Κιοσέμ Σουλτάν – Η (ελληνικής καταγωγής) ισχυρότερη γυναίκα στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Χασεκί Μαχπεϊκέρ Κιοσέμ Βαλιντέ Σουλτάν (οθ. τούρκικα: كوسم صولتان, τούρκικα: Haseki Mâh-Peyker Kösem Valide Sultan, 1589 – 2 Σεπτεμβρίου 1651) ήταν η δεύτερη, η αγαπημένη και η νόμιμη σύζυγος του σουλτάνου Αχμέτ Α΄, μητέρα δύο Σουλτάνων, του Μουράτ Δ΄ και του Ιμπραήμ Α΄ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν η ισχυρότερη γυναίκα στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Επηρέασε την πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέσω του συζύγου της Αχμέτ Α΄, των γιων της Μουράτ Δ΄ και Ιμπραήμ Α΄ και τέλος του εγγονού της Μεχμέτ Δ΄.

Ήταν Βαλιντέ Σουλτάνα όταν οι γιοι της Μουράτ Δ΄ και Ιμπραήμ Α΄ και ο εγγονός της Μωάμεθ Δ΄ (1648-1687) βασίλευαν ως Οθωμανοί Σουλτάνοι. Ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα κατά το Σουλτανάτο των Γυναικών. Ήταν επίσημη αντιβασιλέας δύο φορές και ήταν ως εκ τούτου μία από τις δύο γυναίκες να έχουν γίνει επίσημες αντιβασιλείς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο πλήρης τίτλος ήταν: Devletlu İsmetlu Haseki Mâh-Peyker Kösem Valide Sultan Aliyyetü’ş-Şân Hazretleri

Οικογένεια και ζωή

Είχε 2 αδελφές, την Λία (Γιασεμίν) και την Άννα (Γκιουλμπαχάρ), που την ακολούθησαν στο χαρέμι. Κι έναν αδελφό, τον Πέτρο, που σκοτωθηκε.

Η Κιοσέμ ήταν Ελληνικής καταγωγής, με καταγωγή από την Χίο, κατά κάποιους κόρη ενός ιερέα, και το πραγματικό της όνομα ήταν Αναστασία. Στάλθηκε στην ηλικία των 15 ετών στο χαρέμι του Σουλτάνου Αχμέτ Α΄. Η Κιοσέμ ήταν όμορφη και είχε σκούρα μαλλιά και όμορφα μάτια. Το όνομά της άλλαξε Μαχπεϊκέρ από την Σαφιγιέ Σουλτάν (που σημαίνει «Φεγγαροπρόσωπη») και αργότερα σε Κιοσέμ, που σημαίνει δυναμική και πολεμιστής από τον Σουλτάνο Αχμέτ Α΄. Η Κιοσέμ Σουλτάν ήταν η Χασεκί Σουλτάν του Αχμέτ Α΄. Μεταφέρθηκε στο Παλιό Παλάτι μετά τον θάνατο του Αχμέτ Α΄ το 1617, αλλά επέστρεψε ως Βαλιντέ Σουλτάν, όταν ο μεγαλύτερος γιος της Μουράτ Δ΄ ενθρονίστηκε το 1623.

Η Κιοσέμ εμπόδισε τον σύζυγό της Αχμέτ Α΄ να σκοτώσει τον αδελφό του Μουσταφά Α΄ όπως συνήθιζαν οι Σουλτάνοι να εκτελούν οποιονδήποτε απειλούσε τη θέση τους στον θρόνο: ασφαλώς, η μεγαλύτερη απειλή ήταν τα ίδια τους τα αδέρφια, αφού δεν υπήρχε γραμμή διαδοχής, αλλά υπερίσχυε ο πιο δυνατός Οθωμανός της δυναστείας.

Η Κιοσέμ το έκανε αυτό γιατί αν ο Αχμέτ πέθαινε, θα τον διαδεχόταν ο πρωτότοκος γιος του, Οσμάν, μητέρα του οποίου ήταν μια άλλη σύζυγος του Αχμέτ, η Μαχφιρούζ Χατιτζέ Σουλτάν. Η Κιοσέμ δεν ήθελε έναν Σουλτάνο που δεν μπορούσε να ελέγξει, γι’ αυτό και επέμεινε να μείνει ζωντανός ο Μουσταφά για να διαδεχτεί τον αδελφό του.Όμως υπάρχει περίπτωση η κιοσέμ να μεγάλωσε τον Οσμάν.

