Η καταδίκη Κασσελάκη αποκάλυψε την υποκρισία
Η πρόσφατη καταδικη του Στέφανου Κασσελάκη για παράβαση του νόμου περί #ποθεν_εσχες, αν και εκ των πραγμάτων έχει ενδιαφέρον ως νομικό και πολιτικό γεγονός, είναι κατά τη γνώμη μου διδακτική και άξια σχολιασμού για έναν ακόμη, ιδιαίτερα σημαντικό λόγο. Επειδή αποτελεί απόδειξη υποκρισίας του πολιτικού και μιντιακού συστήματος, κυρίως όμως της ίδιας της Δικαιοσύνης η οποία κρίνοντάς τον ένοχο, αποκάλυψε άθελά της ότι είναι πράγματι τυφλή μόνο όμως όταν το επιλέγει η ίδια.
Το γεγονός ότι ο Στέφανος #Κασσελακης, όπως άλλωστε παραδέχθηκε και ο ίδιος από την πρώτη στιγμή, παρέβη μια διάταξη η οποία ενσωματώθηκε στον νόμο περί πόθεν έσχες επί διακυβέρνησης Τσίπρα και απαγορεύει σε πρόσωπα με συγκεκριμένη πολιτική ιδιότητα να κατέχουν μετοχές εταιρειών η έδρα των οποία βρίσκεται εκτός Ελλάδας, είναι αδιαμφισβήτητο. Υπό αυτό το πρίσμα, και παρότι η πράξη του δεν προκύπτει ότι εμπεριείχε δόλο αλλά πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς ενημέρωσης την οποία παρότι όφειλαν, δεν του παρείχαν οι συνεργάτες του, ορθώς διερευνήθηκε και τελικώς κρίθηκε ένοχος.
Όμως, αν και η σε βάρος του απόφαση δεν μπορεί με νομικούς όρους να χαρακτηριστεί άδικη (παρά μόνο ίσως αυστηρή), ο Στέφανος Κασσελάκης, δεν παύει να είναι θύμα μιας φαρισαϊκής Δικαιοσύνης κι ενός εξίσου φαρισαϊκού πολιτικού και δημοσιογραφικού συστήματος, για έναν πολύ απλό λόγο. Επειδή στην πραγματικότητα δεν διέπραξε κανένα μεγαλύτερο αδίκημα από εκείνο που επί χρόνια και μάλιστα εν γνώσει του, διέπραττε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, και το οποίο άπαντες, από τον Τύπο μέχρι τη #Βουλη και τη #Δικαιοσυνη, παριστάνουν σκανδαλωδώς πως δεν γνωρίζουν.
Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι θα έπρεπε να είναι αντίστοιχα προκλητικός και ο χειρισμός της δικής του υπόθεσης. Είναι όμως εξ ορισμού άδικη η αντιμετώπισή του με τελείως διαφορετικά κριτήρια από εκείνα με τα οποία αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται για την κατ’ εξακολούθηση παράβαση του ίδιου νόμου ο Κυριάκος #Μητσοτακης.
Είναι σκανδαλώδες με άλλα λόγια ότι ενώ η περίπτωση Κασσελάκη ενεργοποίησε και μάλιστα ταχύτατα τα αντανακλαστικά και της Δικαιοσύνης και της πλειονότητας του δημοσιογραφικού κόσμου, η αντίστοιχη περίπτωση Μητσοτάκη όχι απλώς δεν απασχόλησε κανέναν, αλλά αρχειοθετήθηκε από την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής στην οποία μετέχουν κατά κύριο λόγο ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί και αντιμετωπίστηκε από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης ως ψέμα που επιστρατεύθηκε για να πλήξει τον πρωθυπουργό.
Συμπερασματικά, αν υπάρχει ένα πραγματικά ουσιώδες ζήτημα που αναδεικνύεται από τη συγκεκριμένη υπόθεση, δεν είναι ότι ένας πολιτικός αρχηγός διέπραξε ένα πλημμέλημα και τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Είναι ότι δύο από τους πυλώνες μιας δημοκρατίας, πρωτίστως η Δικαιοσύνη και δευτερευόντως η δημοσιογραφία, αποδεικνύεται όχι απλώς ότι αξιολογούν ένα γεγονός όχι κατ’ ανάγκη με κριτήριο την αλήθεια αλλά το όνομα του εμπλεκόμενου σ’ αυτό, αλλά και ότι γνωρίζοντας ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ να λογοδοτήσουν γι’ αυτό, το κάνουν και χωρίς την παραμικρή συστολή.
Ενδεικτική διπροσωπίας φυσικά και άξια πολιτικής κριτικής είναι και η στάση ορισμένων πρώην συντρόφων του Στεφανου Κασσελάκη στον #ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι μετά την καταδίκη του εμφανίζονται δικαιωμένοι για το γεγονός ότι μεθόδευσαν την απομάκρυνσή του από την ηγεσία του κόμματος, ξεχνώντας μάλλον ότι είναι οι ίδιοι που μετά την αποκάλυψη της πράξης για την οποία τελικά καταδικάστηκε, γρύλιζαν στα τηλεπαράθυρα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε οποιονδήποτε τολμούσε να θέσει ερωτήματα για το θέμα ή να ασκήσει κριτική.