο Διονύσιος Λαυράγκας έκανε το ντεμπούτο του στη γαλλική επαρχία. Η άριστη μουσική κατάρτιση που είχε αποκτήσει μετά από τετραετή φοίτηση στο κονσερβατουάρ του Παρισιού και η εμπειρία του τού επέτρεψαν να διευθύνει την ορχήστρα γαλλικού μελοδραματικού θεάτρου σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στην πόλη Σανς, δύο ώρες από το Παρίσι, στις όχθες του ποταμού Γιον, με την όπερα Τροβατόρε του Τζουζέπε Βέρντι. Αυτή η όπερα που του έδωσε το βάπτισμα του μαέστρου παρέμεινε η αγαπημένη του στο μελοδραματικό ρεπερτόριό του. Τα ευμενή σχόλια του χάρισαν τη φήμη Ευρωπαίου μαέστρου. Σύντομα άρχισαν να τον προτιμούν πολλά μελοδραματικά συγκροτήματα και να εμφανίζεται συχνά και ως διευθυντής ορχήστρας σε οπερέτες.

Όπως χρονολογικά φαίνεται, παράλληλα με τις σπουδές του στο Παρίσι, ο Λαυράγκας δημιούργησε τον χειμώνα 1887-1888 μια άρτια χορωδία από 30 περίπου Κεφαλλονίτες ερασιτέχνες κανταδόρους. Αφορμή η προκήρυξη μουσικού διαγωνισμού για την έκθεση της Δ’ Ολυμπιάδας η οποία επρόκειτο να γίνει στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1888, στο Ζάππειο. Σύμφωνα με την προκήρυξη, η επιτροπή θα βράβευε μία χορωδία και μία μουσική σύνθεση.

Ο Λαυράγκας αποφάσισε να πάρει μέρος στον διπλό αυτόν διαγωνισμό. Με πενιχρά τελείως μέσα συγκρότησε μια άρτια χορωδία που αρχικά την είχε προετοιμάσει ο δάσκαλό του Μεταξάς-Τζανής και υπέβαλε για τον διαγωνισμό μουδικής σύνθεσς μια παλιά σονάτα που είχε βραβευτεί ήδη στο Παρίσι από επιτροπή που την αποτελούσαν οι συνθέτες Γκιρό, Ζανσέρ και Ντελίμπ.

Το χορωδιακό αυτό συγκρότημα αφού έδωσε δύο παραστάσεις στο Αργοστόλι και στο Ληξούρι ως πρόβα τζενεράλε ανεχώρησε για την Αθήνα όπου έδωσε θριαμβευτικές παραστάσεις, μία στο νεόδμητο θέατρο Συγγρού και δύο στη Ροτόντα του Ζαππείου, αποσπώντας το πρώτο βραβείο. Τη συναυλία της κεφαλλονίτικης χορωδίας στο κατάμεστο θέατρο Συγγρού παρακολούθησαν η βασίλισσα Όλγα των Ελλήνων, η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα της Ελλάδας και της Δανίας, οι μεγάλοι δούκες Σέργιος και Παύλος της Ρωσίας και από την κυβέρνηση ο Γεώργιος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Αργάσαρης-Λομβάρδος. Το ακροατήριο χειροκρότησε με ενθουσιασμό και ο Τύπος της πρωτεύουσας έγραψε ενθουσιώδεις κριτικές.

Στα Απομνημονεύματά του ο Διονύσιος Λαυράγκας περιγράφει με συγκίνηση την υποδοχή που του επεφύλαξαν οι συμπολίτες του όταν ανέβηκε στο πόντιουμ του θεάτρου Κέφαλος εμφανιζόμενος για πρώτη φορά μετά τις σπουδές του.

«Θυμάμαι ακόμη την ενθουσιώδη υποδοχή των συμπολιτών μου, όταν ανέβηκα στο σκαμνί της διευθύνσεως στο θέατρο εκείνο, στον οποίον έπειτα από τόσα χρόνια επανερχόμουν τώρα επηυξημένος και επιδιορθωμένος. Μέσα στους άλλους ήλθε και ο πρώτος μουδιδάσκαλος Ν. Τζανής να μ’ αγκαλιάση και να με φιλήση και σε μια στιγμή εδάκρυσεν εκείνος -εδάκρυσα κι εγώ!… Ο καϋμένος… Ήταν αρκετά γερασμένος και κουρασμένος… Τον αντικατέστησα για κανένα εξάμηνο στη Φιλαρμονική».

Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ιστορικός του θεάτρου Σπύρος Ευαγγελάτος στην Ιστορία του Θεάτρου εν Κεφαλληνία 1600-1900, οι παραστάσεις άρχισαν με το έργο του Βέρντι Χορός Μεταμφιεσμένων (Un Ballo In Maschera) στις 14 Δεκεμβρίου του 1887 με ιταλικό μελοδραματικό θίασο. Η επιτροπή του θεάτρου Κέφαλος πρότεινε στον Λαυράγκα τη διεύθυνση για όλη τη χειμερινή περίοδο και αυτός την απεδέχθη.

Η Φιλαρμονική Εταιρεία Αθηνών

Έργο της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών ήταν η εκλαΐκευση και διάδοση της μουσικής στον λαό. Το 1894 είχε πολλά προβλήματα, πρόσφατα είχε αποκοπεί από αυτή ένα μεγάλο μέρος των μελών, γύρω στα 25, που ακολουθώντας τον αντιπρόεδρο Κ. Ιερόπουλο συνέστησαν τον Όμιλο Φιλομούσων. Ανάμεσα στα δύο σωματεία είχε κηρυχθεί αμείλικτος πόλεμος.

Ο Διονύσιος Λαυράγκας εκλήθη από τον Σπ. Σπάθη να αναλάβει τη μουσική διεύθυνση της εταιρείας. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πέτυχε να συγκροτήσει μία ορχήστρα 35-40 μουσικών και να δώσει την πρώτη συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο με θριαμβευτική επιτυχία. Μετά απ’ αυτό εδραιώθηκε η φήμη της Φιλαρμονικής και ήταν σε θέση να συναγωνισθεί τον Όμιλο Φιλομούσων που είχε την πρωτοκαθεδρία στην κοσμική κίνηση.

Τον Μάρτιο του 1896 ανατέθηκε στη Φιλαρμονική Εταιρεία Αθηνών το μουσικό μέρος των εορτών της Πρώτης Ολυμπιάδος των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Κωστής Παλαμάς έγραψε τους στίχους του «Ολυμπιακού Ύμνου» και ο Σπυρίδων Σαμάρας συνέθεσε τη μουσική. Στον Ιωάννη Πολέμη ανατέθηκε η δημιουργία ενός μεγάλου συμφωνικού ποιήματος για μεικτή συμφωνική ορχήστρα, ορχήστρα πνευστών και χορωδία και η μουσική του επένδυση στον Δ. Λαυράγκα. Το ποίημα ονομάστηκε Πένταθλον.

Ο «Ολυμπιακός Ύμνος» με σολίστ τους Δ. Τσάκωνα τενόρο, Κ. Βακαρέλη βαρύτονο και την Πετρίτση, η οποία απήγγειλλε τις στροφές με χορωδία 200 τραγουδιστών και ισάριθμων εκτελεστών σημείωσε καταπληκτική επιτυχία την ημέρα ενάρξεως των Ολυμπιακών Αγώνων. Αντίθετα το Πένταθλον, που παρουσιάστηκε το ίδιο βράδυ στο Δημοτικό Θέατρο, όπου και οι φιλαρμονικές Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Λαυρίου και Πύργου, δεν σημείωσε καμία επιτυχία.

Επειδή τα έξοδα των εορτών ήταν τεράστια, η Φιλαρμονική ξεκίνησε για μια μικρή περιοδεία ως την Πάτρα. Για πολλούς αντικειμενικούς λόγους όμως οι εμφανίσεις της είχαν αποτυχία. Μετά την επιστροφή στην Αθήνα η Φιλαρμονική άρχισε να διαλύεται.

Το Γ’ Ελληνικό Μελόδραμα

Το 1898, ο Διονύσιος Λαυράγκας συνεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο ό,τι άρχισε ο Ναπολέων Λαμπελέτ έθεσε τις βάσεις για το μεγαλύτερο έργο της ζωής του, το Ελληνικό Μελόδραμα, στο οποίο ως το τέλος της ζωής του αφιερώθηκε με πίστη και θυσίες. Πολύτιμος συντελεστής της επιτυχίας αυτού του στόχου ήταν ο συνεργάτης του Λουδοβίκος Σπινέλλης.

Ο Διονύσιος Λαυράγκας γράφει γι’ αυτόν στα Απομνημονεύματά του: «Ήτο προ παντός άνθρωπος ειλικρινής, τίμιος εργατικός και αφιλοκερδής. Ήτο από τους ολίγους φίλους, στην σταθερότητα των αισθημάτων του οποίου είχα απόλυτον εμπιστοσύνην».