Ο Αχμέτ συμφώνησε, καθώς ο Μουσταφά έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα, και ήταν ανίκανος να κυβερνήσει και δεν αποτελούσε σοβαρή απειλή. Πράγματι το 1617, όταν πέθανε ο 27χρονος Αχμέτ, τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Μουσταφά Α΄. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι ο Σουλτάνος ήταν τρελός. Τραβούσε τα γένια των βεζίρηδων, έπαιζε με τα καπέλα τους και συνομιλούσε με πουλιά και ψάρια.

Μετά από ένα χρόνο, εκθρόνισαν τον Μουσταφά και τη θέση του πήρε ο ανιψιός του, Οσμάν Β΄, ο γιος του Αχμέτ Α΄ και της Μαχφιρούζ Χατιτζέ Σουλτάν. Μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες, διάβαζε μανιωδώς ποίηση, αλλά δεν κατάφερε να επιβληθεί στους Γενίτσαρους. Το 1621, ύστερα από μια συντριπτική ήττα των Οθωμανών, αναγκάστηκε να υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης με τους Πολωνούς.

Για την ήττα αυτή, κατηγόρησε του Γενίτσαρους και προσπάθησε να περιορίσει τη δύναμή τους, όπως το είχαν προσπαθήσει και άλλοι Σουλτάνοι. Ασφαλώς απέτυχε. Οι Γενίτσαροι εξεγέρθηκαν, τον φυλάκισαν και τον εκτέλεσαν το 1622. Σύμφωνα με τον Γάλλο περιηγητή Φρανσουά Πουκεβίλ, οι Γενίτσαροι προσπάθησαν να τον στραγγαλίσουν με ένα κορδόνι, αλλά ο Οσμάν αντιστάθηκε σθεναρά. Τότε ένας αγάς αναγκάστηκε να σφίξει τα γεννητικά του όργανα με τεράστια δύναμη, μέχρι που ο Οσμάν έχασε τις αισθήσεις του από τον πόνο και μόνο τότε κατάφεραν να τον σκοτώσουν.

Τον διαδέχτηκε ο Μουσταφά Α΄, που ξανάγινε Σουλτάνος, αλλά για ακόμα μία φορά έγινε το υποχείριο των Γενίτσαρων. Έχασε οριστικά την εξουσία το 1623, ύστερα από εξέγερση που απαιτούσε την εκθρόνιση του. Τον διαδέχτηκε ο δευτερότοκος γιος τού Αχμέτ Α΄ και γιος της Κιοσέμ Σουλτάν, Μουράτ Δ΄.

Πρώτη Βασιλεία

Διορίστηκε όχι μόνο Βαλιντέ Σουλτάν αλλά επίσης, καθώς ο γιος της ήταν ανήλικος (11 ετών), ως επίσημος αντιβασιλέας του κράτους-μέχρι να ενηλικιωθεί ο γιος της- μεταξύ 1623 και 1632 και έγινε η πρώτη από τις δύο γυναίκες στην ιστορία που κυβέρνησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία επίσημα και μόνη. Ενώ οι γυναίκες είχαν γίνει, εκ των πραγμάτων, αντιβασίλισσες στην αυτοκρατορία πριν από αυτήν, καμία γυναίκα δεν είχε γίνει ποτέ επίσημα αντιβασιλέας και η θέση της ήταν με αυτόν τον τρόπο νέα.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της Βασιλείας τού Μουράτ Δ΄ συμμετείχε στις συνεδριάσεις του Ντιβάνι (υπουργικό συμβούλιο) πίσω από μια κουρτίνα, ακόμη και μετά από το 1632, όταν δεν ήταν πλέον επίσημα αντιβασιλέας. Η περίοδος ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη, καθώς ξέσπασαν ταυτόχρονα επαναστάσεις σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας και οι Γενίτσαροι είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η Κιοσέμ, αν και πανέξυπνη, αδυνατούσε να επιβάλει την τάξη και επικρατούσε απόλυτη αναρχία.

Όταν ενηλικιώθηκε ο Μουράτ, πήρε τα ηνία στα χέρια του και κυβέρνησε με τρομαχτική αυστηρότητα. Αποφασισμένος να καθαρίσει την ηγεσία από τη διαφθορά, διέταξε δεκάδες εκτελέσεις συμβούλων και οποιουδήποτε άλλου θεωρούσε ότι αποτελούσε απειλή. Απαγόρευσε το αλκοόλ, τον καφέ και τον καπνό για κάθε πολίτη της Κωνσταντινούπολης και κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο ίδιος περπατούσε τα βράδια στην πόλη και εκτελούσε όποιον παρέβαινε τις εντολές του.

Ο ίδιος βέβαια ήταν λάτρης του αλκοόλ και μάλιστα πέθανε από κίρρωση του ύπατος το 1640, όταν ήταν μόλις 28 ετών. Αν και ήταν εξαιρετικά αντιπαθής στον λαό, ο οποίος τον αντιμετώπιζε ως έναν αδίστακτο και αιμοσταγή τύραννο, ο Μουράτ αποδείχτηκε εξαιρετικός στρατηγός. Το 1638 εκστράτευσε στην Περσία, πολιόρκησε και κατέλαβε τη Βαγδάτη και για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, ενίσχυσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μεγαλόσωμος, δυνατός και πολεμοχαρής, ο Μουράτ απολάμβανε την αγριότητα της μάχης και διέταξε να αποκεφαλίσουν χίλιους αιχμαλώτους μπροστά στα μάτια του.

Πέθανε ξαφνικά το 1640 και τελευταία επιθυμία του ήταν να εκτελεστεί ο μικρότερος αδελφός του Ιμπραήμ, ο οποίος ήταν γιος της Κιοσέμ Σουλτάν. Η Κιοσέμ επενέβη για ακόμα μία φορά και έσωσε τον δεύτερο γιο της, με το επιχείρημα ότι χωρίς τον Ιμπραήμ, η δυναστεία των Οσμανιδών θα έφτανε στο τέλος της.

Δεύτερη Βασιλεία

Όταν ο άλλος της γιος, ο Ιμπραήμ Α΄ διαδέχθηκε τον αδελφό του το 1640, αποδείχτηκε διανοητικά ασταθής για να κυβερνήσει, όπως ο θείος του Μουσταφά Α΄. Αυτό έδωσε την δυνατότητα στην Κιοσέμ να παραμείνει στην εξουσία. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, ο Ιμπραήμ συνεργαζόταν στενά με τη μητέρα του και προσπαθούσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του.

Όμως η κατάσταση της υγείας του άρχισε να χειροτερεύει μετά από λίγα χρόνια και ο Ιμπραήμ παρασύρθηκε από τις πολυτέλειες και τις απολαύσεις του παλατιού. Σπαταλούσε τεράστια ποσά για να αγοράσει πλούσια δώρα και περνούσε όλο τον χρόνο του με τις πανέμορφες παλλακίδες του χαρεμιού. Σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Σουλτάνος Ιμπραήμ αποφάσισε να δολοφονήσει ολόκληρο το χαρέμι του γιατί το βαρέθηκε και ήθελε να έχει την ευχαρίστηση της δημιουργίας ενός νέου. Πιστεύεται ότι έπνιξε περισσότερες από 300 γυναίκες.

Σταμάτησε να ασχολείται με τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας και έχασε κάθε επαφή με τον κόσμο εκτός του παλατιού. Βρισκόταν στο έλεος συκοφαντών, οι οποίοι πλούτισαν με τα δώρα του και τον ωθούσαν σε λανθασμένες πολιτικές και στρατηγικές ενέργειες. Μία από αυτές ήταν η εκτέλεση του Αρχιβεζίρη Καρά Μουσταφά Πασά, χωρίς τον οποίο ο Ιμπραήμ ήταν απροστάτευτος.

Αποφάσισε να επιτεθεί στην βενετοκρατούμενη Κρήτη και ξεκίνησε ένα μακρύ, πολυδάπανο και αιματηρό πόλεμο με τη Βενετία. Για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, ο Ιμπραήμ αύξησε τους φόρους, προκαλώντας την οργή του λαού.