Η πρώτη παράσταση του Ελληνικού Μελοδράματος δόθηκε στις 14 Απριλίου 1900 στο Δημοτικό Θέατρο με την όπερα Λα Μποέμ του Τζάκομο Πουτσίνι και υπό τη διεύθυνση του Λ. Σπινέλλη. Στο ίδιο θέατρο ο Λαυράγκας μετά από ένα μήνα ανέβασε την όπερα του Κερκυραίου μουσουργού Σπύρου Ξύνδα Υποψήφιος Βουλευτής».

Στις 15 Μαΐου 1900 ο Λαυράγκας ανέβασε τη δική του όπερα Δύο Αδέλφια, με τους Μαρία Ταντολίνι σοπράνο, Κώστα Βακαρέλη βαρύτονο και Μιχάλη Βλαχόπουλο βαθύφωνο. Γι’ αυτή τη βραδιά γράφει: «Η βραδιά εκείνη θα μου μείνει αλησμόνητη. Ήταν η πρώτη όπερά μου που έδινα στην Ελλάδα και συνάμα η πρώτη ελληνική όπερα της προκοπής με λιμπρέτο και εκτελεστές Έλληνες».

Η πρώτη περίοδος του Ελληνικού Μελοδράματος, που άρχισε τον Απρίλιο του 1900 με την Μποέμ στο Δημοτικό Θέατρο, συνεχίστηκε στο θέατρο Βαριετέ με σημαντικά μελοδραματικά έργα και κατέληξε την άνοιξη του 1912 στο Δημοτικό Θέατρο. Αναμφισβήτητα, δε, υπήρξε μεγάλος σταθμός του εθνικού μελοδράματος και καθοριστικός της κατοπινής ένδοξης τροχιάς του ως το 1937, με καθοδηγητή πάντα τον Δ. Λαυράγκα. Το πλούσιο ρεπερτόριο αλλά και το έμψυχο υλικό που πλαισίωνε το Ελληνικό Μελόδραμα ήταν τα χαρακτηριστικά στοιχεία που το οδήγησαν στις θριαμβευτικές επιτυχίες της ιστορίας του.

Η αρχική «βάση» που έκανε τον Λαυράγκα οδηγό και εγκαινίασε την πορεία του Εθνικού Μελοδράματος ήταν οι Γεώργιος Φλωριανός (τενόρος), Κώστας Βακαρέλης (βαρύτονος), Απόστολος Φλωριανός και Βασίλειος Πετροζίνης (βαθύφωνοι). Αυτός ο πυρήνας εργαζόταν υπό τον αρχιμουσικό Σπινέλλη. Τους τέσσερις τραγουδιστές και τους συναδέλφους τους, εμψύχωνε αγνός οραματισμός που επί τέσσερις δεκαετίες μεταλαμπαδεύτηκε σε δεκάδες άλλους ομοτέχνους τους.

Το Ελληνικό Μελόδραμα ξεπερνώντας άπειρες οικονομικές δυσκολίες επέζησε και μετά το 1935, οπότε ο Λαυράγκας αποσύρθηκε. Η τελευταία παράστασή του υπό τον Τότη Καραλίβανο δόθηκε στην Αθήνα το 1943. Είχε ανεβάσει συνολικά 13 ελληνικά έργα και 38 ξένα (κυρίως ιταλικά) με περιοδείες στην επαρχία, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη (η Αΐντα ήταν η τελευταία όπερα που παίχτηκε πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή), στην Κωνστάντζα, στο Γκαλάτσι, στο Βουκουρέστι, στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο και στην Οδησσό. Ανάμεσα στα ταλαντούχα στελέχη που συνόδεψαν την πορεία του Ελληνικού Μελοδράματος ξεχωρίζουν οι: Γιάννης Αγγελόπουλος, Κώστας Βακαρέλης, Πέτρος Επιτροπάκης, Νίκος Κρυωνάς, Άρτεμις Κυπαρίσση, Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, Νίκος Μωραΐτης, Τίτος Ξηρέλλης, Γιώργος Χατζηλουκάς κ.α.

Ο Διονύσος Λαυράγκας τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.

Το συνθετικό έργο

Ο Λαυράγκας υπήρξε πολυγραφότατος ως συνθέτης και κινήθηκε σε πολλά είδη μουσικής και σε διαφορετικούς χώρους δουλειάς. Αρχιμουσικός-ιμπρεσάριος όπερας, συνθέτης οπερετών, καθηγητής ωδείων, εκδότης μουσικής, κριτικός και υπεύθυνος μουσικής στα ΜΜΕ. Το μεγαλύτερο μέρος από τις σωζόμενες συνθέσεις του συγκέντρωσε η κόρη του, Διδώ Λαυράγκα-Κρητικού. Πολλά έργα του χάθηκαν όταν το πατρικό του σπίτι στο Αργοστόλι, σωστό μουσείο μουσικής, κάηκε στους σεισμούς του 1953.

Μαζί με τον Γεώργιο Λαμπελέτ και τον Μανώλη Καλομοίρη είναι από τους πρώτους συνθέτες που επιχείρησαν να ενσωματώσουν στο έργο τους στοιχεία από την ελληνική δημοτική παράδοση.

Μετά το πρώτο του ελληνικό τραγούδι (Παρίσι 1885-1889) Εις Κρύον Ζοφερόν Χειμώνα, έγραψε και το πρώτο ελληνικό μελόδραμα με ελληνικά μοτίβα (Αθήνα 1899) Τα Δύο Αδέλφια. Η πρώτη Ελληνική Σουίτα του (1903) είναι το πρώτο συμφωνικό έργο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής.

Επίσης είναι ο πρώτος Έλληνας συνθέτης που έγραψε μουσική για την πρώτη ελληνική κινηματογραφική ταινία Το Δαχτυλίδι του Πιερότου (1918), όπως και για την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας (1932). Για τις ανάγκες της ταινίας προχώρησε στην γνωστή μελοποίηση του ποιήματος του Γεώργιου Ζαλοκώστα Το φίλημα (γνωστό και ως Μια βοσκοπούλα αγάπησα). Η περίφημη όπερά του Διδώ (1908) είναι η πρώτη ελληνική όπερα μεγάλων ηχητικών και σκηνικών μέσων.

Έγραψε πάρα πολλά τραγούδια. Ανάμεσά τους τα Λαλούν τ’ Αηδόνια, Στης Εκκλησιάς τα Σκαλοπάτια, Έλα να Γείρεις, Ξύπνα κ.α. που ακόμη τραγουδιούνται και όχι μόνο από Κεφαλλονίτες κανταδόρους.

Σημαντικά από τα έργα του Λαυράγκα θεωρούνται τα άσματα για μονωδίες και χορωδίες όπως: Ο τραγουδιστής, Της πίκρας το νερό, Ο ναύτης του Ιονίου, Καράβι ανοίγει τα πανιά, κ.λπ.

Συνέθεσε επίσης συμφωνικά όπως τα Εισαγωγή και φούγκα, Θρησκευτικές εικόνες, Ουβερτούρα, Σουΐτα από Κυπριακους χορούς, κ.λπ. Ακόμα εκκλησιαστική μουσική στην οποία ξεχώρισαν: η Λειτουργία και η Ελληνική Λειτουργία και βέβαια θεατρική μουσική με κυριότερα τα La vita è un sogno (1887), που παίχθηκε στην Ιταλία, Δύο αδέλφια (1900) σε μοτίβο ελληνικού δημοτικού, Μάγισσα (1902), Διδώ (1909), Άσπρη τρίχα (1914), Διπλή φωτιά (1915) και Μικρή πεταλούδα (1928).

Συγγραφικό έργο

Στο σύνολο του έργου του υπάρχουν επίσης τέσσερα γραπτά κείμενα: το Εγχειρίδιον Αρμονίας (1903), Στοιχεία Θεωρητικής και Πρακτικής Αναγνώσεως και Διαιρέσεως της Μουσικής (1937) και τα Απομνημονεύματά του (1940).

Δισκογραφία

1987 Του Μαντολίνου (LP) Ο Δημήτρης Μαρίνος στο μαντολίνο, η Νέλλη Σεμιτέκολο στο πιάνο και ο Γιώργος Σκαβάρας στην κιθάρα. Υπάρχει η σύνθεση Ελληνική Σερενάτα του Λαυράγκα, σε διασκευή του Δημήτρη Λάγιου για μαντολίνο και πιάνο.

1989 Λυρικό Ιντερμέντζο για Έγχορδα με Τόξο και Άρπα 1 & 2 (Lyra 0284 CD) Με τα έγχορδα της Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΑ και την Αλίκη Κρίθαρη στην άρπα. Διευθύνει ο Βύρων Φιδετζής. Το CD περιλαμβάνει και το έργο του Πέτρου Πετρίδη Κοντσέρτο Γκρόσο.

1989 Έντεχνα Επτανησιακά Τραγούδια του ΙΘ’ Αιώνα (LP) Η Κική Μορφονιού σε 12 τραγούδια. Ανάμεσα σε αυτά η Ψαρόβαρκα του Δ. Λαυράγκα.

[wikipedia.org]

ΔΗΜΟΦΙΛΗ