Οι κοντινότεροι του Ιμπραήμ, ανάμεσά τους μάλιστα και η μητέρα του Κιοσέμ Σουλτάν, σχεδίασαν να τον δολοφονήσουν και να τον αντικαταστήσουν με τον μεγαλύτερο γιο του, τον 7χρονο Μωάμεθ Δ΄, τον οποίο είχε αποκτήσει με την Τουρχάν Χατιτζέ Σουλτάν.

Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και η Κιοσέμ εκδιώχθηκε από το παλάτι. Τον επόμενο χρόνο, ήταν οι Γενίτσαροι αυτοί που ξεσηκώθηκαν και φυλάκισαν τον Σουλτάνο. Τον εκτέλεσαν τον Αύγουστο του 1648, με τη συγκατάθεση και της μητέρας του, η οποία αποφάσισε να συνεχίσει την έμμεση διακυβέρνησή της μέσω του εγγονού της Μωάμεθ Δ΄.

Η Κιοσέμ παρουσίασε τον επτάχρονο εγγονό της Μωάμεθ Δ΄ στο Ντιβάνι με τα λόγια » Νάτος! Δείτε τι μπορείτε να κάνετε με αυτόν!».

Θάνατος

Με την κυριαρχία του Μωάμεθ Δ΄, η θέση της Βαλιντέ Σουλτάν θα έπρεπε να πάει στην μητέρα του Μωάμεθ Δ΄, την Τουρχάν Χατιτζέ Σουλτάν. Ωστόσο, η Τουρχάν αγνοήθηκε λόγω του ότι ήταν νέα και άπειρη. Αντ’ αυτού, η γιαγιά τού Σουλτάνου και προηγούμενη Βαλιντέ Σουλτάν επανήλθε σε αυτή την υψηλή θέση.Η Κιοσέμ ήταν Βαλιντέ Σουλτάν με δύο γιους, έχοντας έτσι τη μεγαλύτερη εμπειρία από τις δύο γυναίκες.

Ωστόσο αποδείχτηκε ότι η Τουρχάν ήταν υπερβολικά φιλόδοξη για να χάσει μια τέτοια υψηλή θέση χωρίς μάχη. Η Κιοσέμ σκόπευε να εκθρονίσει τον Μωάμεθ Δ΄ και να τον αντικαταστήσει με έναν άλλον της εγγονό, τον Σουλεϊμάν, γιο της Σαλιχά Ντιλασούπ Σουλτάν. Σύμφωνα με έναν ιστορικό, το σχέδιο αυτό αποσκοπούσε στην αντικατάσταση της Τουρχάν από την Ντιλασούπ ως μητέρα του Σουλτάνου, γιατί η Ντιλασούπ ήταν πιο εύκολα ελεγχόμενη.

Το σχέδιο ήταν ανεπιτυχές, καθώς η Τουρχάν ενημερώθηκε από την Μελέκ Χατούν, μία σκλάβα της Κιοσέμ και διέταξε την δολοφονία της Κιοσέμ. Επιπλέον, ορισμένοι εικάζουν ότι η Κιοσέμ στραγγαλίστηκε με μια κουρτίνα από τον επικεφαλής Μαύρο Ευνούχο του χαρεμιού, τον Σουλεϊμάν. Η Οθωμανή αρνησίθρησκος Bobovi, στηριζόμενη σε έναν πληροφοριοδότη στο χαρέμι​​, αναφέρει ότι η Κιοσέμ στραγγαλίστηκε με τα δικά της μαλλιά.

Μετά τον θάνατό της, σε ηλικία 62 ετών, το σώμα της πάρθηκε από το Τοπ Καπί και στάλθηκε στο Παλιό Παλάτι και στην συνέχεια τάφηκε στο μαυσωλείο του συζύγου της, στο Σουλτάν Αχμέτ Τζαμί (ή Μπλε Τζαμί).

Η Κιοσέμ ήταν φημισμένη για το φιλανθρωπικό της έργο και για την απελευθέρωση των σκλάβων της μετά από 3 χρόνια υπηρεσίας. Όταν πέθανε, ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε τριήμερο πένθος.

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